Με ένα αντίστοιχο αξιακό σύστημα, με μια επιστημονική κοσμοθεωρία και κατανοητή σε όλους τεχνολογία(ξεπέρασμα του φόβου και της ανάγκης της μεγατεχνολογίας, του κοινωνικού μεγαθεσμού και των «ειδικών»). Με μια παραγωγή υλικών-άϋλων αγαθών που θα ικανοποιούν τις βασικές επαναδιατυπωμένες υλικές- πνευματικές ανάγκες, που δεν θα βάζει σε κίνδυνο τους φυσικούς πόρους, τα οικοσυστήματα και τα άλλα είδη. Με ένα αντίστοιχο κοινωνικό και πολιτικό σύστημα(ξεπέρασμα του καπιταλισμού της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και του κομματικού συστήματος).
Μπορεί να τις δημιουργήσει μόνο ένα κίνημα, βασικά νέων ανθρώπων, που δεν αποδέχονται τις καθεστωτικές δομές και που: 1) διαχειριζόμενοι την κρίση του δυτικού πολιτισμού ) ενστερνιζόμενοι ιδέες από την παράδοση του ουμανιστικού σοσιαλισμού, του ελευθεριακού κοινοτισμού και της κοινωνικής οικολογίας, θα τις συνθέσουν έτσι ώστε να εμπνεύσει την πλειοψηφία των ανθρώπων να δημιουργήσει ένα νέο πολιτισμικό ρεύμα και μια νέα αυτοκαθοριζόμενη κοινωνία, ξεκινώντας από την τοπική κοινωνία, σε σχέση απόρριψης, αναδιάρθρωσης και ρήξης με την «υπαρκτή» παγκοσμιοποίηση και το κεντρικό εθνικό κράτος.
Τα παραπάνω ισχύουν και για τον ελλαδικό χώρο. Εδώ η Τ.Α. ασκεί έτσι και αλλιώς ασήμαντη εξουσία. Και αυτή όμως είναι συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων τοπικών πολιτικών, συνεργαζόμενων κατά το πλείστον με τα κόμματα και τους αντίστοιχους επαγγελματίες πολιτικούς του κέντρου. Με τον νόμο «Καποδίστριας» παλιότερα και με τον νόμο του "Καλλικράτη" τελευταία, τα κόμματα εξουσίας , εκτός των άλλων στόχων πέτυχαν και την παρά πέρα ενίσχυση των ιεραρχικών δομών στο τοπικό επίπεδο, σε βάρος της άμεσης ουσιαστικής δημοκρατίας. Ο «εκσυγχρονισμός» της Τ.Α δεν έχει καμιά σχέση ούτε με την αποκέντρωση ούτε με την οικονομική ανάπτυξη της υπαίθρου, πολύ περισσότερο δε με τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ανθρώπων που έχουν ακόμη απομείνει σε αυτή. Απλώς μπορεί να είναι πιο αποτελεσματική στην απορρόφηση κάποιων σχετικών κονδυλίων της ΕΕ και στη δημιουργία κάποιων έργων υποδομής, όπου το «μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό», στην προσέλκυση δημοσίων κονδυλίων για «αναπτυξιακά έργα» κ.λ.π. Γιατί, αντί π.χ. τα τοπικά συμβούλια να είναι οι τοπικοί πυρήνες μιας τοπικής δημοκρατίας από την οποία να εκπορεύονται οι αποφάσεις, δεν είναι παρά ένας θεσμός των νέων υπερδήμων, που επισφραγίζουν τις αποφάσεις του δημ. συμβουλίου και κατ επέκταση τις αποφάσεις του κεντρικού κράτους, μέσο των τοπικών επαγγελματιών πολιτικών.
Πρέπει λοιπόν και η ελληνική κοινωνία να αποφασίσει να σταματήσει αυτή τη κατάσταση και εξέλιξη, να πει στοπ, δεν πάει άλλο. Για να το κάνει όμως θα έπρεπε η πλειοψηφία της να απορρίψει το δυτικό μοντέλο και να αναπτύξει όσο γίνεται πιο γρήγορα ένα νέο πολιτισμικό μοντέλο. Η κατεύθυνση του κομμουναλισμού μπορεί να βοηθήσει άμεσα σε αυτό αρκεί να εμπλέξει ένα σημαντικό αριθμό ανθρώπων κάθε τοπικής κοινωνίας για να θέσουν τις βάσεις του.
