Στη Βραζιλία μέσα από αγώνες που στοίχισαν πάνω από 1000 νεκρούς τα τελευταία 20 χρόνια έχουν στηθεί από το «κίνημα των χωρίς γη» (MST) 5000 οικισμοί, στους οποίους ζουν σήμερα 200.000 άνθρωποι, οι «ακτήμονες» καλλιεργούν 75.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα γης (η συνολική έκταση της Ελλάδας είναι 151.957 τ.χλμ). Πρόκειται σχεδόν για μια ολόκληρη χώρα, έναν κόσμο που προσπαθεί να ζήσει «παρακάμπτοντας τον καπιταλισμό» με τις δικές του δημοκρατικές δομές, καλλιεργώντας συνεταιριστικά την γη, παράγοντας με σεβασμό για το περιβάλλον, όχι για την παγκόσμια αγορά, αλλά για τις τοπικές ανάγκες, εκπαιδεύοντας τα παιδιά (200.000 μαθητές) σε 2000 ανεξάρτητα από το κράτος σχολεία, τα οποία λειτουργούν σύμφωνα με τις μεθόδους του Φρέιρε. Μια ξεχωριστή, λοιπόν, χώρα έξω από τον καπιταλισμό; Ο Ζοάο Πέντρο Στεντίλε, γνωστό ηγετικό στέλεχος του MST μιλάει για χώρους «πολιτικής αυτονομίας», τους οποίους «οφείλουμε να χρησιμοποιήσουμε για να δημιουργήσουμε μια νέα κουλτούρα, να δημιουργήσουμε νέες κοινωνικές σχέσεις» ως μέρος της προσπάθειας για να «οικοδομήσουμε μια νέα ηγεμονία» «που να βλέπει τον κόσμο με τα μάτια της εργατικής τάξης»[1].
Στη Βραζιλία, την Αργεντινή και την Ουρουγουάη οι εργάτες πήραν στα χέρια τους χρεοκοπημένες βιομηχανικές επιχειρήσεις και τις λειτούργησαν με επιτυχία οι ίδιοι. Στη Βραζιλία η ANTEAG (Εθνική Ένωση Εργαζομένων στις Αυτοδιαχειριζόμενες Επιχειρήσεις) αναφέρεται σε 307 αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις οι οποίες απασχολούν 15.000 εργαζομένους (οι 52 απ’ αυτές ξεκίνησαν με κατάληψη). Υπάρχουν αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις σε όλους τους βιομηχανικούς κλάδους, την εξόρυξη μετάλλων, την υφαντουργία, τον τουρισμό. Στην Αργεντινή μετά τα μέσα της δεκαετίας μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και ιδίως την περίοδο 2001-2002 έγιναν πάνω από 200 καταλήψεις εργοστασίων. Στο 71% από τις αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις οι εργαζόμενοι αμείβονται με κριτήριο την απόλυτη ισότητα, ο ειδικευμένος εργάτης κερδίζει όσο η καθαρίστρια. Η παραγωγικότητα είναι αξιοσημείωτα υψηλότερη στα εργοστάσια όπου οι εργάτες ανέλαβαν την παραγωγή χωρίς τα στελέχη και τους διοικητικούς και όπου το εγχείρημα της ανάληψης του ελέγχου συνοδεύτηκε από σκληρούς αγώνες. Τα εργοστάσια ανέπτυξαν στενές σχέσεις αλληλεγγύης και αλληλοϋποστήριξης με τη γειτονιά, ο χώρος τους, χώρος παραγωγής, συχνά έγινε ένα κέντρο για την συνοικία, ένας πλήρης δημόσιος χώρος που φιλοξενεί μορφωτικές, πολιτικές και πολιτιστικές δραστηριότητες, όπως διαλέξεις συζητήσεις, εργαστήρια μουσικής, θεάτρου, λογοτεχνίας, προβολή ταινιών, θεατρικές παραστάσεις κ.τ.λ. [2]
Οι οργανωμένες καταλήψεις αστικής γης για τη δημιουργία λαϊκών οικισμών στη Λατινική Αμερική ξεκίνησαν ήδη από τη δεκαετία του 1950. Αυτοί οι αυτοσχέδιοι οικισμοί αποτελούν ένα σημαντικό εγχείρημα έμπρακτης κατάκτησης του «δικαιώματος στην πόλη» από τους αποκάτω. Ο χώρος των οικισμών αυτών συγκροτείται μέσα από έναν εκπληκτικό πλούτο μορφών λαϊκής αυτοοργάνωσης. Πολύ περισσότερο μετά τη νεοφιλελεύθερη επίθεση αποτελεί έναν τόπο, όπου μέσα από τις ατομικές και συλλογικές προσπάθειες των αποκάτω αναδεικνύεται μια παράπλευρη της καπιταλιστικής οικονομία, αδιάσπαστο μέρος των κοινωνικών σχέσεων, αδιαχώριστη από την κοινοτική ζωή.
