Topikopoiisi
Σελίδες στα Social Media
  • Αρχική
  • Βιογραφικό
  • Θέσεις
  • Άρθρα
  • Οικο-γεωργία
  • Κοινωνική - αλληλέγγυα οικονομία
  • Εκδηλώσεις
  • Βίντεο
  • Ενδιαφέροντα Ιστολόγια
  • Εικόνες
  • Βιβλία
  • Επικοινωνία

Χρήμα, Χρέος και Οικολογικά-Αποαναπτυξιακά Οικονομικά

30/1/2021

0 Comments

 
Τα οικολογικά-αποαναπτυξιακά (οικ-αποαν-) οικονομικά, βασικά έχουν να κάνουν με την έρευνα και την εμβάθυνση στην οικονομία της φύσης. Εξετάζουν τον σημαντικό ρόλο της φύσης ως σύστημα υποστήριξης της ζωής. Προσπαθούν να κατανοήσουν τον ρόλο των οικολογικών και οικονομικών συστημάτων και των αλληλεπιδράσεών τους στις ροές ενέργειας και ύλης, σε αυτόν τον πλανήτη.
Υπάρχουν όμως ακόμα αντιπαραθέσεις σχετικά με το πεδίο και τη φύση των ερευνών και εφαρμογών των οικ-αποαν- οικονομικών. Ενώ ορισμένοι θεωρούν το πεδίο «διεπιστημονικό» που αντλεί ελεύθερα από καθιερωμένους κλάδους, συμπεριλαμβανομένων των νεοκλασικών οικονομικών, άλλοι υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να εξαιρεθούν ιδίως οι γενικές τεχνικές για τη χρηματική αποτίμηση του περιβάλλοντος. Αυτή η αντιπαράθεση έχει να κάνει και με το ζήτημα της ανάλυσης του ρόλου του χρήματος –σαν μέσου ανταλλαγής ή μέσου πλουτισμού-και φαινομένων όπως είναι τα τοπικά νομίσματα, οι τράπεζες χρόνου ή οι 100% αποθεματικές τράπεζες (C-PeRB), σαν εναλλακτικές πρακτικές που εμφανίσθηκαν ιδίως μετά την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση.
Οι τράπεζες C-PeRB δεν έχουν ακόμη υποβληθεί σε περιβαλλοντικά ενημερωμένη κριτική ανάλυση. Αντ 'αυτού, οι κριτικές εργασίες περιορίστηκαν στα συμβατικά οικονομικά και δεν αντιμετωπίζουν πλήρως την υπόθεση για μια μεταρρύθμισή τους στην προοπτική της οικ-αποαν-οικονομίας.
Από την άλλη, παρά το συχνά εμφανές οικολογικό προφίλ τους, τα δίκτυα των τοπικών νομισμάτων σπάνια έγιναν αντικείμενο έρευνας από οικ-αποαν- οικονομολόγους.  Ούτε υπήρξαν αντικείμενο δημοσιευμάτων σε περιοδικά οικ-αποαν- οικονομίας. Έχουν ερευνηθεί κυρίως από κοινωνιολόγους, ανθρωπολόγους και γεωγράφους. Πρόκειται για κλάδους με τους οποίους τα οικ-αποαν- οικονομικά δεν έχουν εμπλακεί και πολύ. Στο βαθμό που αυτά φιλοδοξούν να αποτελέσουν μέρος της εναλλακτικής λύσης στα νεοκλασικά οικονομικά, πρέπει να το κάνουν σε μεγαλύτερο βαθμό. Ουσιαστικά καμία υπάρχουσα έρευνα σε τοπικό νόμισμα δεν έχει εμπλακεί στον «κοινωνικό μεταβολισμό»[1] με μια προσέγγιση μέτρησης υλικών και ενεργειακών ροών, πράγμα που αποτελεί μια σημαντική περιοχή έρευνας των οικ-αποαν- οικονομικών. Αυτό θα παρείχε έναν πρόσθετο τρόπο σύλληψης και αξιολόγησης του «μεταβολισμού» των τοπικών νομισμάτων. Ένα παράδειγμα θα ήταν να διερευνηθεί ο βαθμός στον οποίο τα τοπικά νομίσματα διευκολύνουν τον εναλλακτικό τρόπο διαβίωσης, ο οποίος έχει αξιολογηθεί κυρίως βάσει υποκειμενικών υπολογισμών ή συγκρίνοντας το «μέγεθος» της τοπικής νομισματικής σφαίρας με την επίσημη σφαίρα απασχόλησης από άποψη νομισματικής αξίας ή ωρών δραστηριότητας. Σε μια οικ-αποαν- οικονομία, η αξιολόγηση του σχετικού μεγέθους όσον αφορά τις ροές ενέργειας και υλικών θα συμπληρώσει την εικόνα της πραγματικής ανεξαρτησίας από το καπιταλιστικό σύστημα.