Τα βασικά χαρακτηριστικά του κομμουναλισμού
1)Το αξιακό σύστημα: Το αξιακό του σύστημα έχει ένα παρελθόν που προέρχεται από την προσωκρατική θετική σκέψη, τις πλατωνικές ιδέες και την κοινωνική φιλοσοφία του δήμου(δημοκρατία) και από την άλλη τις πρωτοχριστιανικές ιδέες που είχαν διαδοθεί στον ελληνόφωνο τότε κόσμο[1]. Στη συνέχεια έχει να κάνει με τις ιδέες και τις αξίες: του ουμανιστικού, ελευθεριακού και «ουτοπιστικού» σοσιαλισμού, του κοινωνικού αναρχισμού, του κοινοτισμού, της οικολογικής ολιστικής σκέψης και των απόψεων της «γαίας»(η γη είναι η ίδια ένας οργανισμός), της «αντικουλτούρας», καθώς και με τις αξίες του ανατολικού τρόπου σκέψης και δράσης(Τάο-Γκάντι).
Ο άνθρωπος, σαν άτομο, δεν είναι σε καμιά περίπτωση «ότι έχει». Είναι κάτι πολύ περισσότερο[2]. Οι ανάγκες του μπορούν να καθορισθούν από τον ίδιο μέσα από την αυτοκριτική γνώση του εαυτού του, τη λογική αντιμετώπισή τους στα πλαίσια των δυνατοτήτων της κοινότητάς του(άρα σημαντικότερη η κοινοτική ιδιοκτησία) και σε διαρκή επικοινωνία και αλληλεπίδραση με τους γύρω του. Δεν είναι μόνο υλικές, αλλά σε μεγάλο βαθμό συναισθηματικές και πνευματικές. Η ικανοποίησή τους επομένως, ιδιαίτερα των τελευταίων, δεν εξασφαλίζεται μέσω της αγοράς-κατανάλωσης και της ποσότητας, αλλά κυρίως μέσω της ποιότητας στα πλαίσια του προσιτού κοντινού του κόσμου. Μέσα από την επιμήκυνση-βίωση των άπειρων στιγμών του χρόνου του και όχι μέσα από την ταχύτητα και την κυκλοφορία(στη δύση) και μέσα από τον διαλογισμό-έκσταση(στην ανατολή). Η αγάπη για τη ζωή, η οποία αποτελεί έκφραση της συσσωμάτωσης της συμπαντικής υλοενέργειας και η γνώση ότι ο θάνατος είναι συνέπεια της αύξησης της «εντροπίας» του συγκεκριμένου «είναι» και άρα αναπόφευκτη κατάληξη της ίδιας της ζωής, οδηγεί τον «νέο» άνθρωπο στην αποδοχή του θανάτου, στην εξάλειψη του φόβου και στην κατάκτηση του θεμελιακού αισθήματος της ασφάλειας. Όταν το κατορθώνει αυτό, τότε είναι σε θέση να αποδεχθεί και να δημιουργήσει τις νέες αξίες της ευζωίας, προσπερνώντας τις αξίες της επιβίωσης. Για αυτό χρειάζεται ένα ατομικό και δημόσιο χώρο σε ανθρώπινες διαστάσεις(τέσσερις τον αριθμό, μη ξεχνάμε τη σημαντική 4η διάσταση το χρόνο), που ενώ χαρακτηρίζεται από το μικρό μέγεθος, στην ουσία μπορεί να βιωθεί και σαν «μεγαχώρος» (αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας) και μπορεί να αποκτήσει και τα χαρακτηριστικά του αυτοδύναμου [3]. Γιατί θα στηρίζεται στον κοινωνικά ελεύθερο άνθρωπο, κάτοχο της συλλογικής γνώσης, επαναπροσανατολισμένο στο συνδυασμό των προσωπικών επιθυμιών με τα ευρύτερα κοινωνικά ιδεώδη, δημιουργικό και πλούσιο εσωτερικά, αλλά ταυτόχρονα και ολιγαρκή. Θα στηρίζεται όχι στον ανταγωνισμό αλλά στη συμμετοχικότητα -συνέργεια και αλληλεγγύη των ανθρώπων του. Σε ένα τέτοιο δημόσιο χώρο μπορεί να επικρατήσει η αγάπη, ο σεβασμός και η αλληλοεκτίμηση. Η ελευθερία σκέψης και έκφρασης, η ανεκτικότητα του διαφορετικού πλάι στη συνεκτικότητα και ομογενοποίηση, η οικουμενικότητα των ιδεών, η ισονομία και η κυριολεκτική δημοκρατία μπορούν πραγματικά να αναμορφώσουν τον νέο άνθρωπο.
