Στις μέρες μας η μηχανοποιημένη παραγωγική διαδικασία της τροφής καταναλώνει κατά μέσο όρο περισσότερες μονάδες ορυκτής ενέργειας για να παραχθεί μία μονάδα διατροφικής ενέργειας. Αυτό μπορούσε να γίνεται όσο υπάρχουν ακόμα φθηνά ορυκτά καύσιμα και σε μεγάλες ποσότητες. Όμως τα αποθέματα των ορυκτών καυσίμων αρχίζουν να μειώνονται παγκοσμίως. Η εξόρυξη πετρελαίου π.χ. ξεπέρασε το κορυφαίο σημείο(Pick oil). Οι εταιρείες εξόρυξης συνεχίζουν σε δυσπρόσιτες περιοχές και σε μεγάλα βάθη ή χρησιμοποιούν καταστροφικές τεχνικές όπως το Fracking για το λιθοσφαιρικό αέριο, γιατί το εύκολο να εξορυχθεί πετρέλαιο –άρα και το φθηνό-έχει τελειώσει. Έτσι θα αναγκασθούν να δαπανήσουν πολλά περισσότερα σε χρήματα και φυσικούς πόρους για να παραχθεί ένα βαρέλι πετρελαίου. Κάποια στιγμή η δαπάνη αυτή των πόρων για να εξαχθεί ένα βαρέλι, θα ξεπεράσει την αξία της απόδοσης ενός βαρελιού πετρελαίου, άρα η εξόρυξη, εκτός από αντιπεριβαλλοντική,θα γίνει και οικονομικά αντιπαραγωγική.
Επίσης έχουμε εξάντληση των αποθεμάτων νερού, που είναι απαραίτητο για την γεωργία. Μετά το 1980 κυρίως και με τις σύγχρονες μεθόδους ποτίσματος βασικά από τους μεγαλοαγρότες (αυτόματη άρδευση με μπεκ και μέρα μεσημέρι με αποτέλεσμα την εξάτμιση μεγάλου μέρους του νερού), υπήρξε ανεύθυνη χρήση του νερού στη γεωργία. Υπήρξε επίσης έλλειψη προνοητικότητας από τα κράτη και κυρίως από τις εταιρείες ύδρευσης των πόλων που δεν επισκευάζουν τα τρύπια δίκτυα ύδρευσης με αποτέλεσμα να υπάρχουν μεγάλες απώλειες νερού-μέχρι και 40% ή και 50% σε κάποιες περιπτώσεις. Παράλληλα η επιλογή υδροβόρων καλλιεργειών απαίτησαν γεωτρήσεις παντού(πχ. στον κάμπο της Θεσσαλίας μέχρι και 340 μέτρα βάθος)[1] με συνέπεια την υποχώρηση, την υφαλμύρωση ή και την στέρρευση πολύτιμων υδροφόρων οριζόντων. Από την άλλη η μέθοδος Fracking για την εξόρυξη του φυσικού αερίου από τα ίδια εδάφη που καλλιεργούνται δηλητηριάζει τον υδροφόρο ορίζοντα, με τα χημικά που χρησιμοποιούνται, ενώ καταναλώνει τεράστιες ποσότητες νερού και προκαλεί απόγνωση στους γειτονικούς αγρότες - με αρκετούς κερδοσκόπους να βλέπουν ευκαιρίες, από την εκμετάλλευση των αναγκών καθαρού νερού. Εξάλλου η κλιματική αλλαγή θα μειώσει τη χιονόπτωση με αποτέλεσμα να μειωθεί και η τροφοδοσία των υπαρχόντων πηγών νερού( οι αυξημένες καταρρακτώδεις βροχές δεν θα εμπλουτίζουν τις πηγές, γιατί το νερό τους με τους χειμάρους και τα ποτάμια καταλήγουν στη θάλασσα και όχι στον υδροφόρο ορίζοντα). Όλο και περισσότερες πηγές θα στερεύουν λοιπόν στο μέλλον με επίπτωση και στην παραγωγικότητα της γεωργίας.
Μειώνεται η δυνατότητα των οικοσυστημάτων για απορρόφηση των αυξημένων εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου και των άλλων καυσαερίων και απόβλητων της παραγωγικής διαδικασίας. Αυτό έχει διαπιστωθεί από πολλές επιστημονικές μελέτες. Και φαίνεται ήδη η μείωση της παραγωγικότητας της γεωργίας λόγω επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Ένας επιπλέον λόγος, ο οποίος όμως δεν αφορά μόνο τη βιομηχανική γεωργία, αλλά και την εναλλακτική γεωργία που αρχίζει να αναπτύσσεται, είναι ότι αρχίζουν να μειώνονται οι μέλισσες παντού. Αυτές δεν παράγουν μόνο μέλι, αλλά επεικονιάζουν το 90% των φυτών, όντας μια τεράστια εργατική δύναμη, που θα είναι αδύνατο να αντικατασταθεί από την ανθρώπινη. Αν εκλείψουν όπως αρχίζει να συμβαίνει ήδη στις ΗΠΑ(μέχρι και 60%-70% μείωση στα σμήνη τους) και στην Ευρώπη(έχει ανησυχήσει αυτό και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή[2]), τότε θα υπάρξει σίγουρα μείωση των συγκομιδών στο 90% των καλλιεργειών τουλάχιστον.
Για τους παραπάνω λόγους, όταν γίνουν αυτοί αντιληπτοί από τους κάθε είδους «επενδυτές» του αγροδιατροφικού συστήματος, θα έχουμε και την όξυνση της αγροδιατροφικής κρίσης. Θα έχουμε ένα πραγματικό κραχ, που μπροστά του θα ωχριά το πρόσφατο χρηματοπιστωτικό κραχ. Θα πάψουν να υπάρχουν φθηνά τρόφιμα, γιατί θα αυξηθούν στο έπακρο τα κόστη της καλλιέργειας-εκτροφής, της συγκομιδής, της αποθήκευσης, της συντήρησης, της ψύξης, των μεταφορών και της διανομής
Τα πρώτα δείγματα αυτής της κρίσης τα βλέπουμε ήδη:
• Ενώ η παγκόσμια προσφορά τροφίμων-προς το παρόν- είναι παραπάνω από επαρκής, ταυτόχρονα 1 δισ. ανθρώπων υποσιτίζεται
• Οι κλιματικές αλλαγές οδηγούν σε μείωση και καταστροφή παραγωγής
• Αύξηση ζήτησης στην ΝΑ Ασία- άνοδος πολυπληθών μεσαίων τάξεων και αλλαγή διατροφικού μοντέλου(αύξηση της ζήτησης και εδώ σε ζωικά προϊόντα).
• Κερδοσκοπία στις τιμές στο χρηματιστήριο των δημητριακών
• Το 30% της παραγόμενης τροφής πάει στα σκουπίδια. Σύμφωνα με τον FAO, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων: 1,3 δισεκατ. τόνοι τροφίμων καταλήγουν κάθε χρόνο στα σκουπίδια και τις χωματερές, χωρίς να καταναλωθούν[3].
• Έλεγχος παραγωγής-διανομής τροφής από μεγάλες πολυεθνικές: π.χ. 5 πολυεθνικές ελέγχουν το 75% των σιτηρών, 2 το 50% της παραγωγής μπανάνας, 3 τη παγκόσμια παραγωγή τσαγιού, ενώ 30 πολυεθνικές ελέγχουν το 1/3 των επεξεργασμένων τροφών.
• Οι γεωργοί βασικά είναι παραγωγοί πρώτων υλών για τη βιομηχανία και όχι για τον εαυτό τους , τις κοινότητές τους και τις τοπικές αγορές.
• Οι καταναλωτές είναι εξαρτημένοι πλήρως από την αγορά μέσω των αλυσίδων. Πληρώνουν μέχρι και 4-6 φορές παραπάνω από την τιμή παραγωγού.
• Έχουμε παρακμή υπαίθρου, μείωση αγροτικού πληθυσμού, συρρίκνωση αγροτικών κοινοτήτων και εσωτερικούς-εξωτερικούς μετανάστες. Μεγάλες εκτάσεις χρησιμοποιούνται για ζωοτροφή με απώλεια αρχικής ενέργειας κατά 65-90%: στα βιομηχανοποιημένα συστήματα καταναλώνονται 300 μονάδες πόρων, για να παραχθούν 100. Η βιομηχανική γεωργία είναι πλέον αντιπαραγωγική, ενώ η καλλιέργεια ενεργειακών φυτών για αγροκαύσιμα διεκδικεί μεγάλες εκτάσεις υπέρ του «οδηγού» και εις βάρος του «υποσιτισμένου».
• Έχουμε πατεντοποίηση των σπόρων και των ποικιλιών με «βιοπειρατεία» των γενετικών πόρων από τις εταιρείες κολοσσούς[4].
• Το συνολικό παγκόσμιο αγροτοδιατροφικό σύστημα(παραγωγή, συντήρηση, συσκευασία, ψύξη, μεταφορές γεωργ. προϊόντων, διανομή στα σουπερμάρκετς κ.λπ.) είναι υπεύθυνο σχεδόν για το 50% του φαινομένου του «θερμοκηπίου».