Σύμφωνα με τον Matos Mar στο Περού κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980 υπήρχαν 2100 αυτοσχέδιοι λαϊκοί οικισμοί και σ’ αυτούς ζούσαν εννιά εκατομμύρια άτομα οργανωμένα σε 7000 οργανώσεις. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι αυτός ο πληθυσμός αναπτύσσει μια οικονομία πραγματικά αντίθετη με την κυρίαρχη, η αντίθεση συνδέεται με το γεγονός ότι τα λαϊκά στρώματα έχουν δημιουργήσει μια άλλη πόλη, με τα δικά τους μέσα επικοινωνίας, τις δικές τους θρησκευτικές και πολιτιστικές δημιουργίες (π.χ. τη μουσική τσι-τσα), τα δικά τους μέσα μεταφοράς (τα μικρο-λεωφορεία) ακόμη και τα δικά τους «αυτόνομα συστήματα περιφρούρησης της γειτονιάς και σε ακραίες περιπτώσεις τα λαϊκά δικαστήρια και τις εκτελέσεις με συνοπτικές διαδικασίες»[3]. Δεν θα συμμεριζόμασταν τον άκριτο ενθουσιασμό του Matos Mar που τον υιοθετεί χωρίς επιφυλάξεις ο Ζιμπέκι. Είναι γεγονός όμως ότι τα μεγέθη που αφορούν την έκταση της λαϊκής αυτοοργάνωσης είναι πραγματικά εντυπωσιακά. Το 2003 υπήρχαν στη Λίμα του Περού 2775 αυτοδιαχειριζόμενα και 1930 επιδοτούμενα λαϊκά εστιατόρια (συλλογικές κουζίνες), καθένα απ’ τα οποία απασχολούσε κατά μέσο όρο 22 γυναίκες και παρήγαγε 100 μερίδες τροφής την ημέρα. Η κρατική βοήθεια δεν κάλυπτε πάνω από το 20% του συνολικού κόστους λειτουργίας. Τα εστιατόρια αυτά που ξεκίνησαν και προωθούνται από ιερωμένους, συνέβαλαν στην «αυτοβοήθεια και την αυτοοργάνωση της παροχής υπηρεσιών, στοχεύοντας στην ενίσχυση της αυτονομίας των φτωχών σε σχέση με το κράτος και τους θεσμούς φιλανθρωπικής βοήθειας… (Blondet και Trivelli, 2004, σελ.39)[4]. Στη Βενεζουέλα υπάρχουν 6000 Επιτροπές Αστικής Γης (στο Καράκας η καθεμιά συσπειρώνει κατά μέσο όρο 200 οικογένειες) και 2000 Τεχνικές Επιτροπές για το Νερό
Οι λαϊκές συνοικίες και οι αυτοσχέδιοι οικισμοί προάγουν την αυτονομία τους αναπτύσσοντας στο χώρο τους ένα σύνολο αυτοελεγχόμενων μορφών παραγωγής που καθιστούν τους κατοίκους ανεξάρτητους από τους εργοδότες και το κράτος. Σε Ελ Άλτο της Λα Παζ οι κάτοικοι επιδίδονται - μέσω μικρών οικογενειακών εργαστηρίων που στηρίζονται στην αυτοαπασχόληση και την περιορισμένη χρήση μισθωτής εργασίας – όχι μόνο στο μικρεμπόριο και τις υπηρεσίες αλλά και στη μεταποίηση. Το απασχολούμενο εργατικό δυναμικό είναι νεανικό και μορφωμένο, διακρίνεται από ένα ισχυρό πνεύμα ανεξαρτησίας και έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξέγερση του Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου του 2003. Μια πλευρά αυτής της ανεξαρτησίας των αποκάτω είναι η παραγωγή της τροφής τους από τους ίδιους. 200 αστικοί αγροί καλλιεργούνταν μέσα στην καρδιά του αστικού ιστού του Μοντεβιδέο κατά το κορύφωμα της οικονομικής κρίσης στην Ουρουγουάη και ένα μέρος τους διατηρείται παρά την οικονομική ανάπτυξη μετά το 2004.