2) Η κοσμοθεωρία του
Στον 20ο αιώνα οι νέες θεωρίες της Σχετικότητας, της κβαντικής φυσικής και των στοιχειωδών σωματιδίων, των χορδών, του χάους, καθώς και των μη ευκλείδειων γεωμετριών, όπως επίσης των οικοσυστημάτων και της γαίας ή των υπεραισθητών φαινομένων(που μπορούν να γίνονται κατανοητά μέσω του εγκεφάλου και όχι των ατελών αισθήσεων) κ.λ.π, μας οδηγούν πλέον να αντιλαμβανόμαστε το σύμπαν που μας περιβάλει, όχι σαν μια τεράστια μηχανή, αλλά σαν ένα τεράστιο νου.. Τις νέες αυτές αλήθειες θα πρέπει να τις αποδεχτεί σαν πραγματικότητα και ο «κοινός νους» και να μη τις θεωρεί σαν μεταφυσικές ή θεολογικές αλήθειες. Η νέα αυτή γνώση, για να έχει και θετικές κοινωνικές συνέπειες, δε θα πρέπει να περιορισθεί στα πλαίσια ενός ιερατείου ή σέκτας ή «γκρουπούσκουλου» . Ο καθένας μας πρέπει να εξασκήσει τη νόησή του, ώστε να εξελιχθεί σε μια έκτη υπεραίσθηση και να «βλέπει» πέρα από τον κόσμο των αισθήσεων(ο οποίος είναι ένα μικρό υποσύνολο του συμπαντικού κόσμου) και να πηγαίνει πιο πέρα από τη φαινομενικότητα των πραγμάτων, στο βάθος τους («τα φαινόμενα εξαπατούν»). Για να μπορεί να το κάνει χρειάζεται χρόνο. Και ο χρόνος είναι πολύ σημαντική διάσταση στις καινούργιες αυτές αντιλήψεις και πρέπει να κυριαρχήσει στον τοπικοποιημένο χώρο σε βάρος της ταχύτητας. Μάλιστα όπως θεωρητικά έχει αποδειχθεί ότι ο χρόνος μπορεί να διαστέλλεται, έτσι και πρακτικά θα πρέπει να εφεύρουμε κοινωνικές πρακτικές που θα μας τον διαστέλλουν σαν βίωμα(γιατί μόνο έτσι μπορούμε να αντιληφθούμε την επιμήκυνσή του). Ένα άλλο κοινωνικό πρακτικό αποτέλεσμα της κβαντικής διακύμανσης που διέπει το σύμπαν μας είναι ότι η αντίληψη που πρέπει πλέον να μας διέπει δεν θα είναι η στατικότητα, αλλά η διακύμανση και ότι από το «πουθενά» μπορούν να εμφανίζονται και να δημιουργούνται γεγονότα και πραγματικότητες που ανατρέπουν το «status» και το χάος και δίνουν νόημα στο παρόν ατενίζοντας προς το μέλλον. Επίσης η αρχή της «αβεβαιότητας» μας οδηγεί στην επίγνωση ότι δεν μπορεί να είμαστε σίγουροι για την άποψή μας και άρα θα πρέπει να είμαστε συγκρατημένοι (δεν μπορούν για παράδειγμα οι γενετιστές να ισχυρίζονται αλλαζονικά ότι η ζωή είναι μόνο τα γονίδια και ο γενετικός κώδικας, ενώ υπάρχουν πολλές αντιρρήσεις σε αυτό από άλλους επιστήμονες). Εξάλλου σε οποιοδήποτε φαινόμενο σημαντικός παράγοντας στην εξέλιξή του φαίνεται να είναι ο ίδιος ο παρατηρητής του, για όσο διάστημα δεν συγχωνεύεται με το φαινόμενο[4]. Υπάρχουν λοιπόν πολλές υποκειμενικές αλήθειες για όσο μένουμε στο «εγώ»(αυτό οδηγεί στη αμφισβήτηση της «αυθεντίας» και της ιεραρχίας) και αν περνάμε στο «εμείς» μπορούμε να δεχθούμε συλλογικές ολιστικές αλήθειες. Η επιστήμη λοιπόν θα πρέπει να είναι ολιστική, να ερευνά τα πράγματα από όλες τις πλευρές και να προβλέπει(όχι να μαντεύει) και ταυτόχρονα να είναι μέσο ανάπτυξης των φυσικών, νοητικών, ψυχικών και