Σε παγκόσμιο επίπεδο: η υπάρχουσα παραγωγή τροφίμων μπορεί να θρέψει με τροφή 2700 θερμίδων ημερησίως, 12 δισεκατομ. ανθρώπους. Δεν θα έπρεπε να πεινάει κανείς, δεδομένου ότι είμαστε προς το παρόν περίπου 7 δις. Όμως 40 εκατομ. πεθαίνουν από πείνα κάθε χρόνο και κάπου 850 εκατομ. υποφέρουν από υποσιτισμό, εκ των οποίων το 34% (Αφρικανοί) ζουν με κάτω από 300 θερμίδες την ημέρα. Το πρόβλημα βεβαίως δεν είναι της παραγωγής, που θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε, αλλά της διανομής της τροφής και του εισοδήματος (φτώχεια) και άρα κοινωνικοπολιτικό και παίρνει διαφορετική μορφή, ανάλογα με τη χώρα και την περιοχή.
Με μια δικαιότερη κατανομή των θρεπτικών πόρων της Γης μπορούμε να εξασφαλίσουμε τη διατροφή όλης της ανθρωπότητας και ταυτόχρονα να έχει υγιεινότερο τρόπο ζωής. Με μια ζωοεκτροφή, ούτε εκτατική ούτε σταυλισμένη, αλλά στα πλαίσια ολοκληρωμένων αγροκτημάτων[5], όπου τα ζώα παίζουν συμπληρωματικό ρόλο και ανακυκλώνουν την οργανική ύλη, ενώ τα ζωϊκά προϊόντα συμπληρώνουν επίσης τη διατροφή. Δεν θα πρόκειται οπωσδήποτε για χορτοφαγία, αλλά για οικολογική-υγιεινή διατροφή. Χρειάζεται όμως αλλαγή του καταναλωτικού και διατροφικού μοντέλου στη δύση με περιορισμό της υπερκατανάλωσης κρέατος και ευρεία ενημέρωση του κόσμου ότι η ζωοεκτροφή συμβάλλει σημαντικά στο φαινόμενο του θερμοκηπίου καθώς και στην κακή υγεία. Χρειάζεται γενικότερα να απορρίψουμε το καπιταλιστικό αναπτυξιακό μοντέλο παραγωγής, συσσώρευσης και κατανάλωσης. Να απορρίψουμε το μοντέλο της χημικής βιομηχανοποιημένης γεωργίας. Να επιλέξουμε το μοντέλο της αγροτικής οικο-γεωργίας, που είναι λύση και για την κλιματική αλλαγή[6]. Να επιλέξουμε την κατεύθυνση μιας αγροδιατροφικής οικονομίας των αναγκών και όχι των επιθυμιών, των μικρών αποστάσεων και της εγγύτητας μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, της δίκαιης διανομής των τροφίμων- με αποφυγή των μεσαζόντων- μέσω δικτύων παραγωγο-αναλωτών και τοπικών αυτοδιαχειριζόμενων αγορών. Γενικά μέσα από κοινοτικές αμεσοδημοκρατικές δομές που θα συντονίζονται μέσω διασύνδεσης και ομοσπονδιοποίησης, να γίνει στροφή στη γεωργία που θα στοχεύει στην όλο και μεγαλύτερη αυτοδυναμία της αλυσίδας: αγρότης - κοινότητα - περιοχή - επικράτεια. Για τους αγρότες σημαίνει ότι θα παράγουν πρώτα για τις ανάγκες τις δικές τους (τουλάχιστον να παράγουν ένα μέρος της τροφής τους) και στη συνέχεια να παράγουν για τις ανάγκες της περιοχής τους και της χώρας. Από ανάγκη πρέπει να εφαρμόσουν αυτό που λέγεται «πολυλειτουργικότητα». Η δραστηριότητά τους να έχει πολλές πλευρές: οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική. Η δουλειά τους θα έχει και κάποια πλευρά μη άμεσα κερδοφόρα, όπως π.χ. για την αποκατάσταση της ισορροπίας στην περιοχή. Θα παράγουν, θα μεταποιούν οι ίδιοι το προϊόν τους και θα το διακινούν δημιουργώντας θέσεις εργασίας. Θα προστατεύουν το περιβάλλον, θα αποκτούν σχέσεις με την τοπική κοινωνία και θα γίνονται παράγοντες ζωής της κοινότητας, προωθώντας την κοινοτίστικη αντίληψη και βοηθώντας να κρατηθεί ζωντανή η περιοχή τους και γενικότερα η κοινωνία της υπαίθρου.
Η μικρής κλίμακας οικογενειακή γεωργία είναι εντάσεως εργασίας (άρα δημιουργεί πολύ περισσότερες θέσεις εργασίας από την μηχανοποιημένη γεωργία) και απαιτεί λίγα καύσιμα, αυτή θα συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό και στην «ψύξη» της γης.
Μια τέτοια ριζική αλλαγή των μεθόδων καλλιέργειας και εκτροφής καθώς και του τρόπου διατροφής μας θα απαιτήσει σαφώς θεμελιώδεις αλλαγές. Οι τρέχουσες πολιτικές κατά των αγροτογεωργών, όπως οι νόμοι που ευνοούν την ιδιωτικοποίηση και την μονοπώληση των σπόρων και οι κανονισμοί για την προστασία των εταιρειών, οι οποίοι έχουν εξοντώσει τα παραδοσιακά συστήματα τροφίμων, θα έπρεπε να καταργηθούν. Οι υπάρχουσες τάσεις για αυξημένη συγκέντρωση της γης και για επέκταση της βιομηχανικής γεωργίας θα πρέπει να αντιστραφούν.
Ο χρόνος εξαντλείται, η διαδικασία επιταχύνεται με ανησυχητικό ρυθμό. Η αλλαγή του κλίματος[7] ήδη επηρεάζει σοβαρά 325 εκατομμύρια ανθρώπους κάθε χρόνο - με 315.000 να πεθαίνουν από την πείνα, την ασθένεια και τις καιρικές καταστροφές που προκαλούνται από την αλλαγή του κλίματος. Ο ετήσιος αριθμός των νεκρών θα μπορούσε να ανέβει σε μισό εκατομμύριο έως το 2030, με 10 % του παγκόσμιου πληθυσμού που πλήττεται σοβαρά. Ως συνέπεια του αυξημένου άγχους που προκαλείται από την κλιματική κρίση στα εδάφη, τα φυτά και τα ζώα, οι γεωργικές αποδόσεις αναμένεται να πέσουν, ιδίως στις θερμότερες χώρες του Νότου. Ένα τέτοιο σενάριο θα προκαλέσει αφάνταστη ταλαιπωρία σε δισεκατομμύρια των ανθρώπων.
ii). Ανθρώπινη διατροφή
Οι κυρίαρχες σήμερα οικονομικές-πολιτικές ελίτ στηρίζονται στην ουτοπία ότι το «μαγικό ραβδί» της αγοράς και η περισσότερη επιστήμη-τεχνολογία θα μας λύσουν τα προβλήματα και στον αγροδιατροφικό τομέα, μέσα από την καλλιέργεια και εκτροφή βελτιωμένων (υβριδίων) και γενετικά τροποποιημένων (μεταλλαγμένων) ποικιλιών και ρατσών, καθώς και από τη βιομηχανική παραγωγή «σούπερ τροφών». Αντίθετα, η πλειοψηφία των «από κάτω» δε μπορεί παρά να στηριχθεί στη συνεργασία των αγροτικών κοινοτήτων για την παραγωγή αρκετής και υγιεινής τροφής, αν θέλει να επιδιώξει την ευζωία της σε ένα καλύτερο κόσμο.
Είναι σήμερα κατανοητό ότι τα ανθρώπινα σώματα χρειάζονται ενέργεια για την ανάπτυξη και συντήρησή τους. Αλλά όχι μόνο. Oι διατροφολόγοι λένε ότι εκτός από ενέργεια χρειάζονται και «λάδωμα» για τις διάφορες λειτουργίες τους (χρειάζονται π.χ. ουσίες που δρουν σαν μεσάζοντες σε διάφορους μεταβολικούς κύκλους και διαδρομές), καθώς και διάφορα «δομικά υλικά» για να «κτίζουν» ή να «ανακαινίζουν» τη σάρκα. Όλα αυτά εξασφαλίζονται από τη κατανάλωση της τροφής[8], από τα συστατικά που την απαρτίζουν.
Τα απαραίτητα συστατικά της τροφής είναι: υδατάνθρακες, λίπη, πρωτεΐνες-τα λεγόμενα «μακροθρεπτικά» συστατικά- και επίσης μέταλλα, βιταμίνες, ανόργανα στοιχεία-τα λεγόμενα «μικροθρεπτικά» συστατικά. Οι άνθρωποι χρειάζονται κατά Μ.Ο. περίπου 2700 θερμίδες, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων. Το διατροφικό μοντέλο των πλουσίων δυτικών περιέχει πολύ κρέας, άρα πολλά λίπη. Συνήθως εξασφαλίζουν το 40% των θερμίδων τους από το λίπος. Τα πολλά λίπη όμως επιφυλάσσουν όχι μόνο μεγάλο βάρος, αλλά και πολλά είδη καρκίνων και καρδιακά νοσήματα (στεφανιαία κυρίως). Η ιδανική δίαιτα θα ήταν αν εξασφαλίζαμε γύρω στο 20% των θερμίδων από λίπη[9]
Οι πρωτεΐνες είναι –μαζί με το νερό-κύριο συστατικό του σώματος (στους μυς, στις μεμβράνες, ερυθρά αιμοσφαίρια, αντισώματα, ορμόνες, ένζυμα κ.λπ). Παλιότερα στη Δύση-Βορρά κυριαρχούσε η άποψη ότι χρειαζόμαστε καθημερινά μεγάλες ποσότητες ζωικών πρωτεϊνών για να είμαστε υγιείς (δίαιτα με 12-15% πρωτεϊνη). Σήμερα μελέτες δείχνουν ότι το καλύτερο είναι μια δίαιτα με λιγότερο από 5% πρωτεϊνη[10] και αντιλαμβανόμαστε ότι οι άνθρωποι μπορούν να πάρουν την απαραίτητη για αυτούς πρωτεϊνη από τα δημητριακά και τα όσπρια, πράγμα που έκαναν μέχρι τώρα μόνο οι χορτοφάγοι (αποδεδειγμένα πιο υγιείς σε σχέση με τους ευτραφείς υπέρβαρους αυτού του κόσμου). Φυσικά τα ζωικά προϊόντα μας εξασφαλίζουν και κάποια απαραίτητα συστατικά όπως τα βασικά μέταλλα ασβέστιο και ψευδάργυρο, που δεν υπάρχουν σε ικανές ποσότητες στα φυτικά αντίστοιχα. Δεν θα πρέπει να τα διαγράψουμε εντελώς από τη καθημερινή μας δίαιτα, αλλά δεν χρειάζεται να στηρίζουμε τη δίαιτά μας κύρια στα ζωικά προϊόντα.
