Υπάρχουν όμως ακόμα αντιπαραθέσεις σχετικά με το πεδίο και τη φύση των ερευνών και εφαρμογών των οικ-αποαν- οικονομικών. Ενώ ορισμένοι θεωρούν το πεδίο «διεπιστημονικό» που αντλεί ελεύθερα από καθιερωμένους κλάδους, συμπεριλαμβανομένων των νεοκλασικών οικονομικών, άλλοι υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να εξαιρεθούν ιδίως οι γενικές τεχνικές για τη χρηματική αποτίμηση του περιβάλλοντος. Αυτή η αντιπαράθεση έχει να κάνει και με το ζήτημα της ανάλυσης του ρόλου του χρήματος –σαν μέσου ανταλλαγής ή μέσου πλουτισμού-και φαινομένων όπως είναι τα τοπικά νομίσματα, οι τράπεζες χρόνου ή οι 100% αποθεματικές τράπεζες (C-PeRB), σαν εναλλακτικές πρακτικές που εμφανίσθηκαν ιδίως μετά την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση.
Οι τράπεζες C-PeRB δεν έχουν ακόμη υποβληθεί σε περιβαλλοντικά ενημερωμένη κριτική ανάλυση. Αντ 'αυτού, οι κριτικές εργασίες περιορίστηκαν στα συμβατικά οικονομικά και δεν αντιμετωπίζουν πλήρως την υπόθεση για μια μεταρρύθμισή τους στην προοπτική της οικ-αποαν-οικονομίας.
Από την άλλη, παρά το συχνά εμφανές οικολογικό προφίλ τους, τα δίκτυα των τοπικών νομισμάτων σπάνια έγιναν αντικείμενο έρευνας από οικ-αποαν- οικονομολόγους. Ούτε υπήρξαν αντικείμενο δημοσιευμάτων σε περιοδικά οικ-αποαν- οικονομίας. Έχουν ερευνηθεί κυρίως από κοινωνιολόγους, ανθρωπολόγους και γεωγράφους. Πρόκειται για κλάδους με τους οποίους τα οικ-αποαν- οικονομικά δεν έχουν εμπλακεί και πολύ. Στο βαθμό που αυτά φιλοδοξούν να αποτελέσουν μέρος της εναλλακτικής λύσης στα νεοκλασικά οικονομικά, πρέπει να το κάνουν σε μεγαλύτερο βαθμό. Ουσιαστικά καμία υπάρχουσα έρευνα σε τοπικό νόμισμα δεν έχει εμπλακεί στον «κοινωνικό μεταβολισμό»[1] με μια προσέγγιση μέτρησης υλικών και ενεργειακών ροών, πράγμα που αποτελεί μια σημαντική περιοχή έρευνας των οικ-αποαν- οικονομικών. Αυτό θα παρείχε έναν πρόσθετο τρόπο σύλληψης και αξιολόγησης του «μεταβολισμού» των τοπικών νομισμάτων. Ένα παράδειγμα θα ήταν να διερευνηθεί ο βαθμός στον οποίο τα τοπικά νομίσματα διευκολύνουν τον εναλλακτικό τρόπο διαβίωσης, ο οποίος έχει αξιολογηθεί κυρίως βάσει υποκειμενικών υπολογισμών ή συγκρίνοντας το «μέγεθος» της τοπικής νομισματικής σφαίρας με την επίσημη σφαίρα απασχόλησης από άποψη νομισματικής αξίας ή ωρών δραστηριότητας. Σε μια οικ-αποαν- οικονομία, η αξιολόγηση του σχετικού μεγέθους όσον αφορά τις ροές ενέργειας και υλικών θα συμπληρώσει την εικόνα της πραγματικής ανεξαρτησίας από το καπιταλιστικό σύστημα.
Υπάρχει η ανάγκη για μια βιοφυσική προσέγγιση στην έρευνα για το χρήμα και τον ρόλο των τοπικών νομισμάτων στις ανταλλαγές των τοπικών οικονομιών και γενικότερα, στις μετα-καπιταλιστικές «αποαναπτυξιακές οικονομίες». Αυτό που θα χρειασθεί σίγουρα είναι να ξεπερασθεί η σημερινή οικονομική πραγματικότητα της «εμπορευματοποίησης», όπου τα αγαθά και οι υπηρεσίες παράγονται όλο και περισσότερο από καπιταλιστικές εταιρείες με σκοπό το κέρδος που υλοποιείται στις αγορές και όχι από το κράτος, τον δήμο ή την κοινότητα.
