1)Καταρχήν αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από μεμονωμένες ατομικές μειώσεις στην κατανάλωση ενέργειας ή υλικών,όπως π.χ. με τη χρήση οικονομικών λαμπτήρων ή με την οδήγηση ηλεκτρικών αυτοκινήτων.
Οι υποστηρικτές της Αποανάπτυξης υποστηρίζουν την «εθελοντική απλότητα» σαν ένα διευρυμένο, ολοκληρωμένο και δεσμευτικό πακέτο τρόπων ζωής που υπερβαίνει τις μεμονωμένες καταναλωτικές αποφάσεις και, ως εκ τούτου μειώνει, αν και δεν εξαλείφει, τη δυνατότητα για επιστροφή στην υπερκατανάλωση.
Υπάρχει όμως ένα παράδοξο στη βασική θέση της αποανάπτυξης.Η μειωμένη ζήτηση λόγω εξοικονόμησης πόρων απόορισμένους, μπορεί να μειώσει το κόστος των πόρων σε άλλους και έτσι να αυξήσει την συνολική κατανάλωση. Ως εκ τούτου, η προαιρετική απλότητα είναι απαραίτητη μεν, αλλά όχι και αναγκαία προϋπόθεση για μια βιώσιμη συρρίκνωση. Θεσμικές παρεμβάσεις και περιορισμοί σε διάφορες κλίμακες, είναι αναγκαίες για να εξασφαλιστεί ότι τα κέρδη της μείωσης της χρήσης πόρων από την απλότητα, δεν θα επενδύονται σε διαδικασίες περαιτέρω συσσώρευσης κεφαλαίου και σε επέκταση της χρήσης τους, καθιστώντας την απλότητα ουσιωδώς ανενεργή.
Οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης αναγνωρίζουν επίσης ότι ο εθελοντισμός μόνο δεν μπορεί να πάει μακριά, αν δεν εκφράζεται σε συλλογική και πολιτική δράση για να εξασφαλιστούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για να υλοποιηθεί η απλότητα ή για να διασφαλιστεί ότι η εξοικονόμηση πόρων δεν οδηγεί σε περαιτέρω συσσώρευση. Αντί για εθελοντική απλότητα, προτιμούν να μιλάνε για "το δικαίωμα στην απλότητα". Αυτό αφορά την προστασία ενός συνόλου κοινωνικών και θεσμικών συνθηκών που καθιστούν την επιλογή αυτή ευκολότερη και έτσι θα διευκολύνει την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και στο τέλος των φθηνών ορυκτών καυσίμων.
2)Κατα δεύτερον, οι υπέρμαχοι της αποανάπτυξης δεν προτείνουν «σχέδια αποανάπτυξης», όπως γίνεται από τους εμπειρογνώμονες και Κυβερνήσεις. Προτείνουν διαφορετικές πιθανές θεσμικές παρεμβάσεις. Θεσμοί που αναδιανέμουν το κόστος, τα οφέλη και τα κίνητρα της οικονομικής δραστηριότητας μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών παραγόντων, λιγότερες εργάσιμες ώρες, ένα βασικό και ένα ανώτατο εισόδημα, συνεταιριστικές μορφές ιδιοκτησίας, κ. λπ. Είναι ορισμένες από τις πολλές θεσμικές προτάσεις που έχουν συζητηθεί στο πλαίσιο της αποανάπτυξης .
Οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης δεν κάνουν κάτι διαφορετικό από οποιονδήποτε άλλο επιστήμονα ή κοινωνικό παράγοντα που προτείνει πολιτικές παρεμβάσεις ή σκόπιμη συλλογική δράση για την επίτευξη ορισμένων στόχων και τη διαμόρφωση των ανθρώπινων υποθέσεων. Κανείς από την Κοινότητα της Αποανάπτυξης δεν μιλά για "βέλτιστα σχέδια αποανάπτυξης". Αντλώντας έμπνευση από το έργο του πολιτικού φιλόσοφου Κορνήλιου Καστοριάδη, υποστηρίζουν την άμεση δημοκρατία μέσω ανοικτών συμμετοχικών διαδικασιών συνέλευσης. Η Αποανάπτυξη προτείνεται σαν «λέξη πύραυλος», σαν μια νέα σημασιολογική έννοια που ενεργοποιεί νέες διαβουλεύσεις για εναλλακτικούς τρόπους μελλοντικής προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες.