Αυτό θα έχει επιπτώσεις για τη μελλοντική «φωτισμένη» γεωργία: θα πρέπει να σταματήσει η σημερινή επιμονή στην εντατική κτηνοτροφία και η μεγάλη ζήτηση για τα προϊόντα της, ώστε να είναι δυνατόν να διατρέφεται ο παγκόσμιος πληθυσμός πλουσιοπάροχα με σιτηρά και όσπρια. Τα ζώα να είναι ενταγμένα με ισορροπία σε ολοκληρωμένα αγροκτήματα και τα ζωικά προϊόντα να είναι συμπληρωματικά στην ανθρώπινη διατροφή. Από την άλλη θα χρειασθεί να επανέλθει στην πραχτική των αγροτικών κοινοτήτων η καλλιέργεια των ντόπιων εγκλιματισμένων ποικιλιών, που δεν χρειάζονται πολλές εξωτερικές εισροές και αντέχουν καλύτερα στις ντόπιες συνθήκες κλίματος και εδάφους, καθώς αντίστοιχα και η εκτροφή των ντόπιων ρατσών ζώων και πουλερικών[11].
Σε παγκόσμιο επίπεδο: η υπάρχουσα παραγωγή τροφίμων μπορεί να θρέψει με τροφή 2700 θερμίδων ημερησίως, 12 δισεκατομ. ανθρώπους. Δεν θα έπρεπε να πεινάει κανείς, δεδομένου ότι είμαστε προς το παρόν περίπου 7 δις. Όμως 40 εκατομ. πεθαίνουν από πείνα κάθε χρόνο και κάπου 850 εκατομ. υποφέρουν από υποσιτισμό, εκ των οποίων το 34% (Αφρικανοί) ζουν με κάτω από 300 θερμίδες την ημέρα. Το πρόβλημα βεβαίως δεν είναι της παραγωγής, που θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε, αλλά της διανομής της τροφής και του εισοδήματος (φτώχεια) και άρα κοινωνικοπολιτικό και παίρνει διαφορετική μορφή, ανάλογα με τη χώρα και την περιοχή.
iii) Κτηνοτροφία-ζωοεκτροφή
Κάποια χρήσιμα στοιχεία:
-Το 40% των εδαφών της Γης είναι καλλιεργήσιμα, εκ των οποίων το 1/3 χρησιμοποιείται για την παραγωγή ζωοτροφών.
-Η κατανάλωση κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων αυξάνεται κάθε χρόνο. Οι Γαλακτοβιομηχανίες στην ύστερη νεωτερικότητα, οδήγησαν τον «άνθρωπο καταναλωτή», από τα γενοφάσκια του, στην κατανάλωση επεξεργασμένου γάλακτος, ιδίως στη Δύση και τον Βορρά. Και η κατανάλωση ζωικού γάλακτος είναι αυξητική, για λόγους «ανάπτυξης» και αύξησης των κερδών. Από έρευνες (για το 2010) προκύπτει ότι από τα 20 δις. δολάρια που είναι ο τζίρος για τις βρεφικές τροφές, τα 2/3 προέρχονται από βρεφικό γάλα. Η Ευρώπη είναι η μεγαλύτερη αγορά βρεφικού γάλακτος παγκοσμίως με πωλήσεις πάνω από 2 δις. ανά έτος.Από αρχές του 1960: ο παγκόσμιος πληθυσμός 2-πλασιάσθηκε, η κατανάλωση κόκκινου κρέατος 4-πλασιάσθηκε, κρέατος πουλερικών 10-πλασιάσθηκε. Υπολογίζονται σε 60 δις τα ζώα εκτροφής και συμβαίνει κάτι παράδοξο – στα αναπτυγμένα κράτη περίπου 1 δις άτομα πάσχουν από παχυσαρκία και προβλήματα υγείας που συνδέονται με τον τρόπο διατροφής. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναγνωρίζει ότι η επιδημία της παχυσαρκίας αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα υγείας[12] και η κατανάλωση ζωικών λιπών και κτηνοτροφικών προϊόντων ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για αυτό, ενώ στις αναπτυσσόμενες χώρες ο ίδιος αριθμός ατόμων πάσχουν από υποσιτισμό.
- Σύμφωνα με τον ΟΗΕ(FAO) η ζωοεκτροφή εκπέμπει το 18% του «ισοδύναμου CO2», σε παγκόσμιο επίπεδο. Για την παραγωγή 1 κιλού βοδινού κρέατος , για παράδειγμα, έχει υπολογισθεί ότι έχουμε εκπομπή 22 κιλών «ισοδύναμου διοξειδίου», 1 κιλού αρνήσιου-κατσικίσιου κρέατος εκπομπή 20 κιλών, ενώ 1 κιλού χοιρινού εκπομπή 7,5 κιλών καθώς και 1 κιλού πουλερικών εκπομπή 5 κιλών «ισοδύναμου CO2». Η παραγωγή αυγών και γάλακτος είναι πιο φιλική για το κλίμα(επειδή τα ζώα χρειάζονται λιγότερη ενέργεια για αυτό): σε 1 κιλό αυγών ή κατσικίσιου-προβατίσιου γάλακτος αντιστοιχούν 3 κιλά εκπομπή «ισοδύναμου CO2», ενώ σε 1 κιλό αγελαδινού αντιστοιχούν μόνο 1,4 κιλά εκπομπών.
-Το 20% των βοσκότοπων έχουν υποβαθμιστεί λόγω της υπερβόσκησης, της διάβρωσης και της ρύπανσης του εδάφους από τα ζωικά απόβλητα, τα αντιβιοτικά, τις ορμόνες, τις χημικές ουσίες από τη βυρσοδεψία, τα λιπάσματα και τα φυτοφάρμακα που χρησιμοποιούνται για να ψεκαστούν οι καλλιέργειες ζωοτροφών.
- Όσο δε αφορά τους φθίνοντες πλέον υδάτινους πόρους της γης, η κτηνοτροφία χρησιμοποιεί τεράστιες ποσότητες νερού κι είναι ένας σημαντικός παράγοντας ρύπανσης και μόλυνσης του υδροφόρου ορίζοντα. Στη Δύση, το μισό από το νερό που καταναλώνεται, πηγαίνει στην εκτροφή.
-Απαιτείται 10-20 φορές περισσότερη ενέργεια για την παραγωγή ζωικών προϊόντων, απ’ότι για την παραγωγή φυτικής τροφής. Ο βαθμός μετατροπής από ζωοτροφή σε τροφή για τον άνθρωπο, κυμαίνεται από 1:30 έως 1:4 ανάλογα με το είδος του ζώου. («Είναι πιο αποδοτικό να τρώμε απευθείας ό,τι καλλιεργούμε, αντί να το αφήσουμε να περάσει πρώτα μέσα από ένα ζώο»). Επίσης περισσότερο έδαφος. Για σύγκριση: για την παραγωγή 1 κιλού κρέατος απαιτείται γη που θα μπορούσε να παράγει 6 κιλά δημητριακά ή 9 κιλά ρύζι ή 12 κιλά όσπρια.
-Επίσης η μαζική-εντατική εκτροφή των εκατομμυρίων ζώων αφανίζει τη ζωή και από τις θάλασσες αφού περίπου το 50% των ψαριών που αλιεύονται χρησιμοποιούνται ως τροφή για τα γουρούνια, τις αγελάδες, τα πρόβατα, τα κοτόπουλα κλπ. Αυτά τα ζώα καταναλώνουν περισσότερους τόνους ψαριών από ότι όλοι οι καρχαρίες, τα δελφίνια και οι φώκιες ολόκληρου του πλανήτη. Έτσι οι πληθυσμοί των ψαριών σταδιακά εξαφανίζονται[13]ενώ οι φάλαινες, οι φώκιες, τα δελφίνια και τα θαλασσοπούλια πεθαίνουν από πείνα.