συναισθηματικών δυνατοτήτων του ανθρώπου. Ενώ η τεχνολογία με τη σειρά της να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο τις ανέσεις που μπορεί να προσφέρει, αλλά και τις ανεπιθύμητες παρενέργειες που μπορεί να φέρει και επειδή δε μπορούμε να είμαστε πάντα σίγουροι, δεν θα πρέπει να προχωράμε σε εφαρμογές που φέρνουν μαζί τους ρίσκο ή προωθούν ιεραρχικές-εξουσιαστικές σχέσεις(αυτό σημαίνει ήπια, ελεγχόμενη και προσιτή κοινωνικά τεχνολογία). Η τεχνολογία και η καινοτομία από μόνη της δεν παράγει αξία. Ούτε χρήσης ούτε ανταλλακτική. Χρειάζεται να χρησιμοποιήσει τόσο φυσικούς πόρους(ύλη, ενέργεια), όσο και ανθρώπινη εργασία. Η ανθρώπινη εργασία(μορφή ενέργειας), από μόνη της πάλι δεν μπορεί να παράγει αξία και κέρδος, αν δεν χρησιμοποιήσει τη ζωντανή και την ανόργανη φύση. Έτσι θα πρέπει να αναθεωρήσουμε την εργασιακή θεωρία της αξίας του Μαρξ, που πίστευε ότι η εργασία ήταν ο μοναδικός παράγοντας της αξίας επειδή ήταν ο μοναδικός ζωντανός παράγοντας στην παραγωγή(και άρα μπορεί να προσφέρει περισσότερη ενέργεια από ότι απαιτεί για να αναπαραχθεί η ίδια). Το κέρδος σήμερα μεγαλώνει για το κεφάλαιο επειδή βασίζεται και στους φυσικούς πόρους και όχι μόνο στο εργατικό δυναμικό( αν και η παγκοσμιοποίηση διπλασίασε το εργατικό δυναμικό που έχει στη διάθεσή του το κεφάλαιο, ιδίως με την είσοδο της Κίνας και Ινδίας στο παγκόσμιο ελεύθερο εμπόριο). Θα πρέπει λοιπόν να θεωρήσουμε, πέρα από την εργασία, και τη φύση σαν στοιχείο του «μεταβλητού» και μόνο την τεχνολογία σαν το «σταθερό» παράγοντα στην παραγωγή(με την έννοια ότι αυτή είναι η αποκρυστάλλωση της νεκρής εργασίας και της νεκρής φύσης). Όπως το κέρδος βγαίνει για το κεφάλαιο επειδή το κόστος της αναπαραγωγής του εργατικού δυναμικού είναι μικρότερο από την αξία που προσθέτει η εργασία στην παραγωγή, έτσι βγαίνει και από το γεγονός ότι η αναπαραγωγή των άλλων φυσικών πόρων κοστίζει λιγότερο από αυτά που προσθέτουν τα ίδια στα αγαθά. Σήμερα το κεφάλαιο δεν πληρώνει σχεδόν ποτέ το κόστος αναπαραγωγής της φύσης. Το θεωρεί «εξωτερικό» για το ίδιο κόστος και αν θέλει ας το πληρώσει η κοινωνία. Αντίθετα υποστηρίζει ότι το κέρδος βγαίνει από τις επιχειρησιακές ιδέες, την καινοτομία και τη τεχνολογία[5]. Θα πρέπει λοιπόν να θεσπίσουμε ένα νέο «προστατευτισμό», που θα αφορά και στους φυσικούς πόρους και όχι μόνο την εργασία. Το «εξωτερικό» κόστος της χρήσης των πλουτοπαραγωγικών φυσικών πόρων(θα έπρεπε να είναι το κόστος αναπαραγωγής τους ώστε να είναι πάλι έτοιμα προς χρήση), καθώς και της επακόλουθης περιβαλλοντικής υποβάθμισης και ρύπανσης(π.