Topikopoiisi
Σελίδες στα Social Media
  • Αρχική
  • Βιογραφικό
  • Θέσεις
  • Άρθρα
  • Οικο-γεωργία
  • Κοινωνική - αλληλέγγυα οικονομία
  • Εκδηλώσεις
  • Βίντεο
  • Ενδιαφέροντα Ιστολόγια
  • Εικόνες
  • Βιβλία
  • Επικοινωνία

Αποανάπτυξη-Εργασία-Οικονομία-Θεσμικές Αλλαγές

11/10/2019

0 Comments

 
Η Αποανάπτυξη μπορεί να οριστεί ως σταθερή και δίκαιη μείωση της παραγωγής και κατανάλωσης-των εισροών και εκροών- μιας κοινωνίας.
1)Καταρχήν αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από μεμονωμένες ατομικές μειώσεις στην κατανάλωση ενέργειας ή υλικών,όπως π.χ. με τη χρήση οικονομικών λαμπτήρων ή με την οδήγηση ηλεκτρικών αυτοκινήτων.
Οι υποστηρικτές της Αποανάπτυξης υποστηρίζουν την «εθελοντική απλότητα» σαν ένα διευρυμένο, ολοκληρωμένο και δεσμευτικό πακέτο τρόπων ζωής που υπερβαίνει τις μεμονωμένες καταναλωτικές αποφάσεις και, ως εκ τούτου μειώνει, αν και δεν εξαλείφει, τη δυνατότητα για επιστροφή στην υπερκατανάλωση.
Υπάρχει όμως ένα παράδοξο στη βασική θέση της αποανάπτυξης.Η μειωμένη ζήτηση λόγω εξοικονόμησης πόρων απόορισμένους, μπορεί να μειώσει το κόστος των πόρων σε άλλους και έτσι να αυξήσει την συνολική κατανάλωση. Ως εκ τούτου, η προαιρετική απλότητα είναι απαραίτητη μεν, αλλά όχι και αναγκαία προϋπόθεση για μια βιώσιμη συρρίκνωση. Θεσμικές παρεμβάσεις και περιορισμοί σε διάφορες κλίμακες, είναι αναγκαίες για να εξασφαλιστεί ότι τα κέρδη της μείωσης της χρήσης πόρων από την απλότητα, δεν θα επενδύονται σε διαδικασίες περαιτέρω συσσώρευσης κεφαλαίου και σε επέκταση της χρήσης τους, καθιστώντας την απλότητα ουσιωδώς ανενεργή.
Οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης αναγνωρίζουν επίσης ότι ο εθελοντισμός μόνο δεν μπορεί να πάει μακριά, αν δεν εκφράζεται σε συλλογική και πολιτική δράση για να εξασφαλιστούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για να υλοποιηθεί η απλότητα ή για να διασφαλιστεί ότι η εξοικονόμηση πόρων δεν οδηγεί σε περαιτέρω συσσώρευση. Αντί για εθελοντική απλότητα, προτιμούν να μιλάνε για "το δικαίωμα στην απλότητα". Αυτό αφορά την προστασία ενός συνόλου κοινωνικών και θεσμικών συνθηκών που καθιστούν την επιλογή αυτή ευκολότερη και έτσι θα διευκολύνει την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και στο τέλος των φθηνών ορυκτών καυσίμων.
2)Κατα δεύτερον, οι υπέρμαχοι της αποανάπτυξης δεν προτείνουν «σχέδια αποανάπτυξης», όπως γίνεται από τους εμπειρογνώμονες και Κυβερνήσεις. Προτείνουν διαφορετικές πιθανές θεσμικές παρεμβάσεις. Θεσμοί που αναδιανέμουν το κόστος, τα οφέλη και τα  κίνητρα της οικονομικής δραστηριότητας μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών παραγόντων, λιγότερες εργάσιμες ώρες, ένα βασικό και ένα ανώτατο εισόδημα, συνεταιριστικές μορφές ιδιοκτησίας, κ. λπ. Είναι ορισμένες από τις πολλές θεσμικές προτάσεις που έχουν συζητηθεί στο πλαίσιο της αποανάπτυξης .
Οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης δεν κάνουν κάτι διαφορετικό από οποιονδήποτε άλλο επιστήμονα ή κοινωνικό παράγοντα που προτείνει πολιτικές παρεμβάσεις ή σκόπιμη συλλογική δράση για την επίτευξη ορισμένων στόχων και τη διαμόρφωση των ανθρώπινων υποθέσεων. Κανείς από την Κοινότητα της Αποανάπτυξης δεν μιλά για "βέλτιστα σχέδια αποανάπτυξης". Αντλώντας έμπνευση από το έργο του πολιτικού φιλόσοφου Κορνήλιου Καστοριάδη, υποστηρίζουν την άμεση δημοκρατία μέσω ανοικτών συμμετοχικών διαδικασιών συνέλευσης. Η Αποανάπτυξη προτείνεται σαν «λέξη πύραυλος», σαν μια νέα σημασιολογική έννοια που ενεργοποιεί νέες διαβουλεύσεις για εναλλακτικούς τρόπους μελλοντικής προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες.
Στην Αποανάπτυξη έχουν εμπλακεί  πραγματικά υφιστάμενα μετα-κανονικά, «εκτεταμένα δίκτυα ομότιμης παραγωγής ",επιστημονικές διαδικασίες σε διάφορες κλίμακες και φόρουμ, όπως στα “15M” και “Occupy” κινήματα στην Ισπανία και αλλού, πρόσωπα από διαφορετικούς τομείς κοινωνικής ζωής, μεταξύ αυτώνκαι επιστήμονες, που συναντιούνται σε δημόσιες πλατείες για την αντιμετώπιση των οικονομικών και πολιτικών κρίσεων. Οι διεθνείς διασκέψεις για την Αποανάπτυξη βασίζονται στην Κοινότητα της ομότιμης παραγωγής γνώσης . Επιστήμονες, ακτιβιστές και υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής συνέρχονται  και συνδιαβουλεύονται με την πρόθεση της συνπαραγωγής γνώσεων και την υπαγωγή των απόψεών τους στην αλληλοκριτική αξιολόγηση.
Σε αυτές και σε άλλες δημόσιες συζητήσεις, οι προτάσεις για την Αποανάπτυξη είναι προσωπικές «γνώμες»(«δόξες», όπως τις αποκαλεί ο Καστοριάδης), που πρέπει να «διαβουλευθούν» από τους συμμετέχοντες και την κοινωνία γενικότερα. Δεν είναι «λύσεις» ή «συνταγές»  προγραμματικές.
3)Μια από αυτές τις διστακτικές «γνώμες»,  που εμφανίστηκαν στις  συζητήσεις για την Αποανάπτυξη είναι και η πρόταση για μειωμένο ωράριο εργασίας. Έχουν εκφρασθεί τρεις λόγοι για αυτό: 1) Αν στο επίπεδο της οικονομίας περιοριστεί η παραγωγικότητα από τις πολιτικές της κλιματικής αλλαγής , θα δημιουργήσει μαζική ανεργία. Μόνο η μείωση του ωραρίου και η ανακατανομή της εργασίας, μπορεί να διατηρήσει και την απασχόληση και το κλίμα.2) Η αυξανόμενη ανακατανομή-αναδιανομή της εργασίας στις δυτικές κοινωνίες, από τον απλήρωτο στον αμοιβόμενο τομέα,αύξησε την εμπορευματοποίηση και τη χρηματοποίηση στην καθημερινή ζωή, πράγμα που έχει αρνητικές επιπτώσεις στην κοινωνική συνοχή και την ποιότητα ζωής. Υπάρχει ένα επιχείρημα ευημερίας για την αντιστροφή της εμπορευματοποίησης  της εργασίας και την αναδιανομή της από τον αμειβόμενο στον μη αμειβόμενο τομέα, ανεξάρτητα από τις ανησυχίες για την κλιματική αλλαγή.3) Οι υποστηρικτές της Αποανάπτυξης δεν βλέπουν κανένα λόγο να εξαρτώνται τόσο πολύ από τους μισθούς η διανομή προϊόντων και υπηρεσιών, όπως γίνεται τώρα. Ένα οικουμενικό βασικό εισόδημα θα μπορούσε να εισαχθεί ως δικαίωμα. Να επισημανθεί βέβαια ότι η πρόταση της αποανάπτυξης  απαιτεί μείωση του ωραρίου στον τομέα της μισθωτής εργασίας , η οποία θα υποκαθίσταται από πιο χρήσιμη και, αν είναι δυνατόν,πιο ευχάριστη εργασία στον αυτοαπασχολούμενο ή μη αμειβόμενο τομέα. Δεν είναι μια καθολική έκκληση για μείωση της εργασίας.