Αντίθετα με τα δόγματα της εμπορευματοποίησης που οδηγούν στην εξαφάνιση της μη αμοιβόμενης εργασίας που αφορά στη διαβίωση, οι πληθυσμοί των «αναπτυγμένων» οικονομιών ξοδεύουν σήμερα το ίδιο χρονικό διάστημα για εργασία χωρίς αμοιβή με εκείνο της επίσημα αμοιβόμενης εργασίας. Επιπλέον, κατά τα τελευταία σαράντα χρόνια, υπάρχει η τάση: ο χρόνος που αφιερώνεται στις λειτουργίες διαβίωσης, θα αυξάνεται σε σχέση με το χρόνο που αφιερώνεται στην επίσημη απασχόληση.
Η άποψη ενός ηγεμονικού, συνολικού, ολοκληρωτικού και νικηφόρου καπιταλισμού αποκαλύφθηκε ως ψευδαίσθηση, με την εξέλιξη των σημερινών δομικών κρίσεων. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα εναλλακτικά μελλοντικά κοινωνικά συμβόλαια δεν φαίνονται πλέον τόσο αδικαιολόγητα, όσο στο παρελθόν, όταν η εμπορευματοποίηση θεωρήθηκε ως ένα φυσικό και αναπόφευκτο φαινόμενο. Το μέλλον θα γίνει ξαφνικά πολύ πιο ανοιχτό και γεμάτο ατελείωτες νέες δυνατότητες. Οι οικ-αποαν- οικονομολόγοι, πιστεύουν ότι ο σημερινός κυρίαρχος ανθρωπολογικός τύπος είναι πολύ δύσκολο να αποδεχτεί την ανάλυση ότι ο «ορυκτός ενεργειακός πολιτισμός» βρίσκεται στο τελευταίο του στάδιο. Πολύ δύσκολα επίσης φαίνεται να αποδεχθεί τη θεωρία ότι παγκόσμια κυριαρχία του καπιταλισμού- ή η έλλειψή της - στηρίζεται στον βαθμό στον οποίο η ανθρώπινη κατανάλωση ενέργειας και υλικών διαμεσολαβείται από τις καπιταλιστικές (δηλαδή τις κερδοσκοπικές ή τις «αναπτυσσόμενες» ή τις περισσότερο ή λιγότερο ανταγωνιστικές) αγορές.
Οι προηγμένες οικονομίες που μελετήθηκαν από τους «αποαναπτυξιακούς», οφείλουν μεγάλο μέρος της βασικής τους κοινωνικής οργάνωσης στην παρουσία μιας συνεχούς παροχής φθηνής ορυκτής ενέργειας και φθηνών υλικών, με μεσολάβηση σε μεγάλο βαθμό από καπιταλιστικές εταιρείες (αν και μπορούμε να παραδεχθούμε ότι συμμετέχουν σε αυτή τη διαμεσολάβηση, τουλάχιστον εν μέρει, επίσης κρατικές επιχειρήσεις). Ο Εταιρικός έλεγχος των ίδιων των επιθυμιών και των επιδιώξεων των ανθρώπινων κοινωνιών είναι μια τεράστια πηγή κοινωνικής δύναμης. Μιλώντας μεταφορικά, οι ώρες που κάθε μέρα οι άνθρωποι μπορούν να παραμείνουν «αποσυνδεδεμένοι» από αυτό το σύστημα, είναι λιγότερες σχετικά με τις ώρες «σύνδεσης». Τις ώρες που κάθε μέρα απαιτούν και επιβάλουν οι κοινωνικοπολιτικές σχέσεις ισχύος- με τη δύναμη της επιτακτικής ανάγκης για ικανοποίηση των ενδοσωματικών και εξωσωματικών μας ατομικών αναγκών σε ενέργεια και υλικά. Και ο βαθμός της ατομικής εξάρτησης από την καπιταλιστική οικονομία δεν μπορεί να μετριέται γραμμικά σε μία μόνο κλίμακα.