- Προτάθηκαν στους αγρότες –κυρίως των «υπανάπτυκτων» χωρών-καλλιέργειες ενεργειακών (ελαιοδοτικών) φυτών, όπως ο φοίνικας, η ελαιοκράμβη, ο ηλίανθος, το σουσάμι, η σόγια κ.λπ., αλλά και δημητριακών, όπως ζαχαροκάλαμου ή καλαμποκιού, από την επεξεργασία των οποίων παράγεται αιθανόλη και στη συνέχεια βιοντίζελ[14]. Έτσι διαμορφώθηκε ένας μεγάλος ανταγωνισμός στη παγκόσμια αγορά των γεωργικών βασικών αγαθών, με τεράστια ζήτηση για την παραγωγή βιοκαυσίμων από αυτά, έναντι της ζήτησής τους για την επεξεργασία τροφίμων[15]. Σαν άμεσο αποτέλεσμα αυτού του ανταγωνισμού είχαμε τη μείωση των εκτάσεων για καλλιέργεια τροφής, τη μείωση της παραγωγής ειδών διατροφής, την μεγάλη αύξηση των τιμών των δημητριακών, την αύξηση της κατανάλωσης των αποθεμάτων νερού.
- Χωρίς υπερβολή: ο κυρίαρχος ανθρωπολογικός τύπος με την κατανάλωση της τροφής του, εκτός των άλλων, παίζει και το μέλλον αυτού του πλανήτη «χάρη στη βουλιμία του για χάμπουργκερ»[16].
Στη πραγματικότητα η παγκόσμια ζωοεκτροφή είναι ουσιαστικώς αντιπαραγωγική. Χρειάζεται επομένως μεγάλη αποανάπτυξη στη ζωοεκτροφή, αποανάπτυξη στη παραγωγή ζωικών προϊόντων, καθώς και στη κατανάλωσή τους.
iv) Τοπικοποίηση-Αποανάπτυξη-Συνεργατισμός στο σύστημα παραγωγής και διανομής της τροφής
Ποια απάντηση θα μπορούσε να διαμορφωθεί πιο συγκεκριμένα σήμερα, όταν «σκεπτόμενοι παγκόσμια» θα πρέπει εσπευσμένα «να δράσουμε τοπικά»;
Χρειάζεται σήμερα να κάνουμε στροφή. Να απορρίψουμε το παγκόσμιο εμπορικό μοντέλο των πολυεθνικών και των εταιρειών βιομηχανοποίησης της ανθρώπινης διατροφής, γιατί μας οδηγεί σε επισιτιστική κρίση!
Να επιλέξουμε τη λεγόμενη «αγροτική» γεωργία και το τελικό επακόλουθό της την οικο-γεωργία(το οικο- όχι μόνο με την έννοια του οικολογικού, αλλά και με την αρχαιοελληνική έννοια του «οίκου» που εξασφάλιζε το «ζειν»). Η επιστροφή στην αγροτο-οικο-γεωργία, θα μας εξασφάλιζε και την ικανοποιητική παραγωγή τροφίμων και την αποφυγή της κλιματικής αλλαγής.
Τι σημαίνει αυτό;
Σημαίνει στροφή στη γεωργία που θα στοχεύει στην όλο και μεγαλύτερη αυτοδυναμία της αλυσίδας: αγρότης - κοινότητα - περιοχή - επικράτεια. Για τους αγρότες σημαίνει ότι θα παράγουν πρώτα για τις ανάγκες τις δικές τους (τουλάχιστον να παράγουν ένα μέρος της τροφής τους) και στη συνέχεια να παράγουν για τις ανάγκες της περιοχής τους και της χώρας. Από ανάγκη πρέπει να εφαρμόσουν αυτό που λέγεται «πολυλειτουργικότητα». Η δραστηριότητά τους να έχει πολλές πλευρές: οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική. Η δουλειά τους θα έχει και κάποια πλευρά μη άμεσα κερδοφόρα, όπως π.χ. για την αποκατάσταση της ισορροπίας στην περιοχή. Θα παράγουν, θα μεταποιούν οι ίδιοι το προϊόν τους και θα το διακινούν δημιουργώντας θέσεις εργασίας. Θα προστατεύουν το περιβάλλον, θα αποκτούν σχέσεις με την τοπική κοινωνία και θα γίνονται παράγοντες ζωής της κοινότητας, προωθώντας την κοινοτίστικη αντίληψη και βοηθώντας να κρατηθεί ζωντανή η περιοχή τους και γενικότερα η κοινωνία της υπαίθρου.
Ξεφεύγοντας απ’ τη νοοτροπία της απλής εμπορευματικής διαδικασίας, όπου ο αγρότης παράγει για να παραδώσει στον έμπορο ή το βιομήχανο και στη συνέχεια να εισπράξει και να τρέφεται ο ίδιος και η οικογένειά του απ’ το σούπερ μάρκετ, θα εμπλουτίσει με τέτοια στοιχεία τη ζωή του, που θα την κάνει επιθυμητή και για τα παιδιά του, ώστε να μη φεύγουν απ’ τον τόπο τους. Αποφεύγοντας σε μεγάλο βαθμό τους μεσάζοντες, θα παίρνει σωστές και δίκαιες τιμές. Απ’ την άλλη, τη στιγμή που ο πολυλειτουργικός αγρότης θα παράγει και για τον εαυτό του, είναι φανερό ότι θα μπει πιο εύκολα στη λογική της υγιεινής τροφής, γιατί δεν θα θέλει να τρώει τα δηλητήρια, που πριν με ελαφριά καρδιά χρησιμοποιούσε, επειδή παρήγαγε για την απρόσωπη αγορά. Έτσι θα στραφεί πιο εύκολα προς την Οικολογική γεωργία (με τη μορφή των βιοκαλλιεργειών, της βιοδυναμικής καλλιέργειας ή της φυσικής και περμακουλτούρας). Επίσης πιο εύκολα θα αναδιαρθρώσει τις ανάγκες του και θα ξεφύγει απ’ τον καταναλωτισμό και τις εξωτερικές εισροές. Θα αναγκασθεί να επανέλθει σε είδη και ποικιλίες που δεν θα χρειάζονται χημική υποστήριξη, αλλά θα είναι δοκιμασμένες στην περιοχή, δηλ. στις ξεχασμένες ντόπιες ποικιλίες και ράτσες και θα ξεφύγει απ’ τα υβρίδια και απ’ τα γενετικά τροποποιημένα.
Και δεν θα παράγει μόνο αρκετά και υγιεινά προϊόντα με τον τρόπο που θα καλλιεργεί και θα αντιμετωπίζει το έδαφος και τα άλλα είδη ζωής. ‘Οντας αναγκασμένος να εξυγιάνει πρώτα -πρώτα το έδαφος και να φροντίζει να έχει όλο και περισσότερη οργανική ουσία, που είναι απαραίτητη για την παραγωγή του, θα συμβάλει αντικειμενικά και στη λύση για την αποφυγή της κλιματικής αλλαγής. Η αειφόρος μικρής κλίμακας οικογενειακή γεωργία είναι εντάσεως εργασίας (άρα δημιουργεί πολύ περισσότερες θέσεις εργασίας από την μηχανοποιημένη γεωργία) και απαιτεί λίγα καύσιμα, αυτή θα συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό και στην «ψύξη» της γης.
Μια τέτοια ριζική αλλαγή των μεθόδων καλλιέργειας και εκτροφής καθώς και του τρόπου διατροφής μας θα απαιτήσει σαφώς θεμελιώδεις αλλαγές. Οι τρέχουσες πολιτικές κατά των αγροτογεωργών, όπως οι νόμοι που ευνοούν την ιδιωτικοποίηση και την μονοπώληση των σπόρων και οι κανονισμοί για την προστασία των εταιρειών, οι οποίοι έχουν εξοντώσει τα παραδοσιακά συστήματα τροφίμων, θα έπρεπε να καταργηθούν. Οι υπάρχουσες τάσεις για αυξημένη συγκέντρωση της γης και για επέκταση της βιομηχανικής γεωργίας θα πρέπει να αντιστραφούν:
- Εκατομμύρια γεωργών -αγροτικών κοινοτήτων θα πρέπει να αποκτήσουν τη δυνατότητα να κάνουν τις απαραίτητες αμειψισπορές, να οργανώνουν την αγρανάπαυση και να δημιουργούν βοσκότοπους, ώστε να μπορούν να επιστρέφουν στο έδαφος πάνω από 7 δισεκατομμύρια τόνους οργανικής ουσίας κάθε χρόνο.
- Προώθηση υγιούς και βιώσιμης ενεργειακής πολιτικής. Αυτό περιλαμβάνει κατανάλωση λιγότερης ενέργειας, παραγωγή βιοαερίου και ηλιακής ενέργειας στα αγροκτήματα - και όχι σε μεγάλο βαθμό προώθηση της παραγωγής βιοντίζελ, όπως συμβαίνει σήμερα.
- Εφαρμογή γεωργικών και εμπορικών πολιτικών σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο για την υποστήριξη της τοπικής παραγωγής- διανομής-αγοράς-κατανάλωσης τροφίμων με στόχο την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αυτοδυναμία -αυτάρκεια. Αυτό περιλαμβάνει την απαγόρευση των σημερινών επιδοτήσεων που οδηγούν σε ντάμπινγκ των φτηνών τροφίμων στις αγορές.
- «Από-ανάπτυξη» στη παραγωγή κρέατος για μια ζωοεκτροφή στα πλαίσια ολοκληρωμένων αγροκτημάτων.
- Εκπαίδευση αντίστοιχη των πολυλειτουργικών αγροτών και των νέων γενιών μέσα από την αντίστοιχη στροφή του εκπαιδευτικού συστήματος
v) Ο ελληνικός αγροδιατροφικός τομέας εφαλτήρας για το ξεπέρασμα της σημερινής κρίσης
Τα παραπάνω αφορούν και τον ελληνικό αγροδιατροφικό τομέα, στον οποίο θα σταθούμε ιδιαίτερα παρακάτω.