χ. το κόστος του καθαρού αέρα θα μπορούσε να είναι το κόστος αναπαραγωγής του καθαρού αέρα από τον μολυσμένο), πρέπει να «εσωτερικευθεί» στις οικονομικές δραστηριότητες με όρους που μένει να εφευρεθούν( τότε θα δούμε ποιες και ποιας μορφής επιχειρήσεις μπορούν να σταθούν). Η οικονομία λοιπόν αντί να στηρίζεται στην επέκταση- εξειδίκευση-συγκέντρωση και εκμετάλλευση της εργασίας και του περιβάλλοντος(μέσω των οποίων αναγκαστικά αποσπά από τη φύση και τον εργαζόμενο περισσότερα από όσα τους επιστρέφει, ενώ ταυτόχρονα ακολουθεί ένα αέναο κύκλο αντικατάστασης αγαθών με στόχο τη συσσώρευση του κέρδους), πρέπει να δημιουργεί πάγιες αξίες χρήσης και να ακολουθεί τους ρυθμούς της φύσης και του ανθρώπου. Να μη χρησιμοποιεί ιδιαίτερα το περιβάλλον(που από μόνο του δεν μπορεί να αντισταθεί, αν και κάποτε θα «εκδικηθεί») σαν ανεξάντλητη πηγή πρώτων υλών και σαν ένα απέραντο σκουπιδότοπο. Μόνο έτσι ο ρυθμός της ζωής του ανθρώπου θα εντάσσεται στους ρυθμούς της φύσης(«βασίλειο των αναγκών») και θα επιτρέπει τη πνευματικότητα, δηλ. τη σκέψη, τον διαλογισμό και το όνειρο μέσω των οποίων θα επιτυγχάνεται η δραπέτευσή του στο «βασίλειο της ελευθερίας». Αν και πολλές από αυτές τις ιδέες δεν είναι άμεσα εφαρμόσιμες, μπορούν να προσανατολίσουν την σκέψη, τη συλλογική δράση και την κοινωνική πρακτική.
3) Η κοινωνικοπολιτική δομή του
Οι καινούργιες δομές θα πρέπει να είναι ο πυλώνας έκφρασης αλλά και στήριξης του συστήματος αξιών και της αντίστοιχης κοσμοθεωρίας του νέου ρεύματος, που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Ο στόχος τους θα πρέπει να είναι ο «νέος» άνθρωπος, ο ενταγμένος αρμονικά στη φύση, που θα αισθάνεται ελεύθερος, αλλά θα έχει αναπτύξει μια δύναμη αυτοελέγχου μέσα του, ώστε να αυτοεξουσιάζει τις παρορμήσεις του χωρίς να χρειάζεται για αυτό ετεροκαθορισμένη εξουσία. Οι οικονομικές και κοινωνικοπολιτικές δομές λοιπόν που πρόκειται να αναπτυχθούν στα πλαίσια του νέου προτάγματος δεν θα πρέπει να επιβάλουν, αλλά να ενισχύουν τις ψυχοσωματικές δυνάμεις του ανθρώπου για να βάζει σκοπούς και να τους επιτυγχάνει. Να προωθούν την ατομική-κοινωνική αυτοδυναμία, γιατί η εξάρτηση είναι αυτή που πάντα γεννά τον αυταρχισμό και τον ολοκληρωτισμό. Η ελευθερία, όπως και η εξάρτηση δεν είναι εγγεγραμμένες στο ανθρώπινο γενετικό κώδικα, αλλά αποκτούνται με την εκπαίδευση και την κοινωνική συμμετοχή. Αυτή η συμμετοχή στον κοινωνικό πειραματισμό θα οριοθετήσει και τη στάση του καθένα απέναντι στο περιεχόμενο της «προσωπικής ελευθερίας». Η πολιτική πλέον δεν θα ταυτίζεται με την άσκηση εξουσίας από τις προνομιούχες ομάδες, αλλά με την οργάνωση της συμμετοχής ολόκληρου του πληθυσμού στο κοινωνικό γίγνεσθαι, με βάση την αλληλεγγύη και την αυτοδιαχείριση σε όλα τα επίπεδα της καθημερινής κοινωνικής ζωής. Ώστε όλοι οι πολίτες να ικανοποιούν τις ανάγκες τους στα πλαίσια των δυνατοτήτων που παρέχονται από τη πολιτεία του κοινοτισμού. Αυτό θα είναι δυνατό με την θεσμική οργάνωση του συμμετοχικού δημοκρατικού προγραμματισμού[6] στη παραγωγή και στη διανομή και θα μπορεί να ξεκινά από τη δημόσια συζήτηση του προϋπολογισμού κάθε χρονιάς, δηλαδή του συμμετοχικού δημοκρατικού προϋπολογισμού.
