- Ο μύθος της ενεργειακής απόδοσης μέσω της τεχνολογικής καινοτομίας στον τομέα της κυκλοφορίας
Ο λόγος για τον οποίο δεν υπήρξε κίνητρο για τη βελτίωση της αποδοτικότητας των αυτοκινήτων από τα μέσα της δεκαετίας του ' 80, ήταν η σχετικά φθηνή τιμή του πετρελαίου, με αποτέλεσμα μια μεγαλύτερη εξάρτηση από τις εισαγωγές πετρελαίου από τις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες. Σαφώς, αυτή η αποτυχία στην επίτευξη μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας των καυσίμων ήταν μια χαμένη ευκαιρία για τη μη άσκοπη κατανάλωση ορυκτών καυσίμων, στο πεδίο των μετακινήσεων και μεταφορών, όλο το προηγούμενο διάστημα. Ακόμα και σήμερα, οι πτρελαιοκινητήρες εσωτερικής καύσης θα μπορούσαν να γίνουν σημαντικά αποτελεσματικότεροι, τοποθετώντας για παράδειγμα λιγότερους κυλίνδρους με μικρότερη μετατόπιση, μια λύση που θα απαιτούσε λιγότερες προσπάθειες και ενέργεια από ότι απαιτεί η αντικατάσταση ενός σημαντικού αριθμού των συμβατικών αυτοκινήτων από ηλεκτρικά αυτοκίνητα.
Στην Ευρώπη, οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί για τις εκπομπές, που βάζουν στόχους για την αποδοτικότητα των καυσίμων σε σχέση με τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) των αυτοκινήτων, δεν είναι υποχρεωτικοί. Στην πραγματικότητα, σε αντίθεση με τους κανονισμούς του CAFE στις ΗΠΑ, οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί υπόκεινται σε εθελοντική συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Κατασκευαστών Αυτοκινήτων (ACEA). Η συμφωνία της ACEA, που υλοποιείται μέσω σταδιακών σταδίων των προτύπων εκπομπής από 1994 (Euro 1 στάδιο) ανανεώνεται κάθε 4 - 5 χρόνια (το σημερινό πρότυπο είναι το Euro 5 στάδιο από το2009), έχει οδηγήσει σε σημαντικές αυξήσεις της αποδοτικότητας των καυσίμων των αυτοκινήτων κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών.
Ωστόσο, η υψηλότερη αποδοτικότητα στην κλίμακα των αυτοκινήτων δεν οδηγεί αναγκαστικά σε υψηλότερη αποδοτικότητα στην κλίμακα του συνολικού τομέα μεταφορών. Πράγματι, τα κέρδη αποδοτικότητας μέσω της τεχνολογικής καινοτομίας συχνά αντισταθμίζονται από περισσότερα χιλιόμετρα οδήγησης. Στην πραγματικότητα, υπάρχει μια διαφορά κλίμακας μεταξύ της αποδοτικότητας στο επίπεδο του προϊόντος ή της τεχνολογίας και της αποδοτικότητας που μετράται σε επίπεδο κάποιου οικονομικού τομέα ή της οικονομίας στο σύνολο.
Παρά την υψηλότερη μέση αποδοτικότητα των καυσίμων στα οχήματα, η κατανάλωση προϊόντων πετρελαίου για μεταφορές αυξήθηκε σημαντικά παντού. Αυτή η αύξηση προέκυψε από υψηλότερο επίπεδο κατανάλωσης κατά κεφαλήν (παρά τη χαμηλότερη μέση κατανάλωση ανά χλμ.), που αντικατοπτρίζει την αλλαγή της συμπεριφοράς των καταναλωτών, όπως η αγορά ενός μεγαλύτερου αυτοκινήτου ή η γρηγορότερη οδήγηση ή οι μεγαλύτερες διανυόμενες αποστάσεις. Δηλαδή, αυτές οι αλλαγές συμπεριφοράς (στοεπίπεδο τομέα), ήταν σε θέση να αντισταθμίσουν τις ευεργετικές επιπτώσεις της επίτευξης καλύτερης αποτελεσματικότητας στα αυτοκίνητα (σε επίπεδο προϊόντος).