Στην Αποανάπτυξη έχουν εμπλακεί πραγματικά υφιστάμενα μετα-κανονικά, «εκτεταμένα δίκτυα ομότιμης παραγωγής ",επιστημονικές διαδικασίες σε διάφορες κλίμακες και φόρουμ, όπως στα “15M” και “Occupy” κινήματα στην Ισπανία και αλλού, πρόσωπα από διαφορετικούς τομείς κοινωνικής ζωής, μεταξύ αυτώνκαι επιστήμονες, που συναντιούνται σε δημόσιες πλατείες για την αντιμετώπιση των οικονομικών και πολιτικών κρίσεων. Οι διεθνείς διασκέψεις για την Αποανάπτυξη βασίζονται στην Κοινότητα της ομότιμης παραγωγής γνώσης . Επιστήμονες, ακτιβιστές και υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής συνέρχονται και συνδιαβουλεύονται με την πρόθεση της συνπαραγωγής γνώσεων και την υπαγωγή των απόψεών τους στην αλληλοκριτική αξιολόγηση.
Σε αυτές και σε άλλες δημόσιες συζητήσεις, οι προτάσεις για την Αποανάπτυξη είναι προσωπικές «γνώμες»(«δόξες», όπως τις αποκαλεί ο Καστοριάδης), που πρέπει να «διαβουλευθούν» από τους συμμετέχοντες και την κοινωνία γενικότερα. Δεν είναι «λύσεις» ή «συνταγές» προγραμματικές.
3)Μια από αυτές τις διστακτικές «γνώμες», που εμφανίστηκαν στις συζητήσεις για την Αποανάπτυξη είναι και η πρόταση για μειωμένο ωράριο εργασίας. Έχουν εκφρασθεί τρεις λόγοι για αυτό: 1) Αν στο επίπεδο της οικονομίας περιοριστεί η παραγωγικότητα από τις πολιτικές της κλιματικής αλλαγής , θα δημιουργήσει μαζική ανεργία. Μόνο η μείωση του ωραρίου και η ανακατανομή της εργασίας, μπορεί να διατηρήσει και την απασχόληση και το κλίμα.2) Η αυξανόμενη ανακατανομή-αναδιανομή της εργασίας στις δυτικές κοινωνίες, από τον απλήρωτο στον αμοιβόμενο τομέα,αύξησε την εμπορευματοποίηση και τη χρηματοποίηση στην καθημερινή ζωή, πράγμα που έχει αρνητικές επιπτώσεις στην κοινωνική συνοχή και την ποιότητα ζωής. Υπάρχει ένα επιχείρημα ευημερίας για την αντιστροφή της εμπορευματοποίησης της εργασίας και την αναδιανομή της από τον αμειβόμενο στον μη αμειβόμενο τομέα, ανεξάρτητα από τις ανησυχίες για την κλιματική αλλαγή.3) Οι υποστηρικτές της Αποανάπτυξης δεν βλέπουν κανένα λόγο να εξαρτώνται τόσο πολύ από τους μισθούς η διανομή προϊόντων και υπηρεσιών, όπως γίνεται τώρα. Ένα οικουμενικό βασικό εισόδημα θα μπορούσε να εισαχθεί ως δικαίωμα. Να επισημανθεί βέβαια ότι η πρόταση της αποανάπτυξης απαιτεί μείωση του ωραρίου στον τομέα της μισθωτής εργασίας , η οποία θα υποκαθίσταται από πιο χρήσιμη και, αν είναι δυνατόν,πιο ευχάριστη εργασία στον αυτοαπασχολούμενο ή μη αμειβόμενο τομέα. Δεν είναι μια καθολική έκκληση για μείωση της εργασίας.