Οι δομές αυτές θα πρέπει καταρχήν να εκφράζουν ένα καινούργιο «κοινωνικό συμβόλαιο», που ταυτόχρονα θα είναι και ένα «συμβόλαιο» με τον εαυτό μας: «Να επιλέξουμε και να εξασφαλίσουμε ένα μέλλον όχι μόνο για μας και τα παιδιά μας, αλλά και για κείνους που δεν έχουν γεννηθεί ακόμα, καταδικάζοντας το κέρδος που βγαίνει από τη συνειδητή ή αθέλητη εκμετάλλευση του ανθρώπου και τη καταστροφή του περιβάλλοντος».
Αυτό θα σήμαινε ότι βάζουμε τα εξής βασικά κριτήρια για τις μελλοντικές ανθρώπινες δραστηριότητες:
Να μη χρησιμοποιούμε τους ανανεώσιμους πόρους πέρα από όσο επιτρέπουν οι ρυθμοί ανανέωσής τους.
Να μη χρησιμοποιούμε τους μη ανανεώσιμους πόρους πέρα από τους ρυθμούς υποκατάστασής τους από τους ανανεώσιμους.
Να μη αποθέτουμε και να μη απορρίπτουμε στο έδαφος, στο νερό και στον αέρα τα υπολείμματα των δραστηριοτήτων μας σε μορφή και ποσότητες, που δεν μπορούν να απορροφηθούν από τα διάφορα οικοσυστήματα.
Να σεβόμαστε τις άλλες μορφές ζωής, τη διαφορετικότητα και τη βιοποικιλότητα
Οι κοινότητες ιδιαίτερα των ιθαγενών λαών, με τις παραδοσιακή τους πρακτική και τη θετική τους στάση απέναντι στη φύση, που σε μεγάλο βαθμό έχουν διατηρήσει μέχρι σήμερα, μπορούν να μας εμπνεύσουν για την ανάκτηση αυτών των κριτηρίων.
Θα πρέπει βέβαια όλα αυτά να υποστηριχθούν από την πλειοψηφία των κοινωνικών δυνάμεων που είναι ενάντια στην παγκοσμιοποίηση (και όχι μόνο από τους «ενεργούς πολίτες») και μάλιστα έγκαιρα, γιατί δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για να αποφύγουμε την επικείμενη καταστροφή. Μεταξύ των δυνάμεων αυτών, που αποτελούν την «κοινότητα του κινδύνου», οι πιο σημαντικές είναι οι άνεργοι και οι φτωχοί εργαζόμενοι, τα εκτοπισμένα από την τεχνολογία στρώματα, οι νέοι με το αμφίβολο μέλλον και οι ηλικιωμένοι με τα αβέβαια γηρατειά, οι φθίνοντες μικρομεσαίοι αγρότες, οι μικροεπιχειρηματίες, τα γυναικεία κινήματα και γενικά οι γυναίκες, που είναι το βασικότερο στοιχείο αυτής της «κοινότητας», τα οικολογικά κινήματα, τα κινήματα των αυτοχθόνων και των μειονοτήτων, οι κάθε είδους μετανάστες και γενικώς εκείνοι που θα μπορούσαμε να τους κατατάξουμε στην κοινωνία «των από κάτω», που βρίσκονται σε κίνδυνο και είναι τα θύματα της παγκοσμιοποίησης. Οι δομές λοιπόν που είναι αναγκαίες να οικοδομηθούν, πρώτα από όλα θα πρέπει να βοηθούν στην αντίσταση και στην αντιστροφή του μοντέλου ανάπτυξης. Θα έχουν να κάνουν προφανώς με την οργάνωση της οικονομίας, της καθημερινής ζωής- διαμονής και των πολιτικών θεσμών. Η οικοδόμησή τους θα στηριχθεί στις αξίες της αλληλεγγύης, της δικαιοσύνης, της ποικιλομορφίας και της αυτοδιαχείρισης και θα απαιτήσει από τον καθένα «να προσφέρει σύμφωνα με τις από τον ίδιο προσδιοριζόμενες ικανότητές του και να απολαμβάνει σύμφωνα με τη προσπάθεια, τις θυσίες και τις ανάγκες του, στα πλαίσια των δυνατοτήτων της κοινότητάς του»