Το αποτέλεσμα αυτό καλείται άμεσο « φαινόμενο αναπήδησης» («rebound effect») ή «δίλημμα αποδοτικότητας», το οποίο σημαίνει ότι «καταναλώνουμε περισσότερο συνολικά» (π.χ. οδηγώντας περισσότερα χιλιόμετρα κάθε μέρα).
Γενικότερα, τα αποτελέσματα της «αναπήδησης» παρατηρούνται όταν μια χαμηλότερη ζήτηση σε ένα φυσικό πόρο – λόγω π.χ. της υψηλότερης αποτελεσματικότητας της τεχνολογίας – κάνει τις τιμές της αγοράς χαμηλότερες, οπότε σαν αντιστάθμισμα έχουμε την αύξηση πάλι της κατανάλωσής του (νόμος της αγοράς αυτός).
Στην πραγματικότητα, τα αποτελέσματα αναπήδησης συμβαίνουν γενικότερα σε κάθε τομέα-πέρα από τον τομέα της κυκλοφορίας- όταν γίνονται αλλαγές από την πλευρά της προσφοράς (στο επίπεδο του προϊόντος ή της τεχνολογίας) χωρίς να γίνει συζήτηση για αλλαγή από την πλευρά της ζήτησης( στον τομέα ή σε επίπεδο οικονομίας). Είναι αδύνατο να δούμε τα αποτελέσματα της ενεργειακής απόδοσης στο επίπεδο τομέα από τα κέρδη που αποκτώνται σε επίπεδο προϊόντος -π.χ. την πιθανή αντιστάθμιση της ενεργειακής απόδοσης- με την απλή εξέταση, για παράδειγμα, της μέσης κατανάλωσης καυσίμου ανά χλμ από τον στόλο οχημάτων (πρόκειται για μια εντατική, ενδελεχή μεταβλητή[1]). Για δούμε την ενεργειακή απόδοση με ένα πιοολοκληρωμένο τρόπο, απαιτείται η εξέτασή της σε σχέση με το μέγεθος του μετατροπέα (π.χ. ο τομέας των μεταφορών) σε κατά κεφαλήν βάση (δηλ. με χρήση εκτενών μεταβλητών[2]).
Διαφορετικά, είναι αδύνατο να εκτιμηθεί αν οι πολιτικές ενεργειακής απόδοσης θα οδηγήσουν πραγματικά σε εξοικονόμηση ενέργειας, λόγω της πιθανής ύπαρξης αποτελεσμάτων αναπήδησης.
Τέλος, η αποδοτικότητα των ενεργειακών πόρων-σε οποιονδήποτε τομέα της οικονομίας- δεν πρέπει να νοείται μόνο ως «περισσότερη εκροή απότην ίδια εισροή» αλλά και ως «λιγότερη εισροή για την ίδια εκροή», πράγμα που δεν έχει παρατηρηθεί στην ανθρώπινη ιστορία μέχρι τώρα. Δηλαδή, η πιθανή εμφάνιση της επίδρασης αναπήδησης στην κατανάλωση πόρων σε επίπεδο οικονομίας δείχνει ότι η εξέταση της τεχνολογικής καινοτομίας από μόνη της δεν επαρκεί για να χαρακτηρίσει την ενεργειακή απόδοση μιας κοινωνίας. Επιπλέον, συχνά παραμελείται ότι η τεχνολογική καινοτομία από μόνη της είναι εντατική σε ενέργεια, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να καταναλώσουμε πόρους για να μπορέσουμε να αναπτύξουμε νέες τεχνολογίες με στόχο την αύξηση της αποτελεσματικότητας με την εξοικονόμηση πόρων. Ωστόσο, η αναμενόμενη ενέργεια ή οι πόροι που αποδίδονται πίσω χάρη σε αυτές τις τεχνολογικές καινοτομίες δεν επιτυγχάνονται πάντα στην πραγματικότητα. Ακόμα χειρότερα, τα κέρδη αποδοτικότητας δεν μπορούν να ληφθούν ως εκτων προτέρων δεδομένο, εξαιτίας του γεγονότος ότι η τεχνολογική πρόοδος – ενώ δεν επαρκεί για την επίτευξη μιας ενεργειακής μετάβασης– επηρεάζεται βασικά από υψηλές δόσεις αβεβαιότητας. Αυτός είναι ο λόγος που μας αναγκάζει, όταν συζητάμε για την ενεργειακή αποδοτικότητα , να εξετάζουμε επίσης τις κοινωνικές και βιοφυσικές διαστάσεις της χρήσης ενέργειας.