Ο χρόνος, ως η τέταρτη διάσταση του φυσικού συνεχούς χωροχρόνου έχει και φυσική υπόσταση. Έτσι και η ανάλυσή του - με αυτή την ευρεία έννοια-είναι και φυσική. Για όλη την ποικιλομορφία της πολιτισμικά προσαρμοσμένης έννοιας του χρόνου, η σταθερή βάση είναι η φυσική πραγματικότητα. Αυτή η παρατήρηση, ωστόσο, δεν έχει σχεδόν καθόλου άμεση σημασία στους κοινωνικούς επιστήμονες που ερευνούν παραπέρα κοινωνικο-οικολογικές μεταβάσεις από τον σημερινό καπιταλισμό.
Το χρήμα, από την άλλη πλευρά, είναι ένα φαινόμενο για το οποίο η κατανόηση των δεσμών μεταξύ της κοινωνικής και της φυσικής πραγματικότητας πρέπει να είναι κεντρικό ζήτημα στην αντίστοιχη θεωρία. Αυτό μπορεί να είναι ένας ισχυρισμός, επειδή το χρήμα - από την ουσία του - δεν έχει καμία σταθερή βάση στη φυσική πραγματικότητα. Αντ 'αυτού βασίζεται κυρίως σε ένα σύνολο κοινωνικών θεσμών. Μερικοί οικ-αποαν- οικονομολόγοι έχουν συνεισφέρει στη συζήτηση για την κατανόηση του εναλλακτικού χρήματος που δημιουργείται από εναλλακτικούς κοινωνικούς θεσμούς σήμερα. Τόσο για τα πλεονεκτήματα, όσο επίσης και για ορισμένες αδυναμίες αυτών των πρωτοπόρων προσπαθειών.
Οι σχέσεις χρέους και ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής-αύξησης της εντροπίας
Δεν μπορούμε, σαν κοινωνία, να κάνουμε μόνιμη και φυσική μια ανθρώπινη σύμβαση, όπως είναι το χρέος και η απαίτηση τόκου(μέσω του οποίου αυξάνεται συνεχώς όχι μόνο το χρέος κάποιων-των δανειζόμενων- αλλά και ο πλούτος των πιστωτών τους), με τέτοιο παράλογο τρόπο που να αυξάνεται ο συνολικός κοινωνικός πλούτος. Γιατί αυτή η σύμβαση είναι ενάντια στον φυσικό νόμο της φθοράς και υποβάθμισης των υλικών και ενέργειας μέσω της χρήσης τους. Ενάντια στον λεγόμενο 2ο νόμο της θερμοδυναμικής στη φυσική[2]- πράγμα που οδηγεί στην ουσία στη μείωση του πραγματικού πλούτου μιας κοινωνίας. Η σημασία αυτού του φυσικού νόμου για τις κοινωνίες εκδηλώνεται στην έκφραση για το κλειστό φυσικό σύστημα της Γης: «Δεν υπάρχει στη φύση, δωρεάν γεύμα»! Μόνο αν θεωρήσουμε τον πλανήτη ως ανοικτό προς το ηλιακό μας σύστημα, τότε αυτό που είναι δωρεάν είναι η ηλιακή ενέργεια και οι μετατροπές της σε αιολική, χημική κ.λπ.
Είναι μια συλλογική ψευδαίσθηση ότι η κοινωνία, ως σύνολο, θα μπορούσε να ζήσει καλύτερα δείχνοντας ενδιαφέρον για μια ιδέα που έγινε δημοφιλής κυρίως μετά τους παγκόσμιους πολέμους. Πριν από αυτούς η επιθυμία των ανθρώπων να κατέχουν πλούτο ήταν περιορισμένη, γιατί όλοι ήξεραν ότι ο υλικός πλούτος - που υπόκειται στις δυνάμεις της εντροπίας - εξαφανίζεται με το πέρασμα του χρόνου.