Η σημασιολογική διάκριση μεταξύ αμειβόμενης και μη αμειβόμενης (αναπαραγωγικής) εργασίας θεωρείται ως δεδομένη, είναι μια σύγχρονη δυτική παραγματικότητα. Κοινότητες και κοινωνίες βιοπορισμού, για παράδειγμα, αναμιγνύουν παραγωγική, αναπαραγωγική και συλλογική εργασία, ή εργασία και παιχνίδι. Είναι η δουλειά για ένα σπιτικό φαγητό στον κήπο ή για ένα τοπικό φεστιβάλ ,πραγματικά "εργασία" ή "αναψυχή"; Τέτοιες σημασιολογικές κατηγοριοποιήσεις αλλάζουν, καθώς αλλάζουν οι κοινωνίες. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να επιστρέψουμε σε μια οικονομία βιοπορισμού, μόνο ότι μπορεί να υπάρξει περισσότερη ελαστικότητα για μια δεδομένη κατανομή μεταξύ αμειβόμενης και μη αμειβόμενης εργασίας.
4)Ανεξάρτητα από τις σημασιολογικές κατηγοριοποιήσεις φυσικά, υπάρχεικαι ένα απόλυτο όριο στο πραγματικό απόθεμα χρόνου που τα μέλη μιας κοινότητας ή ο πληθυσμός μιας κοινωνίας μπορεί να διαθέσει για παραγωγή και αναπαραγωγή.Εξάλλου, καθώς η ενέργεια θα γίνεται όλο και πιο σπάνια, θα απαιτηθεί περισσότερη συνολοκή εργασία σαν εξίσωση για να παραχθεί το ίδιο επίπεδο κοινωνικών λειτουργιών. Είναι σωστός επίσης ο ισχυρισμός ότι η παραγωγικότητα δεν είναι ένας εξωγενής παράγοντας που αυξάνεται αυτόματα. Το οικονομικό όφελος από την υψηλή παραγωγικότητα βασίζεται σε φθηνές πηγές ενέργειας και όσο αυτές τελειώνουν, θα χρειαστεί να εργαστούμε περισσότερο. Ακόμα και οι πολιτικές για την προστασία του κλίματος-όπως επίσης και η ίδια η κλιματική αλλαγή- μπορούν να μετατοπίσουν την κατανάλωση προϊόντων και υπηρεσιών που είναι ενεργοβόρες και εντάσεως εργασίας.
4)Σε αντίθεση με κάποιους υποστηρικτές της αποανάπτυξης, η κλιματική αλλαγή και τα ενεργειακά όρια μπορεί να απαιτούν περισσότερη, και όχι λιγότερη εργασία. Ωστόσο, πρώτον, ενώ μακροπρόθεσμα τα ενεργειακά όρια μπορεί να έχουν σαν αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγικότητας, βραχυπρόθεσμα η παραγωγικότητα μπορεί να συνεχίζει να αυξάνεται και να δημιουργεί ανεργία υπό συνθήκες μη ανάπτυξης. Μπορούμε να το ξεπερέσουμε αυτό με τονα εργαζόμαστε λιγότερο, τουλάχιστον χρονικά. Η συλλογικά μοιρασμένη εργασία μπορεί να μειώσει την ανεργία προσωρινά, χωρίς να αποκλείεται η δυνατότητα να χρειαστεί να εργαστούμε περισσότερο ξανά στο μέλλον.
Δεύτερον, και ζωτικής σημασίας, οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης δεν υποστήριξαν ποτέ ότι μπορούμε να εργαστούμε λιγότεροδιατηρώντας το ίδιο επίπεδο «αφθονίας». Η πρόταση της αποανάπτυξης δεν είναι λιγότερες ώρες εργασίας για το ίδιοΑΕΠ και ίδια πλεονάσματα, για το ίδιο πακέτο κοινωνικά επιθυμητών λειτουργιών. Είναι ένα κάλεσμα για αλλαγή των κοινωνικών λειτουργιών, που θα επιτρέψουν λιγότερη εργασία ακόμα και αν διαθέτουμε λιγότερη ενέργεια στο μέλλον. Επιπλέον, η λιγότερη εργασία στον αμειβόμενο τομέα τώρα, θα οδηγήσει στο μέλλον σε μετατόπιση των αξιών και των αντιλήψεων, που θα καταστήσουν ευκολότερη τη κλιμακούμενη μείωση των επιθυμητών λειτουργιών.