Ο πρωτογενής τομέας μπορεί να γίνει ο εφαλτήρας για μια αναζωογόνηση, η οποία θα ξεκινούσε από τις τοπικές κοινωνίες. Για μια αντιμετώπιση της επισιτιστικής κρίσης που έρχεται, αλλά και για μια απασχόληση μεγαλύτερου ποσοστού του πληθυσμού για την αντιμετώπιση της σημερινής ανεργίας. Η παραγωγή ποιοτικών διατροφικών αγαθών-με συγκριτικό πλεονέκτημα στις ανταλλαγές-από τις εναλλακτικές καλλιέργειες των ντόπιων «χρυσοφόρων» φυτών, αλλά και γεωργικών αγαθών για δευτερογενή μεταποίηση και κλωστουφαντουργία, θα ικανοποιούσε βασικές ανάγκες του ντόπιου πληθυσμού και θα εξασφάλιζε βιώσιμο εισόδημα για τους εργαζόμενους στον τομέα.Η αναδιάρθρωση που πρέπει να γίνει από τους έλληνες αγρότες δεν είναι η στροφή σε εξεζητημένα ανταγωνιστικά προϊόντα-που προτείνουν οι κάθε λογής τεχνοκράτες σήμερα- αλλά σε καλλιέργειες που θα εξασφαλίσουν την διατροφική ασφάλεια του πληθυσμού και την προώθηση της όσο γίνεται μεγαλύτερης αυτάρκειας για τις τοπικές κοινωνίες.Τέτοια προϊόντα για παράδειγμα μπορεί να παραχθούν από τις βιο-οικο-καλλιέργειες των ντόπιων ποικιλιών: σιτηρών και αραβόσιτου, οσπρίων, σπανακιού και όλων των κηπευτικών και χόρτων όπως το ραδίκι, αγκινάρας, φράουλας, σπαραγγιού, ρίγανης και αρωματικών φυτών -μελισσόχορτο, φασκομηλιά, μέντα, εχινάτσια, γαϊδουράγκαθο, δενδρολίβανο, βασιλικός κ.λπ. με απόσταξη για αντίστοιχα αιθέρια έλαια-πολυβιταμινούχου και υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη σπιρουλίνας, μανιταριών, κερασιάς, ροδακινιάς, δαμασκηνιάς, ροδιάς, λωτού, στέβιας, κρόκου, τρούφας, αλόης, μαστίχας κλπ, καθώς φυσικά και ελιάς και αγουρέλαιου[17].
Άλλα ξεχωριστά τοπικά παραδοσιακά προϊόντα που παρήγαγε κάποτε η ελληνική γη, αλλά τείνουν να τα παρατήσουν οι σημερινοί αγρότες είναι: η κορινθιακή σταφίδα, ξερά σύκα Μεσσηνίας, Λακωνίας, Εύβοιας και Αττικής, τοματάκι της Σαντορίνης, κουμ-κουάτ της Κέρκυρας, πατάτες Νάξου, πεπόνι της Μυτιλήνης, καρπούζια της Μεσσηνίας, μανταρίνι Καλύμνου, νεροκρέμμυδο Ζακύνθου, η οινοποιήσιμη ποικιλία βαρτζαμί της Λευκάδας, φράουλες της Ηλείας, κάστανα της Λακωνίας και της Αρκαδίας, όσπρια της Δυτικής Μακεδονίας και του Έβρου, πατάτες των Σερρών, της Δράμας του Αμυνταίου και της Πελοποννήσου, οπωροκηπευτικά των Μεγάρων, ακτινίδια της Πιερίας, φάβα της Σαντορίνης, αχλάδια της Λέσβου[18].
Ο στόχος θα είναι όλες αυτές οι καλλιέργειες από μονοκαλλιέργειες που είναι σήμερα να μετατραπούν σε πολυκαλλιέργειες στα πλαίσια ολοκληρωμένων αγροκτημάτων, όπου τα ζώα θα εκτρέφονται σαν συμπληρωματικά των καλλιεργειών, για την ανακύκλωση των υλικών και κάποιων απαραίτητων για τη διατροφή μας ζωικών προϊόντων. Εκτός των πουλερικών, μπορούν να εκτρέφονται και ένας ανάλογος αριθμός αιγοπροβάτων ή αγελάδων-βουβαλιών, καθώς και ανάλογων αλόγων ή γαϊδουριών που μπορούν να προσφέρουν βοήθεια στις εργασίες(στην περίπτωση θηλυκών γαϊδουριών μπορούμε να έχουμε και το πολύτιμο γάλα τους).
Ιδιαίτερο ζήτημα για τον ελληνικό αγροδιατροφικό τομέα είναι η Κάνναβη[19], που μπορεί να γίνει μέσο για την αναζωογόνηση της αγροτικής μας οικογεωργίας, γιατί είναι πολυδύναμο φυτό, με βιομηχανικά και φαρμακευτικά προϊόντα. Με επεξεργασία και μεταποίηση μπορούν να παραχθούν περισσότερα από 25.000 προϊόντα, όπως: σπόρια, έλαια, βάμματα, θεραπευτικά σκευάσματα, κηραλοιφές, αλεύρι, τρόφιμα, πρωτεΐνη και διατροφικά συμπληρώματα, φαρμακευτικά σκευάσματα, ηδύποτα, οικοδομικά και μονωτικά υλικά, χαρτί και χαρτοπολτό, βιοπλαστικά, βιοκαύσιμα, κλωστές- ίνες, υφαντά και υφάσματα, σειρά ρούχων, καλλυντικά και άλλα καινοτόμα και οικολογικά προϊόντα όπως βελτιωτικά εδάφους, ζωοτροφές κα.
Αναδιάρθρωση θα χρειασθεί να γίνει και στις ιχυθοκαλλιέργειες-υδατοκαλλιέργειες, υπέρ της παραάκτιας αλιείας. Έχουμε υπερδιόγκωση των ιχθυκαλλιεργειών στη χώρα μας. Σύμφωνα με τηνετήσια έκθεση για το 2017 του Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών: ενώ το 1985 υπήρχαν 12 μονάδες με συνολική παραγωγή περίπου 100 τόνους, σήμερα υπάρχουν πάνω από 300 μονάδες (περίπου 320) με παραγωγή που ξεπερνάει τους 100.000 τόνους. Το 2015 ο συνολικός όγκος παραγωγής ανήλθε σε 134.065 τόνους αξίας 628,3 εκ. Ευρώ[20]. Με όλα τα επακόλουθα για την υγεία των καταναλωτών και για τη μόλυνση του θαλάσιου περιβάλλοντος[21], μπορεί να ισχυρισθεί κανείς ότι η ιχθυοκαλλιέργεια-υδατοκαλλιέργεια στις θάλασσές μας είναι και αυτή αντιπαραγωγική!
Προτείνουμε λοιπόν κάποια βασικά σημεία ενός προγράμματος με στόχο την επίτευξη διατροφικής αυτοδυναμίας για την ελληνική κοινωνία ξεκινώντας από την τοπική κοινωνία κάθε φορά
Όσον αφορά στους καταναλωτές:
- Μποϋκοτάζ των ακριβών και των υποβαθμισμένων ποιοτικά προϊόντων των μεγάλων εταιρειών καθώς και των μεταλλαγμένων στα μεγάλα σουπερμάρκετς. Απαίτηση από τη Τ.Α. να οργανώσει ειδική υπηρεσία, που θα μας εξασφαλίζει όχι μόνο από την είσοδο των μεταλλαγμένων, αλλά και από την επιβάρυνση των λαχανικών και των άλλων ειδών διατροφής από τα φυτοφάρμακα και τα λιπάσματα
- Όχι στα πτηνοτροφικά προϊόντα από μεγάλες αποστειρωμένες πτηνοτροφικές μονάδες που με τα αντιβιοτικά που περιέχουν μας διαλύουν το ανοσοποιητικό μας σύστημα (στήριξη προϊόντων οικόσιτων πουλερικών) Προώθηση της αντίληψης ότι η ποιότητα της τροφής αφορά στην υγεία μας και στην ίδια την ποιότητα της ζωής μας και άρα αξίζει περισσότερης προσοχής. Όχι στην ταχυφαγία, ναι στην αναζήτηση ποιοτικής τροφής και στην μεσογειακή δίαιτα με μείωση των ζωικών προϊόντων.
- Στήριξη των τοπικών ποιοτικών προϊόντων και ιδιαίτερα βιολογικών.
- Οργάνωση Καμπάνιας για στροφή προς ένα νέο μοντέλο ζωής, που δεν θα στηρίζεται στην κατανάλωση, αλλά στη δημιουργία, στην αυτοεκπαίδευση και αυτοβελτίωση, στην αλληλοβοήθεια και αλληλεγγύη με προτροπή των πολιτών να παράγουν (υλικά και πνευματικά) και να εξελιχθούν όσο γίνεται περισσότερο σε παραγωγοαναλωτές, δηλαδή να παράγουν για ιδίαν χρήση και για αχρήματες ανταλλαγές μεταξύ τους.
- Ποιοτικά είδη διατροφής στα κυλικεία των σχολείων και των πανεπιστημίων με αυτοδιαχείρισή τους από τη σχολική κοινότητα και τους φοιτητές αντίστοιχα.
• Η «Αγροτική» γεωργία, οικο-γεωργία που θα ικανοποιεί τις βιοτικές ανάγκες της αλυσίδας: αγρότης-κοινότητα-δήμος-περιοχή-χώρα.