Επομένως: Μέσα από το χρήμα και τους τόκους, αυτό που θέλουν οι άνθρωποι να πετύχουν δεν είναι ουσιαστικός πλούτος και ευζωία, αλλά χρέη που δεν σαπίζουν, που δεν είναι ακριβά και μπορούν να συνεχίζουν να ενδιαφέρονται οι ίδιοι, αιώνια. Έτσι, ο ατομικός πλούτος όλο και περισσότερο τείνει να έχει τον χαρακτήρα των νομικών μέσων: συμβάσεων-συμβολαίων και συμφωνιών. Τέτοια μέσα είναι το χρήμα, το ιδιωτικό-εθνικό χρέος, τα δάνεια και επενδύσεις στη βιομηχανία. Καθορίζουν όμως την κατανομή των εθνικών και των μεταξύ των ατόμων εσόδων. Για εννοιολογική σαφήνεια, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι αυτό που επικρίνεται πρωτίστως εδώ είναι η τοκοφόρα σχέση χρέους για τη δημιουργία λογιστικού πλούτου, όχι το χρήμα ως μέσο ανταλλαγής. Κριτικάρεται, από οικολογική φυσικο-επιστημονική σκοπιά, η δημιουργία νέου χρήματος-μέσω διανθρώπινης και κοινωνικά αποδεκτής σύμβασης-από το ίδιο το χρήμα και όχι από την ανθρώπινη δραστηριότητα που διαμορφώνει ευνοϊκά για τον άνθρωπο το περιβάλλον γύρω του.
Η σχέση χρέους ορίζεται από τον ποσοτικό προσδιορισμό της υποχρέωσης του οφειλέτη να πληρώσει στον «λογαριασμό» του πιστωτή μέσω μιας λογιστικής μονάδας ή χρημάτων. Μόλις ποσοτικοποιηθεί ένα χρέος, μπορεί να υπόκειται - ανάλογα με την κοινωνική πρακτική - σε απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς προκαλώντας το ενδιαφέρον των «επενδυτών». Η αντίφαση μεταξύ των μαθηματικών του χρέους και των νόμων που διέπουν την φυσική ανάπτυξη, είναι ένα παλιό φαινόμενο, από τότε που εμφανίσθηκε το πρώτο νόμισμα και η ανάγκη της συλλογικής και ατομικής διαχείρισης του χρέους. Πολλές φορές μάλιστα αντιμετωπίσθηκε από τις κοινωνικοπολιτικές εξουσίες στα πλαίσια των ιστορικών κοινωνιών με τη μέθοδο της διαγραφής των χρεών, της «σεισάχθειας»! Η σεισάχθεια στην ουσία επαναφέρει την διασαλευθείσα ισορροπία μεταξύ του λογιστικού πλούτου και του πραγματικού υπάρχοντος πλούτου στις κοινωνικές συνθήκες.
Μια σημαντική διαφορά μεταξύ των χρεών στις ιστορικές κοινωνίες και στις σύγχρονες οικονομίες πρέπει να τονισθεί. Στις πρώτες, η δημιουργία των εντολών χρέους περιοριζόταν σε μεγάλο βαθμό από τη διαθεσιμότητα φυσικών αγαθών-πόρων (και προσωπικών υπηρεσιών). Τα χρέη σε αυτές δημιουργήθηκαν π.χ. από δανεισμούς φυσικών χρηματικών αντικειμένων, ή μέσω καταναλωτικών δανείων και υπεραναλήψεων των καταναλωτών. Αντίθετα, στις σύγχρονες οικονομίες, δεν υπάρχει κανένα φυσικό όριο στις πιστωτικές εντολές που μπορούν να δημιουργηθούν από τις τράπεζες, καθώς τις εκδίδουν «από το τίποτα» και προκαταβάλουν κεφάλαια σε δανειολήπτες.
Η ιστορική αποϋλοποίηση των νομισματικών μέσων ανταλλαγής– από μέταλλα, πρώτα σε χαρτονομίσματα που περιορίζονταν από μεταλλικά αποθέματα, ύστερα σε μη καλυπτόμενα χάρτινα μπλοκ επιταγών και αργότερα με μαγνητικά ίχνη σε δίσκους υπολογιστών που μεταδίδονται μέσω πλαστικών καρτών – ήταν βασικός παράγοντας για τις διαδικασίες ηγεμόνευσης της χρηματικής οικονομίας και για την αύξηση των συνολικών επιπέδων χρέους, στα πλαίσια της παγκοσμιοποιημένης πια καπιταλιστικής οικονομίας. Μόλις δοθεί η εντολή και πραγματώνεται η σύμβαση, η σχέση χρέους παίρνει μια μαθηματική ζωή από μόνη της, χρειάζεται μόνο «μεταφυσικά χρήματα» ή «βιβλία καταγραφής» για να αυξηθεί το χρήμα από μόνο του! Στον τομέα της μελλούμενης νομισματικής και χρηματοπιστωτικής μεταρρύθμισης, μπορούμε συνεπώς να διακρίνουμε μεταξύ μέτρων που αναφέρονται άμεσα στη σχέση χρέους, και άλλων που το πράττουν έμμεσα περιορίζοντας τη δημιουργία κεφαλαιακών δανείων.