5)Υπάρχει βέβαια το επιχείρημα ότι η εθελοντική αλλαγή στις κοινωνικές λειτουργίες είναι απίθανο να συμβεί, επειδή θα οδηγήσει σε χαμηλότερους μισθούς και σε άσχημα αμειβόμενη εργασία που κανείς δεν επιθυμεί. Να σημειωθεί καταρχήν ότι οι μισθοί εξαρτώνται και από το επίπεδο των τιμών των προϊόντων, όμως στην ουσία είναι μια πολύπλοκη συνάρτηση της κατανομής του συνολικού προϊόντος μεταξύ κεφαλαίου- εργασίας,και μεταξύ των ατόμων, καθώς και συνάρτηση της προσφοράς και της ζήτησης για αμειβόμενη εργασία. Πώς θα επιδράσουν τέτοιοι παράγοντες στο μέλλον είναι μια συναρπαστική ερευνητική ερώτηση, αλλά η απάντηση δεν μπορεί να είναι γνωστή εκ των προτέρων. Για παράδειγμα, σε πολλές περιπτώσεις, τα συνδικάτα κατάφεραν να αυξήσουν το ωρομίσθιο μέσω συμφωνιών μειωμένου ωραρίου εργασίας. Μελλοντικές μεταβολές του πληθυσμού και των δημογραφικών στοιχείων, προς τα πάνω ή προς τα κάτω δύσκολο να προβλεφθεί, μπορεί να αλλάξουν την εργασία εφοδιασμού. Οι αναδιανεμητικές πολιτικές μπορεί να μετατοπίσουν τα έσοδα από αμοιβές - κεφάλαιο στην εργασία. Η κατανομή των μισθών εξαρτάται επίσης όχι μόνο από την προσφορά και τη ζήτηση, αλλά και από κανόνες και σχέσεις εξουσίας, οι οποίες μπορούν να αλλάξουν μαζί τους. Έτσι, ακόμα και άν το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μειωθεί λόγω των ενεργειακών περιορισμών και/ή των αλλαγών στις ανάγκες και επιθυμίες της κοινωνίας, αυτό δεν σημαίνει ότι οι μισθοί θα μειωθούν σε αναλογία 1:1.
6)Τέλος, να αναφερθεί ότι η ευημερία (αν όχι ευζωία) που απορρέει από ένα δεδομένο επίπεδο μισθών δεν είναι μια σταθερή ποσότητα. Η ονομαστική αξία ενός μισθού λέει λίγα. Ο μισθός κάποιου αξίζει ό,τι μπορεί αυτός να αγοράσει. Καθώς οι μισθοί μειώνονται, άλλο τόσο μειώνονται και οι τιμές των εμπορευμάτων. Εάν μειωθούν οι ανισότητες και όλοι έχουν τον ίδιο μισθό, οι τιμές των αγαθών μπορεί να πέσουν. Επίσης, το τι επιθυμεί κάποιος να αγοράσει δεν είναι κάτι το σταθερό: αλλάζει με τον χρόνο, καθώς οι κανόνες και οι προσδοκίες αλλάζουν. Σε ένα κόσμο που η ενέργεια σπανίζει μπορεί κανείς να επιθυμεί λιγότερα υλικά αγαθά και μείωση της εργασίας και αποδοχή χαμηλότερων ανταμοιβών από τον αμειβόμενο τομέα, αν υπάρξουν τρόποι αύξησης της ευζωίας μέσω της αναψυχής ή της εργασίας στον μη αμειβόμενο τομέα. Ένας χαμηλός μισθός με τα σημερινά πρότυπα μπορεί να είναι υψηλός αρκετά με τα αυριανά πρότυπα. Και πάλι, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι πιθανό να πρέπει επίσης να εργαστούμε περισσότερο ή σκληρότερα, αλλά αυτό δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο. Σε έναν κόσμο με σπανιότητα πόρων η μέση θέση εργασίας θα εγγυάται πιθανώς την πρόσβαση σε χαμηλότερη ποσότητα ενέργειας και υλικών. Αλλά