Αν δεν γίνουν προσπάθειες στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο και στο πεδίου της ατομικής και κοινωνικής συνείδησης για αλλαγές στο παραγωγικό και καταναλωτικό πρότυπο, καθώς και στο πρότυπο των αναγκών και το αξιακό σύστημα των πολιτών-καταναλωτών, δεν μπορεί να υπάρξει επιτυχημένη ενεργειακή μετάβαση μόνο μέσω της τεχνολογικής καινοτομίας. Η ανθρωπότητα βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα: αέναη «ανάπτυξη», υπερκαταναλωτισμός και τεχνοφασισμός-κατάρρευση ή «αποανάπτυξη», άμεση δημοκρατία και βιωσιμότητα-ευζωία!
2) Ο μύθος της αποϋλοποίησης των «ανεπτυγμένων» οικονομιών
Ένας άλλος μύθος που παρατηρήθηκε σε συζητήσεις για ενεργειακά θέματα είναι η αποϋλοποίηση των οικονομιών στις ανεπτυγμένες χώρες, στις οποίες συχνά αυτό θεωρείται δεδομένο, μόλις οι δραστηριότητες του τριτογενούς τομέα παροχής υπηρεσιών αυξάνουν και υπερτερούν στο ποσοστό του ΑΕΠ από τις παραγωγικές δραστηριότητες στον πρωτογενή ή/και δευτερογενή τομέα της οικονομίας. Και αυτό με το επιχείρημα ότι οι δραστηριότητες στον πρωτογενή-δευτερογενή τομέα είναι ενεργειακά πιο εντατικές.
Ο οικονομικός ορισμός της ενεργειακής απόδοσης βασίζεται στον υπολογισμό του λεγόμενου συντελεστή οικονομικής ενεργειακής έντασης (Εconomic Εnergy Ιntensity, EEI[3]). Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί στην αναλογία μεταξύ της τελικής ενέργειας που καταναλώνεται από την οικονομία (η βιοφυσική της εισροή υπολογισμένη σε ενεργειακούς όρους) και του εγχώριου ΑΕΠ που παράγεται από την οικονομία (η προκύπτουσα οικονομική παραγωγή, υπολογιζόμενη με όρους προστιθέμενης αξίας και μετρημένη σε ένα δεδομένο νόμισμα, σε ένα δεδομένο έτος). Αυτό είναι που στη συνέχεια χρησιμοποιείται για τη μελέτη των αλλαγών στην εξέλιξη των κοινωνικοοικονομικών συστημάτων.
Υιοθετώντας αυτή την προσέγγιση, ωστόσο, κάποιος μπορεί να έχει την εσφαλμένη εντύπωση ότι η τεχνολογική πρόοδος μειώνει την εξάρτηση των σύγχρονων οικονομιών από την ενέργεια. Για παράδειγμα, όταν εξετάζουμε το EEI και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στις ανεπτυγμένες οικονομίες, πολλοί καθησυχάζονται από την ιδέα ότι η τεχνολογική πρόοδος έχει συσχετιστεί με ένα φθίνοντα EEI και ένα αυξανόμενοΑΕΠ. Είναι όμως λάθος να θεωρείται η «αποϋλοποίηση» της οικονομίας σαν «βελτίωση» για την αειφορία, εφόσον η τελική κατά κεφαλήν κατανάλωση ενέργειας αυξάνεται σταθερά κατά τη διάρκεια των ετών. Αυτή η παρερμηνεία οφείλεται στη χρήση δεδομένων που αφορούν μόνο τις ενδελεχείς μεταβλητές (E/ΑΕΠ=ΕΕΙ και ΑΕΠ), οι οποίες δεν είναι απαραιτήτως χρήσιμες για τον έλεγχο της βιωσιμότητας μιας οικονομικής διαδικασίας, καθώς δεν δίνουν πληροφορίες σχετικά με το ποσοτικό μέγεθος του συστήματος, ήτοι το επίπεδο κατανάλωσης των φυσικών πόρων από το σύστημα.