• Ο «Πολυλειτουργικός» αγρότης με ολοκληρωμένα αγροκτήματα με πολλά διαφορετικά είδη ζωντανών-ζωϊκών,φυτικών, με βελτιωμένο έδαφος και περιβάλλον, με ντόπια βιοποικιλότητα, με μεταποίηση-διάθεση προϊόντων με κοινοτίστικη αντίληψη για αναζωογόνηση της υπαίθρου και όχι για τις επιδοτήσεις.
• Η μετατροπή της χώρας σε ζώνη οικο-καλλιέργειας, ελεύθερης από μεταλλαγμένα, με πέρασμα από το χημικό τρόπο παραγωγής σε βιολογικό, βιοδυναμικό ή φυσικό τρόπο παραγωγής καθώς και της αεικαλλιέργειας (permacalture). Τα με τέτοιο τρόπο παραγόμενα προϊόντα θα έχουν συγκριτικά πλεονεκτήματα και για τις εξαγωγές τους.
• Η λογική της υγιεινής τροφής και για τους αγρότες παραγωγούς(παραγωγή και για τους ίδιους και για την τοπική αγορά και όχι για την απρόσωπη αγορά).
• Αποφυγή των μεσαζόντων- σωστές και δίκαιες τιμές, με βιώσιμη παραγωγή της εγγύτητας για ικανοποίηση βιοτικών αναγκών μέσω της διανομής της εγγύτητας(μικρές διαδρομές από την παραγωγή στην κατανάλωση, τοπικές λαϊκές αγορές από τις ομάδες παραγωγών με αυτοδιαχείριση).
• Αναδιάρθρωση αναγκών- αντικαταναλωτισμός - μείωση εξωτερικών εισροών-ανθεκτικές ντόπιες ποικιλίες και ράτσες(ΠΟΠ, ΠΓΕ, κ.λ.π.).
• Μεταποίηση των γεωργικών σε προϊόντα διατροφής και ένδυσης(π.χ. ανασύσταση κλωστοϋφαντουργείων, που σήμερα έχουν μετακομίσει σε γειτονικές χώρες χαμηλού εργατικού κόστους, ανασύσταση της βιομηχανίας ζάχαρης).
• Εξοικονόμιση και αυτοπαραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ εγκαθιστώντας στα αγροτικά υπόστεγα, στις αποθήκες, στα σπίτια κ.λπ. μικρά αποκεντρωμένα συστήματα.
• Αγροτουρισμός(ταυτόχρονα ξενοδόχοι, μάγειροι, ορειβάτες κ.λ.π).
- Κατάργηση λεηλασίας θάλασσας από τα μεγάλα αλιευτικά, αναζωογόνηση με την παράκτια αλιεία.
• Ομάδες-συνεταιρισμοί νέας μορφής(με άμεση δημοκρατία στα πλαίσιά τους), κολεκτιβίστικες δομές αγροτικής παραγωγής, εναλλακτικά δίκτυα διανομής, συνεταιρισμοί παραγωγοκαταναλωτών, «καλάθια» και μικρά συνεταιριστικά μαγαζιά, συνεργασία με κινήματα καταναλωτών για «κοινωνικά στηριζόμενη γεωργία».
• Δίκτυα διανομής και ανταλλαγής προϊόντων-υπηρεσιών με τοπικά νομίσματα ή αχρήματα.
• Διάθεση δημόσιας και δημοτικής γης σε νέους αγρότες και ομάδες ανέργων για μετεγκατάσταση. Καταλήψεις κρατικής και εκκλησιαστικής γης από κινήματα ανέργων-σε περίπτωση που δεν τους διατίθεται- για προσπάθεια αυτοαξιοποίησης της παραγωγικής τους δυνατότητας-εγκατάσταση σε παρατημένα χωριά.
• Καλλιέργεια αστικής και περιαστικής δημοτικής γης –δημοτικοί λαχανόκηποι από κινήματα γειτονιάς, από συνταξιούχους ή «καλλιεργητές του σαβατοκύριακου» και του «ελεύθερου χρόνου».
• Εσωτερική αντίστροφη μετανάστευση(όχι εξωτερική στην οποία στρέφονται πολλοί άνεργοι νέοι σήμερα) με συλλογικές μετεγκαταστάσεις ανέργων νέων των πόλεων στην περιφέρεια, σε χώρους αυτοπαραγωγής και αυτοδιαχείρισης. Σε αυτό μπορεί να βοηθήσει πολύ η Τ.Α.
• Το σημερινό 9-10% των ελλήνων αγροτών δεν μπορούν να θρέψουν το υπόλοιπο 90% με υγιεινά προϊόντα διατροφής. Για την αυτάρκεια θα χρειασθεί να ασχοληθούν περισσότεροι με τη γεωργία. Να πετύχουν την Κοινωνικοποίηση –Τοπικοποίηση του αγροτοδιατροφικού τομέα, και όχι εταιριοποίησή του(πράγμα που επιδιώκεται από την Ε.Ε σήμερα). Μόνο τότε ο τομέας θα αναδειχθεί σαν κινητήρας που θα βγάλει τη χώρα από το σημερινό αδιέξοδο.
Τα πολλά κοινοτικά εγχειρήματα της κοινωνικής, αλληλέγγυας και συνεργατικής οικονομίας που έχουν καταγραφεί τελευταία στη χώρα, δείχνουν ότι κάτι άρχισε να κινείται. Αυτά πρέπει να στηριχθούν από όλους και ιδίως από τους νέους και άνεργους –που δεν θα πρέπει να επιλέγουν τη φυγή προς το εξωτερικό-και να επεκταθούν σε όλους τους τομείς και τα επίπεδα.
[1] Χαρά Τζαναβάρα, εφημερίδα ελευθεροτυπία 22/3/2010
[2]«Την πλήρη απαγόρευση των τριών πιο διαδεδομένων νεονικοτινοειδών φυτοφαρμάκων, αποφάσισε η Ευρώπη μετά από αίτημα 5 εκατ. πολιτών προς τους Ευρωπαίους υπουργούς και την Κομισιόν. Είναι το μεγαλύτερο ψήφισμα στον κόσμο για τη διάσωση των μελισσών.», βλέπε:https://tvxs.gr/news/kosmos/giati-i-apagoreysi-ton-entomoktonon-stin-eyropi-einai-megali-eidisi
[3]Οιλόγοι είναι αρκετοί: οι προδιαγραφές εμπορίας και συσκευασίας που στέλνουν στη χωματερή μεγάλους όγκους τροφής σαν ακατάλληλη-στη όψη και στο σχήμα- για διακίνηση από το εμπορευματικό σύστημα, η ημερομηνία λήξης στα σουπερμάρκετς που στέλνει στους κάδους σκουπιδιών τροφή που μπορεί ακόμα να φαγωθεί από τους ανθρώπους, αλλά όχι να καταναλωθεί από τους καταναλωτές, μεγάλα υπολείμματα τροφής από τα ψυγεία των νοικοκυριών-καταναλωτών κ.λπ. Αποτέλεσμα αυτού: 14 δισ. στρέμματα- δηλαδή το 28% των καλλιεργούμενων εδαφών- χρησιμοποιούνται για παραγωγή πεταμένης τροφής σε παγκόσμιο επίπεδο.
[4] Η πιο διάσημη και η πλέον μισητή επιχειρηματική εξαγορά των τελευταίων χρόνων – αν όχι δεκαετιών – παγκοσμίως, αυτή της Monsanto από τη Bayer, ολοκληρώθηκε το 2018 , με το δυσθεώρητο ποσό των 63 δισεκατομμυρίων δολαρίων. http://apokoinou.com/i-monsanto-pethane-zito-i-bayer/
[5]Ολοκληρωμένα αγροκτήματα: Είναι στην ουσία ένα αγρο-οικο-σύστημα, όπου κοινότητες φυτών και ζώων αλληλεπιδρούν με το φυσικό, βιολογικό και χημικό τους περιβάλλον, το οποίο ταυτόχρονα τροποποιείται από το ανθρώπινο δυναμικό του, για την παραγωγή τροφίμων, κλωστικών ινών, ενέργειας και άλλων προϊόντων για ανθρώπινη κατανάλωση και μεταποίηση.
Αυτό το αγροοικοσύστημα είναι ενταγμένο οργανικά στα πλαίσια του γενικότερου τοπικού οικοσυστήματος που το περιβάλει και λειτουργεί με στόχο την αειφορία, δηλαδή την κάλυψη των αναγκών των ανθρώπων που συμμετέχουν στη διαχείρισή του, χωρίς να διακυβεύεται η ικανότητα της μελλοντικής γενιάς τους να καλύψει τις δικές της. Στα πλαίσιά του η διαχείριση των φυσικών πόρων και του ανθρώπινου δυναμικού είναι πρωταρχικής σημασίας. Περιλαμβάνει τη διατήρηση ή τον εμπλουτισμό αυτών των ζωτικών πόρων μακροπρόθεσμα, τη δημιουργία αξιοπρεπών συνθηκών εργασίας και διαβίωσης των μελών, λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες των διπλανών αγροτικών ή αστικών κοινοτήτων, την υγεία και ασφάλεια των καταναλωτών τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον.