Υπάρχει η ανάγκη για μια βιοφυσική προσέγγιση στην έρευνα για το χρήμα και τον ρόλο των τοπικών νομισμάτων στις ανταλλαγές των τοπικών οικονομιών και γενικότερα, στις μετα-καπιταλιστικές «αποαναπτυξιακές οικονομίες». Αυτό που θα χρειασθεί σίγουρα είναι να ξεπερασθεί η σημερινή οικονομική πραγματικότητα της «εμπορευματοποίησης», όπου τα αγαθά και οι υπηρεσίες παράγονται όλο και περισσότερο από καπιταλιστικές εταιρείες με σκοπό το κέρδος που υλοποιείται στις αγορές και όχι από το κράτος, τον δήμο ή την κοινότητα.
Αντίθετα με τα δόγματα της εμπορευματοποίησης που οδηγούν στην εξαφάνιση της μη αμοιβόμενης εργασίας που αφορά στη διαβίωση, οι πληθυσμοί των «αναπτυγμένων» οικονομιών ξοδεύουν σήμερα το ίδιο χρονικό διάστημα για εργασία χωρίς αμοιβή με εκείνο της επίσημα αμοιβόμενης εργασίας. Επιπλέον, κατά τα τελευταία σαράντα χρόνια, υπάρχει η τάση: ο χρόνος που αφιερώνεται στις λειτουργίες διαβίωσης, θα αυξάνεται σε σχέση με το χρόνο που αφιερώνεται στην επίσημη απασχόληση.
Η άποψη ενός ηγεμονικού, συνολικού, ολοκληρωτικού και νικηφόρου καπιταλισμού αποκαλύφθηκε ως ψευδαίσθηση, με την εξέλιξη των σημερινών δομικών κρίσεων. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα εναλλακτικά μελλοντικά κοινωνικά συμβόλαια δεν φαίνονται πλέον τόσο αδικαιολόγητα, όσο στο παρελθόν, όταν η εμπορευματοποίηση θεωρήθηκε ως ένα φυσικό και αναπόφευκτο φαινόμενο. Το μέλλον θα γίνει ξαφνικά πολύ πιο ανοιχτό και γεμάτο ατελείωτες νέες δυνατότητες. Οι οικ-αποαν- οικονομολόγοι, πιστεύουν ότι ο σημερινός κυρίαρχος ανθρωπολογικός τύπος είναι πολύ δύσκολο να αποδεχτεί την ανάλυση ότι ο «ορυκτός ενεργειακός πολιτισμός» βρίσκεται στο τελευταίο του στάδιο. Πολύ δύσκολα επίσης φαίνεται να αποδεχθεί τη θεωρία ότι παγκόσμια κυριαρχία του καπιταλισμού- ή η έλλειψή της - στηρίζεται στον βαθμό στον οποίο η ανθρώπινη κατανάλωση ενέργειας και υλικών διαμεσολαβείται από τις καπιταλιστικές (δηλαδή τις κερδοσκοπικές ή τις «αναπτυσσόμενες» ή τις περισσότερο ή λιγότερο ανταγωνιστικές) αγορές.
Οι προηγμένες οικονομίες που μελετήθηκαν από τους «αποαναπτυξιακούς», οφείλουν μεγάλο μέρος της βασικής τους κοινωνικής οργάνωσης στην παρουσία μιας συνεχούς παροχής φθηνής ορυκτής ενέργειας και φθηνών υλικών, με μεσολάβηση σε μεγάλο βαθμό από καπιταλιστικές εταιρείες (αν και μπορούμε να παραδεχθούμε ότι συμμετέχουν σε αυτή τη διαμεσολάβηση, τουλάχιστον εν μέρει, επίσης κρατικές επιχειρήσεις). Ο Εταιρικός έλεγχος των ίδιων των επιθυμιών και των επιδιώξεων των ανθρώπινων κοινωνιών είναι μια τεράστια πηγή κοινωνικής δύναμης. Μιλώντας μεταφορικά, οι ώρες που κάθε μέρα οι άνθρωποι μπορούν να παραμείνουν «αποσυνδεδεμένοι» από αυτό το σύστημα, είναι λιγότερες σχετικά με τις ώρες «σύνδεσης». Τις ώρες που κάθε μέρα απαιτούν και επιβάλουν οι κοινωνικοπολιτικές σχέσεις ισχύος- με τη δύναμη της επιτακτικής ανάγκης για ικανοποίηση των ενδοσωματικών και εξωσωματικών μας ατομικών αναγκών σε ενέργεια και υλικά. Και ο βαθμός της ατομικής εξάρτησης από την καπιταλιστική οικονομία δεν μπορεί να μετριέται γραμμικά σε μία μόνο κλίμακα.
Ο χρόνος, ως η τέταρτη διάσταση του φυσικού συνεχούς χωροχρόνου έχει και φυσική υπόσταση. Έτσι και η ανάλυσή του - με αυτή την ευρεία έννοια-είναι και φυσική. Για όλη την ποικιλομορφία της πολιτισμικά προσαρμοσμένης έννοιας του χρόνου, η σταθερή βάση είναι η φυσική πραγματικότητα. Αυτή η παρατήρηση, ωστόσο, δεν έχει σχεδόν καθόλου άμεση σημασία στους κοινωνικούς επιστήμονες που ερευνούν παραπέρα κοινωνικο-οικολογικές μεταβάσεις από τον σημερινό καπιταλισμό.
Το χρήμα, από την άλλη πλευρά, είναι ένα φαινόμενο για το οποίο η κατανόηση των δεσμών μεταξύ της κοινωνικής και της φυσικής πραγματικότητας πρέπει να είναι κεντρικό ζήτημα στην αντίστοιχη θεωρία. Αυτό μπορεί να είναι ένας ισχυρισμός, επειδή το χρήμα - από την ουσία του - δεν έχει καμία σταθερή βάση στη φυσική πραγματικότητα. Αντ 'αυτού βασίζεται κυρίως σε ένα σύνολο κοινωνικών θεσμών. Μερικοί οικ-αποαν- οικονομολόγοι έχουν συνεισφέρει στη συζήτηση για την κατανόηση του εναλλακτικού χρήματος που δημιουργείται από εναλλακτικούς κοινωνικούς θεσμούς σήμερα. Τόσο για τα πλεονεκτήματα, όσο επίσης και για ορισμένες αδυναμίες αυτών των πρωτοπόρων προσπαθειών.
Οι σχέσεις χρέους και ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής-αύξησης της εντροπίας
Δεν μπορούμε, σαν κοινωνία, να κάνουμε μόνιμη και φυσική μια ανθρώπινη σύμβαση, όπως είναι το χρέος και η απαίτηση τόκου(μέσω του οποίου αυξάνεται συνεχώς όχι μόνο το χρέος κάποιων-των δανειζόμενων- αλλά και ο πλούτος των πιστωτών τους), με τέτοιο παράλογο τρόπο που να αυξάνεται ο συνολικός κοινωνικός πλούτος. Γιατί αυτή η σύμβαση είναι ενάντια στον φυσικό νόμο της φθοράς και υποβάθμισης των υλικών και ενέργειας μέσω της χρήσης τους. Ενάντια στον λεγόμενο 2ο νόμο της θερμοδυναμικής στη φυσική[2]- πράγμα που οδηγεί στην ουσία στη μείωση του πραγματικού πλούτου μιας κοινωνίας. Η σημασία αυτού του φυσικού νόμου για τις κοινωνίες εκδηλώνεται στην έκφραση για το κλειστό φυσικό σύστημα της Γης: «Δεν υπάρχει στη φύση, δωρεάν γεύμα»!  Μόνο αν θεωρήσουμε τον πλανήτη ως ανοικτό προς το ηλιακό μας σύστημα, τότε αυτό που είναι δωρεάν είναι η ηλιακή ενέργεια και οι μετατροπές της σε αιολική, χημική κ.λπ.
Είναι μια συλλογική ψευδαίσθηση ότι η κοινωνία, ως σύνολο, θα μπορούσε να ζήσει καλύτερα δείχνοντας ενδιαφέρον για μια ιδέα που έγινε δημοφιλής κυρίως μετά τους παγκόσμιους πολέμους. Πριν από αυτούς η επιθυμία των ανθρώπων να κατέχουν πλούτο ήταν περιορισμένη, γιατί όλοι ήξεραν ότι ο υλικός πλούτος - που υπόκειται στις δυνάμεις της εντροπίας - εξαφανίζεται με το πέρασμα του χρόνου.
Επομένως: Μέσα από το χρήμα και τους τόκους, αυτό που θέλουν οι άνθρωποι να πετύχουν δεν είναι ουσιαστικός πλούτος και ευζωία, αλλά χρέη που δεν σαπίζουν, που δεν είναι ακριβά και μπορούν να συνεχίζουν να ενδιαφέρονται οι ίδιοι, αιώνια. Έτσι, ο ατομικός πλούτος όλο και περισσότερο τείνει να έχει τον χαρακτήρα των νομικών μέσων: συμβάσεων-συμβολαίων και συμφωνιών. Τέτοια μέσα είναι το χρήμα, το ιδιωτικό-εθνικό χρέος, τα δάνεια και επενδύσεις στη βιομηχανία. Καθορίζουν όμως την κατανομή των εθνικών και των μεταξύ των ατόμων εσόδων. Για εννοιολογική σαφήνεια, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι αυτό που επικρίνεται πρωτίστως εδώ είναι η τοκοφόρα σχέση χρέους για τη δημιουργία λογιστικού πλούτου, όχι το χρήμα ως μέσο ανταλλαγής. Κριτικάρεται, από οικολογική φυσικο-επιστημονική σκοπιά, η δημιουργία νέου χρήματος-μέσω διανθρώπινης και κοινωνικά αποδεκτής σύμβασης-από το ίδιο το χρήμα και όχι από την ανθρώπινη δραστηριότητα που διαμορφώνει ευνοϊκά για τον άνθρωπο το περιβάλλον γύρω του.
Η σχέση χρέους ορίζεται από τον ποσοτικό προσδιορισμό της υποχρέωσης του οφειλέτη να πληρώσει στον «λογαριασμό» του πιστωτή μέσω μιας λογιστικής μονάδας ή χρημάτων. Μόλις ποσοτικοποιηθεί ένα χρέος, μπορεί να υπόκειται - ανάλογα με την κοινωνική πρακτική - σε απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς προκαλώντας το ενδιαφέρον των «επενδυτών». Η αντίφαση μεταξύ των μαθηματικών του χρέους και των νόμων που διέπουν την φυσική ανάπτυξη, είναι ένα παλιό φαινόμενο, από τότε που εμφανίσθηκε το πρώτο νόμισμα και η ανάγκη της συλλογικής και ατομικής διαχείρισης του χρέους. Πολλές φορές μάλιστα αντιμετωπίσθηκε από τις κοινωνικοπολιτικές εξουσίες στα πλαίσια των ιστορικών κοινωνιών με τη μέθοδο της διαγραφής των χρεών, της «σεισάχθειας»! Η σεισάχθεια στην ουσία επαναφέρει την διασαλευθείσα ισορροπία μεταξύ του λογιστικού πλούτου και του πραγματικού υπάρχοντος πλούτου στις κοινωνικές συνθήκες.
Μια σημαντική διαφορά μεταξύ των χρεών στις ιστορικές κοινωνίες και στις σύγχρονες οικονομίες πρέπει να τονισθεί. Στις πρώτες, η δημιουργία των εντολών χρέους περιοριζόταν σε μεγάλο βαθμό από τη διαθεσιμότητα φυσικών αγαθών-πόρων (και προσωπικών υπηρεσιών). Τα χρέη σε αυτές δημιουργήθηκαν π.χ. από δανεισμούς φυσικών χρηματικών αντικειμένων, ή μέσω καταναλωτικών δανείων και υπεραναλήψεων των καταναλωτών. Αντίθετα, στις σύγχρονες οικονομίες, δεν υπάρχει κανένα φυσικό όριο στις πιστωτικές εντολές που μπορούν να δημιουργηθούν από τις τράπεζες, καθώς τις εκδίδουν «από το τίποτα» και προκαταβάλουν κεφάλαια σε δανειολήπτες.
Η ιστορική αποϋλοποίηση των νομισματικών μέσων ανταλλαγής– από μέταλλα, πρώτα σε χαρτονομίσματα που περιορίζονταν από μεταλλικά αποθέματα, ύστερα σε μη καλυπτόμενα χάρτινα μπλοκ επιταγών και αργότερα με μαγνητικά ίχνη σε δίσκους υπολογιστών που μεταδίδονται μέσω πλαστικών καρτών – ήταν βασικός παράγοντας για τις διαδικασίες ηγεμόνευσης της χρηματικής οικονομίας και για την αύξηση των συνολικών επιπέδων χρέους, στα πλαίσια της παγκοσμιοποιημένης πια καπιταλιστικής οικονομίας. Μόλις δοθεί η εντολή και πραγματώνεται η σύμβαση, η σχέση χρέους παίρνει μια μαθηματική ζωή από μόνη της, χρειάζεται μόνο «μεταφυσικά χρήματα» ή «βιβλία καταγραφής» για να αυξηθεί το χρήμα από μόνο του! Στον τομέα της μελλούμενης νομισματικής και χρηματοπιστωτικής μεταρρύθμισης, μπορούμε συνεπώς να διακρίνουμε μεταξύ μέτρων που αναφέρονται άμεσα στη σχέση χρέους, και άλλων που το πράττουν έμμεσα περιορίζοντας τη δημιουργία κεφαλαιακών δανείων.
Μεταρρύθμιση στην χρηματική οικονομία
Η κριτική κάποιων οικ- αποαν- οικονομολόγων, με βάση το νόμο της εντροπίας, ήταν αναμφισβήτητα η πιο σημαντική αναλυτική συμβολή στην οικ-αποαν- χρηματική οικονομία.
 Όσον αφορά στα μέτρα πολιτικής και στις προτάσεις μεταρρύθμισης, η κριτική τους αφορά κυρίως στον τρόπο με τον οποίο δημιουργούνται τα νομισματικά μέσα ανταλλαγής (παραβιάζοντας τον πρώτο νόμο της θερμοδυναμικής, δηλαδή της εξοικονόμησης ενέργειας) και προτείνουν αποθεματικές μόνο τράπεζες C-PERB. Ξεχωρίζουν τις 100% αποθεματικές τράπεζες -έναντι των ποσοστιαίου αποθεματικού τραπεζών – υποστηρίζοντας ότι C-PERB θα αντικαταστήσουν ένα επιστημονικό εθνικό νομισματικό σύστημα, «αφήνοντας τα πάντα όπως είναι», και ισχυριζόμενοι ότι η ανάρρωση της φύσης και των οικοσυστημάτων θα ήταν ταχεία και ολοκληρωμένη.
Προτείνουν επίσης μέτρα που αφορούν άμεσα τη σχέση χρέους, όπως τον «φόρο χρέους», του οποίου το επιτόκιο θα καθοριστεί ίσο με το μέσο επιτόκιο των σύνθετων τόκων και θα μπορούσε να «καταργήσει όλα τα χρέη με απόσβεση». Φαίνεται ότι η πρότασή τους δεν είναι η πρακτική περιοδικών ακυρώσεων ιδιωτικών χρεών(περιοδικής σεισάχθειας δηλαδή), γιατί υποστηρίζουν ότι οι C-PeRB θα φρόντιζαν, ως επί το πλείστον, για την εξάλειψη υπερβολικών ιδιωτικών χρεών, από μόνες τους.


[1] Ο όρος «κοινωνικός μεταβολισμός» χρησιμοποιείται μεταφορικά και αφορά στην κατανάλωση πόρων στα πλαίσια ενός συστήματος κοινωνικών σχέσεων.

[2] Σύμφωνα με το “2ο Θερμοδυναμικό αξίωμα”, η εντροπία, δηλαδή η αταξία ενός συστήματος τείνει, αν αφεθεί μόνο του, να αυξηθεί. Δηλαδή, δεν μπορεί αυθόρμητα, ένα σύστημα να μεταβεί σε κατάσταση μεγαλύτερης τάξης, αλλά τείνει σε κατάσταση μεγαλύτερης αταξίας. Σήμερα συνηθίζεται να χρησιμοποιούμε τον όρο εντροπία σε συνδυασμό με τον δεύτερο Θερμοδυναμικό Νόμο. Με την εντροπία να δηλώνει την μη διαθέσιμη ενέργεια ενός συστήματος, η έκφραση του Δεύτερου Νόμου που αναφέρει ότι «σε ένα Κλειστό Σύστημα η διαθέσιμη ενέργεια δεν μπορεί να αυξάνει» γίνεται ισοδύναμη με: «η εντροπία ενός κλειστού συστήματος δεν μπορεί ποτέ να μειώνεται». «Μόνο η ζωή παρατηρείται να προκύπτει ως οργάνωση από τη σχετική αταξία της ανόργανης ύλης, μειώνοντας την εντροπία» (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%BD%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%80%CE%AF%CE%B1)
 .

