Topikopoiisi
Σελίδες στα Social Media
  • Αρχική
  • Βιογραφικό
  • Θέσεις
  • Άρθρα
  • Οικο-γεωργία
  • Κοινωνική - αλληλέγγυα οικονομία
  • Εκδηλώσεις
  • Βίντεο
  • Ενδιαφέροντα Ιστολόγια
  • Εικόνες
  • Βιβλία
  • Επικοινωνία

Περι κοινωνικής οικονομίας και κοινωνικού ανταγωνισμού

30/9/2012

0 Comments

 
Μια κριτική προσέγγιση

 της Σοφίας Αδάμ

Τον τελευταίο καιρό οι έννοιες τρίτος τομέας, κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία έχουν αποκτήσει μεγάλη δημοτικότητα στην Ελλάδα, μια χώρα που μέχρι πρόσφατα απουσίαζε από τις περισσότερες διεθνείς συγκριτικές μελέτες, επειδή ακριβώς δεν είχε να παρουσιάσει σημαντικές πρωτοβουλίες σ’ αυτή την κατεύθυνση.[1] Προφανώς, ο δριμύς χαρακτήρας που πήρε η καπιταλιστική κρίση στην περίπτωση της Ελλάδας δημιούργησε το υπόστρωμα για την αναζήτηση νέων τρόπων παραγωγής, ανταλλαγής, κατανάλωσης και κοινωνικής φροντίδας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι τα παραδείγματα που αναδύονται χαίρουν υποστήριξης από ένα ευρύ φάσμα, συχνά αντιθετικών, αντιλήψεων για την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής και το ρόλο του κράτους. Πριν επιχειρήσουμε να συνδέσουμε τα εγχειρήματα κοινωνικής οικονομίας με ευρύτερα ζητήματα πολιτικής στόχευσης, είναι χρήσιμο να αποκτήσουμε μια κοινή γλώσσα για το συγκεκριμένο πεδίο. Το παρόν άρθρο επιχειρεί να συνδράμει σ’ αυτή την κατεύθυνση, μέσα από μια επισκόπηση των ιδεολογικών πλαισίων που έχουν εμποτίσει τα εγχειρήματα αυτά στην πορεία του χρόνου και των βασικών εννοιών που έχουν χρησιμοποιηθεί διεθνώς για την περιγραφή τους. Στη συνέχεια, θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε την προβληματικότητα μιας a priori αποδοχής ή κατακραυγής της κοινωνικής οικονομίας. Τέλος, θα επιχειρήσουμε να θέσουμε ορισμένες κατευθύνσεις για την προσέγγιση του πεδίου από μια ριζοσπαστική οπτική.

Ιδεολογικές παρακαταθήκες: Σε ποιον ανήκει η κοινωνική οικονομία;

 Αρχικά, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι τα εγχειρήματα του τρίτου τομέα (συνεταιρισμοί, κοινωνίες αλληλοβοήθειας, πρωτοβουλίες άρνησης μεσαζόντων, κοινωνικά ιατρεία) ούτε υπάγονται σε ένα ενιαίο ιδεολογικό πλαίσιο ούτε ανήκουν δικαιωματικά σε έναν διακριτό πολιτικό χώρο. Απεναντίας, σχεδόν όλες οι πολιτικές παραδόσεις έχουν κατά καιρούς υποστηρίξει τη δημιουργία τέτοιων εγχειρημάτων, η καθεμιά για τους δικούς της λόγους. Για φιλελεύθερους όπως ο Τζων Στιούαρτ Μιλ, η κοινωνική οικονομία αποτυπώνει την ανάγκη να προστεθούν στα ενδιαφέροντα της πολιτικής οικονομίας τα μέσα που παράγουν κοινωνικό πλούτο και ευημερία πέρα από την άμεση υλική παραγωγή. Ορισμένοι φιλελεύθεροι δημιουργούν δομές για την καλυτέρευση της κατάστασης της εργατικής τάξης, τις οποίες διευθύνουν «εξέχοντα» μέλη της κοινωνίας και έχουν στόχο την εμπέδωση ηθικών αξιών συμβατών με τον ανερχόμενο καπιταλισμό. Η εχθρότητα προς τους μεσάζοντες και η ανάγκη ελέγχου και ηθικής καθοδήγησης των εργατών οδηγεί τον Τζων Στιούαρτ Μιλ να προκρίνει τις ενώσεις εργατών και εργοδοτών. Από την άλλη, η παράδοση του κοινωνικού χριστιανισμού των συνεχιστών του Σαιν-Σιμόν υποστηρικτές των ενώσεων και συνεταιρισμών (associationalists), όπως ο Philippe Buchez, ο Auguste Ott και πρώιμοι σοσιαλιστές σαν τον Λουί Μπλανκ, υποστηρίζουν τις ενώσεις εργατών και τα κοινωνικά εργαστήρια[2] ως μια πρόταση για να διασφαλιστεί το δικαίωμα προς εργασία με αξιοπρεπείς όρους και να καμφθούν οι δηλητηριώδεις συνέπειες του ανταγωνισμού που οδηγεί στην εξαθλίωση των εργατών.

Χαρακτηριστική, και πιο συναφής με τα ενδιαφέροντα του συγκεκριμένου άρθρου, είναι η σύγκρουση ανάμεσα στον Προυντόν και στον Μαρξ αναφορικά με την υπεράσπιση των συνεταιρισμών έναντι των πολιτικών ενώσεων των εργατών αντίστοιχα.[3] Βέβαια, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε μια σχετική αμφιθυμία του Μαρξ ως προς τους συνεταιρισμούς. Έτσι, ενώ στην εναρκτήρια ομιλία του στην Α΄ Διεθνή Ένωση Εργατών χαιρετίζει τους εργατικούς συνεταιρισμούς ως νίκη του κόσμου της εργασίας έναντι του κόσμου της ιδιοκτησίας, σπεύδει να ασκήσει κριτική σε δύο επίπεδα. Αφενός, οι συνεταιρισμοί, ως σποραδικά και μεμονωμένα παραδείγματα, δεν έχουν την απαιτούμενη δυναμική για να οδηγήσουν σε κοινωνικό μετασχηματισμό. Αφετέρου, οι συνεταιρισμοί στην καθημερινή λειτουργία τους έρχονται αντιμέτωποι με όλους τους δομικούς καταναγκασμούς του υπάρχοντος συστήματος. Στην καλύτερη περίπτωση, βρίσκονται στο μεταίχμιο ανάμεσα στην καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής και στην οργάνωση της παραγωγής που μόνο η μετακαπιταλιστική κοινωνία μπορεί να προσφέρει. Αντιθέτως, για τον Προυντόν, οι αμοιβαίες κοινωνίες, με βασικό όχημα τις ενώσεις παραγωγών-καταναλωτών, καταργούν τους μεσάζοντες και γεφυρώνουν τα διαφορετικά συμφέροντα, ενώ ταυτόχρονα μπορούν να θέσουν υπό έλεγχο και να συντονίσουν την οικονομία χωρίς την αναγκαιότητα του κράτους οργανώνοντας συνεταιριστικά τη στέγαση, την ασφάλιση, την ανταλλαγή και την πίστωση. Οι απόψεις του Μαρξ ευδοκιμούν, ενώ του Προυντόν υποχωρούν στο εργατικό κίνημα. Έκτοτε, η κοινωνική οικονομία αρθρώνεται ως ρεφορμιστικός λόγος από τα κάτω ή ως ανάχωμα απέναντι στο σοσιαλισμό και κομμουνισμό από τα πάνω. Εξαίρεση αποτελεί η μετά τα κινήματα του ’60 εποχή, όταν η κοινωνική οικονομία αναβιώνει και πάλι από τα αριστερά ως μια προσπάθεια εναλλακτικής οικονομίας. Η εναλλακτική οικονομία νοηματοδοτείται ως η ριζοσπαστική μορφή της κοινωνικής οικονομίας, η οποία αναστοχάζεται πάνω στην κοινωνική χρησιμότητα των παραγόμενων προϊόντων, την οργάνωση της εργασίας, την ιεραρχία, τις ανθρώπινες σχέσεις, τον τρόπο που παρέχεται η ιατρική φροντίδα και η εκπαίδευση.

Εννοιολογικές προσεγγίσεις
Η ιδεολογική απροσδιοριστία του τρίτου τομέα επιτείνεται από την πληθώρα των εννοιολογικών προσεγγίσεων που καλούνται να τον προσδιορίσουν. Ο όρος «τρίτος τομέας» ή «τρίτο σύστημα» συναντά ευρεία αποδοχή από υποστηρικτές των περισσότερων θεωρητικών προσεγγίσεων[4] και εμφανίζεται εκτενώς σε κείμενα πολιτικής της ΕΕ.[5] Ως εκ τούτου, θεωρούμε ότι αποτελεί επαρκές σημείο αναφοράς για να οριοθετήσουμε τη συζήτηση γύρω από τις άλλες χρησιμοποιούμενες έννοιες: μη κερδοσκοπικός τομέας, κοινωνική οικονομία και αλληλέγγυα οικονομία. Η καταγραφή που πραγματοποιείται στον ακόλουθο πίνακα έχει ως στόχο να καταδείξει ότι οι διαφορές ορισμών αποτυπώνουν εν πολλοίς διαφορές θεωρητικών προσεγγίσεων και ιστορικών διαδρομών σε κάθε περιοχή.

ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΤΟΜΕΑ

 Έννοια

Αλληλέγγυα

οικονομία

Κοινωνική οικονομία

Μη κερδοσκοπικός τομέας

 Ορισμός

Περιλαμβάνει εκείνες τις οικονομικές δραστηριότητες που στοχεύουν στον εκδημοκρατισμό της οικονομίας στη βάση της συμμετοχής των πολιτών. Διακρίνονται από μια διττή στόχευση:



οικονομική, διότι επιχειρούν να δημιουργήσουν οικονομικές σχέσεις με βάση την αμοιβαιότητα και σε συνδυασμό με πόρους από την αγορά και την αναδιανομή του κράτους

πολιτική, διότι επιχειρούν να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν αυτόνομους δημόσιους χώρους όπου συζητούνται σκοποί και μέσα.

Αποτελείται από όλες τις οικονομικές δραστηριότητες που διεξάγονται από επιχειρήσεις, κυρίως συνεταιρισμούς, ενώσεις και κοινωνίες αλληλοβοήθειας, οι οποίες εμφορούνται από τις ακόλουθες αρχές:

προτεραιότητα στις υπηρεσίες προς τα μέλη και την κοινότητα και όχι στο κέρδος

αυτόνομη διοίκηση

δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων

προβάδισμα στα μέλη και στην εργασία έναντι του κεφαλαίου στη διανομή των κερδών.

Οι Μη Κερδοσκοπικές Οργανώσεις που διαθέτουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

Έχουν θεσμική μορφή (νομικό πρόσωπο).

Είναι ιδιωτικές (διακριτές από το κράτος και τους φορείς του)

Είναι αυτοδιοικούμενες (ιδρύουν τους δικούς τους κανόνες και ορίζουν τη δική τους διαδικασία λήψης αποφάσεων).

Δεν μπορούν να διανείμουν κέρδη στα μέλη, στους διευθύνοντες ή στους μετόχους τους.

Οι δράσεις τους εμπλέκουν χορηγούς και εθελοντές, και η συμμετοχή είναι εθελοντική.

Οι σχετικές έννοιες παρουσιάζονται από αριστερά προς τα δεξιά σκοπίμως, σε συνάρτηση με την πολιτική νοηματοδότηση που φέρουν στη διεθνή βιβλιογραφία. Σχηματικά, ο όρος «αλληλέγγυα οικονομία» παραπέμπει σε περισσότερο ριζοσπαστικές πρακτικές οι οποίες αναδύθηκαν στο πλαίσιο κοινωνικών κινημάτων (π.χ. κατειλημμένα εργοστάσια στην Αργεντινή μετά την κρίση ή τα Τοπικά Συστήματα Ανταλλαγής που χρησιμοποιούν δικό τους νόμισμα στην Κεντρική Ευρώπη). Η αρχική στόχευση είναι η ανταγωνιστική σχέση με την υπάρχουσα κοινωνικοοικονομική οργάνωση. Ο όρος «κοινωνική οικονομία» παραπέμπει στη συνεταιριστική παράδοση της ηπειρωτικής Ευρώπης και του γαλλόφωνου Καναδά. Αυτή η προσέγγιση στοχεύει περισσότερο σε έναν εκδημοκρατισμό του καπιταλισμού αφού αποδέχεται τη συνύπαρξη με καπιταλιστικές επιχειρήσεις και το κράτος και προάγει την ιδέα του πλουραλισμού των πρακτικών στο σύγχρονο κόσμο. Ο όρος Μη Κερδοσκοπικός Τομέας συνδέεται με την αγγλοσαξονική παράδοση της φιλανθρωπίας.. Η προσέγγιση του Μη Κερδοσκοπικού Τομέα έχει μία δυσκολία να αντιληφθεί την αναγκαιότητα της συλλογικής παρέμβασης για την ευημερία της κοινωνίας, πόσο μάλλον για τον μετασχηματισμό του κοινωνικοοικονομικού παραδείγματος.

Η προηγούμενη επισκόπηση στοχεύει να αποτυπώσει την εγγενή αμφισημία των εν λόγω μορφωμάτων, η οποία οφείλεται στην ασταθή ισορροπία ανάμεσα στην ανάπτυξη συλλογικών στρατηγικών επιβίωσης (ιδίως σε περιόδους κρίσης) και στην ταυτόχρονη, άλλοτε ηθελημένη και άλλοτε αθέλητη, διασφάλιση της ίδιας της βιωσιμότητας ή/και ενίσχυση της επίθεσης του καπιταλιστικού τρόπου οργάνωσης. Πόσο δίκιο έχει λοιπόν το ΚΚΕ που καταδικάζει όλες αυτές τις απόπειρες ως το «Δούρειο Ίππο για την ένταση της επίθεσης»[6], δηλαδή ως μια χυδαία απόπειρα διαχείρισης της εξαθλίωσης μέσα από τον μετασχηματισμό των ανέργων σε επιχειρηματίες και την περαιτέρω εμπορευματοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών; Ευθύς εξαρχής οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι τουλάχιστον η συζήτηση στην Α΄ Διεθνή διεξαγόταν με τρόπο που τα εγχειρήματα της τότε κοινωνικής οικονομίας βρίσκονταν εντός του οπλοστασίου του κοινωνικού ανταγωνισμού και το ζήτημα στεφόταν γύρω από το κέντρο βάρους που θα έπρεπε να έχουν στη φαρέτρα του εργατικού κινήματος. Δυστυχώς, για το ΚΚΕ, η κοινωνική οικονομία γίνεται αντιληπτή ως έξωθεν προσπάθεια επιβολής «ήπιων» νεοφιλελεύθερων πρακτικών, στις οποίες το κίνημα οφείλει να είναι από θέση αρχής εχθρικό. Ακόμα και αν η ανάλυση του ΚΚΕ έχει κάποια δίκια με το μέρος της στον τρόπο με τον οποίο προωθείται η κοινωνική οικονομία από τα πάνω,[7] αδυνατεί εμφανώς να επικοινωνήσει με την ευρηματικότητα των από τα κάτω αναδυόμενων πρακτικών, όπως φάνηκε και από τον τρόπο που προσέγγισε το πρόσφατο «κίνημα της πατάτας». Είναι χαρακτηριστικό ότι από «επιχείρηση εξαπάτησης του λαού», το κίνημα της πατάτας σε τρεις μέρες μετονομάστηκε σε «προσπάθεια του λαού να δώσει λύση σε συνθήκες κρίσης στο πρόβλημα της διατροφής του», η οποία «αποτελεί σημαντικό παράγοντα της πάλης του».[8]

Οι πολλές αναγνώσεις της κοινωνικής οικονομίας και η στάση μας

 Πώς μπορούμε λοιπόν να κρατήσουμε κριτική στάση αναφορικά με την κοινωνική οικονομία χωρίς να εκπίπτουμε σε μια a priori τυφλή υποστήριξη ή σε μια a priori αντιδιαλεκτική κατακραυγή; Πρώτον, οφείλουμε να αποδεχτούμε εξαρχής ότι οποιοδήποτε εγχείρημα της κοινωνικής/αλληλέγγυας οικονομίας κινείται σε μια γκρίζα ζώνη, η οποία σπερματικά φέρει όλες τις αντιφάσεις του παρόντος αλλά και τις ελπίδες του μέλλοντος. Αυτές οι αντιφάσεις οδηγούν ορισμένους-ες να ισχυριστούν ότι αυτά τα εγχειρήματα αποτελούν απλώς μεμονωμένες λύσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα (π.χ. ανεργία, πρόσβαση σε καλή και φτηνή διατροφή), αλλά δεν μπορούν να μετατραπούν σε συλλογικό πρόταγμα για την κοινωνική απελευθέρωση. Αυτή η άποψη είναι εξίσου προβληματική με τον αντίποδά της, την άποψη δηλαδή ότι η πολιτική θεωρία είναι περιττή, η παραδοσιακά εκφρασμένη ταξική πάλη είναι ξεπερασμένη και μόνο η αλληλέγγυα οικονομία μπορεί να δείξει τον δρόμο.

Η πρώτη άποψη είναι προβληματική, γιατί βασίζεται σε μια σειρά εσφαλμένες παραδοχές. Πρώτον, σε μια διάκριση ανάμεσα στην κοινωνική και την πολιτική δράση. Η προβληματικότητα αυτής της διάκρισης έχει καταδειχτεί από κοινωνικά κινήματα όπως το φεμινιστικό, το οποίο ορθώς υποστήριξε, ανάμεσα σε άλλα, ότι ο τρόπος που κατανέμονται οι απλήρωτες υπηρεσίες φροντίδας είναι εξόχως πολιτικό ζήτημα. Δεύτερον, σε μια συνολικότερη υποτίμηση της στρατηγικής αναγκαιότητας της κοινωνικής αυτοπροστασίας έναντι της ταξικής πάλης. Ενώ για πολλές δεκαετίες οι δομικοί καταναγκασμοί καταργούσαν σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα πολιτικής συμμετοχής για σημαντική μερίδα του κόσμου (βλ. επισφαλείς εργαζόμενοι-ες στον ιδιωτικό τομέα), η κυρίαρχη ερμηνεία στρεφόταν γύρω από την έλλειψη στράτευσης. Με δεδομένο ότι η παρούσα κρίση δυσχεραίνει την καθημερινότητα πολύ περισσότερων ανθρώπων από πριν, το ζήτημα της δημιουργίας δομών κοινωνικής αυτοπροστασίας δεν αποτελεί πολυτέλεια, αλλά προαπαιτούμενο του κοινωνικού ανταγωνισμού. Τρίτον, στην πεποίθηση ότι η πραγματική συμμετοχή του κόσμου θα έρθει αυτόματα με την καταστροφή του υπάρχοντος, χωρίς να απαιτείται να δημιουργηθούν δομές που προωθούν την άμεση δημοκρατία και τη συμμετοχή. Αυτές οι παραδοχές οδηγούσαν στην υποτίμηση των εγχειρημάτων τύπου κοινωνικής οικονομίας ως μερικά, απολιτικά, φιλανθρωπικά και τελικώς αναποτελεσματικά.

Εξίσου προβληματική όμως είναι και η δεύτερη άποψη. Υπάρχει μεγάλη ανομοιογένεια ανάμεσα στα εγχειρήματα ως προς τις ανάγκες που έρχονται να καλύψουν, τα ιδρυτικά τους σχήματα, τις σχέσεις που χτίζουν στο εσωτερικό τους, τις κοινωνικές ομάδες στις οποίες απευθύνονται και τον τρόπο με τον οποίο τοποθετούνται αναφορικά με το ζήτημα της αναδιανομής του πλούτου. Αυτές οι διακρίσεις αφορούν ακόμα και εγχειρήματα που εμπίπτουν στον ίδιο τύπο πρωτοβουλιών, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν εύκολες διαχωριστικές γραμμές. Για παράδειγμα, ένας συνεταιρισμός καθαριστών/καθαριστριών είναι χειραφετητικός για τα μέλη του όταν αντικαθιστά μια ιδιωτική εργολαβική επιχείρηση, αλλά μπορεί να λειτουργήσει αντιδραστικά όταν υποκαθιστά τις δημοτικές υπηρεσίες καθαριότητας. Το Κοινωνικό Ιατρείο Θεσσαλονίκης δημιουργήθηκε αρχικά από την ιατρική ομάδα αλληλεγγύης στους απεργούς πείνας μετανάστες, ενώ το κοινωνικό ιατρείο Αλεξανδρούπολης από την Ιερά Μητρόπολη. Το Κοινωνικό Ιατρείο Θεσσαλονίκης απευθύνεται σε ανασφάλιστους-ες, ανεξαρτήτως χώρας προέλευσης, με στόχο να αναδείξει τα ολοένα αυξανόμενα τμήματα της κοινωνίας που αποκλείονται από το υπό διάλυση δημόσιο σύστημα υγείας. Το Κοινωνικό Ιατρείο Αλεξανδρούπολης απευθύνεται στους έχοντες βιβλιάριο πρόνοιας.[9] Αυτή η στοχοθέτηση έμμεσα αποκλείει τους μετανάστες χωρίς χαρτιά, ενώ ταυτόχρονα απευθύνεται σε εκείνους και εκείνες που θα έπρεπε να εξυπηρετεί το δημόσιο σύστημα υγείας.