Η “ολοκληρωμένη προσέγγιση αγρού” λαμβάνει υπόψη τους πολιτιστικούς, τους κοινωνικούς και φυσικούς πόρους καθώς και το έδαφος, το νερό και τον αέρα. Από την ανακύκλωση και την ενεργειακή αποδοτικότητα, μέχρι τη διαχείριση των υδάτινων πόρων και τη χρήση των παρασκευασμάτων φυτο-ζωοπροστασίας και των άλλων εισροών. Περισσότερα στο : http://topikopoiisi.blogspot.de/2010/09/blog-post_09.html
[6]Μια 10ετή μελέτη στο Ινστιτούτο Rodale της Πεννσυλβάνια των ΗΠΑ έδειξε ότι η χρήση κομπόστ σε συνδυασμό με εναλλαγή καλλιεργειών σε βιολογικά αγροσυστήματα μπορεί να οδηγήσει σε ενσωμάτωση του άνθρακα στο έδαφος σε αναλογία 910 κιλά / στρέμμα / έτος ( αντίθετα, σε αγροκτήματα που βασίζονται στο όργωμα και στα χημικά λιπάσματα, χάνονται σχεδόν 140 κιλά άνθρακα ανά εκτάριο ετησίως). Η ενσωμάτωση 910 κιλών άνθρακα σήμαινε επίσης λήψη 3185 κιλών διοξειδίου του άνθρακα από τον αέρα ανά στρέμμα το χρόνο(μεγάλη ικανότητα πρόσληψης και συγκράτησης λόγω της αυξημένης ποσότητας μικροοργανισμών) . Έχει υπολογισθεί ότι, αν θα μπορούσαμε να αποκαταστήσουμε και πάλι στα γεωργικά εδάφη του κόσμου την οργανική ύλη, που έχουμε ήδη χάσει, λόγω της βιομηχανικής γεωργίας, τότε τα εδάφη αυτά θα μπορούσαν να συλλάβουν τουλάχιστον το ένα τρίτο του πλεονάζοντος CO2 στην ατμόσφαιρα . Συνεχίζοντας την ανοικοδόμηση των εδαφών, σε περίπου 50 χρόνια, αυτά θα είχαν προσλάβει περίπου τα δύο τρίτα του πλεονάζοντος CO2 από την ατμόσφαιρα. Κατά τη διαδικασία αυτή, ενώ θα είχαμε υγιέστερο και πιο παραγωγικό έδαφος, ταυτόχρονα θα είχαμε απαλλαγεί : 1) από τη χρήση χημικών λιπασμάτων, τα οποία αποτελούν ένα άλλο γνωστό μεγάλο παραγωγό αερίων του θερμοκηπίου και κατά τη παραγωγή τους και κατά τη χρήση τους . 2) από τα οργανικά απόβλητα των πόλεων τα οποία θα επέστρεφαν στα γεωργικά εδάφη και το μεθάνιο και οι εκπομπές CO2 από χώρους υγειονομικής ταφής και των λυμάτων (ισοδύναμο με 3,6% του συνόλου των σημερινών εκπομπών) θα μπορούσαν να μειωθούν σημαντικά. Η επιστροφή στην αγρο-οικολογική γεωργία σε μεγάλη κλίμακα θα μετρίαζε σε μεγάλο βαθμό τη σημερινή κρίση. Η διεθνής οργάνωση των μικρών αγροτών Via Campesina πιστεύει ότι οι λύσεις για την τρέχουσα κρίση θα πρέπει να διαμορφωθούν από τις οργανωμένες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες θα αναπτύξουν τρόπους παραγωγής, κατανάλωσης και εμπορίου που θα στηρίζονται στη δικαιοσύνη, στην αλληλεγγύη και στις υγιείς κοινότητες. Η σημερινή στάνταρ τεχνολογία δε θα μας σώσει από την τρέχουσα παγκόσμια περιβαλλοντική και κοινωνική καταστροφή. Η αειφόρος, μικρής κλίμακας οικογενειακή γεωργία, είναι εντάσεως εργασίας και απαιτεί λίγα καύσιμα. Aυτή θα συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό στην «ψύξη» της γης. Εκατομμύρια γεωργών - αγροτικών κοινοτήτων θα πρέπει να αποκτήσουν τη δυνατότητα να κάνουν τις απαραίτητες αμειψισπορές, να οργανώνουν την αγρανάπαυση και να δημιουργούν βοσκότοπους, ώστε να μπορούν να επιστρέφουν στο έδαφος πάνω από 7 δισεκατομμύρια τόνους οργανικής ουσίας κάθε χρόνο. Αυτό περιλαμβάνει και κατανάλωση λιγότερης ενέργειας, παραγωγή βιοαερίου και ηλιακής ενέργειας στα αγροκτήματα - και όχι σε μεγάλο βαθμό προώθηση της παραγωγής βιοντίζελ, όπως συμβαίνει σήμερα. Για αυτό θα χρειασθούν-στις σημερινές συνθήκες- εφαρμογές γεωργικών και εμπορικών πολιτικών σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο για την υποστήριξη της τοπικής παραγωγής- διανομής-αγοράς-κατανάλωσης τροφίμων με στόχο την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αυτάρκεια που εκτός των παραπάνω θα περιλαμβάνουν την απαγόρευση των επιδοτήσεων που οδηγούν σε ντάμπινγκ των φτηνών τροφίμων στις αγορές.
[7]Οι κλιματικές αλλαγές θα οδηγούν επίσης σε μείωση και καταστροφή παραγωγής(αλλού καύσωνες, αλλού ξηρασίες ή πλημμύρες πλημύρες με αποτέλεσμα την άνοδο της τιμής π.χ. των σιτηρών κατά 70%, πάνω από 230 Ε/τόνο)
[8] «Οι άνθρωποι πια δεν λένε “τρώω” ή “πίνω” αλλά λένε “καταναλώνω”. Όλες οι φυσικές πράξεις και λειτουργίες που κρατούν στη ζωή ένα φυσικό πλάσμα άνθρωπο, έχουν αντικατασταθεί από τον όρο κατανάλωση, λες και είναι ο άνθρωπος πλέον μηχάνημα... Αυτή είναι η μέγιστη ύβρις και ο μέγιστος εξευτελισμός της ανθρώπινης ύπαρξης. Η αποδοχή της πλήρους μετάλλαξης του ανθρώπου σε γρανάζι του συστήματος που απομυζεί το οικοσύστημα καταναλώνοντας τους φυσικούς του πόρους αναίσχυντα. Αυτός είναι ο αναίσχυντος σύγχρονος άνθρωπος – καταναλωτής, ο ταυτισμένος με την χυδαιότητα.» Γιάννης Μακριδάκης http://yiannismakridakis.gr/?p=4851
[9] Γιατί το λίπος είναι απαραίτητο όχι μόνο σαν πηγή ενέργειας, αλλά σαν σημαντικό δομικό συστατικό του σώματος, σημαντικότερο από τους υδατάνθρακες. Κυρίως είναι χρήσιμο για τη μεμβράνη των κυττάρων(με τη μορφή «λιπιδίων»), τα μέρη του εγκεφάλου και για τα νεύρα. Όμως σαν δομικό συστατικό των παραπάνω πρέπει να είναι με τη μορφή «βασικών» λιπών (κυρίως του τύπου των «πολυακόρεστων». Τέτοια είναι τα λίπη που προέρχονται από τα φύλλα και τους σπόρους των φυτών, καθώς και από τα ψάρια, ιδίως τα λιπαρά, όπως το σκουμπρί. Αλλά τα ψάρια σε παγκόσμιο επίπεδο είναι τροφή για τους λίγους και λόγω της υπεραλίευσης και της μόλυνσης τα αλιεύματα σπανίζουν πια. Πιο ρεαλιστικό είναι να εξασφαλίζουμε τα βασικά λίπη από τα φυτά.
[10] Και καλύτερα με φυτικές πρωτείνες που παίρνονται από τον συνδυασμό δημητριακών και οσπρίων. Οι άνθρωποι που ακολουθούν παραδοσιακές δίαιτες μπορεί να μη ξέρουν από βιοχημεία, αλλά ξέρουν από τη μακροχρόνια εμπειρία τους ότι δημητριακό και όσπριο είναι ο καλύτερος συνδυασμός στη μαγειρική τους, ώστε να είναι υγιείς. Αποτέλεσμα της μέχρι τώρα κυρίαρχης άποψης για πολλές ζωικές πρωτεϊνες στη διατροφή μας, ήταν τα εντατικά συστήματα ζωοεκτροφής και πτηνοτροφίας με όσο γινόταν πιο πολλά ζώα –πτηνά. Παράλληλα τα δημητριακά, τα όσπρια και η σόγια θεωρούνταν «δεύτερης τάξης» τροφή και προορίζονταν κυρίως για ζωοτροφές. Το αγροδιατροφικό σύστημα χρησιμοποιούσε μέχρι τώρα το 50% της παγκόσμιας παραγωγής σιταριού και κριθαριού, το 80% του καλαμποκιού και το 90% της σόγιας σαν ζωοτροφές (οι ευρωπαίοι καταναλωτές π.χ. επιδοτούν με 2 ευρώ την ημέρα κάθε εκτρεφόμενη με δημητριακά αγελάδα τους, ενώ πάνω από 2 δις άνθρωποι στον τρίτο κόσμο ζούν με 2 ευρώ την ημέρα).