Ήδη πριν από τη νεοφιλελεύθερη επίθεση είχε επισημανθεί ότι τα κοινωνικά δίκτυα αμοιβαίας ανταλλαγής αποτελούσαν «το σημαντικότερο στοιχείο της κοινωνικής δομής του λαϊκού οικισμού» και είχε τονιστεί ο ρόλος κλειδί της αμοιβαίας εμπιστοσύνης (Larissa Lomnitz, 1975)[5]. Με την εκτεταμένη καταστροφή των μεσοστρωμάτων τις δεκαετίες που ακολούθησαν τα δίκτυα ανταλλαγών συμπεριέλαβαν πολλά εκατομμύρια ανθρώπους και όχι μόνο από τις λαϊκές τάξεις (στο αποκορύφωμα της κρίσης στην Αργεντινή τα δίκτυα ανταλλαγής αγαθών χωρίς τη μεσολάβηση χρήματος συμπεριελάμβαναν 3-5 εκατομμύρια ανθρώπους). Επιδιώχθηκε ή απλώς προέκυψε μέσα στις δίνες της κρίσης η ανταλλαγή προϊόντων που δεν είναι πια εμπορεύματα, η προτεραιότητα στις σχέσεις πρόσωπο με πρόσωπο, η δημιουργία δεσμών εκτός αγοράς ανάμεσα σε παραγωγούς-καταναλωτές και ανάμεσα σε παραγωγούς από διαφορετικούς τομείς της οικονομίας. Όλες αυτές οι εμπειρίες, η βίαιη εισβολή της παγκόσμιας αγοράς, απορρύθμιση των εθνικών αγορών και η κατάρρευση των κεντρικά σχεδιασμένων οικονομιών άνοιξαν τη συζήτηση για την επανεκτίμηση της έννοιας και της λειτουργίας της αγοράς. Έγινε λόγος για το «δίκαιο εμπόριο» ή για την επανοικειοποίηση του αρχικού χαρακτήρα της αγοράς. [6]
Στη συνέχεια αυτής της κοσμογονίας αριστερές δυνάμεις ανέλαβαν την κυβερνητική εξουσία σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής, στηρίχθηκαν στη δύναμη των κινημάτων για να πετύχουν την ανασύσταση του διαλυμένου από τον νεοφιλελευθερισμό κοινωνικού συμβολαίου. Εφάρμοσαν μια εναλλακτική στον νεοφιλελευθερισμό διαχείριση του καπιταλισμού, διαφορετική από εκείνη της παλαιάς σοσιαλδημοκρατίας και του κοινωνικού κράτους. Η «καθολικότητα των δικαιωμάτων» η οποία ήταν σύστοιχη της πλήρους απασχόλησης και της ενότητας της πολιτικής κοινωνίας (political society) δεν διασώθηκε.