Ολοένα και περισσότερο τα κυρίαρχα ΜΜΕ δείχνουν σαφή προτίμηση στη φιλανθρωπική διάσταση έναντι αυτής της κοινωνικής αλληλεγγύης, τόσο στον τρόπο που επιλέγουν τα εγχειρήματα που θα διαφημίσουν όσο και τις πλευρές που θα φωτίσουν. Αυτή η επιλογή δεν είναι τυχαία, γιατί προκρίνει μια ανάγνωση της κοινωνικής οικονομίας είτε ως ζήτημα διαχείρισης της φτώχειας μεταξύ των από τα κάτω είτε ως αγαθοεργία των πολύ καλών πλουσίων του τόπου. Και οι δύο αναγνώσεις έχουν συγκεκριμένη ιδεολογική λειτουργία. Η πρώτη μας λέει: «Ζήστε ταπεινά μεταξύ σας εσείς οι κατώτεροι και αφήστε τους πλούσιους στην ησυχία τους». Ακόμα και αν αυτή η επιλογή μπορούσε να φέρει κινηματικά την αίγλη της αυτονομίας από το κράτος, είναι προβληματική σε μια περίοδο κρίσης, η οποία τείνει να εξαφανίσει τα υλικά ερείσματα έκφρασης αλληλεγγύης ακόμα και από τη μεσαία τάξη. Αν συνυπολογίσουμε το ζήτημα των χωρικών ανισοτήτων, δηλαδή ότι ορισμένες περιοχές βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση αποστέρησης ώστε λείπουν τα κοινωνικά υποκείμενα που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν και να συντηρήσουν δίκτυα αλληλεγγύης, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η κοινωνική οικονομία έχει πολύ συγκεκριμένα όρια χωρίς την παράλληλη διεκδίκηση της ριζικής αναδιανομής. Η δεύτερη ανάγνωση της φιλανθρωπίας των αγαθοεργών πλουσίων είναι εξαιρετικά επικίνδυνη ως συλλογική νομιμοποίηση του πλούτου και των φοροαπαλλαγών που αυτός χαίρει.

Συμπερασματικά, η κοινωνική οικονομία μπορεί να έχει πολλές αναγνώσεις, νεοφιλελεύθερες, σοσιαλδημοκρατικές, ριζοσπαστικές. Πώς βγάζουμε άκρη λοιπόν σε ένα τόσο συγκεχυμένο πεδίο; Έχουμε κάποιες κατευθύνσεις; Σε ένα γενικό επίπεδο μπορούμε να πούμε ότι οι κατευθύνσεις μας είναι τρεις: Ποιες ανάγκες έρχεται να καλύψει κάθε εγχείρημα (δεν είναι προταγματικός ένας συνεταιρισμός που παράγει όπλα), πώς επιλέγει την εσωτερική δομή και λειτουργία του (προωθεί τη συνδιαμόρφωση ή αναπαράγει ρόλους διευθυντή/υπαλλήλου), και πώς συνδέεται με το αίτημα της αναδιανομής. Φυσικά, οι κατευθύνσεις αυτές δεν αξιώνουν να δημιουργήσουν έναν χάρτη χειραφετητικών ή αντιδραστικών πρακτικών. Η πορεία κάθε εγχειρήματος, μεμονωμένου ή πιο συνολικού, είναι καρπός μιας επίπονης διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε σκοπούς και μέσα, διαμορφώνει και διαμορφώνεται από το ανταγωνιστικό κίνημα. Αν μας ενδιαφέρει αυτό το πεδίο, είναι γιατί μας επιτρέπει να σκεφτούμε και να υλοποιήσουμε πρακτικές που έρχονται πιο κοντά στη δυνατότητα μιας διαφορετικής οργάνωσης της κοινωνικοοικονομικής ζωής. Μόνο που αυτές τις δυνατότητες δεν τις αντιλαμβανόμαστε ως μια ακόμη φωνή στην πλουραλιστική οικονομία, αλλά ως αντίθεση στην καπιταλιστική λογική, είτε αυτή είναι σε κρίση είτε όχι.

Η Σοφία Αδάμ είναι υποψήφια διδάκτωρ στο Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης του ΔΠΘ

Γιώργος Μαυροΐδης, «Το κόκκινο μαντήλι», 1962

Έργο του Τζαίημς Ένσορ (λεπτομέρεια), 1890


[1] Οι Amin, Cameron & Hudson στο βιβλίο τους Placing the Social Economy (2002) αναφέρονται σε μια έκθεση του Ιδρύματος César, η οποία χαρακτηριστικά ρωτάει για την περίπτωση της Ελλάδας: «Μπορούμε πραγματικά να μιλάμε για τρίτο τομέα;»

[2] Πρόκειται για ένα μόρφωμα ανάμεσα σε σωματείο και συνεταιρισμό.

[3] Η ιστορική επισκόπηση βασίζεται στο άρθρο των D. Demousiter και D. Rousselière, «Social Economy as Social Science and Practice: Historical Perspectives on France», Eleventh World Congress of Social Economics Social Economics: A Paradigm for a Global Society, Albertville, France, 8-11 Ιουνίου 2004

[4] F. Moulaert, και Ο. Ailenei, «Social Economy, Third Sector and Solidarity Relations: A Conceptual Synthesis from History to Present», Urban Studies, τόμ. 42, τχ. 11, 2005, σ. 2037–2053.

[5] Πιλοτικό Πρόγραμμα Third System and Employment

[6] Ο Ριζοσπάστης, 26.8.2010.

[7] Βλ. τον Ν. 4019/2011 που ψηφίστηκε τον Σεπτέμβρη του 2011.

[8] Ριζοσπάστης: «Κίνημα της πατάτας. Επιχείρηση εξαπάτησης του λαού» (3.3.2012) και «Κίνημα της πατάτας. Προσπάθεια παρερμηνείας των θέσεων του ΚΚΕ» (6.3.2012).

[9] Ελευθεροτυπία, 14.4.2011.

 


0 Comments

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΔΙΕΞΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΕΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟ

30/9/2012

0 Comments

 
Στην εποχή της πολύπλευρης κρίσης (οικονομικής, κοινωνικής, περιβαλλοντικής), με την ανεργία σε πρωτοφανή επίπεδα και τα αδιέξοδα της οικονομίας του ανταγωνισμού πιο εμφανή από ποτέ, πρωτοβουλίες στον τομέα της Κοινωνικής Οικονομίας αποδεικνύουν ότι η αλληλεγγύη και ο συνεργατισμός αποτελούν τη λύση σε πολλές διαστάσεις της κρίσης.

Στην Ευρώπη η κοινωνική οικονομία αντιπροσωπεύει το 10% των ευρωπαϊκών εταιρειών και το 10% της ολικής απασχόλησης. Η επιτυχία των συνεταιριστικών επιχειρήσεων, μιας από τις πιο βασικές μορφές της κοινωνικής οικονομίας, δεν μετριέται μόνο με το οικονομικό κριτήριο, αλλά και με τη συμβολή της στην αλληλεγγύη, στην κοινωνική συνοχή και στην ενίσχυση των τοπικών δεσμών. Τα μέλη και οι θέσεις εργασίας είναι χιλιάδες σε ευρωπαϊκό επίπεδο και η συμβολή τους στη μείωση της ανεργίας σημαντική, ειδικά σε θέσεις για άτομα με προβλήματα ένταξης στην αγορά εργασίας.

Στην Ελλάδα δεν έχει ακόμα εμπεδωθεί η σημασία και το εύρος εφαρμογής της. Οι δυνατότητες, όμως, που ανοίγονται είναι τεράστιες και η τοπική αυτοδιοίκηση οφείλει να γίνει αρωγός σε σχετικές πρωτοβουλίες. Αλλά και στο Νότιο Αιγαίο η Κοινωνική Οικονομία μπορεί να αποτελέσει μια ρεαλιστική διέξοδο για την τοπική οικονομία και την απασχόληση με εντυπωσιακά αποτελέσματα.

Οι διαπιστώσεις αυτές συζητήθηκαν στην εκδήλωση με θέμα "Κοινωνική οικονομία και κοινωνικές επιχειρήσεις στην Ευρώπη: μια πράσινη απάντηση στην κρίση και στην ανεργία", που συνδιοργάνωσαν την Παρασκευή, 22.06.2012 στη Σύρο ο ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟΣ ΑΝΕΜΟΣ Ν Αιγαίου, οι Οικολόγοι Πράσινοι Νοτίου Αιγαίου και ο ευρωβουλευτής τους Νίκος Χρυσόγελος.

Στην εκδήλωση παρουσιάστηκαν πρωτοβουλίες στον τομέα της κοινωνικής οικονομίας από τα νησιά του Νοτίου Αιγαίου και από ευρωπαϊκές χώρες. Δόθηκε έμφαση στα κοινωνικά οφέλη που συνδιάζονται με τα οικονομικά. Ιδιαίτερα θετικός είναι ο απολογισμός που έκαναν όλοι οι συμμετέχοντες και η ελπίδα που δημιουργείται μέσω της κοινωνικής οικονομίας σε θέματα αλληλεγγύης, δημιουργίας τοπικής οικονομίας και θέσεων εργασίας, αλλά και εξάλειψης φαινομένων κοινωνικού αποκλεισμού.

Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε η κα Άννα Παλαιολόγου, πρόεδρος του ΔΣ του Γυναικείου Συνεταιρισμού Σύρου "ΚΑΣΤΡΙ",από τα πιο σημαντικά οφέλη της δραστηριότητάς τους είναι ότι οι γυναίκες ένιωσαν χρήσιμες και παραγωγικές και διατίθενται να βοηθήσουν με την εμπειρία τους οποιοδήποτε εγχείρημα ξεκινήσει και τις χρειαστεί. Ο Michal Len από το ευρωπαϊκό δίκτυο συνεταιριστικών επιχειρήσεων για την επαναχρησιμοποίηση - ανακύκλωση - κομποστοποίηση RREUSE, δήλωσε: "Οι κοινωνικές επιχειρήσεις παρέχουν ευκαιρίες στην απασχόληση και την κατάρτιση βασικών δεξιοτήτων σε ένα ευρύ φάσμα οικονομικών τομέων, συμπεριλαμβανομένων της διαχείρισης των αποβλήτων. Ειδικότερα, επιτρέπουν την κοινωνική και οικονομική ένταξη των ευάλωτων ομάδων, όπως άτομα με ειδικές ανάγκες. Για τις νησιωτικές κοινότητες, όπου η βιώσιμη διαχείριση των αποβλήτων είναι ζήτημα ζωτικής σημασίας, οι κοινωνικές επιχειρήσεις παρέχουν ευκαιρίες απασχόλησης στον τομέα της ανακύκλωσης, επαναχρησιμοποίησης και επισκευής, δηλαδή αποτελούν ένα αληθινό μοντέλο αειφόρου ανάπτυξης".

Η Πολύνα Γκιόκα, από την Οικολογική Εταιρεία Ανακύκλωσης παρουσίασε το νέο θεσμικό πλαίσιο για τις κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις με βάση τον νόμο 4019/2011 και τις ευκαιρίες που προσφέρει για την δημιουργία παρόμοιων επιχειρήσεων σε διάφορους τομείς.

Ο Λευτέρης Κεχαγιόγλου, εκπρόσωπος του Ελληνικού Δικτύου Μικρών Νησιών περιέγραψε με γλαφυρό τρόπο τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν μέχρι τώρα οι προσπάθειες να υπάρξει θεσμικό πλαίσιο για τις κοινωνικές επιχειρήσεις και ανέλυσε τις δυνατότητες και προοπτικές δημιουργίας κοινωνικών επιχειρήσεων στις νησιωτικές περιοχές.

Η Marcie Mayer περιέγραψε την προσπάθεια που κάνει η "Χαμάδα", μια ελπιδοφόρα πρωτοβουλία συνεργασία για συλλογή - επεξεργασία βελανιδιών στην Κέα, για παραγωγή αλευριού χωρίς γλουτένη αλλά και για εξαγωγή βελανιδιών σε βυρσοδεψία στην Γερμανία.

Ο Δημήτρης Γρηγοριάδης, μέλος των Εθελοντών για το Περιβάλλον και τον Πολιτισμό της Ρόδου παρουσίασε μια επιτυχημένη προσπάθεια ενεργών πολιτών που ξεκίνησε από απλές εθελοντικές πρωτοβουλίες και αναπτύσσεται τώρα οργανωμένα στα θέματα συλλογής κι ανακύκλωσης χαρτιού κι άλλων υλικών.

Η Όλγα Θεοδωρικάκου, εκπρόσωπος της ΚΛΙΜΑΚΑΣ - Κοινωνικός Συνεταιρισμός "Κλίμαξ plus" & Α.Σ. "Κυκλάδες Κοινωνική Συμμαχία" παρουσίασε την εμπειρία τους από καινοτόμες πολιτικές κοινωνικής οικονομίας για την ένταξη ευπαθών ομάδων, ιδιαίτερα μέσα από δραστηριότητες στον τομέα της ανακύκλωσης χαρτιού και σίτισης αλλά και την γενικότερη σημασία της κοινωνικής καινοτομίας και της κοινωνικής αλληλεγγύης για την κοινωνική συνοχή.

Ο Μαρία από την Ισπανία, ο Μαρκ από το Βέλγιο και η Κάϊθ από την Βρετανία, εκπρόσωποι του Ευρωπαϊκού Δικτύου Κοινωνικών Επιχειρήσεων Επαναχρησιμοποίησης Rre-use παρουσίασαν παραδείγματα πετυχημένων κοινωνικών επιχειρήσεων στην επαναχρησιμοποίηση ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών, ρούχων, επίπλων καθώς και στην κομποστοποίηση.

Στη συζήτηση αναδείχθηκαν, επίσης, αρκετές προτάσεις προς βελτίωση της υφιστάμενης κατάστασης της κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα (θεσμικό πλαίσιο, αξιοποίηση των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων, ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης κ.ά.), που δείχνει την ανάγκη να ενταθούν παρόμοιες πρωτοβουλίες και να επιδιωχθεί συστηματικός διάλογος με περισσότερους φορείς. Από την πλευρά του ευρωβουλευτή των Οικολόγων Πράσινων Νίκου Χρυσόγελου αυτό ήδη επιδιώκεται και, εκτός από τη διοργάνωση παρόμοιας εκδήλωσης που σχεδιάζεται στα Δωδεκάνησα για το φθινόπωρο, οργανώνεται σεμινάριο και τριήμερο εκδηλώσεων για τις συνεταιριστικές επιχειρήσεις (Τεχνόπολις - Γκάζι, Αθήνα, 6-8 Ιουλίου 2012) σε συνεργασία με κοινωνικούς φορείς και συνεταιριστικές πρωτοβουλίες από την Ελλάδα και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Σκοπός της εκδήλωσης, που αποτελεί μια ακόμη παρέμβαση μας για δημιουργικές προτάσεις διεξόδου από την πολύπλευρη κρίση που βιώνει η χώρα μας και η Ευρώπη, ήταν να αναδειχθεί η σημασία της Κοινωνικής Οικονομίας στην περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου μέσα από πετυχημένα παραδείγματα νησιωτικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων ή καινοτόμων δράσεων που επιχειρούνται στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, στον τομέα των απορριμμάτων, στον αγροτικό και αγρο-τουριστικό τομέα, στον κοινωνικό τομέα και στον τομέα της γυναικείας επιχειρηματικότητας.

0 Comments

Θέλουμε μια τράπεζα με συνείδηση

30/9/2012

0 Comments

 
«Κίνημα» για να εφαρμοστεί το πρότυπο της ιταλικής Ηθικής Τράπεζας και στην Ελλάδα

Της Καρολίνας Παπακώστα

«Μία μοναδική τράπεζα όπου τα λεφτά δεν είναι αυτό στο οποίο βασιζόμαστε», είναι το μότο της Βanca Ρopolare Εtica, της πρώτης Ηθικής Τράπεζας που λειτουργεί εδώ και μια δεκαετία στην Ιταλία. Δίνει δάνεια σε μετανάστες και άνεργους και το κυριότερο κριτήριο για να χρηματοδοτήσει μια επιχείρηση είναι η κοινωνική της προσφορά.

Για κάποιους Έλληνες έχει έρθει η ώρα να ιδρυθεί και εδώ ένα αντίστοιχο τραπεζικό ίδρυμα. Η κ. Ελένη Πανοπούλου είναι τραπεζικός υπάλληλος και έμαθε για την προσπάθεια που έχει ξεκινήσει στην Ελλάδα για τη δημιουργία Ηθικής Τράπεζας από κάποιο συνάδελφό της.

 «Από την πρώτη στιγμή θεώρησα ότι πρόκειται για αχτίδα ελπίδας και μάλιστα βλέπω ότι όσο περνάει ο καιρός ο κόσμος ευαισθητοποιείται. Ήδη πολλοί συζητούν γι΄ αυτήν και διαδίδουν την ιδέα», λέει στα «ΝΕΑ».

Μια ομιλία του Μάουρο Μετζολάρο, εκπροσώπου της Βanca Εtica, στην Αθήνα πριν από μερικούς μήνες ήταν η αφορμή για να γίνει μια πιο οργανωμένη απόπειρα ενημέρωσης για τον συγκεκριμένο σκοπό. Τη διοργάνωσε το ελληνικό τμήμα του Δικτύου Ιταλών Εξωτερικού Βellaciao.

Επιπλέον αποφάσισε να συμβάλλει και στη δημιουργία μιας ιστοσελίδας που παρέχει πληροφορίες για την τράπεζα και καλεί όσους ενδιαφέρονται να δηλώσουν τη «διαθεσιμότητά» τους για το εγχείρημα. Όπως δηλώνει η κ. Τερέζα Κορβίνο του Βellaciao: «Η ανταπόκριση στην ιστοσελίδα ήταν θερμότερη από ό,τι περιμέναμε. Είδαμε ότι υπάρχει ανάγκη, ο κόσμος είναι απογοητευμένος».

Ευρωπαϊκό δίκτυο

Όσο παράδοξο και αν ακούγεται μια τράπεζα να είναι «ηθική», η ιδέα ήταν τόσο επιτυχημένη που ήδη αρκετοί πολίτες σε δέκα χώρες της Ε.Ε. συναλλάσσονται με τέτοιους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Μάλιστα μέχρι το 2010 η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Ηθικών Τραπεζών πιστεύει ότι θα έχει ιδρυθεί και η Πανευρωπαϊκή Ηθική Τράπεζα, ενώ ελπίζει ότι θα βρεθούν και στην Ελλάδα οι κατάλληλοι συνεργάτες για να δημιουργήσουν την πρώτη τράπεζα αυτού του τύπου.

Αν και, όπως επισημαίνει η κ. Κορβίνο, η συγκέντρωση του απαραίτητου αρχικού κεφαλαίου είναι μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση και απαιτεί τη συμμετοχή συλλογικοτήτων, ήδη στην Ελλάδα είναι αρκετοί αυτοί που επιθυμούν να στηρίξουν την προσπάθεια.

Για τον κ. Μιχάλη Κουλουρούδη, ο οποίος ασχολείται με τις βιοκαλλιέργειες, η ιδέα της Ηθικής Τράπεζας δεν ήταν καινούργια. «Είχα μάθει για την Βanca Εtica από Ιταλούς συνεργάτες που συμμετέχουν σε αυτήν. Από τότε έλεγα ότι θα ήταν ωραίο να γινόταν και στη χώρα μας κάτι ανάλογο», σημειώνει. Προσθέτει δε ότι «αν ευοδωθεί η προσπάθεια, θα γίνω σίγουρα μέτοχος. Συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας άλλης μορφής της κοινωνίας».

«Όταν ξεκινήσαμε τη βιοκαλλιέργεια, φέρναμε μια εναλλακτική πρόταση για την οργάνωση της παραγωγής και της οικονομίας. Όπως τότε ήμουν αισιόδοξος, έτσι και τώρα πιστεύω ότι η Ηθική Τράπεζα θα αποδειχθεί μια βιώσιμη απόπειρα να αλλάξουμε τις παραδοσιακές μορφές του συστήματος», λέει ο 59χρονος.

Ο οικονομολόγος κ. Δημήτρης Αλτίνογλου παλαιότερα είχε ακούσει για την Τράπεζα των Φτωχών στο Μπανγκλαντές και το γεγονός ότι θα μπορούσε να ξεκινήσει μια παρεμφερής προσπάθεια στην Ελλάδα τον χαροποίησε. «Αποφάσισα να δηλώσω διαθεσιμότητα και να συνεισφέρω. Γιατί να συναλλάσσομαι με μια τράπεζα που με ΄΄κλέβει΄΄ και όχι με κάποια που θα έχει και κοινωνική προσφορά;», δηλώνει.

Το μοντέλο

Είκοσι δύο μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί- σύλλογοι και οργανώσεις πολιτών αλλά και η Τοπική Αυτοδιοίκηση- ίδρυσαν το 1999 την Βanca Εtica. Οι προσπάθειες είχαν ξεκινήσει τέσσερα χρόνια πριν και αφού συγκέντρωσαν το απαραίτητο αρχικό κεφάλαιο- 6,5 εκατ. ευρώ-, άνοιξαν στην Πάδοβα το πρώτο υποκατάστημα.

Όλοι οι μέτοχοι έχουν μία μόνο ψήφο ασχέτως του αριθμού των μετοχών που διαθέτουν- και οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 100% τους πρώτους μήνες του 2009 σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2008. Η ΒΑΝCΑ ΕΤΙCΑ δίνει δάνεια μόνο υπό τον όρο ότι η επιχείρηση σέβεται το περιβάλλον και το εργατικό δίκαιο

Το πετυχημένο πείραμα του Μπανγκλαντές

ΤΟ 1983 ο καθηγητής Οικονομικών Μοχάμεντ Γιουνούς ίδρυσε την Grameen Βank στο Μπανγκλαντές. Αυτό που την έκανε να διαφέρει και χάρισε στον εμπνευστή της και το Νόμπελ Ειρήνης το 2006 ήταν ότι δίνει δάνεια μόνο στους «φτωχότερους των φτωχών». Με τη στήριξη κάποιων ξένων τραπεζικών οργανισμών αλλά και της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας η Grameen Βank επεκτάθηκε.