0 Comments

Στρατηγικές και πρακτικές της Αποανάπτυξης

28/1/2021

0 Comments

 
Αν ορίσουμε την κοινωνία των πολιτών ως ανοιχτή αρένα, όπου συμμετέχουν διαφόρων κατευθύνσεων πολιτικώς δρώντες, τότε είναι αναγκαίο να διερευνήσουμε πολλούς διαφορετικούς παράγοντες εμπλοκής τους (ή αποδέσμευσης) με άλλες δυνάμεις και πηγές εξουσίας στην κοινωνία, τόσο στο κράτος όσο και στην αγορά. Από αυτή την άποψη, είμαστε υποχρεωμένοι να εξετάσουν μια ποικιλία φορέων και στρατηγικών που δρουν και αναπτύσσονται στο όνομα της αποανάπτυξης, καθώς και τους δρώντες και τις πρακτικές εκείνων των οποίων τα ιδανικά, χωρίς ρητή αναφορά στην αποανάπτυξη, ευθυγραμμίζονται με το πλαίσιό της.
Έχοντας κατά νου την ποικιλομορφία του ακτιβισμού στην αρένα της κοινωνίας των πολιτών, εντοπίζουμε ένα συνεχές στους ακτιβιστές για την αποανάπτυξη:
-Από τη μία πλευρά, βρίσκουμε ομάδες που συνεργάζονται με δημόσιες αρχές για οριακές μεταρρυθμίσεις (π.χ. πολιτικά κόμματα), εκείνες που συνεργάζονται με καθιερωμένες πολιτικές οργανώσεις της κοινωνίας (π.χ. μη κυβερνητικές οργανώσεις –ΜΚΟ-, κοινωνικές επιχειρήσεις, κ.λπ.) ή εκείνοι που ενεργούν ως ομάδες πίεσης σε βασικούς δημοκρατικούς θεσμούς (π.χ. εργατικά συνδικάτα).
-Από την άλλη πλευρά, τοποθετούμε εκείνους που αγωνίζονται σε (νέα) κοινωνικά κινήματα για πιο ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, εκείνοι που μπορούν να αναγνωριστούν ως ακτιβιστές που δημιουργούν εναλλακτικές λύσεις ή οργανώνουν πολιτικές ανυπακοής και, στο άκρον, ακτιβιστές που θεωρούνται ανατρεπτικοί από τις υπάρχουσες αρχές ή, γενικότερα, από το κυρίαρχο κοινωνικό και πολιτικό φαντασιακό.
Τα δίκτυα πολιτών που αντιτίθενται στην παγκοσμιοποιημένη αγορά έχουν πολλαπλασιαστεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες (όπως. το παγκόσμιο κίνημα δικαιοσύνης, ή τα κινήματα Occupy / «αγανακτισμένων»). Οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης υπήρξαν αναπόσπαστο μέρος αυτών των δικτύων, τα οποία αποτελούνται από ένα ετερογενές σύνολο δρώντων, συμπεριλαμβανομένων ακτιβιστών βάσης που αντιτίθενται στην εμπορευματική κοινωνία, ακτιβιστών που αναπτύσσουν εναλλακτικές λύσεις, ακαδημαϊκών ερευνητών και πολιτικών. Κοινωνικά δίκτυα που ρητά εντάσσονται στην αποανάπτυξη έχουν επίσης εμφανιστεί σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο από το 2000 στη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία. Υπάρχει επίσης ένα ανεπίσημο διεθνές ακαδημαϊκό δίκτυο που ενοποιείται γύρω από τα συνέδρια της αποανάπτυξης.
Το κίνημα εξαπλώνεται τώρα στο Βέλγιο, την Ελβετία, τη Φινλανδία, την Πολωνία, την Ελλάδα, τη Γερμανία, την Πορτογαλία, τη Νορβηγία, τη Δανία, την Τσεχική Δημοκρατία, το Μεξικό, τη Βραζιλία, το Πουέρτο Ρίκο και τον Καναδά. Περισσότερες από 50 ομάδες από όλο τον κόσμο διοργάνωσαν ταυτόχρονα «πικνίκ» για να υποστηρίξουν ότι η αποανάπτυξη είναι επίσης ένα παράδειγμα επιστημονικής καθοδήγησης του ακτιβισμού, όπου ένα ακτιβιστικό σύνθημα ενσωματώνεται αργά σε μια έννοια που αναλύεται και συζητείται στον ακαδημαϊκό χώρο. Παρομοίως, μπορούμε να αναφερθούμε σε «ακτιβιστική γνώση», «ερευνητική συνεργασία» μεταξύ ακαδημαϊκών και εμπλεκόμενων ακτιβιστών, «συνεργατική έρευνα» ή «έρευνα δράσης». Η ακτιβιστική γνώση αναφέρεται σε εμπειρίες βασισμένες στην εμπειρία που προέρχονται από ομάδες της κοινότητας, από την κοινωνία των πολιτών, τις γυναικείες ομάδες, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τις οργανώσεις βάσης κ.λπ.
Η γνώση που αποκτήθηκε από την εμπειρία και τον ακτιβισμό βάσης έχει ήδη οδηγήσει στη δημιουργία νέων εννοιών, όπως τα οικολογικά και κλιματικά χρέη, η βιο-πειρατεία και η λαϊκή επιδημιολογία. Τα συνέδρια της αποανάπτυξης αποκλίνουν από τα τυποποιημένα μοντέλα οργάνωσης ακαδημαϊκών συνεδρίων και χρησιμοποιούν πρακτικές και τεχνικές άμεσης δημοκρατίας για να συζητήσουν και να αναπτύξουν προτάσεις πολιτικής και ερευνητικές προτεραιότητες σε διάφορους τομείς.
Οι περισσότερες ΜΚΟ, τα συνδικάτα και τα πολιτικά κόμματα δεν έχουν ακόμη συζητήσει την αποανάπτυξη. Ωστόσο, με την επιδείνωση της παγκόσμιας πολυδιάστατης κρίσης, το ζήτημα διεισδύει όλο και περισσότερο στις ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές συζητήσεις. Η καθιέρωση διαλόγου με τα συνδικάτα παραμένει εκκρεμής. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι στη Γερμανία, μόλις αναδύεται μια ευρεία συζήτηση σχετικά με τα «όρια της ανάπτυξης» και τα μεγάλα συνδικάτα συμμετείχαν σε ένα συνέδριο με θέμα το «Post-Wachstum» (μετά την ανάπτυξη) που διοργανώθηκε στο Βερολίνο τον Μάιο του 2011, στο οποίο συμμετείχαν 2000 άτομα στις ζωντανές συζητήσεις για την αποανάπτυξη. Άλλα μικρά και ριζοσπαστικά συνδικάτα, όπως η ισπανική αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση Confederacionn General del Trabajo, έχουν επίσης αποδεχθεί την στρατηγική της αποανάπτυξης.
Παρόμοια διστακτικότητα έχει φανεί και από διεθνείς ΜΚΟ. Για παράδειγμα, οι ηγέτες της ATTAC (Ένωση για τη φορολογία των χρηματοοικονομικών συναλλαγών και τη βοήθεια στους πολίτες) τείνουν να είναι σκεπτικοί για την αποανάπτυξη, αν και ορισμένοι τοπικοί κλάδοι της έχουν αποδειχθεί λιγότερο δύστροποι στο θέμα. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για την Greenpeace και τους Friends of the Earth. Εξαίρεση αποτελεί το Ecologistas en Accio´n, το μεγαλύτερο ισπανικό δίκτυο περιβαλλοντικών οργανισμών, το οποίο αποφάσισε να υποστηρίξει επίσημα την αποανάπτυξη και ξεκίνησε μια εκστρατεία για τα «λιγότερα είναι περισσότερο», το 2007.
Τα πολιτικά κόμματα σε ολόκληρη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων των πράσινων κομμάτων, έχουν αγνοήσει γενικά την αποανάπτυξη, με μόνη εξαίρεση το γαλλικό πράσινο κόμμα που μιλά για «επιλεκτική ανάπτυξη» και το μέλος του Yves Cochet, πρώην Γάλλος Υπουργός Περιβάλλοντος, ο οποίος υπερασπίζεται δημόσια την οικονομική αποανάπτυξη. Απομένει να δούμε τι θα συμβεί στην Ιταλία, όπου μέσα στο Κίνημα 5 αστέρων υπάρχουν αρκετές τοπικές ομάδες που έχουν δείξει ενδιαφέρον για την αποανάπτυξη. Έχουν γίνει επίσης ορισμένες προσπάθειες για τη δημιουργία νέων και ad hoc κομμάτων ή πολιτικών κινημάτων, με ένα αρχικό αλλά πρόωρο «κόμμα για την αποανάπτυξη» στη Γαλλία. Μερικά άλλα μικρά αριστερά κόμματα έχουν δείξει ενδιαφέρον και αναφέρουν την αποανάπτυξη στα πολιτικά τους προγράμματα, όπως τα Ισπανικά Izquierda Unida, Bildu στη Χώρα των Βάσκων ή Candidatura d'Unitat Popular και Iniciativa per Catalunya Verds στην Καταλονία. Στην Ιταλία, τα κόμματα της αποανάπτυξης όπως το Costituente ecologista, το Uniti, το ma diversi ή το Partito per la Decrescita δεν δημιούργησαν μεγάλο ενδιαφέρον, ενώ το πιο καινοτόμο Rigenerazioni, το οποίο προτείνει μια πλατφόρμα για μη συμμετοχή στις εκλογές, έχει προκαλέσει ευρύτερη αποδοχή.
Η αποανάπτυξη άνθισε με επιτυχία στα διάκενα των ακτιβιστικών σφαιρών επιρροής, που είναι λιγότερο θεσμοθετημένα, πιο πρωτοποριακά και ριζοσπαστικά. Τέτοιοι τοπικοί ακτιβιστές (συχνά κινούμενοι από πιο ρεαλιστικές ανησυχίες παρά από γενικά ιδεολογικά ή πολιτικά μανιφέστα) προωθούν τοπικές, αποκεντρωμένες, μικρής κλίμακας, συμμετοχικές και, ως εκ τούτου, πιο αυτόνομες εναλλακτικές λύσεις όπως ποδηλασία, ανταλλαγή αυτοκινήτων, επαναχρησιμοποίηση, χορτοφαγία ή βίγκαν, στέγαση, αγρο-οικολογία, οικολογικά χωριά, οικονομία αλληλεγγύης, καταναλωτικοί συνεταιρισμοί, εναλλακτικές (λεγόμενες ηθικές) τράπεζες ή πιστωτικοί συνεταιρισμοί, καθώς και αποκεντρωμένοι συνεταιρισμοί ανανεώσιμης ενέργειας.