Σήμερα στη Λατινική Αμερική η σχετικά καλοπληρωμένη εργατική τάξη συνυπάρχει δίπλα σε νέα και παλιά μεσοστρώματα αλλά και σε μια εκτεταμένη άτυπη οικονομία ( η άτυπη εργασία στη Βραζιλία αγγίζει ποσοστά 50-70%), στη μακροχρόνια ανεργία, την κακοπληρωμένη απασχόληση χαμηλής παραγωγικότητας, την προσωρινή, αβέβαια και επισφαλή εργασία. Η παλιά πολιτική κοινωνία κομματιάστηκε από τα χτυπήματα της νεοφιλελεύθερης επίθεσης που εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά τις δικτατορίες, πριν καν ολοκληρωθεί ο πολιτικός εκσυγχρονισμός τον οποίον απαιτούσαν οι κοινωνικές δυνάμεις που ανέδειξε η μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο οικονομική ανάπτυξη. Το άμεσο αποτέλεσμα του κατακερματισμού (ότι επιδίωκε η νεοφιλελεύθερη επίθεση) ήταν ένα άθροισμα από απομονωμένες ομάδες σε αντιπαράθεση και αντιπαλότητα μεταξύ τους, οι οποίες αδυνατούν να συνάψουν σταθερές συμμαχίες, να ενώσουν τα συμφέροντά τους και να οικοδομήσουν μια αντίπαλη πλειοψηφία[7]. Ο κατατεμαχισμός και μάλιστα σε εδαφικοποιημένη μορφή («κατατεμαχισμός σε ζώνες») είναι τυπικός του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και έχει να κάνει περισσότερο με τον πόλεμο όλων εναντίον όλων και την κατάσταση εξαίρεσης και πολύ λιγότερο με την «επιβεβαίωση της διαφοράς», όπως νομίζει ο Ζιμπέκι. Τα κοινωνικά κινήματα δρομολόγησαν μια διαδικασία ανασύνθεσης της κοινωνίας της οποίας όμως τα αποτελέσματα παραμένουν αβέβαια. Το αγωνιζόμενο πλήθος, πάνω στο οποίο αναπτύχθηκαν οι αριστερές κυβερνήσεις για να εισηγηθούν το νέο κοινωνικό συμβόλαιο, απέχει ακόμα πολύ από το να αποτελεί έναν ενωμένο πολιτικά λαό.
Με την αποδόμηση του έθνους-κράτους σε μια σύγχρονη χώρα της Λατινικής Αμερικής (αλλά όχι μόνο εκεί, είναι ό,τι πρόκειται να δούμε σύντομα με πιο καθαρό και σαφή τρόπο και στην Ευρώπη) αναγνωρίζονται πολλές χώρες μέσα στην ίδια χώρα, πολλές αγορές μέσα στην ίδια «εθνική» αγορά, διαφορετικές περιοχές της ιδιωτικής κοινωνίας αποκτούν άμεσα πολιτικά χαρακτηριστικά την ίδια στιγμή που η δημόσια σφαίρα βουλιάζει μέσα στην ιδιωτική κοινωνία. Τα διαφορετικά επίπεδα, οι διακριτές ζώνες, οι ξεχωριστές σφαίρες οργανώνονται σ’ένα δίκτυο υπό τον έλεγχο μιας ολιγαρχίας ( στην οποία συγχωνεύονται η πολιτειακή και η επιχειρηματική ιεραρχία) [8]∙ το όλο αποτελεί το «κράτος» με την γκραμσιανή έννοια του «ολοκληρωμένου κράτους» (κράτος= ιδιωτική + πολιτική κοινωνία).
Σ’αυτή τη νέα μορφή κράτους που είναι πολύ διαφορετική από εκείνη του μεταπολεμικού εθνικού ευρωπαϊκού κράτους, δεν έχουν νόημα τα καθολικά δικαιώματα ούτε θέση το κοινωνικό κράτος και δημόσιοι θεσμοί, όπως το δημόσιο σχολείο και τα συστήματα δημόσιας υγείας, τα οποία με μια αποδεκτή ποιότητα υπηρεσιών συμπεριελάμβαναν ή απευθύνονταν χωρίς διακρίσεις σε όλους τους πολίτες. Όμως παρά την έκλειψη του κοινωνικού κράτους στη Λατινική Αμερική η ιδέα της κοινωνικής πρόνοιας διασώθηκε. Η καπιταλιστική ολιγαρχία κάτω από τη συνεχή πίεση των λαϊκών αγώνων παραιτήθηκε, προσωρινά τουλάχιστον, από το σχέδιο της πλήρους ιδιωτικοποίησης των κοινών αγαθών και των θεσμών αναπαραγωγής της εργατικής τάξης ∙ αναγκάστηκε να δεχθεί μέτρα κοινωνικής προστασίας, ορισμένους περιορισμούς στην ελεύθερη αγορά και να αποδώσει ένας μέρος της υπεραξίας για να χρηματοδοτηθούν οι