[11] Σήμερα υπάρχει αναγκαιότητα να καλλιεργηθούν τα «ντυμένα» σιτηρά επειδή αντέχουν σε δυσκολότερες εδαφοκλιματολογικές συνθήκες (ξηρασία, άγονα εδάφη), είναι πολύτιμο γενετικό υλικό για τη μελλοντική γεωργία σε συνθήκες κλιματικής αλλαγής, ενώ παράλληλα μπορούν να δώσουν προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας (χωρίς βέβαια να τα θεωρούμε και «υπερτροφές», όπως σκόπιμα διαδίδουν κάποια επιχειρηματικά συμφέροντα εκμεταλλευόμενα τη σύγχυση και τη μόδα των «προϊόντων χωρίς γλουτένη».
Η σύγχρονη διατροφή μας (τα τελευταία 50 χρόνια κυρίως στη Δύση) είναι «υπερφορτωμένη» με γλουτένη, λόγω της παρουσία της παντού σχεδόν(μπαίνει σαν πρόσθετο) και της υπερκατανάλωσης επεξεργασμένων τροφών που στηρίζονται στο ραφιναρισμένο αλεύρι.
[12]Λόγω των άθλιων και ανθυγιεινών συνθηκών εκτροφής των ζώων, καθώς και των ορμονών ανάπτυξης και πάχυνσης που τους χορηγούνται για την επιτάχυνση της παραγωγής κρέατος και γάλακτος, ένα σημαντικό ποσοστό της παγκόσμιας παραγωγής αντιβιοτικών (περίπου το 50%) χορηγείται στα εκτρεφόμενα ζώα. Όμως παρά την τόσο απλόχερη ιατρική «φροντίδα», ασθένειες και επιδημίες όπως η νόσος των τρελών αγελάδων και των πτηνών, η γρίπη των χοίρων, ο μελιταίος πυρετός, κλπ. ξέσπασαν σκορπώντας τον πανικό. Η αφύσικη τροφή που τρώνε τα εκτρεφόμενα ζώα (ιχθυάλευρα, αλεσμένα κόκκαλα, νύχια, τρίχες κλπ), οι άθλιες συνθήκες διαβίωσής τους και η υπερβολική χορήγηση αντιβιοτικών και ορμονών, καθιστούν την κατανάλωση κρέατος εντελώς επιβλαβή για την ανθρώπινη υγεία, ενώ οι απάνθρωπες συνθήκες μεταφοράς τους, αλλά και η ίδια η φρικαλέα διαδικασία σφαγής των ζώων θέτουν ζητήματα βιοηθικής. Η σφαγή, η μεταφορά, η επεξεργασία και το μαγείρεμα θεωρούνται επίσης σημαντικό μέρος κατανάλωσης ενέργειας.
[13]Σύμφωνα με τον παγκόσμιο οργανισμό τροφίμων και γεωργίας(FAO) το 70% των παγκόσμιων αποθεμάτων ψαριών υπεραλιεύεται ή έχει ήδη 100% αλιευθεί, καταστρέφοντας ή απειλώντας να καταστραφεί η ζωή εκατομμυρίων ψαράδων ανά τον κόσμο. Τον μεγαλύτερο κίνδυνο διατρέχουν σήμερα ο λευκός τόνος, ο ξιφίας και ο μπακαλιάρος του Ατλαντικού, ενώ ένα βήμα πριν την εξαφάνιση βρίσκονται είδη όπως τα χέλια, ο κόκκινος τόνος και ένα είδος μικρού καρχαρία.
[14]Το βιοντίζελ στην Ευρώπη προέρχεται μέχρι και 25% από φοινικέλαιο. Αμέτρητα στρέμματα τροπικών δασών έπρεπε να δώσουν τη θέση τους στις φυτείες φοινικέλαιου, ειδικά στην Ινδονησία και τη Μαλαισία. Αυτό καταστρέφει τη βάση διαβίωσης πολλών ζωικών και φυτικών ειδών και οδηγεί σε τεράστιες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου. Για αυτό το ευρωπαϊκό κίνημα της αποανάπτυξης, προστασίας του κλίματος και του περιβάλλοντος καλεί τις κυβερνήσεις και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προστατεύσουν τα τροπικά δάση και τους κατοίκους τους και τελικά να σταματήσουν τη πρόσμειξη φοινικέλαιου στα καύσιμα!
Στα βενζινάδικα οι ευρωπαίοι οδηγοί βγάζουν συχνά φοινικέλαιο χωρίς να το γνωρίζουν.
Το φοινικέλαιο περιέχεται σχεδόν σε κάθε δεύτερο προϊόν στα σούπερ μάρκετ και είναι σχεδόν αδύνατο να φανταστούμε την καθημερινότητά μας χωρίς αυτό. Αλλά σχεδόν κανείς δεν ξέρει ότι μεγάλο μέρος των εισαγωγών φοινικέλαιου στην Ευρώπη καταλήγει στο ντεπόζιτο των αυτοκινήτων. Ο λόγος για αυτό είναι η απαίτηση της ΕΕ να μειωθούν οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου από τα καύσιμα. Το ντίζελ υποτίθεται ότι γίνεται πιο φιλικό προς το περιβάλλον αν μέρος του συνίσταται από φυτικά έλαια. Ένα τεράστιο λάθος!
Γιατί η πρόσμειξη φοινικέλαιου στο καύσιμο βλάπτει το περιβάλλον, το κλίμα και τον άνθρωπο.
Το βιοντίζελ, μέσω των φυτειών φοινικέλαιου που προέρχονται από τη μετατροπή δασικών περιοχών σε καλλιέργειες, παράγει επίσης τεράστιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που βλάπτουν όχι μόνο το κλίμα αλλά και την υγεία μας. Με την αποψίλωση των τροπικών δασών όλο και περισσότερα είδη, όπως οι ουρακουτάγκοι, οι ασιατικοί ελέφαντες και οι ρινόκεροι, χάνουν το ζωτικό τους χώρο. Ειδικά στην Ινδονησία, η κατάσταση γίνεται όλο και πιο απειλητική: οι φυτείες φοινικέλαιου έχουν καταλάβει συνολικά 14 εκατομμύρια εκτάρια! Αυτό αντιστοιχεί σχεδόν στη μισή έκταση της Γερμανίας! Και οι φυτείες αυξάνονται συνεχώς. Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί!
[15]Υπάρχει μεγάλο κοινωνικό κόστος στην παραγωγή βιοκαυσίμων, το οποίο μπορούμε να αντιληφθούμε από το γεγονός: για να γεμίσει το ρεζερβουάρ ενός μεγάλου τζίπ με 25 γαλόνια αιθανόλης, θα πρέπει να στερηθεί τροφή ισοδύναμη με 220 κιλά καλαμποκιού, που μπορεί να θρέψει έναν άνθρωπο για ένα χρόνο.
[16]Singer Peter: Η απελευθέρωση των Ζώων, Αντιγόνη, Θεσσαλονίκη, 2010.
[17] Αγουρέλιο: η μονοκαλλιέργεια της ελιάς είναι γεγονός στη χώρα, παράγεται πολύ λάδι. Τελευταία μάλιστα λόγω και της οικονομικής ανέχειας στις πόλεις, οι οικογένειες που είχαν κάποια παρατημένα ελαιοπερίβολα στα χωριά, έχουν αρχίσει να ξαναμαζεύουν τις ελιές για το λάδι τους. Έτσι οι κατ επάγγελμα ελαιοπαραγωγοί πουλάνε πολύ φθηνά το λάδι τους στους συσκευαστές, οι οποίοι-όσοι το εξάγουν-καρπώνονται το μεγαλύτερο μέρος της χρηματικής αξίας αυτού του προϊόντος, που η διατροφική του αξία είναι ανεκτίμητη. Έχει αποδειχθεί από το φαρμακευτικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, ότι ειδικά το αγουρέλαιο έχει πολύ σημαντικές αντιοξειδωτικές αντιφλεγμονώδεις ουσίες και είναι φάρμακο, ιδίως αν είναι άθερμο (αν εξάγεται στα ελαιοτριβεία σε χαμηλή θερμοκρασία μέχρι και 27 βαθμών Κελσίου) και χωρίς χημικά πρόσθετα(http://www.topikopoiisi.com/omicroniotakappaomicron-gammaepsilonomegarho).
[18] Βλέπε και http://www.topikopoiisi.eu/omicroniotakappaomicron-gammaepsilonomegarhogamma943alpha/t
[19] «Η κάνναβη είναι πολυδύναμο φυτό, με Βιομηχανικά και Φαρμακευτικά προϊόντα, και ήταν σε χρήση στη χώρα μας από αρχαιοτάτων (προϊστορικών) χρόνων …Πολλές χώρες εφαρμόζουν πλέον τις δικές τους νομικές πρωτοβουλίες και υπάρχει μια αισιόδοξη κινητικότητα σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι πολιτικές που δίνουν έμφαση στην δημόσια υγεία, τα επιστημονικά δεδομένα, τη μείωση βλάβης και την πρόληψη, κερδίζουν συνεχώς έδαφος. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουμε μωσαϊκό, από ποινικοποιήσεις μέχρι νομιμοποιήσεις και νομοθετικές πρωτοβουλίες, χωρίς ενιαίο πλαίσιο για την Κάνναβη…Η Ελλάδα θεωρείται από πολλές ξένες επιχειρήσεις προνομιακή εδαφοκλιματικά για την καλλιέργεια φαρμακευτικής κάνναβης… »: Ν. Συγρίμης, Γεωργικό Πανεπιστήμιο.
[20]Βλέπε https://www.fgm.com.gr/uploads/file/FGM17_WEB_GR.pdf
[21]«Τόνοι φορμόλης στα ψάρια, την πάπια κάνει ο ΕΦΕΤ»(http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=340452)