Μια (βιο) ποικιλομορφία δράσεων, η οποία ορίζεται ως «nowtopia» («νυντοπία»,τόποι του τώρα), εξαρτάται από την αλλαγή των ανθρώπινων αξιών και συμπεριφορών που εκδηλώνονται σε ένα βιώσιμο τρόπο ζωής στον οποίο κυριαρχούν η εθελοντική απλότητα (λιτότητα), το «ζούμε καλύτερα με λιγότερα», το μειωμένο επίπεδο χρήσης πόρων και η επιβράδυνση των ρυθμών ζωής. Αυτές οι εναλλακτικές λύσεις για τα σημερινά πρότυπα κατανάλωσης διαδίδονται συχνά στο ευρύ κοινό μέσω ειδικών περιοδικών όπως τα καταλανικά Opcions και η ιταλική Altraeconomia.
Ένα προφανές ζήτημα, φυσικά, ήταν και είναι αυτό της κλίμακας. Πολλοί ξεκινούν με μια αλλαγή στον τρόπο ζωής τους και στη συνέχεια συνεχίζουν σε υψηλότερες κλίμακες όπως γειτονιές, πόλεις και περιοχές. Η πιο γνωστή διεθνής πρωτοβουλία σε αστικό επίπεδο είναι το Δίκτυο Μεταβατικών Πόλεων (Transition Towns -TT) που ξεκίνησε το 2006, το οποίο στοχεύει στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, στην αύξηση της αυτονομίας-αυτάρκειας των τοπικών δήμων και στη μείωση της κατανάλωσης ορυκτής ενέργειας. Μερικά χρόνια πριν, εμφανίστηκαν παρόμοιες εμπειρίες στην Ιταλία, όπως το Δίκτυο Νέων Δήμων (Rete Nuovi Municipi), το οποίο προωθούσε την άμεση δημοκρατία για αυτοβιώσιμη τοπική ανάπτυξη και το δίκτυο Virtuous Towns (Comuni Virtuosi), δίκτυο πόλεων που έδωσαν έμφαση στον περιβαλλοντικό σχεδιασμό, στα οικολογικά αποτυπώματα, στις πολιτικές μηδενικών αποβλήτων και στον βιώσιμο τρόπο ζωής για τους πολίτες τους. Όλες αυτές οι περιπτώσεις είναι η έκφραση αυτού που θα μπορούσε να οριστεί ως βέλτιστες πρακτικές ενεργών πολιτών και διορατικότητας των τοπικών αρχών, οι οποίοι συνεργάζονται στενά μεταξύ τους για να πραγματοποιήσουν έναν καλύτερο (τοπικοποιημένο) κόσμο, μειώνοντας την κατανάλωση, την παραγωγή και τη χρήση των φυσικών τους πόρων, καθώς και ενισχύοντας την αυτονομία τους από τις δυνάμεις της αγοράς.
Έχει υποστηριχθεί ότι το κίνημα TT είναι ένα παράδειγμα της μετα-πολιτικής, επειδή βασίζεται στην υπόθεση ότι μπορεί πάντα να βρεθεί συναίνεση, ενώ η πολιτική είναι, συχνά, η σύγκρουση ανταγωνιστικών και μη συμφιλιωτικών ρητορικών. Από τη μία πλευρά, το TT επικεντρώνεται κυρίως σε μία προβληματική (peak oil και climate change: πετρέλαιο-αιχμής και κλιματική αλλαγή). από την άλλη πλευρά, το TT δεν μπαίνει ποτέ σε συγκρούσεις με εδραιωμένα συμφέροντα και παράγοντες που υπερασπίζονται τις ατζέντες υπέρ της ανάπτυξης (εάν δεν υπάρχει κανένας υπεύθυνος, τότε δεν υπάρχουν εχθροί). Επομένως, καταλήγει να προτείνει πρακτικές λύσεις που δεν τεκμηριώνονται απαραίτητα από μια σαφή ανάλυση των βασικών αιτίων της σύγχρονης δυσχερούς κατάστασης. Αυτό, φυσικά, δεν αμφισβητεί την εντυπωσιακή επιτυχία του TT να κινητοποιήσει κοινότητες. Παρόμοια με αυτές τις πρωτοβουλίες είναι μια σειρά από εμπειρίες που θα μπορούσαν να ομαδοποιηθούν υπό την ιδέα των οικολογικών κοινοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των οικολογικών χωριών και των πρωτοβουλιών για τη στέγαση.
Αξίζει να αναφέρουμε εδώ τις «περιαστικές» καταλήψεις της Βαρκελώνης, όπως τα εγχειρήματα Kan Pasqual, Can Piella και Can Masdeu. Μακριά από τον προσδιορισμό των κρατικών και καπιταλιστικών αγορών (συμπεριλαμβανομένης της αγοράς εργασίας) ως πηγών των κοινωνικών φαντασιακών τους, οι κάτοικοί τους (και, σε κάποιο βαθμό, οι συμμετέχοντες στα κοινωνικά τους κέντρα και στους οργανικούς κήπους της κοινότητάς τους) επιδιώκουν τρόπους ζωής που βασίζονται σχετικά στην εναλλακτική κοινοτική διαβίωση, όπου η οριζόντια αυτοοργάνωση και η επιδίωξη της αυτονομίας είναι κεντρικής σημασίας (π.χ. πρακτικές του do-it-yourself -«κάντε το μόνοι σας»- όπου ο «εαυτός» μπορεί επίσης να καθορίζεται σε κοινοτικό επίπεδο). Αυτές οι πρακτικές περιστρέφονται γύρω από τη σημασία του «χρόνου» (εστιάζοντας στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται ο χρόνος για την ικανοποίηση των αναγκών, αλλά και στον προσωπικό χρόνο που απαιτείται) και την κατάργηση οποιασδήποτε διαμεσολάβησης της αγοράς (π.χ. μέσω της δημιουργίας πρωτοβουλιών αυτοαπασχόλησης, όπως για το ψωμί, τη ζυθοποιία, τις υπηρεσίες αποκατάστασης κ.λπ.) ή, σε μικρό βαθμό, με κάποια μορφή συμμετοχής στην αγορά εργασίας. Τέτοιες πρακτικές διαχείρισης του χρόνου- οι οποίες είναι κοινές για τον τρόπο ζωής πολλών καταληψιών και είναι πιο σχετικές σε αγροτικές και περιαστικές περιπτώσεις-δεδομένης της δυνατότητας πρωτογενούς παραγωγής και των δραστηριοτήτων do-it-yourself, χαρακτηρίζονται από αντίθεση στον καπιταλισμό μέσω της απόρριψης της μισθωτής εργασίας.
Το κίνητρο πίσω από την άμισθη εργασία είναι, σε αυτές τις περιπτώσεις, ισχυρότερο από τα οφέλη της μισθωτής εργασίας. Η εμπειρία των αγροτικών-περιαστικών καταλήψεων, που στηρίζονται σε τρόπους ζωής οι οποίοι βασίζονται στην αυτο-οργάνωση, τη συνεργασία και την μη αμειβόμενη εργασία, σε συνδυασμό με ένα καθεστώς αυτοπροτεινόμενης λιτότητας και αντι-καταναλωτισμού, μειώνουν δραματικά την ανάγκη για χρηματικό εισόδημα και, κατά συνέπεια, την ανάγκη για πλήρη απασχόληση. Παρόλο που μοιάζει με το κίνημα TT στους τελικούς του στόχους, οι Kan Pasqual, Can Masdeu και Can Piella είναι επίσης καταλήψεις και, ως εκ τούτου, αμφισβητούν την ατομική φτώχεια εν γένει και ειδικότερα την κερδοσκοπία ακινήτων, η οποία έχει αναγνωριστεί σε μεγάλο βαθμό ως διαρθρωτική αιτία της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Αμέσως μετά την ίδρυσή του, τα μέλη του Can Masdeu, μέσω μιας δράσης πολιτικής ανυπακοής, αντιστάθηκαν σε μια προσπάθεια έξωσης. Αποφεύγοντας τη χρήση βίας, η αντίσταση ενάντια στην απόπειρα έξωσης συνέβαλε στη θετική διαμόρφωση της αντίληψης που είχε η κοινωνία για αυτούς τους καταληψίες. Η δράση είχε ως στόχο την υπεράσπιση του έργου των καταλήψεων των οποίων η βασική φιλοσοφία βρισκόταν στο περιθώριο αυτού που θα μπορούσε να γίνει κατανοητό ως μια «ασυνήθιστη» μορφή ζωής, στο βαθμό που αρνείται τις κύριες αξίες όπως η ιδιοκτησία, η απασχόληση, η άνεση και, πάνω απ 'όλα, η «ανάπτυξη για χάρη της ανάπτυξης».
Σε περιφερειακό επίπεδο, υπάρχουν εμπειρίες όπως τα Ιταλικά δίκτυα αλληλέγγυας οικονομίας (στα ιταλικά, Reti di Economia Solidale). Ιδρύθηκαν το 2002, είναι ένα πείραμα για να αρθρώσουν και να εδραιώσουν τις υπάρχουσες εμπειρίες μέσω της δημιουργίας οικονομικών κυκλωμάτων, όπου τα διάφορα συμμετέχοντα εγχειρήματα υποστηρίζουν το ένα το άλλο, ανταλλάσσουν και δημιουργούν χώρους κοινωνικής αγοράς ενώ στοχεύουν στην ευημερία και τη βιωσιμότητα. Έχουν δημιουργήσει περισσότερες από 20 περιφέρειες αλληλέγγυας οικονομίας (στα ιταλικά, Distretti di Economia Solidale) με εκατοντάδες μικρές επιχειρήσεις που εργάζονται ως σύμπλεγμα επιχειρήσεων υπό ισχυρές κοινωνικο-οικολογικές αρχές.
Παρομοίως, διάφορες κοινωνικές ομάδες έχουν αναπτύξει τον Καταλανικό Συνολικό Συνεταιρισμό (CIC), ο οποίος βασίζεται στην οικονομική και πολιτική αυτοδιαχείριση με ισότιμη συμμετοχή των μελών του και προσπαθεί να ικανοποιήσει όλες τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες. Οι συναλλαγές του συνεταιρισμού διευκολύνονται επίσης με την υιοθέτηση ενός τοπικού νομίσματος (το «ECOS»). Ένα από τα πιο σημαντικά εγχειρήματα του CIC είναι το Calafou, ένας νέος οικολογικός-βιομηχανικός συνεταιρισμός σε έναν εγκαταλελειμμένο βιομηχανικό κλωστοϋφαντουργικό εργοστάσιο- υδρόμυλο, που χρονολογείται από τον 19ο αιώνα στον ποταμό Anoia , περίπου 100 χλμ από τη Βαρκελώνη. Το Calafou περιλαμβάνει 35 μικρά διαμερίσματα, 12.000 τ.μ. βιομηχανικών κτιρίων, ένα μικρό σχολείο, κοινόχρηστη κουζίνα, θέατρο και μια εγκαταλελειμμένη εκκλησία.