ανάγκες των πιο φτωχών. Όμως σε κάθε περίπτωση το σπάταλο, αναποτελεσματικό και γραφειοκρατικό κράτος πρόνοιας δεν μπορούσε να σωθεί και οι προνοιακοί μηχανισμοί, ακολουθώντας και τις τρέχουσες ιδέες «εναντίον του κρατισμού», προσαρμόστηκαν στη νέα πραγματικότητα, αξιοποιώντας δομές τις οποίες ανέδειξε η πάλη των αποκάτω. Το κράτος έρχεται να συνδράμει επικουρικά την οικονομία επιβίωσης των φτωχών μέσω των ΜΚΟ και των λαϊκών οργανώσεων στις οποίες περνάει μεγάλο μέρος των αρμοδιοτήτων που κατείχε παλαιότερα το κράτος πρόνοιας. «Οι οργανώσεις των αποκάτω έχουν μετατραπεί σε ακρογωνιαίο λίθο των κοινωνικών πολιτικών»[9]. Επίσης τις προνοιακές λειτουργίες αναλαμβάνει όχι ακριβώς η αγορά, αλλά ανταγωνιζόμενες μεταξύ τους για τους κρατικούς πόρους μη κερδοσκοπικές εταιρείες ιδιωτικού δικαίου ∙ οι τελευταίες (εταιρείες Κοινωνικής Οικονομίας, ΜΚΟ) είναι ανοιχτές στη συμμετοχή ανθρώπων από τις λαϊκές τάξεις των οποίων επικαλούνται τις επιχειρηματικές αρετές. Πρόκειται για μια προστατευόμενη και κρατικά υποβασταζόμενη αγορά κοινωνικών υπηρεσιών. Οι υπηρεσίες του κεντρικού κράτους αρκούνται σ’ έναν ελεγκτικό και ρυθμιστικό ρόλο. Το όλο σύστημα μπορεί να δράσει εντοπισμένα, σύμφωνα με τις κάθε φορά ιδιαίτερες ανάγκες μέσα σ’ ένα εξαιρετικά ανομοιογενές, ασυνεχές και συνεχώς μεταβαλλόμενο τοπίο ∙ μπορεί να φτάσει και στους πιο απόμακρους λαβυρίνθους της ιδιωτικής κοινωνίας, κάτι που δύσκολα θα μπορούσε να πετύχει ο δύσκαμπτος κρατικός μηχανισμός. Έτσι υφαίνεται ό,τι ονομάζουμε δίκτυ κοινωνικής προστασίας. Βέβαια εδώ τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι κατανοητά στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή τους : σαν η οριακή επιβίωση της ανθρώπινης ζωής. Πρόκειται για τα δικαιώματα της «γυμνής ζωής». Στο πλαίσιο αυτής της μορφής κράτους δεν μπορεί να γίνει καμιά θετική κατανόηση των δικαιωμάτων στην κατεύθυνση της ανάπτυξης των δεξιοτήτων του πολίτη.
Με το νέο κοινωνικό συμβόλαιο η Κοινωνική Οικονομία έρχεται να καλύψει μια πολύ σημαντική έκταση του κοινωνικού πεδίου. Όχι μόνο αναλαμβάνει τις λειτουργίες του κράτους πρόνοιας, αλλά συγχέεται με την οικονομία επιβίωσης και την άτυπη οικονομία από την οποία ζούνε μερίδες του πληθυσμού που σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής είναι η πλειοψηφία. Η κριτική της Κοινωνικής Οικονομία από αντικαπιταλιστική σκοπιά είναι επιβεβλημένη (και ζητούμενη), αλλά το να νομίζει ένα πολιτικό επαναστατικό κίνημα ότι μπορεί, ζώντας σ’αυτές τις χώρες να δράσει εκτός της Κοινωνικής Οικονομίας είναι σαν να θέλει να δράσει εκτός κοινωνίας. Επαναλαμβάνουμε, πρέπει να δούμε την Κοινωνική Οικονομία στο σύνολό της και μέσα από τις αντιφάσεις της και να επιμείνουμε σ’ αυτές.
Η Κοινωνική Οικονομία συνδέεται με πολλούς τρόπους με την οικονομία της αγοράς ∙ με σχέσεις που μπορεί να γίνουν ανταγωνιστικές αλλά τις περισσότερες φορές είναι συμπληρωματικές. Αυτές οι μορφές παραγωγής δεν είναι συγκυριακές, αλλά «η ιστορική και μεσοπρόθεσμη μορφή διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου στη Βολιβία» λέει ο Alvaro Garcia Linera για τα οικογενειακά εργαστήρια και τις μικροεπιχειρήσεις στο Ελ Άλτο ∙ πρόκειται για μορφές παραγωγής μη καπιταλιστικές, αν και η αγορά και το κεφάλαιο «τις καθιστούν εκ νέου εργαλειακές»[10].