Σήμερα πια είναι μία από τις μεγαλύτερες και πιο επιτυχημένες τράπεζες με 1.456 υποκαταστήματα. Οι πελάτες της δεν υπογράφουν κανένα νομικό έγγραφο και αν δεν καταφέρουν να πληρώσουν τις δόσεις τους δεν καταλήγουν σε δικαστική διαμάχη με την τράπεζα, απλά διαγράφονται από το πελατολόγιό της.

0 Comments

Η Αλληλέγγυα Οικονομία(Solidarity Economy)

30/9/2012

0 Comments

 
Η έννοια της αλληλέγγυας οικονομίας (solidarity economy) είναι ακόμη υπό διαμόρφωση. Παρόλα αυτά μπορεί κάποιος να διακρίνει κάποιες χρήσιμες βασικές αρχές που δεν υπάρχουν επαρκώς στο υπάρχον σύστημα καθώς και πολλές πρακτικές εφαρμογές σε όλο τον κόσμο από τις οποίες έχουμε πολλά να διδαχτούμε.

Το μοντέλο της αλληλέγγυας οικονομίας στηρίζεται στην βασική έλλειψη των νεο-κλασσικών οικονομικών μοντέλων και είναι η ίδια η αλληλεγγύη των συμμετεχόντων. Αυτό περιλαμβάνει την αλλαγή της κουλτούρας των οικονομικών εμπλεκομένων είτε είναι εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις, είτε καταναλωτές, είτε οι αξίες της ίδιας της οικονομίας. Συνεπώς η έως τώρα θεώρηση των οικονομικών της αλληλεγγύης έχουν πάρει διαφορετικές μορφές σε διαφορετικές κοινωνίες. Η έννοια αυτή εφευρέθηκε τα τελευταία δέκα χρόνια και ήδη λειτουργούν πολλές επιχειρήσεις ανα τον κόσμο με αυτές τις αρχές.

Για πολλούς η αλληλέγγυα οικονομία είναι ένα μέσο για τον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού ενώ για άλλους ένα μέσο για την κατάργησή του. Η αλληλέγγυα οικονομία δεν έχει σχέση με τον κεντρικό σοσιαλιστικό σχεδιασμό. Στην ελεύθερη αγορά, κινητήριες δυνάμεις είναι οι συνιστώσες που αναζητούν για προσωπικό τους όφελος την συνεχή ανάπτυξη και αύξηση των κερδών. Στο μοντέλο που περιγράφουμε βασικά χαρακτηριστικά είναι η ισότιμη συμμετοχική οικονομική συμπεριφορά και η αλληλεγγύη. Τα παραγωγικά μέσα αποτελούνται από αυτοαπασχολούμενους ή μικρές επιχειρήσεις μέχρι μεγάλες αυτοδιαχειριζόμενες οργανώσεις.

Σε μικροοικονομικό επίπεδο η αλληλέγγυα οικονομία περιλαμβάνει την κριτική και ηθική στάση του ατόμου απέναντι στα προϊόντα που καταναλώνει, τις επενδύσεις που επιλέγει, και την αλληλοσύνδεσή του στην εργασία με άλλους συναδέλφους. Σε μακροοικονομικό επίπεδο αφορά την συμμετοχή οργανισμών με παρόμοια συμπεριφορά. Παραδείγματα είναι: Fair Trade Federation, SAS (Students Against Sweatshops), international networks of solidarity economy organizations (π.χ.RIPESS)ή ο NANSE (North American Network for the Solidarity Economy).

Για την εφαρμογή όλων των παραπάνω έχουν δημιουργηθεί οικονομικά δίκτυα συνεργασίας όπως η αλληλέγγυα πίστωση που βοήθησε την οικονομική χρηματοδότηση άπορων, δημιουργήθηκαν παραγωγικές επιχειρήσεις υπό την διαχείριση των ίδιων των εργαζομένων με τα προϊόντα τους να διακινούνται σε εμπορικά δίκτυα αλληλέγγυου εμπορίου. Πολλοί καταναλωτές αντικατέστησαν κλασσικά προϊόντα με προϊόντα αυτών των δικτύων βοηθώντας έτσι τις αρχές της αλληλέγγυας οικονομίας, της βιωσιμότητας και της προστασίας του περιβάλλοντος. Τα οικονομικά πλεονάσματα επανα-επενδύονταν με τη μορφή αλληλέγγυας μικρο-πίστωσης.

Πολλοί άνθρωποι δεν συμμετέχουν σε ορισμένες χώρες ή περιοχές σε αυτές τις διαδικασίες γιατί είτε δεν γνωρίζουν τα παραπάνω, είτε οι αλληλέγγυες οργανώσεις τώρα αρχίζουν να λειτουργούν και να αυξάνονται ή επειδή ακόμη δεν έχουμε καταφέρει να αλλάξουμε τα καταναλωτικά μας πρότυπα επαρκώς.

Ο στόχος της αλληλέγγυας οικονομίας είναι η διασύνδεση μόνο με αλληλέγγυες επιχειρήσεις κάτι που είναι εφικτό με την αύξηση των αλληλέγγυων οργανισμών. Το μοντέλο αυτό λειτουργεί στα πλαίσια του καπιταλισμού αλλά με την παροχή "δίκαιων" τιμών και με τις αρχές της αλληλεγγύης προσπαθεί να αλλάξει προς το καλύτερο το υπάρχον σύστημα.

Στην Αργεντινή οι αλληλέγγυες επιχειρήσεις γνώρισαν μεγάλη άνθηση και έφτασαν να συναλλάσσονται με δικά τους οικονομικά νομίσματα. Στην Βραζιλία δημιουργήθηκαν κοινοτικές τράπεζες που λειτουργούν με συμβολικά κοινωνικά νομίσματα ανταλλαγής, τα οποία όμως ήταν εγγυημένα μέσω κοινωνικών μικρο-πιστώσεων, κάτι που δεν είχε η Αργεντινή. Στη Βενεζουέλα τα κοινωνικά νομίσματα επέτρεψαν την καταγραφή τους σε ηλεκτρονικές πιστωτικές μονάδες για τη διευκόλυνση των συναλλαγών. Στη Βραζιλία σχεδόν 1,2 εκατομμύρια εργαζόμενοι και 1200 επιχειρήσεις λειτουργούν τα τελευταία μόλις χρόνια με ένα τέτοιο μοντέλο.

Στο παραπάνω πλαίσιο υπάρχουν στον Καναδά μη κυβερνητικές οργανώσεις, μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις και ενώσεις που λειτουργούν με βάση αυτή την φιλοσοφία.

0 Comments

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, μέρος 2ο

30/9/2012

0 Comments

 
Στην Λατινική Αμερική τις τελευταίες δεκαετίες εκδηλώθηκε μια εκπληκτική δημιουργικότητα από το αγωνιζόμενο πλήθος, οι αποκάτω πήραν τον έλεγχο της παραγωγής και της αναπαραγωγής της κοινωνικής ζωής σε μια κλίμακα συγκρίσιμη με εκείνη των μεγάλων εργατικών επαναστάσεων στην Ευρώπη κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα.        

                Στη Βραζιλία μέσα από αγώνες που στοίχισαν πάνω από 1000 νεκρούς τα τελευταία 20 χρόνια έχουν στηθεί από το «κίνημα των χωρίς γη» (MST) 5000 οικισμοί, στους οποίους ζουν σήμερα 200.000 άνθρωποι, οι «ακτήμονες» καλλιεργούν 75.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα γης (η συνολική έκταση της Ελλάδας είναι 151.957 τ.χλμ). Πρόκειται σχεδόν για μια ολόκληρη χώρα, έναν κόσμο που προσπαθεί να ζήσει «παρακάμπτοντας τον καπιταλισμό» με τις δικές του δημοκρατικές δομές, καλλιεργώντας συνεταιριστικά την γη, παράγοντας με σεβασμό για το περιβάλλον, όχι για την παγκόσμια αγορά, αλλά για τις τοπικές ανάγκες, εκπαιδεύοντας τα παιδιά (200.000 μαθητές) σε 2000 ανεξάρτητα από το κράτος σχολεία, τα οποία λειτουργούν σύμφωνα με τις μεθόδους του Φρέιρε. Μια ξεχωριστή, λοιπόν, χώρα έξω από τον καπιταλισμό; Ο Ζοάο Πέντρο Στεντίλε, γνωστό ηγετικό στέλεχος του MST μιλάει για χώρους «πολιτικής αυτονομίας», τους οποίους «οφείλουμε να χρησιμοποιήσουμε για να δημιουργήσουμε μια νέα κουλτούρα, να δημιουργήσουμε νέες κοινωνικές σχέσεις» ως μέρος της προσπάθειας για να «οικοδομήσουμε μια νέα ηγεμονία» «που να βλέπει τον κόσμο με τα μάτια της εργατικής τάξης»[1].

                Στη Βραζιλία, την Αργεντινή και την Ουρουγουάη οι εργάτες πήραν στα χέρια τους χρεοκοπημένες βιομηχανικές επιχειρήσεις και τις λειτούργησαν με επιτυχία οι ίδιοι. Στη Βραζιλία η ANTEAG (Εθνική Ένωση Εργαζομένων στις Αυτοδιαχειριζόμενες Επιχειρήσεις) αναφέρεται σε 307 αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις οι οποίες απασχολούν 15.000 εργαζομένους (οι 52 απ’ αυτές ξεκίνησαν με κατάληψη). Υπάρχουν αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις σε όλους τους βιομηχανικούς κλάδους, την εξόρυξη μετάλλων, την υφαντουργία, τον τουρισμό. Στην Αργεντινή μετά τα μέσα της δεκαετίας μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και ιδίως την περίοδο 2001-2002 έγιναν πάνω από 200 καταλήψεις εργοστασίων. Στο 71% από τις αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις οι εργαζόμενοι αμείβονται με κριτήριο την απόλυτη ισότητα, ο ειδικευμένος εργάτης κερδίζει όσο η καθαρίστρια. Η παραγωγικότητα είναι αξιοσημείωτα υψηλότερη στα εργοστάσια όπου οι εργάτες ανέλαβαν την παραγωγή χωρίς τα στελέχη και τους διοικητικούς και όπου το εγχείρημα της ανάληψης του ελέγχου συνοδεύτηκε από σκληρούς αγώνες. Τα εργοστάσια ανέπτυξαν στενές σχέσεις αλληλεγγύης και αλληλοϋποστήριξης με τη γειτονιά, ο χώρος τους, χώρος παραγωγής, συχνά έγινε ένα κέντρο για την συνοικία, ένας πλήρης δημόσιος χώρος που φιλοξενεί μορφωτικές, πολιτικές και πολιτιστικές δραστηριότητες, όπως διαλέξεις συζητήσεις, εργαστήρια μουσικής, θεάτρου, λογοτεχνίας, προβολή ταινιών, θεατρικές παραστάσεις κ.τ.λ. [2]

                Οι οργανωμένες καταλήψεις αστικής γης για τη δημιουργία λαϊκών οικισμών στη Λατινική Αμερική ξεκίνησαν ήδη από τη δεκαετία του 1950. Αυτοί οι αυτοσχέδιοι οικισμοί αποτελούν ένα σημαντικό εγχείρημα έμπρακτης κατάκτησης του «δικαιώματος στην πόλη» από τους αποκάτω. Ο χώρος των οικισμών αυτών συγκροτείται μέσα από έναν εκπληκτικό πλούτο μορφών λαϊκής αυτοοργάνωσης. Πολύ περισσότερο μετά τη νεοφιλελεύθερη επίθεση αποτελεί έναν τόπο, όπου μέσα από τις ατομικές και συλλογικές προσπάθειες των αποκάτω αναδεικνύεται μια παράπλευρη της καπιταλιστικής οικονομία, αδιάσπαστο μέρος των κοινωνικών σχέσεων, αδιαχώριστη από την κοινοτική ζωή.

                Σύμφωνα με τον Matos Mar στο Περού κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980 υπήρχαν 2100 αυτοσχέδιοι λαϊκοί οικισμοί και σ’ αυτούς ζούσαν εννιά εκατομμύρια άτομα οργανωμένα σε 7000 οργανώσεις. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι αυτός ο πληθυσμός αναπτύσσει μια οικονομία πραγματικά αντίθετη με την κυρίαρχη, η αντίθεση συνδέεται με το γεγονός ότι τα λαϊκά στρώματα έχουν δημιουργήσει μια άλλη πόλη, με τα δικά τους μέσα επικοινωνίας, τις δικές τους θρησκευτικές και πολιτιστικές δημιουργίες (π.χ. τη μουσική τσι-τσα), τα δικά τους μέσα μεταφοράς (τα μικρο-λεωφορεία) ακόμη και τα δικά τους «αυτόνομα συστήματα περιφρούρησης της γειτονιάς και σε ακραίες περιπτώσεις τα λαϊκά δικαστήρια και τις εκτελέσεις με συνοπτικές διαδικασίες»[3]. Δεν θα συμμεριζόμασταν τον άκριτο ενθουσιασμό του Matos Mar που τον υιοθετεί χωρίς επιφυλάξεις ο Ζιμπέκι. Είναι γεγονός όμως ότι τα μεγέθη που αφορούν την έκταση της λαϊκής αυτοοργάνωσης είναι πραγματικά εντυπωσιακά. Το 2003 υπήρχαν στη Λίμα του Περού 2775 αυτοδιαχειριζόμενα και 1930 επιδοτούμενα λαϊκά εστιατόρια (συλλογικές κουζίνες), καθένα απ’ τα οποία απασχολούσε κατά μέσο όρο 22 γυναίκες και παρήγαγε 100 μερίδες τροφής την ημέρα. Η κρατική βοήθεια δεν κάλυπτε πάνω από το 20% του συνολικού κόστους λειτουργίας. Τα εστιατόρια αυτά που ξεκίνησαν και προωθούνται από ιερωμένους, συνέβαλαν στην «αυτοβοήθεια και την αυτοοργάνωση της παροχής υπηρεσιών, στοχεύοντας στην ενίσχυση της αυτονομίας των φτωχών σε σχέση με το κράτος και τους θεσμούς φιλανθρωπικής βοήθειας… (Blondet και Trivelli, 2004, σελ.39)[4]. Στη Βενεζουέλα υπάρχουν 6000 Επιτροπές Αστικής Γης (στο Καράκας η καθεμιά συσπειρώνει κατά μέσο όρο 200 οικογένειες) και 2000 Τεχνικές Επιτροπές για το Νερό

                Οι λαϊκές συνοικίες και οι αυτοσχέδιοι οικισμοί προάγουν την αυτονομία τους αναπτύσσοντας στο χώρο τους ένα σύνολο αυτοελεγχόμενων μορφών παραγωγής που καθιστούν τους κατοίκους ανεξάρτητους από τους εργοδότες και το κράτος. Σε Ελ Άλτο της Λα Παζ οι κάτοικοι επιδίδονται - μέσω μικρών οικογενειακών εργαστηρίων που στηρίζονται στην αυτοαπασχόληση και την περιορισμένη χρήση μισθωτής εργασίας – όχι μόνο στο μικρεμπόριο και τις υπηρεσίες αλλά και στη μεταποίηση. Το απασχολούμενο εργατικό δυναμικό είναι νεανικό και μορφωμένο, διακρίνεται από ένα ισχυρό πνεύμα ανεξαρτησίας και έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξέγερση του Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου του 2003. Μια πλευρά αυτής της ανεξαρτησίας των αποκάτω είναι η παραγωγή της τροφής τους από τους ίδιους. 200 αστικοί αγροί καλλιεργούνταν μέσα στην καρδιά του αστικού ιστού του Μοντεβιδέο κατά το κορύφωμα της οικονομικής κρίσης στην Ουρουγουάη και ένα μέρος τους διατηρείται παρά την οικονομική ανάπτυξη μετά το 2004.

                Ήδη πριν από τη νεοφιλελεύθερη επίθεση είχε επισημανθεί ότι τα κοινωνικά δίκτυα αμοιβαίας ανταλλαγής αποτελούσαν «το σημαντικότερο στοιχείο της κοινωνικής δομής του λαϊκού οικισμού» και είχε τονιστεί ο ρόλος κλειδί της αμοιβαίας εμπιστοσύνης (Larissa Lomnitz, 1975)[5]. Με την εκτεταμένη καταστροφή των μεσοστρωμάτων τις δεκαετίες που ακολούθησαν τα δίκτυα ανταλλαγών συμπεριέλαβαν πολλά εκατομμύρια ανθρώπους και όχι μόνο από τις λαϊκές τάξεις (στο αποκορύφωμα της κρίσης στην Αργεντινή τα δίκτυα ανταλλαγής αγαθών χωρίς τη μεσολάβηση χρήματος συμπεριελάμβαναν 3-5 εκατομμύρια ανθρώπους). Επιδιώχθηκε ή απλώς προέκυψε μέσα στις δίνες της κρίσης η ανταλλαγή προϊόντων που δεν είναι πια εμπορεύματα, η προτεραιότητα στις σχέσεις πρόσωπο με πρόσωπο, η δημιουργία δεσμών εκτός αγοράς ανάμεσα σε παραγωγούς-καταναλωτές και ανάμεσα σε παραγωγούς από διαφορετικούς τομείς της οικονομίας. Όλες αυτές οι εμπειρίες, η βίαιη εισβολή της παγκόσμιας αγοράς, απορρύθμιση των εθνικών αγορών και η κατάρρευση των κεντρικά σχεδιασμένων οικονομιών άνοιξαν τη συζήτηση για την επανεκτίμηση της έννοιας και της λειτουργίας της αγοράς. Έγινε λόγος για το «δίκαιο εμπόριο» ή για την επανοικειοποίηση του αρχικού χαρακτήρα της αγοράς. [6]

                Στη συνέχεια αυτής της κοσμογονίας αριστερές δυνάμεις ανέλαβαν την κυβερνητική εξουσία σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής, στηρίχθηκαν στη δύναμη των κινημάτων για να πετύχουν την ανασύσταση του διαλυμένου από τον νεοφιλελευθερισμό κοινωνικού συμβολαίου. Εφάρμοσαν μια εναλλακτική στον νεοφιλελευθερισμό διαχείριση του καπιταλισμού, διαφορετική από εκείνη της παλαιάς σοσιαλδημοκρατίας και του κοινωνικού κράτους. Η «καθολικότητα των δικαιωμάτων» η οποία ήταν σύστοιχη της πλήρους απασχόλησης και της ενότητας της πολιτικής κοινωνίας (political society) δεν διασώθηκε.

                Σήμερα στη Λατινική Αμερική η σχετικά καλοπληρωμένη εργατική τάξη συνυπάρχει δίπλα σε νέα και παλιά μεσοστρώματα αλλά και σε μια εκτεταμένη άτυπη οικονομία ( η άτυπη εργασία στη Βραζιλία αγγίζει ποσοστά 50-70%), στη μακροχρόνια ανεργία, την κακοπληρωμένη απασχόληση χαμηλής παραγωγικότητας, την προσωρινή, αβέβαια και επισφαλή εργασία. Η παλιά πολιτική κοινωνία κομματιάστηκε από τα χτυπήματα της νεοφιλελεύθερης επίθεσης που εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά τις δικτατορίες, πριν καν ολοκληρωθεί ο πολιτικός εκσυγχρονισμός τον οποίον απαιτούσαν οι κοινωνικές δυνάμεις που ανέδειξε η μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο οικονομική ανάπτυξη. Το άμεσο αποτέλεσμα του κατακερματισμού (ότι επιδίωκε η νεοφιλελεύθερη επίθεση) ήταν ένα άθροισμα από απομονωμένες ομάδες σε αντιπαράθεση και αντιπαλότητα μεταξύ τους, οι οποίες αδυνατούν να συνάψουν σταθερές συμμαχίες, να ενώσουν τα συμφέροντά τους και να οικοδομήσουν μια αντίπαλη πλειοψηφία[7]. Ο κατατεμαχισμός και μάλιστα σε εδαφικοποιημένη μορφή («κατατεμαχισμός σε ζώνες») είναι τυπικός του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και έχει να κάνει περισσότερο με τον πόλεμο όλων εναντίον όλων και την κατάσταση εξαίρεσης και πολύ λιγότερο με την «επιβεβαίωση της διαφοράς», όπως νομίζει ο Ζιμπέκι. Τα κοινωνικά κινήματα δρομολόγησαν μια διαδικασία ανασύνθεσης της κοινωνίας της οποίας όμως τα αποτελέσματα παραμένουν αβέβαια. Το αγωνιζόμενο πλήθος, πάνω στο οποίο αναπτύχθηκαν οι αριστερές κυβερνήσεις για να εισηγηθούν το νέο κοινωνικό συμβόλαιο, απέχει ακόμα πολύ από το να αποτελεί έναν ενωμένο πολιτικά λαό.

                Με την αποδόμηση του έθνους-κράτους σε μια σύγχρονη χώρα της Λατινικής Αμερικής (αλλά όχι μόνο εκεί, είναι ό,τι πρόκειται να δούμε σύντομα με πιο καθαρό και σαφή τρόπο και στην Ευρώπη) αναγνωρίζονται πολλές χώρες μέσα στην ίδια χώρα, πολλές αγορές μέσα στην ίδια «εθνική» αγορά, διαφορετικές περιοχές της ιδιωτικής κοινωνίας αποκτούν άμεσα πολιτικά χαρακτηριστικά την ίδια στιγμή που η δημόσια σφαίρα βουλιάζει μέσα στην ιδιωτική κοινωνία. Τα διαφορετικά επίπεδα, οι διακριτές ζώνες, οι ξεχωριστές σφαίρες οργανώνονται σ’ένα δίκτυο υπό τον έλεγχο μιας ολιγαρχίας ( στην οποία συγχωνεύονται η πολιτειακή και η επιχειρηματική ιεραρχία) [8]∙ το όλο αποτελεί το «κράτος» με την γκραμσιανή έννοια του «ολοκληρωμένου κράτους» (κράτος= ιδιωτική + πολιτική κοινωνία).