Τέλος, άλλοι αποαναπτυξιακοί δρώντες ασχολούνται συχνά με τον αντιπολιτευτικό ακτιβισμό, όπως οι αγωνιστές που εργάζονται για να σταματήσουν την επέκταση των αυτοκινητοδρόμων, των αεροδρομίων, των τρένων υψηλής ταχύτητας ή των αποτεφρωτήρων, που θέτει υπό αμφισβήτηση εκείνες τις πτυχές του εκσυγχρονισμού που σχετίζονται με την ατελείωτη επέκταση των υποδομών. Στην πραγματικότητα, όλοι οι τύποι κοινωνικοπεριβαλλοντικών συγκρούσεων που μελετήθηκαν από την πολιτική οικολογία και την οικολογική οικονομία ενδέχεται να εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία. Αναφερόμαστε σε αγώνες για την άνιση κατανομή του (οικολογικού) κόστους και οφέλους οποιωνδήποτε αναπτυξιακών έργων (π.χ. εξόρυξη, διάθεση αποβλήτων, βιομηχανίες, ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης των υδάτων κ.λπ.) που σχετίζονται με την οικονομική ανάπτυξη και συνεπώς την επέκταση του κοινωνικού μεταβολισμού ( τις ροές ενέργειας και υλικών στην οικονομία), εμφανώς στον Παγκόσμιο Νότο, αλλά και στον Βορρά. Η Παγκόσμια Συμμαχία για εναλλακτικές λύσεις στην αποτέφρωση αντιπροσωπεύει ένα καλό παράδειγμα ενός διεθνούς δικτύου που αντιτίθεται στην αποτέφρωση των αποβλήτων και στην προώθηση πιο βιώσιμων πρακτικών διαχείρισής τους, όπως η «στρατηγική μηδενικών αποβλήτων».
Η αποαναπτυξιακή αντιπολίτευση δεν περιορίζεται μόνο σε κοινωνικοπεριβαλλοντικές συγκρούσεις, αλλά και σε οποιοδήποτε από τα ζητήματα που σχετίζονται με τις προαναφερθείσες πηγές. Επιπλέον, μπορεί να λάβει διαφορετικές μορφές: διαδηλώσεις, μποϊκοτάζ, αστική ανυπακοή, άμεση δράση ή τραγούδια διαμαρτυρίας.
Τα κινήματα των αγανακτισμένων , των Occupy και των «κίτρινων γιλέκων», αν και δεν είναι ρητά υπέρ της αποανάπτυξης(κάποιες συνελεύσεις των κίτρινων γιλέκων έχουν ταχθεί ρητά υπέρ της), μοιράζονται τουλάχιστον τις ανησυχίες των δημοκρατικών ορίων στην ανάπτυξη που τις εκφράζουν με «παράνομη» στάση ανυπακοής στο κράτος και την ανάκτηση δημόσιων χώρων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η σύμπτωση με την αποανάπτυξη είναι ακόμη πιο κοντά. Για παράδειγμα, οι αγανακτισμένοι της Βαρκελώνης δήλωσαν στο μανιφέστο τους ότι «το οικονομικό σύστημα που βασίζεται στην αέναη ανάπτυξη δεν είναι βιώσιμο».
Ένα άλλο παράδειγμα αποαναπτυξιακής αντιπολίτευσης στον χρηματοπιστωτικό τομέα είναι η δράση του καταλανού ακτιβιστή για την αποανάπτυξη Enric Duran. Τον Σεπτέμβριο του 2008, ο Duran ανακοίνωσε δημοσίως ότι είχε «ληστεύσει» σχεδόν μισό εκατομμύριο ευρώ λαμβάνοντας νόμιμα σχετικά μικρά δάνεια από αρκετές τράπεζες, τα οποία δεν είχε πρόθεση να επιστρέψει (καθώς τα είχε ξοδέψει σε αξιόλογα κοινωνικά εγχειρήματα). Ήταν μια πολιτική δράση για να καταγγείλει αυτό που ονόμασε «αρπακτικό καπιταλιστικό σύστημα». Ένας σκοπός της πράξης του ήταν να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα του τραπεζικού συστήματος και να αποκαλύψει τη λογοδοσία των πιστωτικών ιδρυμάτων. Αναφερόμενος στη δημιουργία χρημάτων από τις τράπεζες ως δάνεια, ο Duran δήλωσε ότι εάν οι τράπεζες μπορούν να δημιουργήσουν χρήματα από το τίποτα, «θα τα κάνω να εξαφανιστούν σε τίποτα». Από το 2006 έως το 2008, χρηματοδότησε διάφορα αντι-καπιταλιστικά κινήματα, συμπεριλαμβανομένων περιοδικών που εκτυπώθηκαν σε εκατό χιλιάδες αντίγραφα που εστιάζουν στην ενεργειακή κρίση (δηλ. το peak oil), στις κριτικές της οικονομίας που βασίζεται στο χρέος και στην παρουσίαση συγκεκριμένων εναλλακτικών λύσεων για μια βιώσιμη οικονομία αλληλεγγύης.
Στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα της κρίσης που ήρθε για να μείνει, και στο πριν την πανδημία διάστημα, ο κόσμος των «από κάτω», εκείνων δηλαδή που βρίσκονται σε κίνδυνο και ήταν και είναι τα θύματα της κρίσης και των «μνημονίων», δημιούργησαν συχνά εγχειρήματα κοινοτισμού  και κοινωνικής-συνεργατικής αλληλέγγυας οικονομίας με τα χαρακτηριστικά της αποανάπτυξης, από ανάγκη να ανταπεξέλθουν καλύτερα. Υπήρξαν πάνω από 3.000 καταγεγραμμένα τέτοια εγχειρήματα(εκ των οποίων τα 1300 ήταν και είναι ακόμα και σήμερα εγχειρήματα κοινωνικής οικονομίας). Πολλά έχουν συρρικνωθεί σε σχέση με λίγα χρόνια πριν, άλλα είναι υπαρκτά και επίμονα δραστήρια και στρέφονται καθημερινά όλο και περισσότερο στην έννοια της Αποανάπτυξης και της Κοινότητας μέσα από μια θολή προσέγγιση της εικόνας τους. Η υιοθέτηση των εννοιών αυτών θα επιταχυνθεί στα επόμενα χρόνια της μετα-Κόβιτ εποχής, γιατί θα καλύπτει πολλές προσεγγίσεις και ανάγκες για συλλογική πραχτική και δράση με τα πλεονεκτήματα της Τοπικοποίησης-Αποκέντρωσης-Αποανάπτυξης και θα παίξει και καθοριστικό ρόλο στο φαντασιακό των Ελλήνων «απο κάτω» στα επόμενα δύσκολα χρόνια για την επιβίωση.
Μέχρι τώρα είχαμε τις «κοινότητες αγώνα» ή «του κινδύνου», όπως:
οι Σκουριές της Χαλκιδικής ή οι Σταγιάτες Πηλίου,
τις κοινότητες ενδιαφερόντων όπως το Πελίτι ή τον Αιγίλοπα
τις κοινότητες του διαδικτύου (π.χ. κοινότητες «κοινής χρήσης αυτοκινήτων» κ.λπ) και της «Ομότιμης Παραγωγής», τοπικά εργαστήρια ήπιας τεχνολογίας,
τις ενεργειακές κοινότητες, κ.λπ.
Είχαμε επίσης κύτταρα της νέας κοινωνίας της αποανάπτυξης του κοινοτισμού και της άμεσης δημοκρατίας, που θα επιδιώξουμε, όπως για παράδειγμα:
Περιαστικές Καλλιέργειες, EcoGaia Farm, Οικοκοινότητα-Οικοχωριό Σκάλα,
Συνεταιριστική Kοινότητα Aυτάρκειας "Από Κοινού ΚΟΙΝ.Σ.Επ.",
 ΒΙΟΜΕ, Συν Αλλοις Συνεταιρισμός Αλληλέγγυας οικονομίας
Terra Verde Χανιά, Το παγκάκι Καφενείον / κολεκτίβα εργασίας
ΤΕΜ Μαγνησίας, τοπικό νόμισμα, Δίκτυο ενέργειας, Οικογιορτές
Συνέλευση κατά της Καύσης Σκουπιδιών Βόλου,
 Ανοιχτή Συνέλευση στα Γιάννενα ενάντια στις εξορύξεις πετρελαίου,
Δίκτυο Αλληλέγγυας Συμβουλευτικής, Οι εκδόσεις των συναδέλφων
Πανε.ρ.τ - Πανελλαδική Ραδιοφωνία κ Τηλεόραση,
 ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΑΥΤΟΟΡΓΑΝΩΣΗΣ Κ ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ
Κίνηση Αποανάπτυξης Τρικαλινών Πολιτών
 κλπ, κ.λπ….
Ζούμε σε έναν καπιταλιστικό κόσμο που καταρρέει, και πέρα από την αντίσταση, η δημιουργία θετικών προοπτικών, η διαμόρφωση και - περισσότερο από οτιδήποτε – η υλοποίηση ενός αλληλέγγυου αποαναπτυξιακού οράματος, είναι ιδιαίτερης σημασίας.
Για το μέλλον, είναι επιθυμητό από την προοπτική του Κινήματος της αποανάπτυξης, του κοινοτισμού και της άμεσης δημοκρατίας, να βρεθεί μια από κοινού διαμορφωμένη και συμφωνημένη κατεύθυνση. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να ενταθεί η ανταλλαγή απόψεων για τα επίμαχα ουσιαστικά ζητήματα περιεχομένου, προκειμένου να συζητηθούν ανοικτά τα αμφιλεγόμενα θέματα στρατηγικής. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να αποφευχθεί το γεγονός ότι τα διαφορετικά ρεύματα στέκονται ασύνδετα το ένα δίπλα στο άλλο, και να διασφαλισθεί η δημιουργία μιας διασύνδεσης της πολυμορφίας. Της πολυμορφίας των υπαρχόντων κοινωνικών κινημάτων, της απελευθέρωσης της εργασίας, της κοινωνικής-συνεργατικής-αλληλέγγυας οικονομίας, της ριζοσπαστικής- κοινωνικής οικολογίας και προστασίας του κλίματος, της γυναικείας απελευθέρωσης και των ιθαγενικών και μη μειονοτήτων, της αυτοδιαχείρισης-άμεσης δημοκρατίας και φυσικά του Κοινοτισμού-αποανάπτυξης-τοπικοποίησης.
Τον κοινό παρονομαστή για αυτή την διασύνδεση στη χώρα μας, θα μπορούσε να προσφέρει η προσπάθεια του ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ, μιας πανελλαδικής Συνέλευσης που έχει βάλει αυτόν τον στόχο.