και πάλι, δεν μπορούμε να υποθέσουμε εκ των προτέρων αν αυτό θα βιωθεί από τους ανθρώπους ως απώλεια ευημερίας, για μια αρχική μεταβατική περίοδο. Η έννοια της «φτώχειας» ή του «πλούτου» είναι σχετικές και εξαρτώνται πάντα απόσυγκρίσεις για το τι συμβαίνει με το επίπεδο ζωής όλων των άλλων. Για παράδειγμα, η κατοχή και χρήση ενέργειας ή υλικών από έναν πλούσιο μεσαιωνικό έμπορο, μάλλον ήταν ισοδύναμη με αυτήν ενός φτωχού σήμερα. Αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι στη μεσαιωνική εποχή θα χαίρονταν να εργαστούν για τις απολαβές ενός εμπόρου,οι οποίες ήταν υψηλές σύμφωνα με τα πρότυπα της εποχής τους. Ισοδύναμα, σε έναν σημαντικά φτωχότερο κόσμο αύριο, οι άνθρωποι μπορεί να δουλεύουν για πολύ λιγότερα από σήμερα, αρκεί να είναι αρκετά.. Δεν υπάρχουν αντικειμενικοί «υψηλοί» και «χαμηλοί» μισθοί και «καλές» ή «κακές» θέσεις εργασίας, ανεξάρτητα από τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες, από συγκρίσεις, κανόνες και δυνατότητες. Οι προσδοκίες προσαρμόζονται.
7)Όλα αυτές οι θεωρητικές υποθέσεις δεν γίνονται για να συμπεράνουμε ότι δεν θα χρειαστεί να εργαστούμε περισσότερο στο μέλλον. Απλώς υποδηλώνει ότι το μέλλον της εργασίας-αμειβόμενης ή μη αμειβόμενης, παραγωγικής ή αναπαραγωγικής, συνεργατικής ή εθελοντικής, εκτός σπιτιού ή οικιακής-καθορισμένης από τα μελλοντικά ενεργειακά όρια, θα είναι ένα περίπλοκο ζήτημα που χρειάζεται διερεύνηση. Γίνεται πιο περίπλοκο όταν λάβουμε υπόψη την ποιότητα της εργασίας, ή τις συνθήκες υπό τις οποίες οι μειώσεις στην αμειβόμενη εργασία μπορεί να βιωθούν ως όφελος , παρά τις απώλειες. Αντί να πάρουμε μια δογματική θέση υπέρ ή κατά της μείωσης του (αμειβόμενου) εργάσιμου ωραρίου, θα ήταν καλύτερο να συνεχίσουμε να μελετάμε διάφορους δρόμους και σενάρια για την εναλλακτική Αποανάπτυξη και το ωράριο εργασίας.
8) Από τη μεριά μας θα προτείναμε περιληπτικά:
Σε μια Οικονομία Αποανάπτυξης, οι περισσότεροι από μας μελλοντικά, θα χρειαζόμαστε μόνο 20 ώρες τη βδομάδα να δουλεύουμε για το μεροκάματο, όσο θα υπάρχει ακόμα τοπική αγορά εργασίας. Τον υπόλοιπο χρόνο θα τον χρησιμοποιούμε για να καλλιεργούμε λαχανικά, από κοινού με άλλους, να επιδιορθώνουμε ποδήλατα ή να φροντίζουμε άλλα αδύνατα μέλη των διευρυμένων οικογενειών-κοινοτήτων μας. Το μέλλον της εργασίας σε μια μετα-αναπτυξιακή κοινωνία θα είναι εξασφαλισμένο και ευχάριστο.
Γιατί τότε η οικονομία θα σταματήσει να αναπτύσσεται όπως σήμερα: «κυρίαρχος δε θα είναι όποιος έχει τα πολλά, αλλά όποιος χρειάζεται τα λιγότερα». Από τώρα ήδη χρειαζόμαστε αγαθά που θα κατασκευάζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε όχι μόνο οι ειδικοί, αλλά και οι χρήστες τους να είναι σε θέση να τα επισκευάζουν όταν θα χρειασθεί.