                Σ’αυτή τη νέα μορφή κράτους που είναι πολύ διαφορετική από εκείνη του μεταπολεμικού εθνικού ευρωπαϊκού κράτους, δεν έχουν νόημα τα καθολικά δικαιώματα ούτε θέση το κοινωνικό κράτος και δημόσιοι θεσμοί, όπως το δημόσιο σχολείο και τα συστήματα δημόσιας υγείας, τα οποία με μια αποδεκτή ποιότητα υπηρεσιών συμπεριελάμβαναν ή απευθύνονταν χωρίς διακρίσεις σε όλους τους πολίτες. Όμως παρά την έκλειψη του κοινωνικού κράτους στη Λατινική Αμερική η ιδέα της κοινωνικής πρόνοιας διασώθηκε. Η καπιταλιστική ολιγαρχία κάτω από τη συνεχή πίεση των λαϊκών αγώνων παραιτήθηκε, προσωρινά τουλάχιστον, από το σχέδιο της πλήρους ιδιωτικοποίησης των κοινών αγαθών και των θεσμών αναπαραγωγής της εργατικής τάξης ∙ αναγκάστηκε να δεχθεί μέτρα κοινωνικής προστασίας, ορισμένους περιορισμούς στην ελεύθερη αγορά και να αποδώσει ένας μέρος της υπεραξίας για να χρηματοδοτηθούν οι ανάγκες των πιο φτωχών. Όμως σε κάθε περίπτωση το σπάταλο, αναποτελεσματικό και γραφειοκρατικό κράτος πρόνοιας δεν μπορούσε να σωθεί και οι προνοιακοί μηχανισμοί, ακολουθώντας και τις τρέχουσες ιδέες «εναντίον του κρατισμού», προσαρμόστηκαν στη νέα πραγματικότητα, αξιοποιώντας δομές τις οποίες ανέδειξε η πάλη των αποκάτω. Το κράτος έρχεται να συνδράμει επικουρικά την οικονομία επιβίωσης των φτωχών μέσω των ΜΚΟ και των λαϊκών οργανώσεων στις οποίες περνάει μεγάλο μέρος των αρμοδιοτήτων που κατείχε παλαιότερα το κράτος πρόνοιας. «Οι οργανώσεις των αποκάτω έχουν μετατραπεί σε ακρογωνιαίο λίθο των κοινωνικών πολιτικών»[9]. Επίσης τις προνοιακές λειτουργίες αναλαμβάνει όχι ακριβώς η αγορά, αλλά ανταγωνιζόμενες μεταξύ τους για τους κρατικούς πόρους μη κερδοσκοπικές εταιρείες ιδιωτικού δικαίου ∙ οι τελευταίες (εταιρείες Κοινωνικής Οικονομίας, ΜΚΟ) είναι ανοιχτές στη συμμετοχή ανθρώπων από τις λαϊκές τάξεις των οποίων επικαλούνται τις επιχειρηματικές αρετές. Πρόκειται για μια προστατευόμενη και κρατικά υποβασταζόμενη αγορά κοινωνικών υπηρεσιών. Οι υπηρεσίες του κεντρικού κράτους αρκούνται σ’ έναν ελεγκτικό και ρυθμιστικό ρόλο. Το όλο σύστημα μπορεί να δράσει εντοπισμένα, σύμφωνα με τις κάθε φορά ιδιαίτερες ανάγκες μέσα σ’ ένα εξαιρετικά ανομοιογενές, ασυνεχές και συνεχώς μεταβαλλόμενο τοπίο ∙ μπορεί να φτάσει και στους πιο απόμακρους λαβυρίνθους της ιδιωτικής κοινωνίας, κάτι που δύσκολα θα μπορούσε να πετύχει ο δύσκαμπτος κρατικός μηχανισμός. Έτσι υφαίνεται ό,τι ονομάζουμε δίκτυ κοινωνικής προστασίας. Βέβαια εδώ τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι κατανοητά στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή τους : σαν η οριακή επιβίωση της ανθρώπινης ζωής. Πρόκειται για τα δικαιώματα της «γυμνής ζωής». Στο πλαίσιο αυτής της μορφής κράτους δεν μπορεί να γίνει καμιά θετική κατανόηση των δικαιωμάτων στην κατεύθυνση της ανάπτυξης των δεξιοτήτων του πολίτη.

                Με το νέο κοινωνικό συμβόλαιο η Κοινωνική Οικονομία έρχεται να καλύψει μια πολύ σημαντική έκταση του κοινωνικού πεδίου. Όχι μόνο αναλαμβάνει τις λειτουργίες του κράτους πρόνοιας, αλλά συγχέεται με την οικονομία επιβίωσης και την άτυπη οικονομία από την οποία ζούνε μερίδες του πληθυσμού που σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής είναι η πλειοψηφία. Η κριτική της Κοινωνικής Οικονομία από αντικαπιταλιστική σκοπιά είναι επιβεβλημένη (και ζητούμενη), αλλά το να νομίζει ένα πολιτικό επαναστατικό κίνημα ότι μπορεί, ζώντας σ’αυτές τις χώρες να δράσει εκτός της Κοινωνικής Οικονομίας είναι σαν να θέλει να δράσει εκτός κοινωνίας. Επαναλαμβάνουμε, πρέπει να δούμε την Κοινωνική Οικονομία στο σύνολό της και μέσα από τις αντιφάσεις της και να επιμείνουμε σ’ αυτές.

Η Κοινωνική Οικονομία συνδέεται με πολλούς τρόπους με την οικονομία της αγοράς ∙ με σχέσεις που μπορεί να γίνουν ανταγωνιστικές αλλά τις περισσότερες φορές είναι συμπληρωματικές. Αυτές οι μορφές παραγωγής δεν είναι συγκυριακές, αλλά «η ιστορική και μεσοπρόθεσμη μορφή διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου στη Βολιβία» λέει ο Alvaro Garcia Linera για τα οικογενειακά εργαστήρια και τις μικροεπιχειρήσεις στο Ελ Άλτο ∙ πρόκειται για μορφές παραγωγής μη καπιταλιστικές, αν και η αγορά και το κεφάλαιο «τις καθιστούν εκ νέου εργαλειακές»[10].

Η Κοινωνική Οικονομία (και οι κατώτερες τάξεις γενικότερα) βρίσκεται σε σύγκρουση με το κράτος αλλά πιο συχνά είναι σε διαπραγμάτευση μαζί του ∙ η διαπραγμάτευση είναι συνεχής και γίνεται σε όλη την έκταση των δικτύων που απαρτίζουν το σύγχρονο κράτος χωρίς φυσικά να εξαιρείται το κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Για τις επιχειρήσεις της Κοινωνικής Οικονομίας και τις ζωές των εκατομμυρίων ανθρώπων που ζούνε από αυτές δεν είναι καθόλου αδιάφορο το ποιο κόμμα βρίσκεται στην κυβέρνηση ∙ οι δοσοληψίες με την πολιτική εξουσία δεν αντιφάσκουν οπωσδήποτε με μια ορισμένης μορφής αυτονομία, αντίθετα μερικές φορές την προϋποθέτουν. Το σύγχρονο κράτος δεν λειτουργεί δια της αντιπροσώπευσης (καθώς αίρεται η διάκριση ιδιωτικής και πολιτικής κοινωνίας) αλλά δια της διασύνδεσης και της συσχέτισης όχι  «δύο» αλλά πολλών κόσμων σε «συνθήκες σύγκρουσης/συμμαχίας, κάτι που περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα αλληλεπιδράσεων, από την αντιπαράθεση μέχρι τη διαπραγμάτευση, τις συμμαχίες και τις συμφωνίες»[11]. Η συμμετοχή των λαϊκών στρωμάτων στην καθεστωτική πολιτική δεν έχει κάτι το χειραφετητικό μόνο και μόνο γιατί αυτά έδρασαν «χωρίς να αναλαμβάνουν κάποια σταθερή δέσμευση απέναντι σε κόμματα ή σε ηγέτες, αλλά δημιουργώντας “σχέσεις με όρους κόστους και οφέλους που λειτουργούν υποστηρικτικά σε συγκεκριμένες διαπραγματευτικές διαδικασίες” (Degregori και Grompone, 1991)» [12], όπως νομίζει ο Ζιμπέκι, ο οποίος κατά τα άλλα παραπονιέται γιατί η άνοδος των αριστερών κομμάτων στην κυβερνητική εξουσία έχει αφυδατώσει τα κοινωνικά κινήματα.

Μόνο η προοπτική της μετωπικής σύγκρουσης με το Κράτος (που αντλεί από την πολύ παλιά και κεντρική φαντασιακή σημασία για μια Τελική Αναμέτρηση ή Κρίση) μπορεί να απελευθερώσει την δυναμική προς την κατεύθυνση μιας ελεύθερης ανθρωπότητας η οποία δημιουργείται καθημερινά στους κόσμους των αποκάτω∙ να δώσει νέα, ακόμη πιο πλούσια και ριζοσπαστικά περιεχόμενα στη θεσμίζουσα δραστηριότητα των λαϊκών τάξεων που εκδηλώνεται διαρκώς ήδη μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία. Ωστόσο, οι πιθανότητες για μια επαναστατική ρήξη στο άμεσο μέλλον δεν φαίνονται μεγάλες, ο δρόμος της επανάστασης παραμένει για την ώρα κλειστός.

Κοινωνικά κινήματα και κράτος (Κοινωνική Οικονομία και αγορά) δεν είναι και δεν μπορούν να είναι σε καμιά περίπτωση «δύο αυτόνομοι και δύο αυτάρκεις κόσμοι που σχετίζονται μεταξύ τους ως τέτοιο»[13]. Η προτροπή να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε (ή να καταστρέψουμε) την εξουσία, απόψεις της μορφής : «Αγώνες χωρίς το κράτος και όχι ενάντια στο κράτος. Το να σκέπτεσαι χωρίς το κράτος και όχι ενάντια στο κράτος σημαίνει ότι έχουμε πλέον περάσει σε άλλες συντεταγμένες»[14] συσκοτίζουν την επίγνωση της δύσκολης πραγματικότητας.

Το παλιό δίλημμα μεταρρύθμιση ή επανάσταση δεν έχασε ποτέ τη δύναμή του. Όμως,  περισσότερο και από σήμερα, μια δυο δεκαετίες πριν, με πρόσφατη την κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και εν μέσω του θριαμβεύοντος νεοφιλελευθερισμού, μέσα «σε μια υπερσυντηρητική περίοδο με δυσμενέστατο τοπικό και διεθνή συσχετισμό»[15], η ιδέα της επανάστασης έμοιαζε με χίμαιρα. Έπρεπε να επινοηθούν άλλες λύσεις. Οι λατινοαμερικάνικες κοινωνίες υπερασπίστηκαν τους εαυτούς τους και κατάφεραν να διασωθούν μέσα από τα κοινωνικά κινήματα. Ένα ανυπέρβλητο όριο στην ανάπτυξη της δημιουργικότητας των τελευταίων ήταν ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός ∙ εναντίον του στράφηκαν με κάποια επιτυχία οι Ζαπατίστας με την εξέγερση του 1994, οι διηπειρωτικές, το PGA , το παγκόσμιο κοινωνικό φόρουμ κ.τ.λ Ένα άλλο όριο, πιο προσιτό στην εμβέλεια της κοινωνικής και πολιτικής πράξης των αποκάτω, ήταν η εθνική κυβέρνηση κάθε χώρας. Τα κινήματα βέβαια επιδίωκαν την αυτονομία τους από το καπιταλιστικό κράτος το οποίο έτσι ή αλλιώς δεν μπορούσαν να ανατρέψουν. Μπορούσαν ωστόσο να κερδίσουν περισσότερα για τον εαυτό τους και ενδεχόμενα να διευρύνουν και να εμβαθύνουν αυτήν την αυτονομία, αν την διακυβέρνηση αναλάμβαναν δυνάμεις που είχαν την υποστήριξή τους ή ακόμα καλύτερα δυνάμεις που είχαν αναδειχθεί μέσα από τις γραμμές τους. Έτσι στο φόντο της αδυναμίας για μια επαναστατική λύση στην τρομερή κοινωνική κρίση που συγκλόνισε τις κοινωνίες της Λατινικής Αμερικής τις τελευταίες δεκαετίες, μετά από μακροχρόνιους και σκληρότατους κοινωνικούς αγώνες η αριστερά πήρε την (κυβερνητική) εξουσία. Μέσα από τα κινήματα της Βολιβίας υποδείχθηκε η υποψηφιότητα του Μοράλες, ο οποίος εκλέχτηκε θριαμβευτικά πρόεδρος της χώρας. Στη Βραζιλία το MST δεν συμμετέχει στο Εργατικό Κόμμα (P.T.), του ασκεί μάλιστα αυστηρή κριτική, αλλά εντέλει το υποστηρίζει κριτικά στις εκλογές. Στον αντίποδα οι Ζαπατίστας αρνήθηκαν να υποστηρίξουν τον Ομπράδορ ο οποίος έχασε τις εκλογές για την προεδρία για λίγες ψήφους ∙ οι συνέπειες ήταν σοβαρές για τους ίδιους τους Ζαπατίστας και τραγικές για το Μεξικό, όπου πλέον ολόκληρες επαρχίες έχουν περάσει κάτω από τον έλεγχο του οργανωμένου εγκλήματος.

                Στις νέες δομές πολιτικής εξουσίας δεν έχει πλέον κανένα νόημα η σχέση κόμματος/συνδικάτου που μας κληρονόμησε η Β΄ και η Γ΄ Διεθνής. Ο Ζιμπέκι μιλάει για ένα χώρο «αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο κράτος και σε τμήμα της κοινωνία εν κινήσει. Αυτός ο χώρος δεν είναι ακριβώς κοινωνικός, αλλά ούτε και ο παραδοσιακά κρατικός, επιτρέπει τη διασύνδεση του κράτους με τα κινήματα μέσα από μια σταθερή και μόνιμη συλλογική πρακτική. Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αυτή την πρακτική νέα διακυβέρνηση»[16]. Η «νέα διακυβέρνηση» έδωσε μια σπουδαία δυναμική στον λατινοαμερικάνικο καπιταλισμό και εν πολλοίς ήταν αυτή που δρομολόγησε την αναβάθμισή του στην παγκόσμια αγορά. Το «παράδοξο» είναι ότι από τους κοινωνικούς αγώνες των τελευταίων δεκαετιών κερδισμένοι φαίνονται τόσο οι αποκάτω όσο και μια δυναμική μερίδα των καπιταλιστών.

Η παρουσίαση της Κοινωνικής Οικονομίας θα έπρεπε να συμπεριλάβει αναφορές από την Κίνα και την Ινδία (τις δύο κατεξοχήν ανερχόμενες, μέσα στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, περιοχές του πλανήτη). Γνωρίζουμε τον σπουδαίο ρόλο που έπαιξε η κοινοτική παράδοση των ιθαγενών στην ανάπτυξη της Κοινωνικής Οικονομίας στη Λατινική Αμερική. Ποιες είναι οι δυνατότητες της Κοινωνικής Οικονομίας στην Ινδία, σε μια χώρα στην παράδοση της οποίας δεσπόζει η πολυσυζητημένη ινδική κοινότητα;

Επίσης δυστυχώς έχουμε αφήσει σε εκκρεμότητα την μελέτη των δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης που αναπτύσσουν τα ισλαμιστικά κινήματα στον μουσουλμανικό κόσμο. Πρόκειται απλώς για θεσμούς στο πλαίσιο της παράδοσης της Zakāt, «το πρώτο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης», όπως την αποκάλεσε ο Bentall [17] ή θα πρέπει να υποψιαστούμε και να αναζητήσουμε νεωτερικά και μετανεωτερικά περιεχόμενα, λαμβάνοντας υπόψη τον ριζοσπαστικό εκσυγχρονιστικό χαρακτήρα των ισλαμιστικών κινημάτων (υπενθυμίζουμε ότι στη Λατινική Αμερική η Κοινωνική Οικονομία έχει στενή σχέση με την Καθολική Εκκλησία ∙ θα δείξουμε στη συνέχεια ότι η σχέση της Κοινωνικής Οικονομίας με τη θρησκεία δεν είναι συγκυριακή αλλά δομική).


[1] Βλ. περιοδικό  Resistencias, τεύχος 7, Οκτώβριος 2007

[2] Τα στοιχεία για τα αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια είναι του έτους 2007, Βλ. Raul Zibecki, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις»,  Αλάνα 2010, σελ.115, 116, 117, 118, 119, 120.

[3] Βλ. Raul Zibecki, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις»,  Αλάνα 2010, σελ.240

[4] Βλ. Raul Zibecki, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις»,  Αλάνα 2010, σελ.256

[5] Βλ. Raul Zibecki, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις»,  Αλάνα 2010, σελ.216

[6] Βλ. Raul Zibecki, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις»,  Αλάνα 2010, σελ.112

[7] Βλ. Μ.Harnecker, «Πραγματοποιώντας το αδύνατο», ελλ.εκδ. Οδυσσέας 2007, σελ.944, 945.

[8] Δημήτρης Κωτσάκης, «3 και 1 κείμενα», οι εκδόσεις των συναδέλφων 2012, σελ.148

[9] Βλ. Raul Zibecki, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις»,  Αλάνα 2010, σελ.14

[10]  Βλ. Raul Zibecki, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις»,  Αλάνα 2010, σελ.90

[11] Βλ. Raul Zibecki, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις»,  Αλάνα 2010, σελ.242

[12] Βλ. Raul Zibecki, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις»,  Αλάνα 2010, σελ.242

[13] Βλ. Raul Zibecki, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις»,  Αλάνα 2010, σελ.241

[14] Βλ. Raul Zibecki, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις»,  Αλάνα 2010, σελ.104

[15] Βλ. Μ.Harnecker, «Πραγματοποιώντας το αδύνατο», ελλ.εκδ. Οδυσσέας 2007, σελ.1297

[16] Βλ. Raul Zibecki, «Αυτονομίες και χειραφετήσεις»,  Αλάνα 2010, σελ.241

[17] Βλ. Γεράσιμος Μακρής, «Ισλάμ, πεποιθήσεις, πρακτικές και τάσεις», Ελληνικά Γράμματα 2004, σελ.289

0 Comments

ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

30/9/2012

0 Comments

 
Μέρος 1ο

Η Κοινωνική Οικονομία ως κοινωνική είναι αντίθετη με την αυτορρυθμιζόμενη αγορά (την οικονομία της αγοράς), τον φιλελευθερισμό και τον νεοφιλελευθερισμό. Αρνείται τη χαρακτηριστική στον καπιταλισμό πρωτοκαθεδρία της οικονομίας, την επικυριαρχία της πάνω στις διαφορετικές σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Στο πνεύμα της όλης προσέγγισης του Καρλ Πολάνυι η Κοινωνική Οικονομία ορίζεται ως η μη αγοραία οικονομία, η παραγωγή και η διανομή υπό τον έλεγχο της κοινωνίας και όχι της αγοράς. Επιπλέον, ο όρος Κοινωνική Οικονομία εξυπονοεί την αντίθεση κράτος/κοινωνία και η Κοινωνική Οικονομία αντιδιαστέλλεται όχι μόνο από την καπιταλιστική αλλά και από την κρατική («σοσιαλιστική») οικονομία. Ωστόσο, ο όρος κρατάει την οικονομία σαν διακριτή έννοια που αναφέρεται σε μια ξεχωριστή σφαίρα της ανθρώπινης δραστηριότητας (έστω υπό κοινωνικό έλεγχο) και διασώζει αμυδρά κάτι από τη φιλελεύθερη αντίληψη για την ατομική (ιδιωτική) πρωτοβουλία, την ιδέα ενός χώρου με κάποιες δυνατότητες αυτορρύθμισης μέσα από τις διακριτές πρωτοβουλίες μίας πολλότητας ανθρώπων.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ε.Ε. η Κοινωνική Οικονομία έχει μια ισχυρή και δυναμική παρουσία στο κοινωνικό γίγνεσθαι της Ευρώπης. Στην «πρόταση ψηφίσματος του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου» που κατέθεσε ο ευρωβουλευτής Sven Gregold ως εκπρόσωπος της ομάδας των Πρασίνων διαβάζουμε ότι «η Ε.Ε. αριθμεί 160.000 συνεταιρισμούς οι οποίοι βρίσκονται στην ιδιοκτησία του ¼ και άνω των Ευρωπαίων και απασχολούν 5,4 εκατομμύρια εργαζόμενους περίπου»[1]. Σύμφωνα με τον Απόστολο Ιωακειμίδη[2] η Κοινωνική Οικονομία εκπροσωπεί «δύο εκατομμύρια οικονομικές οντότητες δηλαδή το 10% του συνολικού αριθμού των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και απασχολεί περισσότερους από 11 εκατομμύρια μισθωτούς (το ισοδύναμο του 6% του ενεργού πληθυσμού της Ε.Ε.)[3]». Σύμφωνα με την Karine Pfluger[4] «η Κοινωνική Οικονομία αντιπροσωπεύει 1 εκατομμύριο επιχειρήσεις και περισσότερο από 6 εκατομμύρια θέσεις εργασίας»[5]. Κατά την Ελένη Σπανοπούλου[6] «ο Αυτοδιαχειριζόμενος ( ο σωστός  όρος θα ήταν Αυτοδιοικούμενος αλλά κρατάμε την επίσημη ορολογία που χρησιμοποιήται στην Ε.Ε.)Συνεταιριστικός τομέας αντιπροσωπεύει το ένα τρίτο των ασφαλιστικών οργανισμών στην Ευρώπη και περίπου το 25% των ασφάλιστρων». Τα μέλη της Διεθνούς Ένωσης Αυτοδιαχειριζόμενων/ Αυτοδοιικούμενων Αλληλοβοηθητικών Ταμείων Υγείας «παρέχουν κάλυψη, κυρίως, απέναντι στον κίνδυνο ασθένειας σε 230 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως και σε περισσότερους από 160 εκατομμύρια στην Ευρώπη»[7]. Σύμφωνα με τον Klaus Niedierlander[8] οι συνεταιρισμοί έχουν αναπτυχθεί σε παγκόσμιο κίνημα «το οποίο παρέχει απασχόληση σε 100 εκατομμύρια ανθρώπους, 20% περισότερο απ’ ότι οι πολυεθνικές εταιρείες. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν μερίδιο αγοράς ανερχόμενο σε 20%, 40% ή ακόμη και 60% σε κλασικούς τομείς της οικονομίας (γεωργία, τραπεζικές εργασίες, λιανεμπόριο, στέγαση)[9]». Κατά τον Arnaud Pinxsteren[10] η Κοινωνική Οικονομία αντιπροσωπεύει το 10% του ΑΕΠ του Βελγίου «αντίστοιχο του μέσου όρου στις άλλες χώρες»[11].