[1] Ο ίδιος ο όρος ‘εκκλησία’ προέρχεται από την ‘εκκλησία του δήμου’, για να το τονίσει ότι οι πιστοί των πρωτοχριστιανικών κοινοτήτων λειτουργούσαν με βάση την άμεση δημοκρατία(σε αντιδιαστολή με τη σημερινή κατάσταση της εκκλησίας του μηχανισμού των ιερέων, των επισκόπων, των πατριαρχών και παπών, που αντιμετωπίζει τους πιστούς σαν «ποίμνιο»
[2] Ενώ δεν συγκροτεί ποτέ την κοινωνική ομάδα σαν «συλλογή ατομικοτήτων», προσδιορίζεται από τις σχέσεις του με τους άλλους στα πλαίσια της ομάδας καθώς και από τον εν γένει πολιτισμό και την ιστορία. Η ατομικότητα υπόκειται σε μια διαδικασία κοινωνικής και ιστορικής αυτοσυγκρότησης.
[3] Με την έννοια ότι στηρίζεται στις ενδογενείς δυνάμεις του. Όχι του αυτόνομου που συνδέεται περισσότερο με την έννοια της ανεξαρτησίας από σχέσεις ανταλλαγής και εμπιστοσύνης για την διατήρησή του.
[4] Έτσι ο αμέτοχος παρατηρητής καταλήγει στην υποκειμενική του αλήθεια. Από τη μεριά του «εγώ» η αλήθεια σχετικοποιείται. Μπορεί να αντικειμενικοποιηθεί όσο γίνεται περισσότερο, όταν το «εγώ» γίνεται μέρος της συλλογικότητας, η οποία βέβαια από τη μεριά της μπορεί καλύτερα και να το ολιστικοποιήσει.
[5] Λένε: «για να βγάλεις το πρώτο εκατομμύριο δε χρειάζεσαι τίποτε άλλο από μια καλή ιδέα και κάποιο νέο λογισμικό στο διαδίκτυο». Όμως οι υπολογιστές στην Ευρώπη και ΗΠΑ, Ενώ απασχολούν το 2% του εργατικού δυναμικού, χρειάζονται το 20% της ηλεκτρικής ενέργειας και έτσι είναι η κατεξοχήν βιομηχανία στην οποία η συμβολή της φύσης στην παραγωγή υπεραξίας είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από τη συμμετοχή του εργατικού δυναμικού. Ταυτόχρονα η παραγωγή ενός PC απαιτεί 1,8 τόνους χημικών, ορυκτών καυσίμων και νερού, ενώ από τη λειτουργία του παράγεται το χρόνο 0,1 τόνοι CO2
[6] Θα πρέπει να έχουν δημιουργηθεί θεσμοί τέτοιοι, που βασιζόμενοι στην ύπαρξη συμβουλίων, στην ισορροπημένη εργασία, στην αμοιβή με βάση τη προσπάθεια και τις θυσίες, στην αυτοδιαχειριστική διαπραγμάτευση των εισροών και εκροών της παραγωγής, στην ίση πρόσβαση πληροφοριών, στην κατάλληλη εκπαίδευση, στην έκφραση των ατομικών επιθυμιών και κοινωνικών αναγκών καθώς και στην αξιολόγηση των κοινωνικών και οικολογικών επιπτώσεων των ατομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων, θα προωθούν την αταξικότητα από τη μια την οικολογική ισορροπία από την άλλη.