Μεταρρύθμιση στην χρηματική οικονομία
Η κριτική κάποιων οικ- αποαν- οικονομολόγων, με βάση το νόμο της εντροπίας, ήταν αναμφισβήτητα η πιο σημαντική αναλυτική συμβολή στην οικ-αποαν- χρηματική οικονομία.
Όσον αφορά στα μέτρα πολιτικής και στις προτάσεις μεταρρύθμισης, η κριτική τους αφορά κυρίως στον τρόπο με τον οποίο δημιουργούνται τα νομισματικά μέσα ανταλλαγής (παραβιάζοντας τον πρώτο νόμο της θερμοδυναμικής, δηλαδή της εξοικονόμησης ενέργειας) και προτείνουν αποθεματικές μόνο τράπεζες C-PERB. Ξεχωρίζουν τις 100% αποθεματικές τράπεζες -έναντι των ποσοστιαίου αποθεματικού τραπεζών – υποστηρίζοντας ότι C-PERB θα αντικαταστήσουν ένα επιστημονικό εθνικό νομισματικό σύστημα, «αφήνοντας τα πάντα όπως είναι», και ισχυριζόμενοι ότι η ανάρρωση της φύσης και των οικοσυστημάτων θα ήταν ταχεία και ολοκληρωμένη.
Προτείνουν επίσης μέτρα που αφορούν άμεσα τη σχέση χρέους, όπως τον «φόρο χρέους», του οποίου το επιτόκιο θα καθοριστεί ίσο με το μέσο επιτόκιο των σύνθετων τόκων και θα μπορούσε να «καταργήσει όλα τα χρέη με απόσβεση». Φαίνεται ότι η πρότασή τους δεν είναι η πρακτική περιοδικών ακυρώσεων ιδιωτικών χρεών(περιοδικής σεισάχθειας δηλαδή), γιατί υποστηρίζουν ότι οι C-PeRB θα φρόντιζαν, ως επί το πλείστον, για την εξάλειψη υπερβολικών ιδιωτικών χρεών, από μόνες τους.
[1] Ο όρος «κοινωνικός μεταβολισμός» χρησιμοποιείται μεταφορικά και αφορά στην κατανάλωση πόρων στα πλαίσια ενός συστήματος κοινωνικών σχέσεων.
[2] Σύμφωνα με το “2ο Θερμοδυναμικό αξίωμα”, η εντροπία, δηλαδή η αταξία ενός συστήματος τείνει, αν αφεθεί μόνο του, να αυξηθεί. Δηλαδή, δεν μπορεί αυθόρμητα, ένα σύστημα να μεταβεί σε κατάσταση μεγαλύτερης τάξης, αλλά τείνει σε κατάσταση μεγαλύτερης αταξίας. Σήμερα συνηθίζεται να χρησιμοποιούμε τον όρο εντροπία σε συνδυασμό με τον δεύτερο Θερμοδυναμικό Νόμο. Με την εντροπία να δηλώνει την μη διαθέσιμη ενέργεια ενός συστήματος, η έκφραση του Δεύτερου Νόμου που αναφέρει ότι «σε ένα Κλειστό Σύστημα η διαθέσιμη ενέργεια δεν μπορεί να αυξάνει» γίνεται ισοδύναμη με: «η εντροπία ενός κλειστού συστήματος δεν μπορεί ποτέ να μειώνεται». «Μόνο η ζωή παρατηρείται να προκύπτει ως οργάνωση από τη σχετική αταξία της ανόργανης ύλης, μειώνοντας την εντροπία» (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%BD%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%80%CE%AF%CE%B1)
.