Η Κοινωνική Οικονομία περιλαμβάνει συνεταιρισμούς, εταιρείες αμοιβαίας βάσης, ενώσεις και ιδρύματα. Οι επιχειρήσεις αυτές δραστηριοποιούνται ιδιαιτέρως στην κοινωνική προστασία, τις κοινωνικές υπηρεσίες, την υγεία, σε τραπεζικές και ασφαλιστικές εργασίες, στη γεωργική παραγωγή, την προστασία του καταναλωτή, την κοινοτική εργασία, την οικοτεχνία/χειροτεχνία, τη στέγαση, τις υπηρεσίες εφοδιασμού, τις υπηρεσίες γειτονιάς, την εκπαίδευση και την κατάρτιση, την βιώσιμη ανάπτυξη, την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών καθώς και με δραστηριότητες πολιτισμού, αθλητισμού και ελεύθερου χρόνου. [12]

Στην τρέχουσα συζήτηση (όπως και στη συζήτηση εντός ή πέριξ των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε. αλλά και στη νομολογία της Ε.Ε. και των μεμονωμένων ευρωπαϊκών κρατών), οι επιχειρήσεις της Κοινωνικής Οικονομίας διακρίνονται από τις παραδοσιακές κεφαλαιουχικές πρώτα απ’ όλα γιατί δε στοχεύουν στην αναζήτηση κέρδους ως απόδοση της επένδυσης των μετοχών της επιχείρησης[13] με άλλα λόγια γιατί: «το μεγαλύτερο μέρος του πλεονάσματος προορίζεται για την επίτευξη στόχων βιώσιμης ανάπτυξης προς το συμφέρον της εξυπηρέτησης των μελών και προς το γενικότερο συμφέρον»[14]. Οι επιχειρήσεις της Κοινωνικής Οικονομίας συνδυάζουν τα συμφέροντα των μελών-χρηστών με το γενικό συμφέρον[15]. Στόχος τους είναι η ικανοποίηση των αναγκών «όχι μόνο των μετόχων αλλά και των καταναλωτών, των εργατών/ εργαζομένων τους, των παραγωγών ή του ευρύτερου κοινού», όπου ο όρος ανάγκες δε δηλώνει μόνο τις οικονομικές αλλά και τις κοινωνικές, τις περιβαλλοντικές (διατήρηση της τοπικής βιοποικιλότητας, ενεργειακή αυτονομία) και τις πολιτιστικές (διαχείριση της τοπικής ποικιλότητας) ανάγκες[16]. Εκδηλώνουν έντονο ενδιαφέρον για την τοπική κοινωνία εντός της οποίας δραστηριοποιούνται[17]. Τις χαρακτηρίζει το έντονο πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ των μελών τους[18]. Διατηρούν τη διαχειριστική τους αυτονομία από τις δημόσιες αρχές[19]  , ενώ οι αποφάσεις λαμβάνονται δημοκρατικά με βάση την αρχή «ένα μέλος = μία ψήφος» και όχι «ένα ευρώ = μία ψήφος»[20].

Η SOCIAL ECONOMY EUROPE (http://www.socialeconomy.eu.org) είναι ο οργανισμός που αντιπροσωπεύει την Κοινωνική Οικονομία σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δημιουργήθηκε το Νοέμβριο του 2000 με την ονομασία CEP-CMAF. Για την έννοια της Κοινωνικής Οικονομίας σε διάφορες χώρες χρησιμοποιούνται επίσης ονομασίες όπως αλληλέγγυα οικονομία (solidarity-based economy, economy solidaire), ο τρίτος τομέας (the third sector) κ.α.
Η Κοινωνική Οικονομία συνιστά λοιπόν μια πραγματικότητα θεσμικά αναγνωρισμένη, με υπολογίσιμη έκταση και σοβαρά μεγέθη στην οικονομία. Αποτελεί όμως πράγματι τον άλλον κόσμο που είναι εφικτός και είναι ήδη εδώ; Τον κόσμο που αναπτύσσεται αντιθετικά με το καπιταλιστικό σύστημα στις ρωγμές που προκαλούν οι αντιφάσεις του ή μήπως αποτελεί απλώς την συγκολλητική ύλη που γεμίζει αυτές τις ρωγμές και τελικά δίνει συνοχή και αντοχή στο όλο οικοδόμημα;

Δεν μπορούμε να απαντήσουμε μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι, να πούμε χωρίς αμφιλογίες ότι είναι το ένα ή το άλλο. Θα πρέπει, ωστόσο, να ξεκινήσουμε από αυτήν την Κοινωνική Οικονομία, την Κοινωνική Οικονομία «όπως είναι», να δούμε τις αντιφάσεις της, τις καταγωγικές της γραμμές, τις προοπτικές της. Είναι πιο δόκιμο να ασκήσουμε κριτική στην υφιστάμενη Κοινωνική Οικονομία, να την δούμε σαν μια πολλαπλότητα αντιφατικών και συγκρουόμενων πρακτικών μέσα στην οποία ανοίγονται αντιθετικές δυνατότητες, από το να φλυαρούμε για ιδανικά προς τα οποία «πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα» και να περιορίσουμε τις αναφορές μας μόνο στα σχετικά λίγα (στην Ευρώπη τουλάχιστον) παραδείγματα τα οποία κινούνται ρητά και με και πρακτική συνέπεια σε μια αντισυστημική κατεύθυνση (χωρίς βέβαια να υποτιμήσουμε καθόλου την πολύ μεγάλη σημασία των τελευταίων).

Η Κοινωνική Οικονομία γεννήθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα από την προσπάθεια της νεαρής εργατικής τάξης να αντιμετωπίσει τις καταστροφικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές συνέπειες της Βιομηχανικής Επανάστασης και της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς. Οι απόκληροι, οι άνεργοι και οι εργάτες επιχείρησαν να παράγουν οι ίδιοι (χωρίς τους εργοδότες) τα αναγκαία για την επιβίωσή τους και να εξασφαλίζουν τους όρους για την κοινωνική τους αξιοπρέπεια.

Οι συνεταιρισμοί, τα συνδικάτα και τα εργατικά κόμματα (και οι Αναρχικές Ομοσπονδίες) ήταν θεσμοί που αναδείχθηκαν από το εργατικό κίνημα· αντιστοιχούν σε πεδία εργατικής κινηματικής δράσης που βρίσκονται σε στενή σχέση μεταξύ τους. Η τύχη τους παρακολούθησε τις τύχες του ευρύτερου κινήματος  του οποίου ήταν μέρη. Ωστόσο, η ιστορία τους είναι κατεξοχήν μη γραμμική και δεν μπορεί να κριθεί απλοϊκά εκ του αποτελέσματος, ενός αποτελέσματος που κρίθηκε και ξανακρίθηκε πολλές φορές στα όρια, σε όλη τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα. Πράγματι γραφειοκρατικά συνδικάτα ποδηγετούν εδώ και πολλές δεκαετίες τους εργατικούς αγώνες, σήμερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα εφαρμόζουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, ανάλογα η Κοινωνική Οικονομία σε πολλά σημεία δύσκολα διακρίνεται από την οικονομία της αγοράς και ιδίως μάλιστα εκεί που καλείται σήμερα να αναλάβει με αγοραίους όρους τις λειτουργίες του παλαιού κράτους πρόνοιας το οποίο αποσυντίθεται. Όμως και σήμερα που χρησιμοποιούμε σπανιότερα τον όρο εργατική τάξη και συχνότερα τους όρους «πλήθος» και «οι από κάτω» χρειαζόμαστε επίσης (όπως οι εργάτες της βικτωριανής εποχής) οργανώσεις στους τόπους δουλειάς, διαδικασίες πολιτικής συζήτησης, παρέμβασης στο δημόσιο χώρο ή καλύτερα δημιουργίας δημόσιου χώρου (όπως ήταν οι εργατικές λέσχες, η Κομμούνα ή τα Συμβούλια) και τέλος πρωτοβουλίες για την παραγωγή αγαθών αλλά και της ίδιας της κοινωνικής ζωής έξω από την αγορά αλλά και έξω από τις σχέσεις της μισθωτής εργασίας (τέτοιες πρωτοβουλίες ήταν κάποτε οι συνεταιρισμοί).

Ο καπιταλισμός αντλεί δύναμη αφομοιώνοντας διαρκώς τις προσπάθειες των «από κάτω». Έτσι μετατοπίζει διαρκώς τις γραμμές σύγκρουσης αλλά και πολλαπλασιάζει τα πεδία αντιπαράθεσης. Μερικές φορές ότι εμείς ονομάζουμε «αφομοίωση» είναι ένα δούναι και λαβείν που έχει περισσότερες από μια αναγνώσεις. Ο καπιταλισμός φέρνει διαρκώς τον εχθρό μέσα στο σπίτι του, εκτίθεται σε χτυπήματα μέσα σε δικό του έδαφος, το έδαφος που έχει μόλις κατακτήσει.

Η υφιστάμενη Κοινωνική Οικονομία (όπως ο συνδικαλισμός, αλλά και πολλές λαϊκές οργανώσεις) διαπερνάται από τη σύγκρουση ανάμεσα στις συστημικές και τις αντισυστημικές δυνάμεις, άλλωστε, όπως είπαμε, δεν είναι παρά το δημιούργημα της θεσμίζουσας δραστηριότητας τωρινών και προηγούμενων κινημάτων, την οποία υποκίνησαν ανάγκες εξίσου παρούσες και σ’εμάς σήμερα. Χρειάζεται να έχουμε μια δυναμική αντίληψη της κατάστασης στο σύνολο και στην αντιφατικότητά της. Κατ’ αρχάς να γνωρίζουμε την ιστορία αυτών των προσπαθειών. Όχι μόνο για να αντλήσουμε διδάγματα από το πώς αφομοιώθηκαν (αν αφομοιώθηκαν) αλλά επίσης για να αντιληφθούμε το ιστορικό βάθος των διαφορετικών πεδίων της κοινωνικής πάλης. Η Κοινωνική Οικονομία δεν προέκυψε για πρώτη φορά στα κινήματα της δεκαετίας του 1960, όπως νομίζουν οι «αγράμματοι»  που επικαλούνται την τριτοδιεθνιστική παράδοση ή ισχυρίζονται διάφοροι στον οικολογικό χώρο, ούτε μας ήρθε από τη Λατινική Αμερική. Γεννήθηκε μαζί με το εργατικό κίνημα, είναι τόσο παλιά όσο η εργατική τάξη και η αντίσταση της κοινωνίας στην οικονομία της αγοράς.

*

Στην Αγγλία τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, μεσούσης της Βιομηχανικής Επανάστασης κι ενώ με δραστικές κρατικές παρεμβάσεις (1834, μεταρρύθμιση της κοινωνικής πρόνοιας κ.α.) εγκαθίστατο η αυτορρυθμιζόμενη αγορά, εμφανίστηκαν μερικά από τα μεγαλύτερα κοινωνικά κινήματα της σύγχρονης ιστορίας, τα οποία περιελάμβαναν εκατοντάδες χιλιάδες τεχνίτες, εργάτες και εργαζόμενους. Πρώτη εθνική οργάνωση παραγωγών με συνδικαλιστικούς στόχους ήταν η Ένωση Οικοδόμων που είχε κυκλοφορήσει δικό της νόμισμα και προωθούσε την ιδέα της «μεγάλης ένωσης για τη χειραφέτησης των παραγωγικών τάξεων». Από την Ένωση ή Συντεχνία των Οικοδόμων και το «Κοινοβούλιό» της προήλθαν τα βραχύβια Ενωμένα Εργατικά Συνδικάτα, που για ένα μικρό χρονικό διάστημα περιελάμβαναν περίπου 1 εκατομμύριο εργάτες και τεχνίτες σε μία χαλαρή συνομοσπονδία συνδικάτων και συνεταιριστικών ενώσεων. Από την Ένωση Οικοδόμων κατάγονται οι συνεταιρισμοί των βιομηχανικών παραγωγών του 19ου αιώνα. Η αυγή του εργατικού κινήματος στην Αγγλία έφερε στο φως μια εκπληκτική ποικιλομορφία δράσεων και θεσμών. Τα «Ενωσιακά Καταστήματα» ιδρύθηκαν από συνδικαλιστές , αποτελούσαν περισσότερο συνεταιρισμούς παραγωγών στους οποίους άνεργοι εργάτες μπορούσαν να βρουν απασχόληση ή απεργοί να κερδίσουν λίγα χρήματα. Τα ανταλλακτικά παζάρια στηρίζονταν στην αλληλοεπικάλυψη των τεχνών : ικανοποιώντας ο ένας τις ανάγκες του άλλου οι τεχνίτες θα απαλλάσσονταν από τις διακυμάνσεις της αγοράς. Γινόταν χρήση γραμματίων εργασίας τα οποία είχαν ευρεία κυκλοφορία. Ιδρύθηκαν συνεταιριστικές εταιρείες που απασχολούνταν κυρίως με την πώληση προϊόντων στα μέλη τους. Τα κέρδη κατευθύνονταν στην ίδρυση Συνεταιριστικών Χωριών (στα σχέδια του Owen για τη δημιουργία Συνεταιριστικών Χωριών βρίσκεται για τον Πολάνυι η καταγωγή των αγροτικών συνεταιρισμών εργατών γης)[21].

Στη Γαλλία η δημιουργία συνεταιρισμών αποτέλεσε την κύρια μορφή δραστηριότητας της εργατικής τάξης κατά την περίοδο 1830-1850 καθώς και στη δεκαετία του 1860. Στη Γαλλία και την Αγγλία όπως και στη Γερμανία τη δεκαετία το 1860 οι συνεταιρισμοί συνδέονταν στενά με άλλες μορφές δραστηριότητας των εργατών όπως τα συνδικάτα. Δεν είχαν όμως οπωσδήποτε σαφείς πολιτικούς ή επαναστατικούς προσανατολισμούς. Το 1848 ο Λουί Μπλαν ζητούσε από το γαλλικό κράτος ενίσχυση για τα «εθνικά εργαστήριά του», ενώ ο Φ.Λασάλ τη δεκαετία του 1860 απαιτούσε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στη Γερμανία, ώστε ένα νεοσύστατο εργατικό κράτος να μπορέσει να χρηματοδοτήσει τους συνεταιρισμούς παραγωγών, τους οποίους θεωρούσε μοναδική διέξοδο από τον «σιδερένιο νόμο των ημερομισθίων».

Καθόλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα μια από τις πιο συνηθισμένες μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης ήταν η εταιρεία αμοιβαίας βοήθειας ή «φιλική εταιρεία». Υπήρχαν πάνω από 1 εκατομμύριο τέτοιοι σύλλογοι στην Αγγλία το 1815. Οι «φιλικές εταιρείες» παρείχαν πρώτα απ’ όλα στα μέλη τους ασφαλιστική κάλυψη σε περίπτωση ασθενείας, ατυχήματος  ή γηρατειών την εποχή που απουσίαζε ή ήταν αδύναμη και προβληματική η κρατική παρέμβαση στον τομέα αυτό. Έδιναν επίσης μεγάλη έμφαση στις παραδοσιακές αξίες των παλαιών τεχνητών, όπως το μέτρο στο ποτό, η αξιοπρέπεια στο σεξουαλικό τομέα. Συχνά απαγόρευαν την πολιτική δράση των μελών τους ή τις πολιτικές συζητήσεις αλλά δεν απέφευγαν την εχθρότητα των εργοδοτών ή τις διώξεις των αρχών[22].

Στη Γερμανία λίγο πριν απ ‘τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το πανίσχυρο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (4 εκατομμύρια ψήφοι και 110 βουλευτές το 1912 και πάνω από 1 εκατομμύριο ταμειακώς εντάξει μέλη) ήταν «με την πιθανή εξαίρεση της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας το μόνο ίδρυμα του Β΄ γερμανικού Ράιχ που φρόντιζε για τους οπαδούς του από τη στιγμή που θα γεννιούνταν μέχρι τη στιγμή που θα πέθαιναν»[23]. Είχε το δικό του συνεργατικό συνεταιριστικό κίνημα, τα δικά του προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης και πλαισιωνόταν μέχρι και από συλλόγους ωδικής, γυμναστικής και ποδηλασίας. «Ο σοσιαλισμός τόσο στη Γαλλία όσο και στη Γερμανία πριν από τον Α ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μία πολιτική πεποίθηση : είχε γίνει συστατικό στοιχείο μιας ολόκληρης υποκουλτούρας, συχνά οργανωμένης γύρω από το μπαρ ή την ταβέρνα, ενός ορισμένου τμήματος της εργατικής τάξης»[24], γράφει ο Dick Geary. «Αυτή η κουλτούρα συγκροτούσε μία εναλλακτική κοινωνία μέσα σε ένα κατά τα άλλα εχθρικό κόσμο», οι εργάτες μπορούσαν να ζουν μέσα σε ένα «θερμοκήπιο» που τους «προστάτευε από τη σκληρή πραγματικότητα τουλάχιστον έξω από το εργοστάσιο»[25] συνεχίζει ο ίδιος.

Για αυτή τη θεωρία της «αρνητικής ενσωμάτωσης»[26] στο καθεστώς της καϊζερικής Γερμανίας, στην οποία αναφέρεται ο Dick Geary χωρίς να την υιοθετεί, μιλάει και η Χάνα Άρεντ. Εκτιμάει ότι εκείνη την εποχή η κανονική ενσωμάτωση που υπεράσπιζε ο Μπερνστάιν ήταν για τα συμφέροντα του κόμματος εξίσου επικίνδυνη με την επανάσταση. Η θέση στο περιθώριο της κοινωνίας βιωνόταν ουσιαστικά σαν εμπειρία μίας «ανώτερης εναλλακτικής δυνατότητας προς τον διεφθαρμένο καπιταλισμό». Όπως υποστηρίζει η Άρεντ «οι Γερμανοί σοσιαλιστές ζούσαν πολύ άνετα μέσα σ’ αυτό το “κράτος εν κράτει” : απόφευγαν τις τριβές με την κοινωνία εν γένει και απολάμβαναν χωρίς καμία επίπτωση την αίσθηση ηθικής ανωτερότητας που είχαν. Δεν ήταν καν ανάγκη να πληρώνουν το αντίτιμο μιας σοβαρής αλλοτρίωσης, αφού αυτή η κοινωνία-παρίας ήταν στην πραγματικότητα μόνο ένα κατοπτρικό είδωλο, μια σμικρυμένη αντανάκλαση της γερμανικής κοινωνίας εν γένει.»[27]

Κατά την εξέγερση των Σπαρτακιστών τον χειμώνα 1918-19, η «αρνητική ενσωμάτωση» αποδείχθηκε πάνω από όλα ενσωμάτωση. Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ανέλαβε τον πιο δραστήριο ρόλο ανάμεσα στις δυνάμεις της αντεπανάστασης. Η σοσιαλδημοκρατική «υποκουλτούρα» βρέθηκε στην πρωτοπορία της υπεράσπισης της καθεστωτικής κουλτούρας. Η αυτοαναφορικότητα, το «ξεροκέφαλο ξέκομμα από τον κόσμο», η πλειοδοσία στην επαναστατική φρασεολογία, αποδείχθηκε τελικά ότι δεν αποτελούσαν παρά έναν τρόπο υπαγωγής στο status quo. Και καθώς δεν είναι μόνο ένας ο πολιτικός ή ο «κοινωνικός» χώρος στην Ελλάδα σήμερα που ανταποκρίνεται πλήρως στην περιγραφή της Χάνα Άρεντ, θα πρέπει να μην ξεχνάμε ότι η διάκριση συστημικών/αντισυστημικών δυνάμεων δεν γίνεται με βάση τις πολιτικές ή ιδεολογικές ταυτότητες ακόμη κι αν αυτές συνοδεύονται από «διαφορετικά» πολιτισμικά στυλ. Η αυταρέσκεια που οδηγεί σε απόσυρση από το δημόσιο βίο και τις συγκρούσεις του, η παραίτηση από τη συνεχή «τριβή» με την κοινωνία, κάνουν την πηγή του επαναστατικού πνεύματος να στερεύει.