0 Comments

2020-2030: Το μέλλον της οικονομικής ανάπτυξης

7/1/2021

0 Comments

 
Το ερώτημα για το μέλλον της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης, είναι από τα πιο αποφασιστικά ερωτήματα- προκλήσεις για τα επόμενα χρόνια.
Ένας από τους μηχανισμούς που προώθησε την παγκοσμιοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας, η Παγκόσμια Τράπεζα, κάνει μια όσο γίνεται πιο ευνοϊκή προς τους επενδυτές πρόβλεψη για την δεκαετία που μας έρχεται: Η πανδημία του νέου κορονοϊού οδηγεί την παγκόσμια οικονομία στη δεκαετία 2020-30, στη μεγαλύτερη οικονομική ύφεση από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Επειδή το μοντέλο της μέχρι τώρα αέναης οικονομικής ανάπτυξης έχει μεταμορφώσει βαθιά την ανθρώπινη ζωή και τον πλανήτη και οι τρέχουσες κοινωνίες, οικονομίες και πολιτισμοί βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην προσδοκία για μια συνεχή στο μέλλον ανάπτυξη, το ερώτημα για το μέλλον της, μετατρέπεται σε ερώτημα για το μέλλον των ίδιων των κοινωνιών.
Με δεδομένο τις εξαιρετικές και μη επαναλαμβανόμενες περιστάσεις, που οδήγησαν στην άνευ προηγουμένου οικονομική επέκταση στην πρόσφατη ιστορία, φαίνεται σήμερα να είναι ουσιαστικά σαφές ότι: ανεξάρτητα από τις τοπικές ή περιφερειακές εξελίξεις, σε παγκόσμια κλίμακα οι μελλοντικοί ρυθμοί ανάπτυξης δεν θα είναι πουθενά κοντά σε αυτό που ήταν στο πρόσφατο παρελθόν. Η «ανάπτυξη», όπως την ξέραμε, μάλλον βρίσκεται προς το τέλος της.
Αυτό που δεν είναι σαφές ακόμα, είναι το πώς θα αντιδράσουν οι κοινωνίες στο τέλος της ανάπτυξης και στις συναφείς επερχόμενες κρίσεις. Οπότε τα ερωτήματα που έχουμε μπροστά μας είναι του τύπου: Ποια είναι η σημασία της οικονομικής ανάπτυξης στις τρέχουσες κοινωνίες; Πώς η ανθρωπότητα δημιούργησε αυτήν την εξάρτησή της από μια οικονομία με επίκεντρο την ανάπτυξη; Και είναι δυνατόν να υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις και πώς αυτές έχουν εξελιχθεί ιστορικά;
Ο όρος «ανάπτυξη», αν και είναι ένας πολύ αμφίσημος και αόριστος όρος, όταν εκφράσθηκε από τον μετρήσιμο στατιστικά οικονομικό δείκτη του ΑΕΠ, έγινε ορισμένος, μονοσήμαντος και σταθερός, με την έννοια που δίνουν τα μαθηματικά σε αυτά τα επίθετα. Ο σημασιολογικός πυρήνας της οικονομικής ανάπτυξης λοιπόν εντοπίσθηκε και ορίσθηκε γενικά ως η ετήσια αύξηση του δείκτη του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ) ή του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος(ΑΕγχΠ). Το ΑΕΠ και το ΑΕγχΠ μετρούν τη νομισματική αξία όλων των τελικών αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται σε μια χώρα, συμπεριλαμβανομένου του κόστους παραγωγής όλων των υπηρεσιών που παρέχονται από το κράτος και την κυβέρνησή της.
Δεδομένου ότι η παραγωγή υλικών αγαθών και οι υπηρεσίες προέρχονται, παρέχονται και καταναλώνονται από τους κατοίκους μιας χώρας, το ΑΕΠ / ΑΕγχΠ σχετίζεται άμεσα με τον πληθυσμό της. Έτσι η χρήση του δείκτη κατά κεφαλήν ΑΕΠ / ΑΕγχΠ επιτρέπει τη σύγκριση των οικονομιών χωρών με διαφορετικά μεγέθη πληθυσμού. Ενώ αυτός ο ορισμός παρέμενε πάντα στον πυρήνα του όρου «οικονομική ανάπτυξη», η ιδέα της χρήσης ενός Μέσου Όρου σαν μέτρου σύγκρισης έχει αμφισβητηθεί σε μεγάλο βαθμό γιατί χρεώνεται με πολλά αμφισβητούμενα και μεταβαλλόμενα νοήματα, υποθέσεις και υποδηλώσεις. Συχνά, η «οικονομική ανάπτυξη» εξισώνεται με την ανάπτυξη γενικά (από μόνη της μια αμφισβητούμενη έννοια), με την κοινωνική πρόοδο, την οικονομική βελτίωση και ευημερία ή την επέκταση των υλικών μέσων.
Αυτή η ποικιλία νοημάτων που αποδίδονται στην «ανάπτυξη», δεν προκαλεί έκπληξη αφού η έννοια- όπως εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου- αμφισβητείται έντονα από διάφορες κοινωνικές ομάδες, και είναι πιθανό να συνεχισθεί αυτό και στο μέλλον. Γιατί, ενώ η οικονομική ανάπτυξη άντλησε τη νομιμότητά της από την υπόσχεσή της ότι θα παρέχει τα μέσα τόσο για τη βελτίωση των ατομικών συνθηκών διαβίωσης, όσο και για την κοινωνική πρόοδο-και έτσι εξηγείται γιατί η ιδέα της συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης έχει εγκριθεί ευρέως, είναι εύκολα δεδομένη και σπάνια αμφισβητήθηκε-τώρα πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα, γιατί αυτή έχει όρια και δεν μπορεί να συνεχισθεί αέναα στο μέλλον.
Τα πλεονεκτήματα της οικονομικής ανάπτυξης είχαν πάντα κοινωνικά ή / και περιβαλλοντικά κόστη και ζημίες, που οι οπαδοί της, είτε δεν ήθελαν να τα δουν είτε τα απέκρυβαν εσκεμμένα. Όμως υπήρξαν και στο παρελθόν ανησυχίες για τις επιπτώσεις της -στην κοινωνία και το περιβάλλον- οι οποίες έχουν επανειλημμένα διατυπωθεί στα πλαίσια της ακαδημαϊκής κοινότητας και των κοινωνικών-οικολογικών κινημάτων.
Η κριτική του «αναπτυξιακού» μοντέλου που προωθείται κυρίως από τις «αναπτυγμένες» χώρες, ξεκίνησε από τη 10ετία του 1970(Κλαμπ της Ρώμης) με τη διατύπωση της θεωρίας των «ορίων της ανάπτυξης». Τα οικονομικά συστήματα που βασίζονται στην «ανάπτυξη», είναι υποσυστήματα σε ένα «υπερσύστημα», αυτό του πλανητικού συστήματος της βιόσφαιρας. Οι έρευνες για τις δυνατότητες του «κλειστού» συστήματος της βιόσφαιρας του πλανήτη, οδήγησαν στη διαπίστωση ότι αυτές είναι περιορισμένες. Υπάρχουν όρια-εξωτερικά λεγόμενα όρια- στις «υπηρεσίες» που μπορεί να προσφέρει αυτή και τα οικοσυστήματά της στα υποσύνολά τους που είναι τα τεχνητά κοινωνικά περιβάλλοντα που δημιούργησαν οι άνθρωποι για τον εαυτό τους(ανθρωπόσφαιρα-κοινωνία). Ο μόνος παράγοντας που είναι απεριόριστος για κάποια ακόμα δισεκατομμύρια χρόνια, είναι η ηλιακή ενέργεια που προσφέρεται από το «υπερ-υπερ σύστημα», αυτό του ηλιακού μας συστήματος. Αλλά και η έρευνα στο ίδιο το κοινωνικό-οικονομικό ανθρώπινο σύστημα(τους τελευταίους αιώνες το αποκαλούμε καπιταλιστικό), οδήγησε στην ταυτόχρονη διαπίστωση ότι υπάρχουν και εσωτερικά όρια από το ανθρώπινο υποσύστημα.