Για να επανέλθουν οι σημερινοί εξατομικευμένοι και απογοητευμένοι πολίτες στη δημόσια σφαίρα πρέπει, όπως είπαμε και στην αρχή, να δουν ότι αυτό θα έχει πρακτικό αποτέλεσμα στην καθημερινή τους ζωή. Θα πρέπει να πεισθούν ότι η συμμετοχή τους θα συμβάλει σε αποφάσεις, που τους αφορούν άμεσα και όχι κάπου στο μακρινό μέλλον. Το κλειδί για αυτό είναι ο λεγόμενος «συμμετοχικός δημοκρατικός προϋπολογισμός». Έχει εφαρμοσθεί σε ορισμένες πόλεις της Ν. Αμερικής, όπως στο Πόρτο Αλέγκρε της Βραζιλίας με 1.300.000 κατοίκους.
Ξεκίνησε μέσα από μια σειρά συγκεντρώσεων και συνελεύσεων στη διαιρεμένη σε πολλά μικρά τμήματα πόλη, όπου η δημαρχία καλούσε τον πληθυσμό να συμμετάσχει στη συζήτηση και να συναποφασίσει για τα έργα που θα έπρεπε να μπουν σε προτεραιότητα από τη μεριά της, με βάση τους πόρους που είχε στη διάθεσή της. Οι γειτονιές επιλέγανε τους εκπροσώπους τους ανάλογα με τον αριθμό των συμμετεχόντων στην πρώτη πλατειά συγκέντρωσή τους(π.χ. ένας στους 10, άρα όσο περισσότεροι γείτονες πεισθούν να συμμετάσχουν τόσο περισσότερους εκπροσώπους στέλνει η γειτονιά στη διαδικασία του συμμετοχικού προϋπολογισμού ). Στη συνέχεια οι εκπρόσωποι αφού ενημερωθούν για τα πάντα από τη δημαρχία επιστρέφουν στις γειτονιές και κάνουν μικρότερες συγκεντρώσεις για να καθορισθούν από αυτές τα αιτήματα. Ακολουθεί νέα πλατειά συγκέντρωση ανά τμήμα της πόλης, όπου γίνεται απολογισμός της δημαρχίας και εκλέγονται οι σύμβουλοι του συμμετοχικού προϋπολογισμού( τέτοιοι ,σύμβουλοι εκλέγονται και από άλλες θεματικές επί το πλείστο δομές και φόρα). Αυτοί οι σύμβουλοι έχοντας υπόψη τις προτάσεις και τις μελέτες της δημαρχίας και τα αιτήματα των τμημάτων της πόλης, αποφασίζουν τελικά για το τι θα υλοποιηθεί την επόμενη περίοδο Η διαδικασία συνεχίσθηκε και όσον αφορά στις αποφάσεις για τα έσοδα και τις δαπάνες του δήμου, καθώς και για το που θα πρέπει να γίνονται επενδύσεις κ.λ.π.
Η συμμετοχή των πολιτών αυξανόταν σιγά-σιγά και έφθασε στο 10%(130.000 κάτοικοι)καθώς διαπιστωνόταν από τον ένα χρόνο στον άλλο ότι η διαδικασία αυτή του καθορισμού του προϋπολογισμού με συμμετοχή των πολιτών δεν ήταν απλώς λόγια, αλλά εξελισσόταν σε ένα όργανο σχεδιασμού και ελέγχου της διοίκησης καθώς και σε όργανο ανακατανομής πόρων και ικανοποίησης αναγκών των αδύνατων κοινωνικών στρωμάτων, που ήταν και η πλειοψηφία προφανώς. Έβλεπαν δηλαδή οι πολίτες ότι από αντικείμενο διαχείρισης μετατρεπόταν σε υποκείμενο της διαχείρισης των συνθηκών της ζωής τους και ότι άξιζε τον κόπο να συμμετάσχουν.
Η εμπειρία αυτή μαζί με εμπειρίες από συμμετοχή σε διάφορους άλλους θεσμούς άμεσης δημοκρατίας, που μπορεί να δημιουργήσει ο δήμος, οδηγεί στην κινητοποίηση και τη κοινωνική και πολιτική δράση τους πολίτες και στη μετατροπή τους τελικά σε συλλογικούς πολίτες.