Η οργάνωση της κοινωνικής οικονομίας γύρω από το κόμμα, στην περίπτωση της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, προεικονίζει το πέρασμα από την κοινωνική οικονομία στο κοινωνικό κράτος τη δεκαετία του 1930. Οι κρατικές προστατευτικές παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας και αλλού γίνονταν όλο και συχνότερες από τη δεκαετία του 1870 και μετά. Όμως με το New Deal στις ΗΠΑ, το φασισμό στην Κεντρική Ευρώπη, και το ξεκίνημα της κολεκτιβοποίησης στην ΕΣΣΔ, τελειώνει οριστικά η εποχή του φιλελευθερισμού και της πρώτης παγκοσμιοποίησης. Μια νέα περίοδος ξεκίνησε, και όσον αφορά το θέμα μας μπορούμε να μιλήσουμε για τη γέννηση του κοινωνικού κράτους (την κρατικοποίηση της κοινωνικής οικονομίας).

Το κοινωνικό κράτος ικανοποίησε πολλές από τις διεκδικήσεις των εργατών και έφερε αξιοσημείωτες βελτιώσεις στην καθημερινή ζωή της εργατικής τάξης. Το τίμημα ήταν ότι διέβρωσε την επάρκεια των ανθρώπων να ορίζουν οι ίδιοι τις τύχες τους, «πολιτικοποίησε» τις ζωές τους, δηλαδή τις υπήγαγε άμεσα στη δικαιοδοσία του κράτους, τις έκανε αντικείμενο για τους ειδικούς, γραφειοκράτες και επιστήμονες. Σύμφωνα με τον Κρίστοφερ Λας, τον «εκκοινωνισμό της παραγωγής» με το εργοστασιακό σύστημα του 19ου αιώνα ακολούθησε ο «εκκοινωνισμός της αναπαραγωγής». Όπως απαλλοτριώθηκε η τεχνική γνώση του εργάτη, το ίδιο έγινε με τη γονική γνώση, η οποία μεταβιβάστηκε σε υποκατάστατους γονείς, όχι στην οικογένεια αλλά στο κράτος, στην ιδιωτική βιομηχανία ή στους δικούς τους κώδικες επαγγελματικής ηθικής. Ο Κρίστοφερ Λας παραθέτει τα πολύ χαρακτηριστικά λόγια της Έλεν Ρίτσαρντς, ιδρύτριας του σύγχρονου επαγγέλματος της κοινωνικής λειτουργού: «Στην κοινωνική δημοκρατία, το παιδί ως μελλοντικός πολίτης είναι περιουσιακό στοιχείο του κράτους, όχι ιδιοκτησία των γονέων του.»[28]

Αυτή η «συρρίκνωση της ιδιωτικής κοινωνίας» υπέρ του πολιτικού κράτους θα αντιστραφεί με τη νεοφιλελεύθερη επίθεση που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Προηγήθηκε η πολιτιστική επανάσταση και τα κινήματα νεολαίας των δεκαετιών 1960 και 1970, τα οποία επέφεραν σφοδρό πλήγμα στη μορφή του κράτους που γεννήθηκε μέσα από την κρίση του 1929 και άνθισε μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η διπλή επίθεση εναντίον του μεταπολεμικού κράτους και των ιδεών και νοοτροπιών του κρατισμού, τόσο από ριζοσπαστικές θέσεις (κινήματα νεολαίας) όσο και από συντηρητικές (νεοφιλελευθερισμός), άνοιξε μια νέα εποχή για την Κοινωνική Οικονομία.

                Τις δεκαετίες του 1960 και 1970, η Κοινωνική Οικονομία αναγεννήθηκε στο χώρο που ανέδειξαν τα κινήματα νεολαίας από τις χιλιάδες πρωτοβουλίες ανθρώπων οι οποίοι ήθελαν να πραγματώσουν άμεσα την ελευθερία τους, να πειραματιστούν με εναλλακτικούς θεσμούς, διαφορετικούς ή και αντίθετους με εκείνους του κοινωνικού κράτους. Τη δεκαετία του 1970, ενώ τα κινήματα ηττήθηκαν ή υποχώρησαν, την ίδια εποχή ακριβώς προσφέρθηκε ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό έδαφος για τις δομές κοινωνικής οικονομίας που είχαν ξεπηδήσει σε κινηματικά πλαίσια. Η Κοινωνική Οικονομία κλήθηκε να υποκαταστήσει το κράτος πρόνοιας το οποίο αποσυντίθετο κάτω από το βάρος των δικών του αντιφάσεων και εξαιτίας της νεοφιλελεύθερης επίθεσης, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Νέες αγορές είχαν δημιουργηθεί γύρω από τις ευαισθησίες τις οποίες είχαν αναδείξει τα κινήματα νεολαίας˙ το ενδιαφέρον για το περιβάλλον, την υγιεινή διατροφή ή κάπου και κάπου και για τους λαούς του τρίτου κόσμου ήταν ψηλά στις προτεραιότητες των ραγδαία αναπτυσσόμενων νέων μεσοστρωμάτων τα οποία εν πολλοίς είχαν την καταγωγή τους στα κινήματα της δεκαετίας του 1960 και αναφέρονταν στην υπεράσπιση της «διαφοράς», την αυτοπραγμάτωση, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την πολυπολιτισμικότητα κ.λπ. Πάνω σε αυτόν τον «νέο προοδευτισμό» μπορούσε να ανθίσει η Κοινωνική Οικονομία. Άλλωστε, η επικείμενη επέκταση της αγοράς σε μεταβιομηχανικά τοπία, η οικειοποίηση και άλλων περιοχών της ανθρώπινης ζωής χρειαζόταν δομές ιδιαίτερα ικανές για την κίνηση σε ανεξερεύνητα τοπία και φιλόδοξους πιονιέρους οι οποίοι θα τολμούσαν να προχωρήσουν σε περιοχές δύσβατες για τη γραφειοκρατία των μεγάλων επιχειρήσεων. Επιπλέον, οι τεχνικές χειραγώγησης και βιοπολιτικού ελέγχου που είχαν επινοηθεί χάρη στην προηγούμενη «πολιτικοποίηση» της ζωής, τώρα έπρεπε να έπρεπε να προσαρμοστούν και να αναπτυχθούν για αγοραία χρήση (και η αγοραία χρήση τους αποτελούσε οπωσδήποτε ήττα του «κρατισμού» της προηγούμενης περιόδου -ήττα της οποίας η κορυφαία στιγμή ήταν η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» το 1989- αλλά προφανώς όμως δεν ήταν σε καμιά περίπτωση η ελευθερία που φαντάζονταν οι εξεγερμένοι νεολαίοι της δεκαετίας του 1960, το αντίθετο). Μέσα σε όλα αυτά, οι δομές της Κοινωνικής Οικονομίας ήρθαν να παίξουν ένα σπουδαιότατο και πολύ σημαντικό ρόλο στις διαδικασίες μετασχηματισμού χωρίς να περιορίζονται πάντα μόνο στις ρωγμές και τα διάκενα.

                Τότε ήρθε στο προσκήνιο και πήρε μεγάλη έκταση ο θεσμός των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (Μ.Κ.Ο.). Πολλές από αυτές ξεκίνησαν μέσα από τα κινήματα. Έτσι έγινε στην Ινδία στα μέσα της δεκαετίας του 1970 κατά τη δικτατορία που επέβαλε η Ίντιρα Γκάντι. Με αφετηρία τους χώρους των μαοϊκών και των σοσιαλιστών ξεπήδησαν μια νέα σειρά κοινωνικών κινημάτων: το φεμινιστικό, το κίνημα των νταλίτ (η κατώτερη κάστα), οι αγώνες των αυτοχθόνων φυλών στενά συνδεδεμένοι με περιβαλλοντικά ζητήματα, το αντιπυρηνικό κίνημα, το κίνημα στον τομέα της υγείας που συνένωνε γιατρούς και απλούς ανθρώπους στη διεκδίκηση μιας αξιοπρεπούς περίθαλψης. Ο νέος ριζοσπαστικός χώρος που γεννήθηκε τόνιζε την αυτονομία των κινημάτων και τον χαρακτήριζε η καχυποψία απέναντι στο κομματικό σύστημα. Οι αγωνιστές των κινημάτων φαντάζονταν ότι συνέχιζαν την ταξική πάλη σε νέα πεδία. Επιδίωκαν να δώσουν άμεσες λύσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα και γι' αυτό συγκρότησαν εξειδικευμένους μηχανισμούς (παροχής ιατρικής βοήθειας, εκπαίδευσης, κ.λπ.), οι οποίοι όμως πλέον δεν μπορούσαν να συντηρηθούν απλώς με τις συνδρομές των μελών και την εθελοντική εργασία. Η αγωνιώδης αναζήτηση πόρων οδήγησε στην αγκαλιά του κράτους ή των ξένων χρηματοδοτών. Σήμερα έχουν επικρατήσει οι σχέσεις εξάρτησης και η αυξανόμενη γραφειοκρατικοποίηση. Στην κορυφή της ιεραρχίας βρίσκονται οι ξένοι οργανισμοί που επιχορηγούν τις μεγάλες οργανώσεις χρηματοδοτών με κεντρικά γραφεία στο Δελχί, τη Βομβάη και το Μπαγκαλόρ, από τις οποίες εξαρτώνται οι ΜΚΟ στις μεγάλες πόλεις για να φτάσει η αλυσίδα μέχρι τις μικρές μη κυβερνητικές οργανώσεις στις επαρχίες, τις παραγκουπόλεις, κ.λπ. Υπολογίζεται ότι σήμερα υπάρχουν 1.200.000 ΜΚΟ στην Ινδία.

                Στην ίδια την Ευρώπη, όλα αυτά τα χρόνια, σε πολλές χώρες, πειράματα αυτοδιαχείρισης και αλληλέγγυας οικονομίας, οικο-κοινότητες, αστικοί αγροί, κοινωνικά κέντρα, καταλήψεις στέγης, διατήρησαν πεισματικά τον αντισυστημικό χαρακτήρα τους˙ αποτέλεσαν τον οργανωτικό ιστό του κινήματος εναντίον της παγκοσμιοποίησης ιδιαίτερα την πρώτη και πιο ριζοσπαστική περίοδό του (μέχρι και τις διαδηλώσεις στη Γένοβα 2001).

                Ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι «συνεταιρισμοί εργαζομένων» και οι «ανώνυμες εταιρίες εργαζομένων» που ξεκίνησαν κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970 στην Ισπανία (και επίσης στην Ιταλία και τη Γαλλία) από εργαζόμενους οι οποίοι  αναλάμβαναν οι ίδιοι τον έλεγχο των επιχειρήσεων που έκλειναν κατά το κύμα αποβιομηχάνισης της περιόδου 1975-1985 (τότε στην ισπανική βιομηχανία χάθηκαν 800.000 θέσεις εργασίας). Υπολογίζεται ότι στην Ισπανία κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1980, αυτό το κίνημα επέτρεψε να διασωθούν 38.500 θέσεις εργασίας. Η αυτοδιαχείριση αυτών των επιχειρήσεων γίνεται είτε με τη μορφή του συνεταιρισμού εργαζομένων (cooperative) είτε με τη μορφή των «ανώνυμων εταιριών εργαζομένων» (societad anonima laboral, SAL) και των «εταιριών εργαζομένων περιορισμένης ευθύνης» (SLL). Στις «ανώνυμες εταιρίες εργαζομένων», το διοικητικό συμβούλιο δεν εκλέγεται από τους εργαζομένους όπως στους συνεταιρισμούς εργαζομένων αλλά από τους μετόχους· όμως κανείς δεν μπορεί να κατέχει πάνω από το 1/3 των μετοχών ενώ η πλειοψηφία πρέπει να παραμένει στα χέρια των εργαζομένων. Στην Ισπανία υφίσταντο το 2007 25.667 «συνεταιρισμοί εργαζομένων», 2.484 «ανώνυμες εταιρίες εργαζομένων» και 17.666 «εταιρίες εργαζομένων περιορισμένης ευθύνης». Οι τελευταίες είναι κυρίως μικροεπιχειρήσεις που αποτελούνται κατά μέσο όρο από τρεις μετόχους και δραστηριοποιούνται στον τομέα των υπηρεσιών.

                Από το 1985, το ισπανικό κράτος υιοθέτησε την εφ’ άπαξ καταβολή («pago unico») του συνόλου του επιδόματος ανεργίας που εδικαιούτο ο εργαζόμενος (κατά μέσω όρο 8.000-10.000 Ευρώ) υπό την προϋπόθεση να τοποθετείται αυτό το ποσό στο κεφάλαιο ενός «συνεταιρισμού εργαζομένων» ή μιας «εταιρείας εργαζομένων». Το pago unico απετέλεσε την κύρια πηγή χρηματοδότησης για να πάρει μέρος ένας εργαζόμενος στην Κοινωνική Οικονομία. Με την πάροδο των χρόνων, η ύφεση υποχώρησε και δεν επρόκειτο πλέον για καταλήψεις αλλά για ένα κίνημα συλλογικής αυτοαπασχόλησης. Οι επιχειρήσεις που ξεκινούν κατ’ αυτό τον τρόπο οι άνεργοι επιβιώνουν σε ορίζοντα τριετίας κατά 67%. Η ανάπτυξη αυτών των δομών επιβραδύνθηκε με την ένταξη της Ισπανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

                Στην Ιταλία, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, οι εργάτες αναλάμβαναν κατ’ έτος τον έλεγχο 25 χρεοκοπημένων επιχειρήσεων. Από το 1985, με το νόμο Marcora, οι υπό εργατικό έλεγχο εταιρείες  χρηματοδοτούντο με ένα ποσό τριπλάσιο του κεφαλαίου που κατέβαλλαν οι εργάτες από τις οικονομίες τους. Υποστηρίχθηκαν έτσι 59 επιχειρήσεις και διασώθηκαν 5.000 θέσεις εργασίας. Το 1/3 αυτών των επιχειρήσεων τελικά έκλεισε οριστικά, το 1/3 συνέχισε να λειτουργεί και το 1/3 όχι μόνο συνεχίζει να λειτουργεί αλλά επέστρεψε και τη χρηματοδότηση ώστε να κατευθυνθεί σε άλλες κοινωνικές επιχειρήσεις. Το 1997 η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλλε την αναστολή του νόμου Marcora υπερασπιζόμενη τα συμφέροντα των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Ο νόμος επανήλθε τροποποιημένος το 2001. Επίσης, εναντίον των ανάλογων νομοθετικών πλαισίων στη Γαλλία, στράφηκαν οι εργοδότες το 1985 και το 2002[29].

                Παρ’ όλα αυτά, στη σημερινή Ευρώπη ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της Κοινωνικής Οικονομίας ιδωμένης στο σύνολό της είναι η διαταξικότητα. Αντίθετα με ότι συνέβαινε παλαιότερα, οι δεσμοί με το εργατικό κίνημα είναι μάλλον περιορισμένοι. Η Κοινωνική Οικονομία βρίσκεται ακόμη στον απόηχο της αφομοίωσης των κινημάτων των δεκαετιών του 1960 και του 1970 και προσπαθεί να απαντήσει στα προβλήματα που θέτει η ανάδυση μιας μεταβιομηχανικής κοινωνίας ενόσω τα μεσοστρώματα διατηρούν λίγο πολύ το βάρος τους και εξασφαλίζεται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο η επιβίωση των πιο περιθωριοποιημένων στρωμάτων του πληθυσμού. Έχει διαχειριστεί την αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους, δεν έχει αντιμετωπίσει την κατάρρευσή του. Όμως πλέον ξεκινώντας από την Ελλάδα αρχίζει να επιταχύνεται η αποδόμηση, η καταστροφή, του κοινωνικού κράτους.

                Από αυτής της σκοπιάς, έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μας σήμερα η εμπειρία της Λατινικής Αμερικής τα τελευταία 20-30 χρόνια. Στη Λατινική Αμερική, η νεοφιλελεύθερη επίθεση εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη βιαιότητα ήδη από τη δεκαετία του 1980· με την κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους, την εξαθλίωση της εργατικής τάξης και τη μαζική καταστροφή των μεσοστρωμάτων. Κατά συνέπεια, η ανάπτυξη της Κοινωνικής Οικονομίας συντελέστηκε σε στενή σχέση με την προσπάθεια επιβίωσης των πληβιακών στρωμάτων του πληθυσμού. Απ’ αυτή την άποψη, η Κοινωνική Οικονομία στη Λατινική Αμερική βρίσκεται πιο κοντά στην ευρωπαϊκή εμπειρία του 19ου αιώνα, όταν η εργατική τάξη έπρεπε να οργανώσει η ίδια γύρω από τον εαυτό της θεσμούς κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής για να εξασφαλίσει τη ζωή και την αξιοπρέπειά της. Οι σύντροφοι στη Λατινική Αμερική αντιμετώπισαν ήδη ότι θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε εμείς στο πολύ άμεσο μέλλον στη χώρα μας.


[1] «Η Κοινωνική Οικονομία ως απάντηση στην οικο-κοινωνικο-οικονομική κρίση», Οικολόγοι Πράσινοι σελ. 19.

[2] Από τη Γενική Διεύθυνση Επιχειρήσεων και Βιομηχανίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. 

[3] «Η Κοινωνική Οικονομία ως απάντηση στην οικο-κοινωνικο-οικονομική κρίση», Οικολόγοι Πράσινοι σελ. 29.

[4] Εργάζεται για την SOCIAL  ECONOMY EUROPE, τον οργανισμό που αντιπροσωπεύει την Κοινωνική Οικονομία σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

[5] «Η Κοινωνική Οικονομία ως απάντηση στην οικο-κοινωνικο-οικονομική κρίση», Οικολόγοι Πράσινοι σελ. 38.

6Αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Αυτοδιαχειριζόμενων Ταμείων Υγείας και Κοινωνικής Προστασίας

 

[7] «Η Κοινωνική Οικονομία ως απάντηση στην οικο-κοινωνικο-οικονομική κρίση», Οικολόγοι Πράσινοι σελ. 42.

[8] Διευθυντής Cooperatives Europe (κοινή πλατφόρμα των συνεταιρισμών στην Ευρώπη).

[9] «Η Κοινωνική Οικονομία ως απάντηση στην οικο-κοινωνικο-οικονομική κρίση», Οικολόγοι Πράσινοι σελ. 49

[10] Βουλευτής περιφέρειας Βρυξελλών, Ecolo.

[11] «Η Κοινωνική Οικονομία ως απάντηση στην οικο-κοινωνικο-οικονομική κρίση», Οικολόγοι Πράσινοι σελ. 60.

[12] «Η Κοινωνική Οικονομία ως απάντηση στην οικο-κοινωνικο-οικονομική κρίση», Οικολόγοι Πράσινοι, Karine Pfluger, σελ.32.

[13] Απόστολος Ιωακειμίδης, «Η Κοινωνική Οικονομία ως απάντηση στην οικο-κοινωνικο-οικονομική κρίση», Οικολόγοι Πράσινοι σελ.28

[14] «Η Κοινωνική Οικονομία ως απάντηση στην οικο-κοινωνικο-οικονομική κρίση», Οικολόγοι Πράσινοι, Karine Pfluger, σελ.35.

[15] «Η Κοινωνική Οικονομία ως απάντηση στην οικο-κοινωνικο-οικονομική κρίση», Οικολόγοι Πράσινοι,  Karine Pfluger, σελ.35.

[16] «Η Κοινωνική Οικονομία ως απάντηση στην οικο-κοινωνικο-οικονομική κρίση», Οικολόγοι Πράσινοι, Klaus Niederlander, σελ. 49.

[17] «Η Κοινωνική Οικονομία ως απάντηση στην οικο-κοινωνικο-οικονομική κρίση», Οικολόγοι Πράσινοι, Απόστολος Ιωακειμίδης, σελ.28.

[18] «Η Κοινωνική Οικονομία ως απάντηση στην οικο-κοινωνικο-οικονομική κρίση», Οικολόγοι Πράσινοι, Απόστολος Ιωακειμίδης, σελ.28.

[19] «Η Κοινωνική Οικονομία ως απάντηση στην οικο-κοινωνικο-οικονομική κρίση», Οικολόγοι Πράσινοι, Karine Pfluger, σελ.35.

[20] «Η Κοινωνική Οικονομία ως απάντηση στην οικο-κοινωνικο-οικονομική κρίση», Οικολόγοι Πράσινοι, Klaus Niederlander, σελ. 50.

[21] Για τα κοινωνικά κινήματα στην Αγγλία τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, βλ. Καρλ Πολάνυι, «ο  μεγάλος μετασχηματισμός»  , ελλ.εκδόσεις Νησίδες, 2001 , σελ. 165-167

[22] Dick Geary «Το Ευρωπαϊκό Εργατικό Κίνημα (1848-1939)», ελλ.εκδ. Παρατηρητής, 1988, σελ. 63, 67, 68.

[23] Dick Geary «Το Ευρωπαϊκό Εργατικό Κίνημα (1848-1939)», ελλ.εκδ. Παρατηρητής, 1988, σελ. 136.

[24] Dick Geary «Το Ευρωπαϊκό Εργατικό Κίνημα (1848-1939)», ελλ.εκδ. Παρατηρητής, 1988, σελ. 136.

[25] Dick Geary «Το Ευρωπαϊκό Εργατικό Κίνημα (1848-1939)», ελλ.εκδ. Παρατηρητής, 1988, σελ. 134.

[26] Dick Geary «Το Ευρωπαϊκό Εργατικό Κίνημα (1848-1939)», ελλ.εκδ. Παρατηρητής, 1988, σελ. 177.

[27] Χάννα Άρεντ, Άνθρωποι σε ζοφερούς καιρούς, Νησίδες, 1998, σελ. 33, 35.