Η Κοινωνική Οικονομία (και οι κατώτερες τάξεις γενικότερα) βρίσκεται σε σύγκρουση με το κράτος αλλά πιο συχνά είναι σε διαπραγμάτευση μαζί του ∙ η διαπραγμάτευση είναι συνεχής και γίνεται σε όλη την έκταση των δικτύων που απαρτίζουν το σύγχρονο κράτος χωρίς φυσικά να εξαιρείται το κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Για τις επιχειρήσεις της Κοινωνικής Οικονομίας και τις ζωές των εκατομμυρίων ανθρώπων που ζούνε από αυτές δεν είναι καθόλου αδιάφορο το ποιο κόμμα βρίσκεται στην κυβέρνηση ∙ οι δοσοληψίες με την πολιτική εξουσία δεν αντιφάσκουν οπωσδήποτε με μια ορισμένης μορφής αυτονομία, αντίθετα μερικές φορές την προϋποθέτουν. Το σύγχρονο κράτος δεν λειτουργεί δια της αντιπροσώπευσης (καθώς αίρεται η διάκριση ιδιωτικής και πολιτικής κοινωνίας) αλλά δια της διασύνδεσης και της συσχέτισης όχι «δύο» αλλά πολλών κόσμων σε «συνθήκες σύγκρουσης/συμμαχίας, κάτι που περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα αλληλεπιδράσεων, από την αντιπαράθεση μέχρι τη διαπραγμάτευση, τις συμμαχίες και τις συμφωνίες»[11]. Η συμμετοχή των λαϊκών στρωμάτων στην καθεστωτική πολιτική δεν έχει κάτι το χειραφετητικό μόνο και μόνο γιατί αυτά έδρασαν «χωρίς να αναλαμβάνουν κάποια σταθερή δέσμευση απέναντι σε κόμματα ή σε ηγέτες, αλλά δημιουργώντας “σχέσεις με όρους κόστους και οφέλους που λειτουργούν υποστηρικτικά σε συγκεκριμένες διαπραγματευτικές διαδικασίες” (Degregori και Grompone, 1991)» [12], όπως νομίζει ο Ζιμπέκι, ο οποίος κατά τα άλλα παραπονιέται γιατί η άνοδος των αριστερών κομμάτων στην κυβερνητική εξουσία έχει αφυδατώσει τα κοινωνικά κινήματα.
Μόνο η προοπτική της μετωπικής σύγκρουσης με το Κράτος (που αντλεί από την πολύ παλιά και κεντρική φαντασιακή σημασία για μια Τελική Αναμέτρηση ή Κρίση) μπορεί να απελευθερώσει την δυναμική προς την κατεύθυνση μιας ελεύθερης ανθρωπότητας η οποία δημιουργείται καθημερινά στους κόσμους των αποκάτω∙ να δώσει νέα, ακόμη πιο πλούσια και ριζοσπαστικά περιεχόμενα στη θεσμίζουσα δραστηριότητα των λαϊκών τάξεων που εκδηλώνεται διαρκώς ήδη μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία. Ωστόσο, οι πιθανότητες για μια επαναστατική ρήξη στο άμεσο μέλλον δεν φαίνονται μεγάλες, ο δρόμος της επανάστασης παραμένει για την ώρα κλειστός.
Κοινωνικά κινήματα και κράτος (Κοινωνική Οικονομία και αγορά) δεν είναι και δεν μπορούν να είναι σε καμιά περίπτωση «δύο αυτόνομοι και δύο αυτάρκεις κόσμοι που σχετίζονται μεταξύ τους ως τέτοιο»[13]. Η προτροπή να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε (ή να καταστρέψουμε) την εξουσία, απόψεις της μορφής : «Αγώνες χωρίς το κράτος και όχι ενάντια στο κράτος. Το να σκέπτεσαι χωρίς το κράτος και όχι ενάντια στο κράτος σημαίνει ότι έχουμε πλέον περάσει σε άλλες συντεταγμένες»[14] συσκοτίζουν την επίγνωση της δύσκολης πραγματικότητας.