Αρκετοί οικονομολόγοι στα σημερινά πανεπιστήμια, δοκιμάζουν διάφορα μοντέλα εργασίας. Ένα από αυτά που αποδεχόμαστε ανεπιφύλακτα, προτείνει: «λιγότερη αμειβόμενη εργασία και αντί αυτής περισσότερη συλλογική». 20 ώρες αμειβόμενης εργασίας θα είναι αρκετές για την ικανοποίηση των αναγκών, ενώ θα μένει περισσότερος χρόνος ώστε από κοινού με άλλους να δημιουργούμε κάτι έξω από την αγορά, για αυτοκατανάλωση ή ανταλλαγή. Έναν λαχανόκηπο, ένα εργαστήριο επισκευών αντικειμένων του νοικοκυριού ή τη συλλογική φροντίδα των αδύναμων μελών ή των παιδιών. Τέτοιες εργασίες θα εκτιμηθούν πολύ στα πλαίσια της κοινωνίας αποανάπτυξης και κοινοτισμού και θα διασφαλίζουν την ικανοποίηση των αναγκών που έχουμε σαν κοινωνικά-κοινοτικά όντα, αλλά και θα παράγουν λιγότερα απόβλητα ενώ ταυτόχρονα βάζουν τις βάσεις για μια συνολικά ευτυχέστερη κοινωνία
Η λέξη-κλειδί είναι «επάρκεια». Η επάρκεια είναι συνώνυμη με την εξασφάλιση των απαραίτητων βιοτικών αγαθών (μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και τον νεολογισμό «αρκετότητα» ή την πληρότητα), με την επιβράδυνση στους ρυθμούς, με την εκκαθάριση των περισσευμάτων και των αχρείαστων, με την απελευθέρωση από τον καταναγκασμό της αφθονίας. Ο στόχος δεν είναι η παραίτηση ή η στέρηση, αλλά μάλλον να κάνουμε αναπροσαρμογή και να βάλουμε σε διαφορετική σειρά και προτεραιότητα τα κίνητρα και τους στόχους που θέτουμε στους εαυτούς μας και να απορρίψουμε τα «πρέπει» που δεν μπορούμε πλέον να φέρουμε σε πέρας. Να απορρίψουμε την υπερκατανάλωση και να βάλουμε μπροστά την εγκράτεια και την επάρκεια, ζώντας με αντίστοιχο τρόπο, να πούμε απαραίτητα αντίο στην έννοια της ανάπτυξης και της μεγέθυνσης!
Η σκοπιμότητα της κοινωνικής και θεσμικής αλλαγής
Υπάρχει από κάποιους η άποψη ότι η εθελούσια σμίκρυνση που μεσολαβείται από μια πολιτική-θεσμική αλλαγή, είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί σήμερα, μέσα σε ένα δεδομένο κυρίαρχο παραγωγικο-καταναλωτικό πλαίσιο. Υπάρχει επίσης και σκεπτικισμός για θέματα όπως οι μειωμένες ώρες εργασίας ή για το αν οι άνθρωποι θα επιλέξουν εκουσίως τα Λιγότερα.
Οι σκεπτικιστές λένε: καθώς οι κοινωνίες αναπτύχθηκαν όλο και περισσότερο, καθώς αντιμετώπιζαν όλο και περισσότερα προβλήματα στα οποία απαντούσαν με την προσθήκη περισσότερης θεσμικής πολυπλοκότητας, καθώς η διακυβέρνηση και το κράτος επεκτείνονταν για να αντιμετωπίσει τα νέα προβλήματα και φορολογούσε, για παράδειγμα, όλο και περισσότερο τα κοινωνικά ή ενεργειακά πλεονάσματα, έφθανε σε σημείο να οδηγεί σε κατάρρευση το ίδιο το κοινωνικό σύστημα. Έτσι εξηγούν π.χ. τη «πτώση της Ρώμης». Οι σκεπτικιστές θεωρούν σήμερα ότι οι θεσμικές αλλαγές για την αντιμετώπιση της τρέχουσας ενεργειακής-οικονομικής κρίσης είναι καταδικασμένες να αποτύχουν,καθώς οι λύσεις μπορεί να έρθουν μόνο με το κόστος μετάβασης σε αυξημένη θεσμική πολυπλοκότητα[1] και συνεπώς με την αύξηση της χρήσης ενέργειας.