[28] Κρίστοφερ Λας, Η κουλτούρα του ναρκισσισμού, Νησίδες, σελ. 153, 165.

[29] Βλ.Cecil Raimbeau,Des travailleurs"recuperent" leurs entreprises,Monde Diploplatique,Decembre   2007

0 Comments

Η κρίση και η κοινωνική αλληλέγγυα οικονομία

30/9/2012

0 Comments

 
Από το: http://dialogoi.enet.gr/

Η χρονική περίοδος μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο: 1946-75, θεωρείται παγκόσμια η χρυσή εποχή του καπιταλισμού, η «ένδοξη τριακονταετία».

 Ήταν χρυσή για το σύνολο της αστικής τάξης, ιδιαίτερα για το τραπεζικό και χρηματιστηριακό της τμήμα, αλλά και για πλατύτερα λαϊκά στρώματα (J. Fourastié, “Les trente glorieuses”, Ed. Fayard, 1979). Αυτό συνέβη χάρη στο μεγάλο μυστικό της μεγέθυνσης (και όχι ανάπτυξης όπως συνήθως λέγεται), που ήταν: να παράγουμε πολύ και να καταναλώνουμε πολύ. Το σπάσιμο της αλληλουχίας ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο πόλους της οικονομικής ζωής, γέννησε την κρίση του καπιταλιστικού συστήματος (D. Clerc, A. Lipietz, J. Satre-Buisson, “La crise”, Ed. Syros, 1983).

Η σημερινή φάση όξυνσης αυτής της οικονομικής κρίσης είναι αποτέλεσμα της άνευ προηγουμένου επιθετικής πολιτικής του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου με δραματικές επιπτώσεις στην οικονομία (πλήρης απορρύθμιση), στην κοινωνία (ανεργία, φτώχεια, διάλυση κοινωνικού ιστού), στην προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και στην ίδια τη δημοκρατία, διότι «αυτοί που ελέγχουν την πίστωση ενός έθνους καθοδηγούν την πολιτική των κυβερνήσεων και κρατούν στη χούφτα τους τη μοίρα των ανθρώπων» (P. Grignon, “Money as debt”, 2006).

Στην Ελλάδα, με την πολιτική σημαία του διαφόρων χρωμάτων νεοφιλελευθερισμού, βιώνουμε μια πρωτοφανή ιστορικά επίθεση του μικρότερου αλλά και πλουσιότερου ποσοστού της κοινωνίας εναντίον της συντριπτικής πλειονότητας του πληθυσμού. Βιώνουμε μια τεράστια μεταφορά πλούτου από τους εργαζόμενους και τους μικρομεσαίους στα χέρια λίγων.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, και παρά τη νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα ότι δεν παράγουμε τίποτα, η Ελλάδα παράγει τόσο πλούτο, που αν φορολογούνταν όχι ιδιαίτερα, αλλά όσο και στην ΕΕ (δηλαδή 2 φορές περισσότερο), θα έφθανε για να μη δανειζόμαστε και να μην έχουμε χρέος. Οι ιδιωτικές κινητές και ακίνητες περιουσίες διπλασιάσθηκαν στη δεκαετία 2000-2010 και έφθασαν σήμερα να είναι 3 φορές το ΑΕΠ της χώρας. Και λεφτά λοιπόν υπάρχουν, μόνο που τα κατέχει το 1% περίπου του πληθυσμού χάρη στην υποφορολόγησή του. Στην υποφορολόγηση των κερδών και του πλούτου οφείλεται το χρέος και τα ελλείμματα και όχι στο δεν παράγουμε τίποτα, στους τεμπέληδες Έλληνες, στο υπερτροφικό κράτος κλπ, αλλά η νεοφιλελεύθερη πολιτική ζητάει να το πληρώσει το υπόλοιπο 99% του πληθυσμού (βλ. σχετικό άρθρο στα ‘Διαλεκτικά’: «Κατασκευή συναίνεσης και απόκρυψη κερδοσκοπίας: Οι δύο μύθοι ότι δεν παράγουμε τίποτα και δεν υπάρχουν λεφτά»http://konstantinosnikolaou.blogspot.com/2011/06/blog-post.html).

Για να μπορέσει να υλοποιηθεί αυτή η τεράστια μεταφορά πλούτου, χρειάζεται να επιτευχθεί η εξοντωτική μείωση του δημόσιου τομέα, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την αποχώρηση του δημόσιου από οποιονδήποτε οικονομικό τομέα (ακόμα και από αυτούς, που είναι εθνικής και στρατηγικής σημασίας), από την παιδεία και την υγεία (ιδιωτικοποίηση – εμπορευματοποίηση), από την αξιοποίηση εθνικών φυσικών πόρων και τη μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων, ώστε να είναι ανέφικτος ο κρατικός έλεγχος σε οποιαδήποτε δραστηριότητα και να λειτουργεί ελεύθερα και ανεξέλεγκτα η αγορά και οι νόμοι της, δηλαδή, να είναι ελεύθερη η εκμετάλλευση ανθρώπων και πόρων.

Κι αυτό παρά το γεγονός, που προκύπτει από την ανάλυση των επίσημων στοιχείων, ότι το δημόσιο έλλειμμα και τα χρέη της ελληνικής οικονομίας δεν δημιουργήθηκαν από υπερβολικές κρατικές δαπάνες, αλλά από το ότι η εκάστοτε κυβέρνηση δεν φορολόγησε ένα μικρό ποσοστό πολιτών που έχει τα υψηλότερα εισοδήματα τα τελευταία είκοσι χρόνια (και μάλιστα αυτές οι δημόσιες δαπάνες καλύπτονται στη συντριπτική πλειονότητα από τους έμμεσους και άμεσους φόρους που πληρώνουν οι εργαζόμενοι και όχι από φόρους των επιχειρηματικών κερδών). Και παρά το γεγονός ότι οι δημόσιες δαπάνες δεν είναι υπέρογκες (αντίθετα, είναι από τις χαμηλότερες στην ΕΕ και είναι οι μισές σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο για κοινωνική προστασία) και ότι ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων δεν είναι καθόλου μεγάλος, αλλά αντίθετα, είναι από τους χαμηλότερους στην ΕΕ (βλ. σχετικό άρθρο στα ‘Διαλεκτικά’: «Η νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα για το μέγεθος και το κόστος του δημόσιου τομέα και την ανάγκη απολύσεων»http://konstantinosnikolaou.blogspot.com/2010/11/blog-post.html).

Η νεοφιλελεύθερη πολιτική της μείωσης μισθών και απολύσεων στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, δεν μπορεί να συμβάλλει: ούτε στη μείωση του δημοσίου ελλείμματος, ούτε στη μείωση του χρέους της ελληνικής οικονομίας, ούτε στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, ούτε στην ανάσχεση του κλεισίματος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Το μόνο που επιτυγχάνεται είναι η αύξηση των κερδών των μεγαλοεπιχειρηματιών και η συγκέντρωση κεφαλαίου (και άρα οικονομικής και πολιτικής εξουσίας) στα χέρια τους. Με την οικονομική κρίση και την ασκούμενη νεοφιλελεύθερη πολιτική δεν χάνουν όλοι. Κάποιοι κερδίζουν πολλά. Και όταν κάποτε τελειώσει αυτή η κρίση, η θέση τους (οικονομικά και πολιτικά) θα είναι ακόμα πιο ισχυρή απ’ ότι είναι σήμερα. Και όταν υπάρχει τέτοια ακραία κατάσταση φτώχειας και πλούτου, δεν μπορείς να μιλάς σοβαρά για δημοκρατία, όπως είχε διατυπώσει πριν από 2.000 χρόνια ο Αριστοτέλης (βλ. σχετικό άρθρο στα ‘Διαλεκτικά’: «Το κερδοσκοπικό δίλημμα του νεοφιλελευθερισμού σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα: Μείωση μισθών ή απολύσεις;»http://konstantinosnikolaou.blogspot.com/2010/12/blog-post.html).

Η επιτυχής διεκπεραίωση της επιχειρούμενης ιδιωτικοποίησης τομέων στρατηγικής σημασίας για την κοινωνία, την οικονομία και το περιβάλλον, όπως η ηλεκτρική ενέργεια, οι τηλεπικοινωνίες, η ύδρευση, οι σιδηροδρομικές μεταφορές κλπ, που θα υπομονεύσει κάθε προσπάθεια άσκησης μιας πολιτικής ανεξαρτησίας και κοινωνικής δικαιοσύνης, προϋποθέτει την αντιμετώπιση κάθε είδους συμμετοχικής δημοκρατίας και ιδίως του συνδικαλισμού διαμέσου της δημόσιας διαπόμπευσης μερικών συνδικαλιστών ή και κλάδων με προνόμια και παροχές. Ο ανομολόγητος συνειρμός, που επιχειρείται να περάσει στην κοινωνία είναι ότι οι συνδικαλιστές ξοδεύουν λεφτά του δημόσιου φορέα, άρα να γιατί δεν πάει καλά το δημόσιο και έχει ελλείμματα και χρέη και άρα, ιδιωτικοποιούμε το δημόσιο φορέα και λύνονται όλα τα προβλήματα. Χρειάζεται να μιλήσουμε ξεκάθαρα. Παντού και πάντα υπήρχαν και υπάρχουν συνδικαλιστές με προνόμια, παροχές και συνδιαλεγόμενοι με την εργοδοσία και στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Τα προβλήματα όμως του συνδικαλισμού λύνονται με με περισσότερη άμεση δημοκρατία, με περισσότερη συμμετοχή των εργαζομένων στα συνδικάτα και στους αγώνες τους. Η ενεργός συμμετοχή και η άμεση δημοκρατία είναι που μπορεί να βάλει στην άκρη τις όποιες πρακτικές προνομίων και καριερισμού (βλ. σχετικό άρθρο στα ‘Διαλεκτικά’: «Η ιδιωτικοποίηση τομέων στρατηγικής σημασίας και η διαπόμπευση του συνδικαλισμού» http://konstantinosnikolaou.blogspot.com/2011/04/blog-post_26.html).

Απέναντι στον παγκόσμια αποτυχημένο και καταρρέοντα νεοφιλελευθερισμό, δηλαδή, της σύγχρονης έκφρασης του καπιταλισμού, αλλά και στο αποτυχημένο μοντέλο του κρατικού καπιταλισμού, που έφερε το ψευδώνυμο του «υπαρκτού σοσιαλισμού» με το σοσιαλισμό να είναι ανύπαρκτος, αναδύεται ως ιστορική αναγκαιότητα η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία.

Η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία μπορεί να αποτελέσει ένα ρεαλιστικό δρόμο για την κοινωνικά δίκαιη έξοδο από την κρίση, διότι εξ ορισμού στηρίζεται στην ισότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη και αλληλεγγύη, τη συλλογική ιδιοκτησία της συνεργατικής επιχείρησης (ένας εργαζόμενος - μία μετοχή - μία ψήφος) με κίνητρα προς τα άτομα., την άμεση δημοκρατία, το λαϊκό έλεγχο των συλλογικών αποφάσεων (αποφάσεις από τις συνελεύσεις και όχι από αντιπροσώπους σε διοικήσεις που εκλέγονται μια φορά στα 2-4 χρόνια), τη φιλική στο περιβάλλον δραστηριότητα, τη δημιουργία συνθηκών όπου η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός είναι προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων.

Το οικονομικό μοντέλο παραγωγής και διανομής της κοινωνικής αλληλέγγυας οικονομίας διαμέσου ενός περιφερειακού και εθνικού συντονισμού των συνεργατικών δραστηριοτήτων και της διεθνούς αλληλεγγύης, αντιστρατεύεται τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό, διότι δεν στηρίζεται στην κερδοσκοπία, αλλά στην ικανοποίηση των πραγματικών ανθρώπινων αναγκών, υλικών και άυλων.

Η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, η συνεργατική οικονομία δεν είναι ένα θεωρητικό κατασκεύασμα κάποιων διανοουμένων. Υπάρχει ήδη εδώ και δεκαετίες σε όλον τον κόσμο με 800.000.000 μέλη σε συνεργατικές επιχειρήσεις, με πάνω από 100.000.000 θέσεις εργασίας (20% περισσότερες από αυτές που προσφέρουν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις), με την κρίση να μην την αγγίζει (οι μεγαλύτερες συνεργατικές επιχειρήσεις στον κόσμο παρουσίασαν σταθερότητα ή/και αύξηση παρά την κρίση).

Ο συνεργατισμός ανατρέπει την καπιταλιστική σχέση κεφαλαίου – εργασίας, δεν αποξενώνει τον εργαζόμενο από το προϊόν της εργασίας του και η συνεργατική επιχείρηση είναι περισσότερο αποτελεσματική στη διαχείρισή της σε σχέση με την καπιταλιστική. Ο πλούτος που παράγεται δημιουργεί ισότητα και όχι ανισότητα όπως στο κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο, αποδεικνύοντας την ικανότητα της ανθρώπινης φύσης να διαχειρίζεται περίπλοκες κοινωνικές σχέσεις με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες.

Τέλος, η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία έχει δύο κορυφαία χαρακτηριστικά: μπορεί να αρχίσει να υλοποιείται από τώρα, χωρίς να περιμένουμε πότε θα έρθει η κοινωνική αλλαγή και υλοποιείται από τα κάτω, από τους ίδιους τους πολίτες, χωρίς να περιμένουν την έλευση κάποιου σωτήρα. (βλ. Διακήρυξη της Πρωτοβουλίας Συνεργασίας για την Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία – ΠΡΩ.Σ.Κ.ΑΛ.Ο.http://prwskalo.blogspot.com/2011/05/blog-post_25.html).

Η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία μπορεί να αποτελέσει τη συνδετική ουσία μεταξύ όλων όσων θεωρούν ότι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός, μέσα από μια άλλη κοινωνία και οικονομία, συνεργατική και αλληλέγγυα.
Κώστας Νικολάου


0 Comments

Τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας

30/9/2012

0 Comments

 
Η καπιταλιστική οικονομία στηρίζεται βασικά σε δύο τομείς. 
1) Στον κρατικό τομέα με τη μορφή του «κράτους επιχειρηματία»-που στη φάση της επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού υποχωρεί υπέρ της ιδιωτικοποίησης των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων-ή τη μορφή του «κράτους πρόνοιας»-που και αυτό υποχωρεί είτε αυτοκαταργώντας τον εαυτό του είτε ιδιωτικοποιώντας τις κοινωνικές υπηρεσίες. 
2)Στον ιδιωτικό τομέα με τον εταιρικό τρόπο του «επιχειρείν». Αυτός ο τομέας έχει διογκωθεί τόσο που στη φάση της παγκοσμιοποίησης έχουμε σαν αποτέλεσμα 147 μεγάλες εταιρείες να ελέγχουν το 40% της παγκόσμιας οικονομίας, ενώ οι 737 (στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι 147) να ελέγχουν το 80% της οικονομίας του πλανήτη! 
Υπάρχει όμως και ένας τρίτος τομέας- μεταξύ του κρατικού και του ιδιωτικού - που έχει αναπτυχθεί σήμερα, και τον συναντούμε με πολλά ονόματα: κοινωνική οικονομία, αλληλέγγυα οικονομία, ηθική οικονομία, τρίτος τομέας, λαϊκή οικονομία, κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία κ.α. Η φαινομενική σύγχυση γύρω από τον ορισμό, προκύπτει κυρίως γιατί αντανακλά μια έντονη εσωτερική διαμάχη για τη νοηματοδότηση και την εξέλιξη του φαινομένου. Σε αυτή την εξέλιξη συμμετέχει και δρα ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών και πολιτικών υποκείμενων, από μικρές ομάδες γειτονιάς και κοινωνικά κινήματα μέχρι πολυεθνικές επιχειρήσεις και υπερ-κρατικούς σχηματισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, που προφανώς διακατέχονται από πολύ διαφορετικές επιδιώξεις και αναφορές. Ως αποτέλεσμα, ενώ οι λόγοι που αρθρώνονται και οι πρακτικές που υιοθετούνται κάποιες φορές συγκλίνουν, συχνά αποδεικνύονται ασύμβατοι, ακόμη και αντιθετικοί, οδηγώντας σε αποκλίνοντα μονοπάτια.
Στον ελλαδικό χώρο, έχουν επικρατήσει δύο βασικά όροι: είτε ο θεσμικός όρος «κοινωνική οικονομία» (ήδη έχει ψηφισθεί νόμος από τη Κυβέρνηση), είτε ο όρος «αλληλέγγυα οικονομία» από μια πληθώρα πρωτοβουλιών βάσης. Το θέμα δεν είναι δεδομένο και αντικειμενικό. Πρόκειται για όρους και πρακτικές υπό διαμόρφωση και το σημαντικό είναι να περιγράψουμε ποια χαρακτηριστικά θέλουμε να πάρει αυτή η οικονομία και εκεί να ρίξουμε το βάρος. 
Καταρχήν καλύτερα είναι να δεχθούμε τον συμπτυγμένο όρο «κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία» συνδυάζοντας τα δύο κύρια ρεύματα πρακτικής που υπάρχουν και αποδεχόμενοι τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά και της συμπληρωματικότητας –ως προς την καπιταλιστική οικονομία- και τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής αλληλεγγύης των «από κάτω», αφού ο στόχος είναι να αποτελέσει την οικονομία της μετάβασης προς ένα διαφορετικό από τον καπιταλισμό κοινωνικό σχηματισμό. 
Τα καταρχήν λοιπόν χαρακτηριστικά που συνοδεύουν την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία μέχρι τώρα-αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να εξελιχθούν παραπέρα- είναι:
Διαχείριση υφιστάμενων προβλημάτων με πεδίο αναφοράς την ηθική διάσταση και τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και τη πολιτική διάσταση με τα κοινωνικά δικαιώματα.
Λειτουργική και θεσμική σύνδεση με το νομικό πλαίσιο που υπάρχει, αλλά και οικονομική και θεσμική αυτονομία- ανεξαρτησία με διεκδικητική στάση.
Αρχική διασύνδεση με την αγορά, αλλά με προτεραιότητα τη σταδιακή αποσύνδεση και την ανάπτυξη εναλλακτικών- αλληλέγγυων δομών. Η κλίμακα και η μορφή της εσωτερικής οργάνωσης αυτών των δομών μπορούν να ποικίλουν, ανάλογα με το είδος μονάδας και τη στόχευση. Αποκλείονται περιπτώσεις μεγάλης κλίμακας και κάθετης οργάνωσης. Επιθυμητό το μικρό έως μεσαίο μέγεθος μονάδων και η έμφαση στην τοπικότητα, στη συμμετοχική και δημοκρατική λειτουργία. Πεδίο οικονομικής δράσης από αποσπασματικό- με έμφαση σε «αποκατάσταση ζημιών» και υπηρεσίες πρόνοιας- μέχρι και σφαιρικό, περιλαμβάνοντας το σύνολο της οικονομικής ζωής, χρηματικής ή μη. Συνέργειες και διασύνδεση μεταξύ μονάδων, φορέων, δικτύων και κοινωνικών κινημάτων, που ξεκινούν από το να είναι θεματικές και εντοπισμένες, αλλά μπορούν και επεκτείνονται σε διαθεματικές και περιφερειακές. Με απεύθυνση προς την κοινωνία και τους πολίτες για ευαισθητοποίηση, ενίσχυση, άμεση συμμετοχή, προσωπική δράση, ενεργοποίηση και συλλογική δράση.
Μια οικονομική δραστηριότητα στα πλαίσια της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας σήμερα-με τη μορφή επιχείρησης κοινωνικής βάσης ή συνεταιριστικής ή συνεργατικής(κολεκτίβας) και έχοντας απορρίψει την «μεγιστοποίηση» του κέρδους σαν μέτρο της επιτυχίας της οικονομικής δραστηριότητας- είναι επιτυχημένη, όταν συμβάλει κατά το «μέγιστο» δυνατό στην συλλογική-κοινωνική ευημερία(και όχι μόνο στην ευημερία των μελών της, όπως συμβαίνει με την καπιταλιστική επιχείρηση, που σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα μπορεί η οικονομική της επιτυχία να στηρίζεται στη μείωση ακριβώς της ευημερίας και της ποιότητας ζωής της υπόλοιπης κοινωνίας). Η επιτυχία της αποδείχνει ότι στην ουσία ισχύει το αντίστροφο από ότι ισχυρίζεται ο καπιταλισμός: δεν είναι η ατομική ευημερία εκείνη που συνεπάγεται αυτόματα και την συλλογική ευημερία, αλλά η συλλογική είναι αυτή που συνεπάγεται και την ατομική ευημερία. «Όποιος φροντίζει για όλους, φροντίζει και για τον εαυτό του».
Στη συνέχεια τα χαρακτηριστικά που θα μπορούσε να αποκτήσει κατά την περίοδο της μετάβασης είναι: να στηρίζεται στη διαφάνεια των στόχων και την κριτική τους, στη κοινωνική ασφάλεια και υπευθυνότητα με κοινωνική αναδιανομή των πλεονασμάτων, στην «κοινωνική αναγνώριση της αναγκαιότητας» των οικονομικών δραστηριοτήτων, στη συλλογική ιδιοκτησία και χρήση των μέσων παραγωγής, στην δημιουργική και ισότιμη εργασία με σύγκλιση χειρωνακτικής-πνευματικής και με συνεργατικές σχέσεις των εργαζομένων στις μονάδες της, στην αυτοδιαχείριση και τη δημοκρατική συν-απόφαση των χώρων εργασίας, στην αλληλεγγύη προς τις «επηρεαζόμενες» από την οικονομική δραστηριότητα κοινωνικές ομάδες και άλλα είδη ζωής. Να αποβλέπει στην «καλή υγιεινή ζωή» υπηρετώντας την συλλογική και ατομική κοινωνική ευημερία, καθώς και να αποβλέπει στην οικολογική βιωσιμότητα και τις μικρές αποστάσεις, στηριζόμενη περισσότερο στους τοπικούς φυσικούς πόρους(«οικονομία της εγγύτητας»). Να αποβλέπει επίσης στην όσο γίνεται μεγαλύτερη αυτοδυναμία των περιοχών και στις δίκαιες ανταλλαγές μεταξύ τους.
Αυτά τα χαρακτηριστικά θα συνδέονται προφανώς και με τα γενικότερα χαρακτηριστικά της κοινωνίας της μετάβασης, η οποία για να μπορέσει να κινηθεί πλειοψηφικά προς αυτήν-τη μεταβατική κοινωνία- θα χρειασθεί να έχει από τα πριν σκιαγραφήσει ποιο θα είναι το κοινωνικά αποδεκτό «συλλογικό- κοινωνικό όφελος». Το τι θα θεωρείται συλλογική κοινωνική ευημερία δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα μιας γενικότερης δημοκρατικής(αμεσοδημοκρατικής) συζήτησης και συμφωνίας από την ίδια την κοινωνία της μετάβασης. Υπάρχουν όμως ήδη αρκετά δεδομένα, ώστε να μη περιμένουμε να βρεθεί πρώτα η κοινωνία σε περίοδο μετάβασης και μετά να καθορίσουμε την «κοινωνική ευημερία», σαν ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο». Μπορούμε να ξεκινήσουμε ήδη από τώρα να τη σκιαγραφούμε, ώστε κάνοντάς την ελκυστική για την κοινωνική πλειοψηφία, να συμβάλουμε και στο να αποφασίσει να κινηθεί η ίδια προς τα εκεί. 
Στην Ε.Ε. η «από τα πάνω» προώθηση της κοινωνικής οικονομίας, στην καθαρά συμπληρωματική προς την καπιταλιστική μορφή της, φαίνεται ότι αποτελεί και πολιτική επιλογή των κρατικών μηχανισμών. Οι επιδιώξεις της επιλογής αυτής μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ευρείας αντιπαράθεσης και να μην αποτελούν την βάση, ώστε να περιορίσουμε το φαντασιακό μας, όσον αφορά την οικονομία της μετάβασης. Πολύ περισσότερο, όταν απαντούνται στις ευρωπαϊκές χώρες ιδιαίτερα σημαντικά ρεύματα «από τα κάτω» που αποκλίνουν από το δρόμο της καθεστωτικής προώθησης.
Θα χρειασθεί βέβαια να απαντήσουμε με καθαρό τρόπο το εύλογο ερώτημα: στην Ελλάδα των μνημονίων και της βαθιάς και παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης, πώς ανταποκρινόμαστε στην εισαγωγή στις ζωές μας και στο δημόσιο διάλογο για αυτήν την οικονομία; Είναι ευκαιρία να δείξουμε ότι δεν πρόκειται μόνο για μια αλληλέγγυα διαχείριση των συνεπειών της κρίσης, αλλά για μια οραματική και ζωογόνα αναζήτηση μιας καλύτερης, συνεργατικής οικονομίας των αναγκών, που μπορεί να αποτελέσει και τη βάση μιας νέας και βιώσιμης ελληνικής κοινωνίας.
Για να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα καλύτερα, θα χρειασθεί να ακολουθήσουμε μια αμεσοδημοκρατική διαδικασία: όσοι συμφωνούν με τον στόχο της διαμόρφωσης ήδη από τώρα της οικονομίας της μετάβασης με τα παραπάνω χαρακτηριστικά και όσες συλλογικότητες το έχουν βάλει ήδη σαν σκοπό της δραστηριότητάς τους, να δημιουργήσουμε μαζί έναν σταθερό θεσμό που θα έχει για ένα προκαθορισμένο χρονικό διάστημα (π.χ. ένα χρόνο ) σαν αντικείμενο την απάντηση αυτού του ερωτήματος. Μπορεί να πάρει τη μορφή ενός «συμβουλίου της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας», το οποίο μπορεί να εκλεγεί απευθείας από μια πανελλαδική συνάντηση, που θα χρειασθεί να οργανωθεί με αυτό το θέμα. Να διαμορφώσουμε «από τα κάτω» τα χαρακτηριστικά της και όχι όπως έγινε με τον νόμο της κυβέρνησης, με τον οποίο δεν ασχολήθηκαν ούτε καν οι βουλευτές τους.
Οι στόχοι του «συμβουλίου» θα είναι δύο βασικά: 1) να καθορίσει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της κοινωνικής αλληλέγγυας οικονομίας και 2) να βρει τα ποσοτικά κριτήρια μετρησιμότητας αυτών των ποιοτικών χαρακτηριστικών, ώστε να είμαστε σε θέση να κρίνουμε αν μια σημερινή οικονομική μονάδα ανήκει στον τομέα της κοινωνικής –συλλογικής και αλληλέγγυας οικονομίας. 