Α) Εξωτερικά όρια της «ανάπτυξης»: πόροι, κλιματική αλλαγή και γη

Μεταξύ 1890 και 1990, ο παγκόσμιος πληθυσμός 4-πλασιάσθηκε, ενώ η παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας και το ΑΕγχΠ 14-πλασιάσθηκε, η δε βιομηχανική παραγωγή 40-πλασιάσθηκε. Από όλους τους homo sapiens που έζησαν τα τελευταία τέσσερα εκατομμύρια χρόνια, πιθανότατα το ένα πέμπτο έζησε κατά τον εικοστό αιώνα. Μεγάλο μέρος αυτής της ανάπτυξης συνέβη στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα κατά τη «χρυσή εποχή» των εξαιρετικά υψηλών ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ μεταξύ 1950 και 1970. Συνέβη στις βιομηχανικές χώρες και σε οικονομίες «αναδυόμενων αγορών», όπως ονομάσθηκαν. Το «Σύνδρομο της δεκαετίας του 1950» ή «Μεγάλη Επιτάχυνση», έχει επίσης ονομασθεί αυτή η περίοδος. Χαρακτηρίσθηκε από ταχέως αυξανόμενη κατανάλωση ορυκτών καυσίμων, ενέργειας και υλικών αγαθών, αυξανόμενη εκμετάλλευση φυσικών πόρων και διαφόρων μορφών περιβαλλοντικής υποβάθμισης και μόλυνσης.
  1. Αυτή η εξέλιξη αντικατοπτρίζει εξαιρετικές περιστάσεις, βασισμένες κυρίως σε μια άνευ προηγουμένου εκμετάλλευση φθηνών ορυκτών καυσίμων, αλλά η επανάληψη της εμπειρίας του εικοστού αιώνα είναι πλέον αδύνατη. Αυτό είναι προφανές ακόμη και στους πιο ενθουσιώδεις υποστηρικτές της «ανάπτυξης». Ο άνθρακας, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο δεν θα μπορέσουν να διατηρήσουν τους μέχρι τώρα ρυθμούς του 2-3% της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης, ατέλειωτα στο μέλλον ( ακόμα  και αν παραμείνουμε στάσιμοι στο σημερινό υψηλό επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας). Ένας λόγος είναι το απλό γεγονός ότι είναι πεπερασμένοι αυτοί οι ενεργειακοί πόροι και κάποια στιγμή θα εξαντληθούν- αν και είναι αδύνατο να ορίσουμε εκείνη τη στιγμή στο χρόνο. Πολύ νωρίτερα, θα είναι τόσο δαπανηρή η εξόρυξη και η εκμετάλλευση των τελευταίων αποθεμάτων τους, που θα είναι καλύτερα από άποψη οικονομικού αποτελέσματος, να τα αφήσουμε εκεί που βρίσκονται.
  2. Ακόμα κι αν υπήρχε ατελείωτη δυνατότητα προμήθειας άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου, η καύση τους οδηγεί σε κλιματικές αλλαγές απαράδεκτων διαστάσεων, καθιστώντας τη χρήση τους όλο και πιο απαράδεκτη. Σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, τα τρέχοντα αποθέματα ορυκτών καυσίμων, τα οποία βρίσκονται ακόμη στο έδαφος, ισοδυναμούν-αν καούν- με πέντε φορές το ποσό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που επιτρέπεται, αν θέλουμε η ανθρωπότητα να παραμείνει εντός του διεθνώς συμφωνημένου ορίου των δύο βαθμών υπερθέρμανσης του πλανήτη, λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου. Υπάρχει ήδη φανερή αντίθεση στις μορφές ενέργειας με υψηλό αρνητικό αντίκτυπο στην κλιματική αλλαγή, και σε τοπικό-περιφερειακό επίπεδο και σε παγκόσμιο.  Παρατηρείται ως δημόσια αντίσταση κατά των εξορύξεων πετρελαίου, λιγνίτη, fracking, ή άμμώδους πίσσας, και είναι πιθανό να αυξηθεί με την αυξανόμενη συνειδητοποίηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και του ρόλου των ορυκτών καυσίμων στην πρόκλησή της. Οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι οι άμεσες επιπτώσεις της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής απειλούν την υγεία εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Στα προβλεπόμενα αποτελέσματα περιλαμβάνονται κύματα θερμότητας και ακραίες καιρικές συνθήκες, ελλείψεις στους υδάτινους πόρους, που οδηγούν σε αποτυχίες συγκομιδής, αλλαγές στο φάσμα των ασθενειών, ζημίες και απώλειες περιουσίας, χειροτέρευση των συνθηκών επιβίωσης, απώλειες στις υπηρεσίες που προσφέρουν στον άνθρωπο τα οικοσυστήματα και αύξηση στη βία και τις εχθροπραξίες κ.λπ. Όλα αυτά θα επηρεάσουν δυσανάλογα περισσότερο ευάλωτες ομάδες στον κόσμο και σε κάθε κοινωνία, δηλ. τους φτωχούς, τους ηλικιωμένους και τους περιθωριοποιημένους. Ακόμα πιο ανησυχητικά αποτελέσματα, περιλαμβάνουν τον κίνδυνο η ανθρώπινη δραστηριότητα να φτάσει και να πάει τα πράγματα πέρα ​​από τα «σημεία μη επιστροφής» (tipping points), όπως η τήξη του permafrost(παγωμένου εδάφους) στο Βορρά ή η απώλεια της εδαφοκάλυψης, που θα προκαλέσουν μη αναστρέψιμη και αυτόματη καταλυτική αλλαγή του κλίματος σε νέο και πραγματικά αδιανόητο επίπεδο. Η ιδέα ότι οι τεχνολογικές καινοτομίες θα μπορούσαν να βοηθήσουν να αποσυνδεθεί η «ανάπτυξη» από τη μείωση του φυσικού κεφαλαίου και τη ρύπανση του περιβάλλοντος, αποτελώντας τη βάση της έννοιας της «πράσινης ανάπτυξης», η οποία προτείνει τη συνέχιση του υπάρχοντος οικονομικού συστήματος με μείωση στα οικολογικά βάρη που κουβαλά μαζί του, έγινε αποδεκτή από μέρος του κεφαλαίου («πράσινο κεφάλαιο»), το οποίο επενδύεται στις πράσινες καινοτομίες. Η προσδοκία ότι η «πράσινη ανάπτυξη» θα συμβάλει στην συνέχιση της αυξητικής καμπύλης με την οποία παριστάνουν την «ανάπτυξη» οι θιασώτες της, έχει αμφισβητηθεί από τους «αποαναπτυξιακούς» οικονομολόγους. Στην καλύτερη περίπτωση το «πράσινο» κομμάτι της ανάπτυξης, θα δώσει μια παράταση, προτού καταρρεύσουν οριστικά τα τοπικά και πλανητικά οικοσυστήματα. Το κίνημα της Αποανάπτυξης δεν είναι εναντίον των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, της χρήσης των καινοτομιών και της βιωσιμότητας, αλλά επισημαίνει ότι σε έναν κόσμο με αυξανόμενη οικονομική ανάπτυξη αυτές οι στρατηγικές προσήλωσης στην τεχνολογία δεν αρκούν. Ειδικά όταν θα πρέπει να καταστεί δυνατό ένα παρόμοιο βιοτικό επίπεδο για όλους τους ανθρώπους, χωρίς να καταστρέψουμε τον πλανήτη. Γιατί δεν υπάρχει βιωσιμότητα χωρίς αλλαγή του τρόπου ζωής των ανθρώπων, ιδίως στον «αναπτυγμένο κόσμο.
  3. Προς το παρόν, ο κόσμος χρησιμοποιεί τους πόρους και τη χωρητικότητα απορρόφησης απορριμμάτων από 1,6 πλανήτες-σαν τη γη- ανά μονάδα χρόνου, και εάν συνεχισθούν οι τρέχουσες τάσεις, αυτό θα αυξηθεί σε δύο πλανήτες έως το 2030(Footprintnetwork 2016). Αυτό μπορεί να φαίνεται ότι λειτουργεί ακόμα, γιατί απλώς η καπιταλιστική κυρίαρχη οικονομία, όπως δημιουργεί οικονομικά χρέη για τα νοικοκυριά τις επιχειρήσεις και τις κυβερνήσεις, με τον ίδιο τρόπο, μετατοπίζοντας το βάρος του οικολογικού αποτυπώματος στο χρόνο και το χώρο και μεταφέροντας έτσι το κόστος στο μέλλον ή σε άλλες περιοχές, δημιουργεί και οικολογικά χρέη, που καλούνται να τα πληρώσουν άλλοι ή οι μέλλουσες γενεές. Αυτό φαίνεται σε σχέση, για παράδειγμα, με την υποβάθμιση της βιοποικιλότητας και της γονιμότητας των εδαφών. Έχει υπολογισθεί ότι όλη η παραγωγικότητα των εδαφών που αφιερώθηκαν εξ ολοκλήρου σε ανθρώπινες δραστηριότητες ανήλθε στο 30,7% της χερσαίας και 2,2% της υδάτινης πρωτογενούς καθαρής παραγωγής Αυτός ο υπολογισμός αναφέρεται στο ποσοστό της συνολικής βιομάζας, την οποία παρέχουν επίσης στον άνθρωπο τα οικοσυστήματα και τα άλλα όντα σε τρόφιμα, φυτικές ίνες και καύσιμα, και δείχνει ότι ο άνθρωπος παράγει μόνο το 1/3 της βιομάζας που χρησιμοποιεί, το υπόλοιπο το δανείζεται από τη βιοποικιλότητα και τα οικοσυστήματα του πλανήτη, που όμως υπερκαταναλώνοντας τις δυνατότητές τους, δεν μπορούν να αναπαραχθούν από μόνα τους και καταρρέουν.Είναι φυσικά ένας θεωρητικός υπολογισμός με πολλά περιθώρια λάθους, όμως μας λέει κάτι σε σχέση με τον κύριο πόρο που μας παρέχει η βιόσφαιρα-τη τροφή- και θα έπρεπε να «κτυπήσει το κουδούνι του κινδύνου» στον καθένα μας. Δεν μπορούμε να έχουμε το όραμα ενός κόσμου, ο οποίος δεν περιλαμβάνει τη συνεχιζόμενη ύπαρξη ζώων και φυτών που δεν προορίζονται για να τρώγονται από τον άνθρωπο και γης που δεν καλλιεργείται ή εξορύσσεται ή χτίζεται. Και το πιο απαράδεκτο μάλιστα είναι το γεγονός ότι παρόλη αυτή την υπερκατανάλωση της βιόσφαιρας, το οικονομικό σύστημα της «ανάπτυξης» δεν κατάφερε να θρέψει με επάρκεια τον παγκόσμιο πληθυσμό. Το ένα δις τουλάχιστον των ανθρώπων πεινά ή υποσιτίζεται σήμερα, όχι μόνο στον «υπανάπτυκτο» Νότο[1]. Ακόμη χειρότερα, επιδείνωσε παγκόσμια την αδικία στην παγκόσμια διανομή τροφίμων. Ενίσχυσε ένα σύστημα στο οποίο τα τρόφιμα αντιμετωπίζονται όπως κάθε άλλο εμπορεύσιμο προϊόν, αντί να είναι ένα ουσιαστικό ανθρώπινο δικαίωμα που προστατεύεται από τις απαιτήσεις του κανονικού εμπορίου.
 