Το παλιό δίλημμα μεταρρύθμιση ή επανάσταση δεν έχασε ποτέ τη δύναμή του. Όμως, περισσότερο και από σήμερα, μια δυο δεκαετίες πριν, με πρόσφατη την κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και εν μέσω του θριαμβεύοντος νεοφιλελευθερισμού, μέσα «σε μια υπερσυντηρητική περίοδο με δυσμενέστατο τοπικό και διεθνή συσχετισμό»[15], η ιδέα της επανάστασης έμοιαζε με χίμαιρα. Έπρεπε να επινοηθούν άλλες λύσεις. Οι λατινοαμερικάνικες κοινωνίες υπερασπίστηκαν τους εαυτούς τους και κατάφεραν να διασωθούν μέσα από τα κοινωνικά κινήματα. Ένα ανυπέρβλητο όριο στην ανάπτυξη της δημιουργικότητας των τελευταίων ήταν ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός ∙ εναντίον του στράφηκαν με κάποια επιτυχία οι Ζαπατίστας με την εξέγερση του 1994, οι διηπειρωτικές, το PGA , το παγκόσμιο κοινωνικό φόρουμ κ.τ.λ Ένα άλλο όριο, πιο προσιτό στην εμβέλεια της κοινωνικής και πολιτικής πράξης των αποκάτω, ήταν η εθνική κυβέρνηση κάθε χώρας. Τα κινήματα βέβαια επιδίωκαν την αυτονομία τους από το καπιταλιστικό κράτος το οποίο έτσι ή αλλιώς δεν μπορούσαν να ανατρέψουν. Μπορούσαν ωστόσο να κερδίσουν περισσότερα για τον εαυτό τους και ενδεχόμενα να διευρύνουν και να εμβαθύνουν αυτήν την αυτονομία, αν την διακυβέρνηση αναλάμβαναν δυνάμεις που είχαν την υποστήριξή τους ή ακόμα καλύτερα δυνάμεις που είχαν αναδειχθεί μέσα από τις γραμμές τους. Έτσι στο φόντο της αδυναμίας για μια επαναστατική λύση στην τρομερή κοινωνική κρίση που συγκλόνισε τις κοινωνίες της Λατινικής Αμερικής τις τελευταίες δεκαετίες, μετά από μακροχρόνιους και σκληρότατους κοινωνικούς αγώνες η αριστερά πήρε την (κυβερνητική) εξουσία. Μέσα από τα κινήματα της Βολιβίας υποδείχθηκε η υποψηφιότητα του Μοράλες, ο οποίος εκλέχτηκε θριαμβευτικά πρόεδρος της χώρας. Στη Βραζιλία το MST δεν συμμετέχει στο Εργατικό Κόμμα (P.T.), του ασκεί μάλιστα αυστηρή κριτική, αλλά εντέλει το υποστηρίζει κριτικά στις εκλογές. Στον αντίποδα οι Ζαπατίστας αρνήθηκαν να υποστηρίξουν τον Ομπράδορ ο οποίος έχασε τις εκλογές για την προεδρία για λίγες ψήφους ∙ οι συνέπειες ήταν σοβαρές για τους ίδιους τους Ζαπατίστας και τραγικές για το Μεξικό, όπου πλέον ολόκληρες επαρχίες έχουν περάσει κάτω από τον έλεγχο του οργανωμένου εγκλήματος.
Στις νέες δομές πολιτικής εξουσίας δεν έχει πλέον κανένα νόημα η σχέση κόμματος/συνδικάτου που μας κληρονόμησε η Β΄ και η Γ΄ Διεθνής. Ο Ζιμπέκι μιλάει για ένα χώρο «αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο κράτος και σε τμήμα της κοινωνία εν κινήσει. Αυτός ο χώρος δεν είναι ακριβώς κοινωνικός, αλλά ούτε και ο παραδοσιακά κρατικός, επιτρέπει τη διασύνδεση του κράτους με τα κινήματα μέσα από μια σταθερή και μόνιμη συλλογική πρακτική. Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αυτή την πρακτική νέα διακυβέρνηση»[16]. Η «νέα διακυβέρνηση» έδωσε μια σπουδαία δυναμική στον λατινοαμερικάνικο καπιταλισμό και εν πολλοίς ήταν αυτή που δρομολόγησε την αναβάθμισή του στην παγκόσμια αγορά. Το «παράδοξο» είναι ότι από τους κοινωνικούς αγώνες των τελευταίων δεκαετιών κερδισμένοι φαίνονται τόσο οι αποκάτω όσο και μια δυναμική μερίδα των καπιταλιστών.