Μετρήσιμα κριτήρια για την κοινωνική, αλληλέγγυα και οικολογικά ισορροπημένη οικονομία 
Χρειάζεται καταρχήν ο ορισμός του τι θεωρούμε σαν επιτυχία για μια οικονομική δραστηριότητα κοινωνικής, αλληλέγγυας και οικολογικά ισορροπημένης οικονομίας.
Όπως είναι γνωστό– και αυτό δεν αμφισβητείται πλέον και από συμβατικούς οικονομολόγους- το ΑΕΠ, συμπεριλαμβάνοντας π.χ. αξίες που δημιουργούνται από ασθένειες, ατυχήματα, περιβαλλοντικές ή φυσικές καταστροφές, ακόμα και από πολέμους στο εξωτερικό, δεν μπορεί να είναι κατάλληλος δείκτης περιγραφής της ευημερίας και πολύ περισσότερο της ευτυχίας ενός λαού. Δε θα πρέπει άρα να μείνουμε στον δείκτη του ΑΕΠ για την μακροοικονομία. Έτσι και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να παραμείνουμε στον σημερινό δείκτη του χρηματοοικονομικού ισοζυγίου των καπιταλιστικών επιχειρήσεων στην μικροοικονομία, που στηρίζεται μόνο στην ατομική ιδιοκτησία, στα κόστη, στις επενδύσεις, στα κέρδη και στους προϋπολογισμούς.
Θα χρειασθεί λοιπόν να καθορίσουμε λεπτομερέστερους δείκτες για να εκφράσουμε την επιτυχία σε σχέση με την κοινωνική ευημερία-ικανοποίηση και την ποιότητα ζωής, την ποιότητα και την διανομή των αγαθών, την συμμετοχή-συναπόφαση των πολιτών, την ισότητα των φύλλων, την ποιότητα-προστασία του περιβάλλοντος, τη συλλογική-κοινωνική ιδιοκτησία κ.λπ. Και αυτοί οι δείκτες να συγκεκριμενοποιηθούν και για τις οικονομικές δραστηριότητες της κοινωνικής και αλληλέγγυας μικροοικονομίας. Για να καθορισθούν βέβαια όλοι αυτοί οι δείκτες οριστικά θα χρειασθεί να ακολουθηθεί μια αμεσοδημοκρατική διαδικασία στα πλαίσια της κοινωνίας της μετάβασης. Τώρα δεν είμαστε σε θέση να κάνουμε κάτι παραπάνω από το να τους σκιαγραφήσουμε μόνο και να τους προτείνουμε.
Στο δρόμο προς την παραπάνω οικονομία οι σημερινές επιχειρήσεις και οι νεοδημιουργούμενες, για να διαφέρουν από τις υπάρχουσες καπιταλιστικές, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να έχουν ζημίες. Απλά δε θα έχουν σα στόχο το «μέγιστο κέρδος», που είναι ο στόχος των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Σε κάθε περίπτωση όχι κέρδος για το κέρδος, ούτε δημιουργία ατομικής ιδιοκτησίας-αλλά συλλογικής των νεοδημιουργούμενων αξιών χρήσης. Η έννοια του κέρδους γίνεται αποδεκτή μόνο με την έννοια του περιορισμένου μέσου για αυστηρά καθορισμένους κοινωνικούς-οικολογικούς σκοπούς. Καλύτερα να το ονομάσουμε πλεόνασμα. Επιδίωξη λοιπόν πλεονασμάτων για την εξυπηρέτηση κοινωνικά αποδεκτών στόχων, οικολογικά βιώσιμων, που προωθούν ταυτόχρονα την οικονομική δημοκρατία και την κοινωνική αλληλεγγύη.
Έχοντας κάνει εκ των προτέρων αποδεκτούς τους παραπάνω στόχους των οικονομικών δραστηριοτήτων μπορούμε για παράδειγμα να θέσουμε σε συζήτηση ένα πίνακα αξιών-κριτιρίων(οριζόντιος άξονας: Ανθρώπινη αξιοπρέπεια,Εμπιστοσύνη,Αλληλεγγύη,Οικολογική βιωσιμότητα,Κοινωνική δικαιοσύνη,Δημοκρατική συμμετοχή,Ατομική/συλλογικήιδιοκτησία) και κοινωνικών ομάδων που τους αφορά η κάθε οικονομική δραστηριότητα(κάθετος άξονας: Πελάτες-καταναλωτές,Συνεργαζόμενες επιχειρήσεις, Προμηθευτές-χρηματοδότες, Περιοχή-Εντοπιότητα, Πολίτες-θεσμοί απόφασης, Μελλοντικές γενιές,Προϊόν/Υπηρεσία, Πλεόνασμα) και να τον συμπληρώσουμε ανάλογα(καλύτερα να συμπληρωθεί πλήρως από το «συμβούλιο» της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας που προτείνεται στο κείμενο για τα χαρακτηριστικά της)
Κάθε χαρακτηριστικό στα κουτάκια θα πρέπει να βαθμολογείται με ένα βαθμό, ώστε να αξιολογείται καλύτερα και ποσοτικά η εξέλιξη-βελτίωση της κάθε οικονομικής τέτοιας δραστηριότητας σε σχέση με την αξία-κριτήριο αξιολόγησης(π.χ. στο πρώτο κουτάκι μία επιχείρηση κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας μπορεί να βαθμολογηθεί-και αυτό να γίνεται δημόσια γνωστό-ως εξής: αυτό-οργάνωση ωραρίου 20, παιδικός σταθμός 25, φροντίδα 15, μετεκπαίδευση 10, κ.λπ.
Όσο περισσότερους συνολικά βαθμούς συγκεντρώνει το οικονομικό εγχείρημα τόσο περισσότερο ποιοτικά μπορεί να χαρακτηρίζεται σαν «εγχείρημα κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας» από το «συμβούλιο» και αυτό να γίνεται δημόσια γνωστό, ώστε να «πριμοδοτείται» από το κίνημα της μετάβασης. Μπορούμε να καθορίσουμε και διαβαθμίσεις στη προσπάθεια κάθε τέτοιου εγχειρήματος για μεγιστοποίηση της βαθμολογίας του: π.χ μέχρι το 200 η πρώτη βαθμίδα, μέχρι 400 η δεύτερη, μέχρι 600 η Τρίτη, κ.ο.κ(χαρακτηρίζοντας και τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες του με αντίστοιχο χρώμα).
Να σταθούμε λίγο στο θέμα της παραγωγής πλεονάσματος που είναι σημαντικό γιατί συνδέεται με την έννοια του σημερινού καπιταλιστικού κέρδους. Το πλεόνασμα μπορεί να είναι χρήσιμο, αλλά μπορεί και να γίνεται και επιζήμιο. Σήμερα φαίνεται καθαρά αυτό σε επίπεδο εθνικών οικονομιών, όπου τα πλεονάσματα μιας χώρας είναι συνήθως ελλείμματα άλλων χωρών, ή ότι τα κέρδη μιας επιχείρησης μπορεί να οφείλονται σε ζημιές άλλων(ανταγωνισμός) ή σε ζημιές της υπόλοιπης κοινωνίας(εκμετάλλευση εργασίας της) ή σε ζημιές του περιβάλλοντος( εκμετάλλευση της φύσης). Είναι σαν το μαχαίρι που μπορεί να το χρησιμοποιήσει κανείς για να κόψει τη σαλάτα του, αλλά και για να μαχαιρώσει το διπλανό του. Το αν θα είναι χρήσιμο θα εξαρτηθεί από τις αποφάσεις κάθε φορά για το ποιοί θα επωφελούνται από αυτό το πλεόνασμα και που αυτό θα «επενδύεται», σύμφωνα με τα αναφερθέντα πιο πάνω.
Επειδή για τη δημιουργία ενός τέτοιου εγχειρήματος θα χρειασθούν αρχικοί οικονομικοί πόροι και παραγωγικά μέσα, τα οποία προφανώς θα εξασφαλισθούν από τους αρχικά συμμετέχοντες συνολικά ή μερικά-κάποιοι διαθέτουν κάποιες οικονομίες, άλλοι θα διαθέτουν μελλοντική εργασία κ.λπ. και επομένως θα υπάρχει κάποια αρχική συλλογική ή ατομική ιδιοκτησία-θα μπαίνει ζήτημα αρχικής συμφωνίας για το αν αρχική ατομική ή συλλογική ιδιοκτησία, καθώς και η εργασία, θα έχει δικαίωμα απολαβής «μερίσματος» από το πλεόνασμα ή αν το πλεόνασμα θα επενδύεται μόνο σε κοινωνικούς ή οικολογικούς σκοπούς.
Ένα παράδειγμα: δημιουργείται ένας συνεταιρισμός ή μια εταιρεία κοινωνικής βάσης για παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ. Ο κάθε συμμετέχων πολίτης-σα –σύμφωνα με τη θέλησή του-της και τις δυνατότητές του-της διαθέτει από την αρχή ένα ποσό, ώστε να κατασκευασθεί η εγκατάσταση. Η συνέλευση των συμμετεχόντων θα πρέπει να έχει αποφασίσει από την αρχή, αν μέρος του πλεονάσματος θα μοιράζεται στα μέλη ή θα επενδύεται όλο για να κατασκευάζονται νέες εγκαταστάσεις, που θα είναι αναγκαίες για να ξεφύγουμε από τον λιγνίτη και το πετρέλαιο. Μπορεί στην αρχή-για να πεισθούν και οι μικροαποταμιευτές να αποσύρουν τις οικονομίες τους από τις τράπεζες, που έτσι και αλλιώς δίνουν ένα πολύ μικρό επιτόκιο ή καθόλου-ένας τέτοιος συνεταιρισμός να αποφασίσει να μοιράζει στα μέλη του το 1-2% του πλεονάσματος και το υπόλοιπο για κοινωνικούς-οικολογικούς σκοπούς. Μια τέτοια δραστηριότητα ανήκει φυσικά στην οικονομία της μετάβασης, αλλά θα κατατάσσεται ανάλογα με τη διαβάθμιση που προτείνουμε παραπάνω. Γιατί ο τελικός στόχος μιας οικονομίας των αναγκών, που διεκδικεί να είναι αντικαταναλωτική και δίκαιη θα πρέπει να είναι: εισόδημα να δημιουργεί μόνο η εργασία! Έτσι μπορεί να κατανεμηθεί σωστά η αναγκαία κοινωνικά εργασία και να μειωθεί ταυτόχρονα χρονικά η εργασία που αντιστοιχεί στον καθένα.
Ο πυρήνας του καπιταλισμού στηρίζεται στη «νόμιμη» διαδικασία που μεταφέρει την υπεραξία που παράγεται από την εργασία και τη φύση(η φύση συμμετέχει στην παραγωγή υπεραξίας υπερεκμεταλλευόμενη με τέτοιους ρυθμούς, που δεν προλαβαίνει η ίδια να αναπαράγει τους φυσικούς της πόρους), στους έχοντες την εξουσία κεφαλαιούχους και ιδιοκτήτες. Αυτοί- ιδίως οι πλούσιοι, ακόμα και όταν συμμετέχουν σαν μάνατζερς στη παραγωγική διαδικασία-δεν απολαμβάνουν μόνο εισόδημα από την τυχόν εργασία τους, αλλά κύρια από την κατοχή κεφαλαίων και μέσων παραγωγής με τη μορφή κερδών ή τόκων και μερισμάτων των επενδύσεών τους. Αυτή η δυνατότητα τους μετατρέπει -στη πλειοψηφία τους- σε άπληστους ανθρώπους, παρόλο που μπορεί, είτε η καταγωγή τους, είτε η ιδεολογία τους, είτε η θρησκεία τους, να μη τους το επιτρέπει. Για να απορριφθεί αυτό το επίκτητο χαρακτηριστικό της απληστίας-κληρονομημένο πιθανά στον καθένα από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και κατανάλωσης- δε θα πρέπει να δημιουργούμε εισόδημα στο μέλλον από την ατομική ιδιοκτησία μέσων και κεφαλαίου. Διαφοροποιήσεις στο εισόδημα μπορούν να γίνονται αποδεκτές μόνο στη βάση της ηθελημένης επιπλέον εργασίας.
Στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου οικονομικού εγχειρήματος λοιπόν μπορεί να αμείβεται κάποιος για περισσότερες ώρες δουλειάς, αλλά να έχουν τεθεί και όρια μεταξύ κατώτερης και ανώτερης αμοιβής. Δε θα πρέπει όμως στην εξέλιξή του να εξασφαλίζει και εισόδημα για μη εργαζόμενους αρχικούς «επενδυτές», παρόλο που στην αρχή-για λόγους που αναφέρθηκαν στο παραπάνω παράδειγμα-πιθανά να είναι απαραίτητο για κάποιο διάστημα. Σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει ένα τέτοιο εγχείρημα να εξελιχθεί σε μετοχική εταιρεία, όπως οι σημερινές. Οι μετοχική συμμετοχή των αρχικών μελών του εγχειρήματος δε μπορεί να μεταβιβάζεται απρόσωπα σε τρίτους. Αν κάποιο μέλος θα θέλει να αποχωρήσει μελλοντικά, μπορεί να αποζημιώνεται από τα αποθεματικά-που θα χρειασθεί να δημιουργούνται από τα πλεονάσματα, για αυτό αλλά και για άλλους σκοπούς- ή να μεταβιβάζει τη μετοχή του σε άλλο συγκεκριμένο πρόσωπο, αποδεκτό από τη συνέλευση των μελών. Δε θα πουλά λοιπόν μετοχές στην απρόσωπη αγορά, αλλά μπορεί να εξασφαλίζει νέα κεφάλαια και μέσα: 1) από την «προίκα» που μπορούν να φέρουν τα νέα εργαζόμενα μέλη τα οποία θα θέλουν να συμμετάσχουν στο εγχείρημα 2) από δάνεια ή δωρεές άλλων συνεργαζόμενων με αυτό εγχειρημάτων 3) από χρηματοδότηση πιστωτικών οργανισμών της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας που θα υπάρχουν ή θα δημιουργούνται, στο πρότυπο των σημερινών «ηθικών και δημοκρατικών ή συνεταιριστικών τραπεζών».
Στη κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία δεν θα υπάρχει χρηματοπιστωτικός τομέας με τη μορφή του σημερινού καπιταλιστικού «καζίνου». Οι πιθανοί μικροί τόκοι που μπορούν να απαιτούν οι πιστωτικοί αυτοί οργανισμοί της θα δικαιολογούνται μόνο στη βάση των λειτουργικών δαπανών τους και όχι στη βάση διανομής κερδών στα μέλη(και αυτοί οι οργανισμοί-συλλογικότητες θα διανέμουν εισόδημα μόνο στους εργαζόμενούς τους, πέρα από την εξασφάλιση των λειτουργικών εξόδων τους). Σε τέτοιους πιστωτικούς συνεταιρισμούς-που βέβαια θα λειτουργούν με δημοκρατική διαφάνεια για να διεκδικούν την ένταξή τους στην οικονομία της μετάβασης- μπορούν να καταθέτουν για παράδειγμα τα για το επόμενο χρονικό διάστημα αχρείαστα πλεονάσματά τους, τα υπόλοιπα οικονομικά εγχειρήματα της εν λόγω οικονομίας. Έτσι το χρήμα θα ξαναγίνει μέσο για την λειτουργία της κοινοτικής οικονομίας και όχι μέσο πλουτισμού των ατόμων προκατόχων του. 
Εξάλλου είναι υλοποιήσιμη και η δυνατότητα δημιουργίας από τώρα ενός "εσωτερικού νομίσματος" της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, ώστε να ανταλλάσσουν μεταξύ τους -σε μια δίκαιη βάση- όλες οι οικονομικές μονάδες, που θα εντάσσονται στον τομέα.
0 Comments

    ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΛΕΜΠΑΣ

    Πρώην εκπαιδευτικός ΜΕ(Μαθηματικός)και οικο-γεωργός στο Πήλιο. Από το 1990, που "επανατοπικοποιήθηκε", προσπαθεί δια του "παραδείγματος" να συμβάλει στη διαμόρφωση της κατεύθυνσης της τοπικοποίησης 

    Επικοινωνία: gkolempas@yahoo.gr 

    Αρχείο

    February 2023
    January 2023
    September 2022
    August 2022
    July 2022
    March 2022
    February 2022
    January 2022
    November 2021
    January 2017
    November 2016
    October 2016
    March 2016
    July 2015
    May 2015
    January 2015
    September 2014
    August 2014
    July 2014
    June 2014
    April 2014
    March 2014
    January 2014
    December 2013
    November 2013
    October 2013
    September 2013
    July 2013
    June 2013
    April 2013
    March 2013
    February 2013
    January 2013
    December 2012
    November 2012
    October 2012
    September 2012

    RSS Feed

Powered by Create your own unique website with customizable templates.