Αλλά μια οργανωμένη κοινωνία αποανάπτυξης και συρρίκνωσης των οικονομιών κλίμακας δεν θα αυξήσει την πολυπλοκότητα , ούτε αναγκαστικά το θεσμικό κόστος μετάβασης σε αυτήν.
Οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης δεν προβλέπουν μεγαλύτερη κρατική γραφειοκρατία και περισσότερο συγκεντρωτικό κράτος, αλλά αντίθετα μια μετάβαση προς αποκεντρωμένες, αμεσοδημοκρατικές και κοινότητες διαβούλευσης. Κάποιοι το βλέπουν να γίνεται αυτό με συνδυασμό κρατικής/αντιπροσωπευτικής και τοπικής/αμεσοδημοκρατικής μορφής διακυβέρνησης. Εμείς προτείνουμε τον Συμβουλιακό Ομοσπονδιακό Κοινοτισμό σαν μορφή αυτοδιακυβέρνησης.
Είναι αλήθεια ότι όλα αυτά μπορεί να είναι ασαφή για την ώρα και είναι ένα όραμα, το οποίο δεν μπορούμε να ξέρουμε αν θα λειτουργήσει ή πώς μπορεί να επιτευχθεί. Το ζήτημα όμως είναι ότι δεν υπάρχει γενικός ιστορικός νόμος που να λέει ότι τα προβλήματα μπορεί να επιλυθούν μόνο με την αύξηση της πολυπλοκότητας και γραφειοκρατίας, ή ότι η εξέλιξη των αποκεντρωμένων μορφών διακυβέρνησης είναι αδύνατη ή αναγκαστικά οπισθοδρομική. Είναι θέμα κοινωνικών διεκδικήσεων και αγώνων στο πολιτικό πεδίο κάθε φορά.
Οι περιορισμοί που βάζουν τα τοπικά και πλανητικά οικοσυστήματα είναι αναπόφευκτοι, αλλά οι κοινωνίες εξακολουθούν να έχουν μια ελεύθερη επιλογή για το πώς θα προσαρμοστούν σε αυτούς. Η επιλογή γίνεται ευκολότερη αν ένας απλούστερος μη καταναλωτικός τρόπος ζωής είναι κοινωνικοπολιτικά υλοποιήσιμος για να υπάρξει θετικό αποτέλεσμα. Η προϋπόθεση για να γίνει αυτό είναι η υλοποίηση θεσμικών αλλαγών. Μια τέτοια θεσμική αλλαγή ξεκινά από την πρόταση ότι η Αποανάπτυξη δεν είναι απαραίτητη μόνο επειδή «θα μείνουμε από βενζίνη και καθαρή ατμόσφαιρα», αλλά επειδή ένας αποαναπτυξιακός κόσμος μπορεί να είναι-υπό ορισμένες προϋποθέσεις- και πιο δίκαιος, και πιο δημοκρατικός , και πιο αξιοβίωτος. Μπορεί αυτή η αισιόδοξη πρόταση να είναι ακόμα μη ολοκληρωμένη, αλλά ας μην βιαστούμε να την απορρίψουμε εκ των προτέρων.
.
[1] Αυτό θα σήμαινε ότι η αμερικανική αυτοκρατορία θα καταρρεύσει επειδή η κυβέρνησή της και το κράτος της αυξάνεται υπέρμετρα. Το ερώτημα είναι εάν -μετά από δεκαετίες πολιτικών Ρηγκανισμού-αυτό είναι πραγματικά το πρόβλημα, ή ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή η
συρρίκνωση της κυβέρνησης και η αποδυνάμωση των ικανοτήτων της να επιβλέπει τον ιδιωτικό τομέα και να ρυθμίζει την ποιότητα ζωής με περιβαλλοντικές και άλλες πολιτικές για τα δημόσια αγαθά.