Β) Εσωτερικά όρια: στασιμότητα, ευημερία και ισότητα

Οι εξωτερικοί περιορισμοί που προκύπτουν από την έλλειψη πόρων, την κλιματική αλλαγή και την κατάρρευση των οικοσυστημάτων της βιόσφαιρας της γης γενικότερα, δεν είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν  είμαστε σίγουροι ότι θα συνεχίζεται η οικονομική ανάπτυξη στο μέλλον. Ανεξάρτητα από αυτές τις περιβαλλοντικές ανησυχίες, υπάρχουν καλοί λόγοι για να αμφισβητηθεί η πιθανότητα, αλλά και η επιθυμία για συνεχιζόμενη ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια. Μετά την πρόσφατη οικονομική κρίση στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, καθώς και την παρούσα υγειονομική κρίση με τα επακόλουθα lockdown της οικονομίας και της ανθρώπινης δραστηριότητας--«ανθρωπόπαυση» έχει ήδη ονομασθεί αυτό-  αρκετοί οικονομολόγοι έχουν εκτιμήσει ότι οι πρώιμες βιομηχανικές οικονομίες έχουν εισέλθει σε ένα νέο στάδιο στην ιστορία της οικονομικής ανάπτυξης. Με βάση τη διαπίστωση ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης στις χώρες πρότυπο- πρόκειται για τις χώρες του ΟΟΣΑ από τη Δυτική Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και την Ιαπωνία - δείχνουν μια συνεχιζόμενη πτώση, εκφράζουν την ανησυχία ότι οι βιομηχανοποιημένες χώρες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν σύντομα το τέλος της ανάπτυξης.
  1. Επιστρέφοντας στις θεωρίες της δεκαετίας του 1930 για την στασιμότητα, οι υποστηρικτές της «νέας υπόθεσης για την παγκόσμια στασιμότητα», προβλέπουν την κατάρρευση των σχετικών ρυθμών ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας, τις επόμενες δεκαετίες. Οι λόγοι για αυτό ξεκινάνε από τα μειωμένα μακροπρόθεσμα αναπτυξιακά δυναμικά που οφείλονται στη μείωση της τεχνολογικής παραγωγικότητας και φθάνουν μέχρι τους δομικούς «ανεμοστρόβιλους», όπως είναι οι στασιμότητα των πληθυσμών, η κοινωνικοοικονομική ανισότητα και το δημόσιο χρέος. Αυτό που παρατηρείται είναι μια «ανάπτυξη» της χρηματικής οικονομίας που στηρίζεται στον μηχανισμό του χρέους, τις χρηματοπιστωτικές φούσκες και τα χρηματιστήρια.
  2.  Η οικονομική επέκταση έχει φέρει βέβαια μέχρι τώρα τεράστια οφέλη για εκατομμύρια ανθρώπους σε πολλά μέρη του κόσμου, από τότε που-αρχές του δέκατου ένατου αιώνα- περίπου το 80% των ανθρώπων στον κόσμο ζούσαν υπό υλικές συνθήκες περίπου παρόμοιες με εκείνες του φτωχότερου 20% του παγκόσμιου πληθυσμού σήμερα. Αν και η φτώχεια είναι πάντα σχετική, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ξεπεράσθηκαν πολλές δυσκολίες που χαρακτήριζαν τον βίο των ανθρώπων για το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας μέχρι τη σημερινή εποχή. Οι ζωές των περισσότερων χαρακτηρίζονταν από έλλειψη, υλική ανασφάλεια και φτώχεια. Κατά τη βιομηχανοποίηση, η αυξημένη διαθέσιμη ενέργεια μέσω των ορυκτών καυσίμων σήμαινε ότι «για πρώτη φορά στην ιστορία, η μαζική φτώχεια έγινε μη αναγκαία», αλλά προφανώς εξακολουθούσε να υπήρχε. Όμως, η ποιότητα της ζωής δεν καθορίζεται μόνο από την ποσότητα. Η ανάπτυξη των δύο τελευταίων αιώνων έφερε και οφέλη ποιοτικά, τα οποία πριν δεν ήταν διαθέσιμα ακόμη και για τους τότε πλούσιους, όπως ταξίδια διακοπών σε ξένες ηπείρους, επικοινωνία με απομακρυσμένα αγαπημένα πρόσωπα ή πρόσβαση σε θεσμούς αποκατάστασης της υγείας. Παρατηρήθηκε όμως τα τελευταία χρόνια, το λεγόμενο παράδοξο του Easterling: από ένα ορισμένο επίπεδο εισοδήματος - και αυτό οι περισσότεροι άνθρωποι στις αναπτυγμένες χώρες το έχουν επιτύχει στη δεκαετία του 1980 - τελειώνει η ανάλογη σχέση μεταξύ ανάπτυξης και ευημερίας. Από τότε και μετά,  παρά την οικονομική ανάπτυξη, η ικανοποίηση των ανθρώπων από τη ζωή όχι μόνο λιμνάζει, αλλά και μειώνεται (παράδοξο του Easterlin ονομάσθηκε αυτό, από το όνομα του καθηγητή που το παρατήρησε πρώτος στις έρευνές του για την ανθρώπινη ευτυχία)[2]. Και ενώ η υπόσχεση της «ανάπτυξης» για «κοινωνίες ευημερίας» πάει περίπατο για τους πολλούς «από κάτω» των σημερινών κοινωνιών[3], αμφισβητείται σήμερα και το είδος της ευημερίας  που στηρίζεται στους εξαντλητικούς ρυθμούς της υπερκατανάλωσης και του «όλο πιο πολύ, πιο γρήγορα, πιο μακριά». Σε αντιπαράθεση προτείνονται νέοι δείκτες «ευζωίας» των ανθρώπων(ευζωία-μια συνολικά καλή και αξιοβίωτη ζωή- αντί ευημερίας –μιας καλής ημέρας χωρίς να σκέφτομαι το μέλλον).
  3. Για δεκαετίες υποστηρίζεται, από τους ιθύνοντες οικονομολόγους και τους πολιτικούς όλων των τάσεων στα κοινοβούλια (και των «αναπτυγμένων», και των «υπο ανάπτυξη», και των πρώην «σοσιαλιστικών» χωρών), ότι η οικονομική ανάπτυξη ξεδιπλώθηκε σύμφωνα με ένα «άγραφο κοινωνικό συμβόλαιο», στο οποίο οι φτωχοί άνθρωποι αποδέχθηκαν την ανισότητα, καθώς και την οικονομική και πολιτική καταστολή, επειδή θα μπορούσαν να ελπίζουν σε μια καλύτερη σχετικά ζωή στα επόμενα χρόνια και ότι τα παιδιά τους θα ζούσαν ακόμα καλύτερα μετά από αυτούς. Καθώς όμως διαπιστώνουν ότι τα σημαντικά οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης συγκεντρώνονται σχεδόν εξ ολοκλήρου σε εκείνους που βρίσκονται  στην κορυφή της πυραμίδας των εισοδημάτων, αυτή το συμβόλαιο δεν ισχύει πλέον. Εάν ήταν αλήθεια ότι και η ηθική μας και οι αξίες της ισότητας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν αποτέλεσμα μιας κοινωνικής τάξης που στηρίχθηκε στην οικονομική ανάπτυξη με βάση τα ορυκτά καύσιμα, τότε πως εξηγείται το γεγονός της μεγιστοποίησης των κοινωνικών ανισοτήτων και σε παγκόσμιο επίπεδο και εντός των χωρών παντού; Είναι φανερό ότι και για λόγους κοινωνικής απελευθέρωσης και για λόγους πολιτικής και κοινωνικής ισότητας, θα πρέπει να ξεπερασθεί το μοντέλο της «ανάπτυξης» που επικράτησε μέχρι σήμερα.   Το στοίχημα για την εξεύρεση μιας ηθικά και πολιτικά αποδεκτής εναλλακτικής λύσης, θα είναι το πιο αποφασιστικό των επόμενων δεκαετιών- έχουμε καιρό μέχρι το 2050 το πολύ- και θα μπορούσε να ταυτισθεί με το «στοίχημα της αποανάπτυξης»[4] για την ολοκλήρωση του προγράμματος μετάβασης προς ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο και ένα νέο πολιτισμό. Δείγματα προς αυτή την κατεύθυνση μπορούμε να δούμε στα αποτελέσματα της πρώτης «ανθρωπόπαυσης» που συνέβη στη διάρκεια του απερχόμενου 2020!
Η «ανθρωπόπαυση»-όπως η «αγροανάπαυση» που εφαρμόζουν σήμερα οι βιοκαλλιεργητές στη γεωργία- μπορεί να προσφέρεται για κάποια προσωρινή αναγέννηση των τοπικών και πλανητικών οικοσυστημάτων, αλλά για μια μόνιμη διατήρηση των συνθηκών καλής ζωής-ευζωίας της-η ανθρωπότητα θα χρειασθεί να στραφεί προς την Αποανάπτυξη-Τοπικοποίηση, τον Κοινοτισμό και την Άμεση Δημοκρατία, όσο είναι καιρός!!!


[1] Ένας δείκτης για τον παράλογο τρόπο που γίνεται η διανομή της παραγόμενης τροφής, είναι τα απορρίμματά της. Εκτιμάται ότι οι καταναλωτές π.χ. στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική πετάνε στα σκουπίδια 95–115 κιλά τροφής ετησίως ενώ στην υποσαχάρια Αφρική και τη Νότια / Νοτιοανατολική Ασία τα απόβλητα τροφίμων είναι μόλις 6-11 κιλά κατά κεφαλήν και ανά έτος (FAO 2011).

[2] Τότε, τις 10ετίες του 1970-80, ο μέσος καταναλωτής στις αναπτυγμένες χώρες κατείχε περίπου 6000 αντικείμενα και ήταν περισσότερο ευχαριστημένος από ό,τι σήμερα, που κατέχει περίπου 10.000 αντικείμενα και δεν έχει ούτε τον χρόνο να τα χρησιμοποιήσει, ούτε τον χώρο για να τα αποθηκεύσει.

[3] Στις κοινωνίες της «ευημερίας» δεν μπορεί πλέον να διατηρηθεί το επίπεδο ζωής που είχαν πετύχει οι πολυάριθμες μεσαίες τάξεις της Δύσης –Βορά, πριν την κρίση του 2008-09, ξεκινώντας από τη Νότια Ευρώπη της λιτότητας και την Ελλάδα των μνημονίων.

[4] Πρωτοδιατυπώθηκε καθαρά στο ομώνυμο βιβλίο του Σερζ Λατούς.

0 Comments

    Αρχείο

    February 2023
    January 2023
    September 2022
    August 2022
    June 2022
    May 2022
    February 2022
    January 2022
    December 2021
    October 2021
    August 2021
    April 2021
    March 2021
    January 2021
    December 2020
    November 2020
    October 2020
    July 2020
    March 2020
    February 2020
    October 2019
    September 2019
    August 2019
    May 2019
    March 2019
    February 2019
    December 2018
    November 2018
    July 2018
    April 2018
    October 2017
    September 2017
    July 2017
    June 2017
    May 2017
    April 2017
    March 2017
    February 2017
    December 2016
    November 2016
    July 2016
    June 2016
    March 2016
    October 2015
    July 2015
    May 2015
    April 2015
    March 2015
    January 2015
    December 2014
    October 2014
    September 2014
    June 2014
    March 2014
    February 2014
    September 2013
    July 2013
    April 2013
    February 2013
    December 2012
    November 2012
    October 2012
    September 2012
    August 2012
    July 2012

    ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΛΕΜΠΑΣ 

    Πρώην εκπαιδευτικός ΜΕ(Μαθηματικός)και οικο-γεωργός στο Πήλιο. Από το 1990, που "επανατοπικοποιήθηκε", προσπαθεί δια του "παραδείγματος" να συμβάλει στη διαμόρφωση της κατεύθυνσης της τοπικοποίησης 

    Επικοινωνία: gkolempas@yahoo.gr 

    Κατηγορίες

    All
    Διατροφική Κυριαρχία
    Η διευρυμένη οικογένεια
    Η κατεύθυνση της τοπικοποίησης
    Μια ανάλυση που οδηγεί σε άλλα μονοπάτια.
    Οι δομές της κοινωνίας της αποανάπτυξης
    Τα χαρακτηριστικά της τοπικοποιημένης
    Τι να κάνουμε: τα πρώτα βήματα
    Το κίνημα του Κοινοτισμού σήμερα
    Το νέο είδος πολιτικής και οργάνωσης
    Το πλαίσιο της Τοπικοποίησης

    RSS Feed

Powered by Create your own unique website with customizable templates.