Για την αντιμετώπιση των εξωτερικών περιορισμών που καθορίζουν τη βιωσιμότητα της οικονομικής διαδικασίας (δηλ. περιορισμένοι φυσικοί πόροι), πρέπει να συγκρίνουμε το σχετικό μέγεθος της κοινωνίας με το μέγεθος των διαθέσιμων περιβαλλοντικών υπηρεσιών με τη χρησιμοποίηση εκτενών μεταβλητών (π.χ. κατακεφαλή ενέργεια). Έχουμε διαφορετική ανάγνωση αν σχετίσουμε τις μεταβλητές ΕΕΙ και κατακεφαλή ΑΕΠ, αφού παίρνουμε μια καμπύλη που δίνει την αίσθηση ότι η οικονομία δεν καταναλώνει περισσότερη ενέργεια, ενώ η ίδια αυξάνεται, και διαφορετική εικόνα αν σχετίσουμε την κατακεφαλή ενέργεια με το κατακεφαλή ΑΕΠ, όπου η καμπύλη δείχνει σαφώς ότι η οικονομία αυξάνεται μέσω της αύξησης της κατά κεφαλή κατανάλωσης ενέργειας αντανακλώντας τις μεταβολές στην κατανάλωση ενέργειας.
Οι πληροφορίες που παρέχονται από τις εντατικές μεταβλητές δεν επαρκούν για να χαρακτηρίσουν την αποτελεσματικότητα μιας οικονομίας. Στην πραγματικότητα, ο μύθος της αποϋλοποίησης των ανεπτυγμένων οικονομιών προέρχεται από αυτό το συστημικό σφάλμα χρήσης μεταβλητών για τις αναγκες της ανάλυσης των αλλαγών στα κοινωνικοοικονομικά συστήματα
Συμπερασματικά, βλέπουμε από τους δύο παραπάνω μύθους, 1) της ενεργειακής απόδοσης μέσω της τεχνολογικής καινοτομίας και 2) της αποϋλοποίησης των «ανεπτυγμένων» οικονομιών, ότι: α)ούτε η χάραξη σχεδίου ενεργειακής απόδοσης από την άποψη της τεχνολογικής προόδου από μόνη της δεν είναι επαρκής, ούτε αυτή είναι μια αποτελεσματική στρατηγική για την επίλυση της ενεργειακής κρίσης και β) οι κοινωνικές και βιοφυσικές διαστάσεις (π.χ. μέγεθος πληθυσμού, ενέργεια που καταναλώνεται κατά κεφαλή, κ. λπ.) είναι επίσης απαραίτητες για να κατανοήσουμε και να σχεδιάσουμε αλλαγές. Αυτό είναι και το σκεπτικό πίσω από το πρόταγμα της «Αποανάπτυξης», που μεταξύ των στόχων του είναι και η επίτευξη υψηλότερης ενεργειακής απόδοσης στις «αποαναπτυξιακές» οικονομίες
[1] Ενδελεχής μεταβλητή: μια μη-προσθετική μεταβλητή που είναι χρήσιμη για να ποσοτικοποιήσουμε μια σχετική ποιότητα ενός συστήματος, που πρέπει να εκφραστεί ομοιογενώς σε όλο το σύστημα, ανά μονάδα μεγέθους του.
Ειδικότερα, στη φυσική επιστήμη, μια ενδελεχής μεταβλητή είναι ανεξάρτητη από την ποσότητα
του παρόντος υλικού (π.χ., πυκνότητα, πίεση, θερμοκρασία, κ. λπ.), δηλαδή ένα ασθενές θεμελειώδες μέτρο.
[2] Εκτενής μεταβλητή – μια προσθετική μεταβλητή που είναι χρήσιμη για την ποσοτικοποίηση του μεγέθους ενός συστήματος σε σχέση με το πλαίσιό του και με σχετική παρατηρήσιμη ποιότητα. Πιο συγκεκριμένα, στη φυσική επιστήμη μια μεταβλητή λέγεται ότι είναι εκτεταμένη εάν οι τιμές της εξαρτώνται από την ποσότητα της υπό μελέτη ουσίας (π.χ. όγκος, εντροπία, μήκος, κ. λπ.).
[3]Ο ΕΕΙ είναι ο λόγος Ε/ΑΕΠ