Η παρουσίαση της Κοινωνικής Οικονομίας θα έπρεπε να συμπεριλάβει αναφορές από την Κίνα και την Ινδία (τις δύο κατεξοχήν ανερχόμενες, μέσα στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, περιοχές του πλανήτη). Γνωρίζουμε τον σπουδαίο ρόλο που έπαιξε η κοινοτική παράδοση των ιθαγενών στην ανάπτυξη της Κοινωνικής Οικονομίας στη Λατινική Αμερική. Ποιες είναι οι δυνατότητες της Κοινωνικής Οικονομίας στην Ινδία, σε μια χώρα στην παράδοση της οποίας δεσπόζει η πολυσυζητημένη ινδική κοινότητα;
Επίσης δυστυχώς έχουμε αφήσει σε εκκρεμότητα την μελέτη των δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης που αναπτύσσουν τα ισλαμιστικά κινήματα στον μουσουλμανικό κόσμο. Πρόκειται απλώς για θεσμούς στο πλαίσιο της παράδοσης της Zakāt, «το πρώτο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης», όπως την αποκάλεσε ο Bentall [17] ή θα πρέπει να υποψιαστούμε και να αναζητήσουμε νεωτερικά και μετανεωτερικά περιεχόμενα, λαμβάνοντας υπόψη τον ριζοσπαστικό εκσυγχρονιστικό χαρακτήρα των ισλαμιστικών κινημάτων (υπενθυμίζουμε ότι στη Λατινική Αμερική η Κοινωνική Οικονομία έχει στενή σχέση με την Καθολική Εκκλησία ∙ θα δείξουμε στη συνέχεια ότι η σχέση της Κοινωνικής Οικονομίας με τη θρησκεία δεν είναι συγκυριακή αλλά δομική).
[1] Βλ. περιοδικό Resistencias, τεύχος 7, Οκτώβριος 2007
[2] Τα στοιχεία για τα αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια είναι του έτους 2007, Βλ. Raul Zibecki, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις», Αλάνα 2010, σελ.115, 116, 117, 118, 119, 120.
[3] Βλ. Raul Zibecki, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις», Αλάνα 2010, σελ.240
[4] Βλ. Raul Zibecki, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις», Αλάνα 2010, σελ.256
[5] Βλ. Raul Zibecki, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις», Αλάνα 2010, σελ.216
[6] Βλ. Raul Zibecki, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις», Αλάνα 2010, σελ.112
[7] Βλ. Μ.Harnecker, «Πραγματοποιώντας το αδύνατο», ελλ.εκδ. Οδυσσέας 2007, σελ.944, 945.
[8] Δημήτρης Κωτσάκης, «3 και 1 κείμενα», οι εκδόσεις των συναδέλφων 2012, σελ.148
[9] Βλ. Raul Zibecki, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις», Αλάνα 2010, σελ.14
[10] Βλ. Raul Zibecki, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις», Αλάνα 2010, σελ.90
[11] Βλ. Raul Zibecki, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις», Αλάνα 2010, σελ.242
[12] Βλ. Raul Zibecki, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις», Αλάνα 2010, σελ.242
[13] Βλ. Raul Zibecki, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις», Αλάνα 2010, σελ.241
[14] Βλ. Raul Zibecki, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις», Αλάνα 2010, σελ.104
[15] Βλ. Μ.Harnecker, «Πραγματοποιώντας το αδύνατο», ελλ.εκδ. Οδυσσέας 2007, σελ.1297
[16] Βλ. Raul Zibecki, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις», Αλάνα 2010, σελ.241
[17] Βλ. Γεράσιμος Μακρής, «Ισλάμ, πεποιθήσεις, πρακτικές και τάσεις», Ελληνικά Γράμματα 2004, σελ.289