Η σημασιολογική διάκριση μεταξύ αμειβόμενης και μη αμειβόμενης (αναπαραγωγικής) εργασίας  θεωρείται ως δεδομένη, είναι μια σύγχρονη δυτική παραγματικότητα. Κοινότητες και κοινωνίες βιοπορισμού, για παράδειγμα, αναμιγνύουν παραγωγική, αναπαραγωγική και συλλογική εργασία, ή εργασία και παιχνίδι. Είναι η δουλειά για ένα σπιτικό φαγητό στον κήπο ή για ένα τοπικό φεστιβάλ ,πραγματικά "εργασία" ή "αναψυχή"; Τέτοιες σημασιολογικές κατηγοριοποιήσεις αλλάζουν, καθώς αλλάζουν οι κοινωνίες. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να επιστρέψουμε σε μια οικονομία βιοπορισμού, μόνο ότι μπορεί να υπάρξει περισσότερη ελαστικότητα για μια δεδομένη κατανομή μεταξύ αμειβόμενης και μη αμειβόμενης εργασίας.
4)Ανεξάρτητα από τις σημασιολογικές κατηγοριοποιήσεις φυσικά, υπάρχεικαι ένα απόλυτο όριο στο πραγματικό απόθεμα χρόνου που τα μέλη μιας κοινότητας ή ο πληθυσμός μιας κοινωνίας μπορεί να διαθέσει για παραγωγή και αναπαραγωγή.Εξάλλου, καθώς η ενέργεια θα γίνεται όλο και πιο σπάνια, θα απαιτηθεί περισσότερη συνολοκή εργασία σαν εξίσωση για να παραχθεί το ίδιο επίπεδο κοινωνικών λειτουργιών. Είναι σωστός επίσης ο ισχυρισμός  ότι η παραγωγικότητα δεν είναι ένας εξωγενής παράγοντας που αυξάνεται αυτόματα. Το οικονομικό όφελος από την υψηλή  παραγωγικότητα βασίζεται σε φθηνές πηγές ενέργειας και όσο αυτές τελειώνουν, θα χρειαστεί να εργαστούμε περισσότερο. Ακόμα και οι πολιτικές για την προστασία του κλίματος-όπως επίσης και η ίδια η κλιματική αλλαγή- μπορούν  να  μετατοπίσουν την κατανάλωση προϊόντων και υπηρεσιών που είναι ενεργοβόρες και εντάσεως εργασίας.
4)Σε αντίθεση με κάποιους υποστηρικτές της αποανάπτυξης, η κλιματική αλλαγή και τα ενεργειακά όρια μπορεί να απαιτούν περισσότερη, και όχι λιγότερη εργασία. Ωστόσο, πρώτον, ενώ μακροπρόθεσμα τα ενεργειακά όρια μπορεί να έχουν σαν αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγικότητας, βραχυπρόθεσμα η παραγωγικότητα μπορεί να συνεχίζει να αυξάνεται και να δημιουργεί ανεργία υπό συνθήκες μη ανάπτυξης. Μπορούμε να το ξεπερέσουμε αυτό με τονα εργαζόμαστε λιγότερο, τουλάχιστον χρονικά. Η συλλογικά μοιρασμένη εργασία μπορεί να μειώσει την ανεργία προσωρινά, χωρίς να αποκλείεται η δυνατότητα να χρειαστεί να εργαστούμε περισσότερο ξανά στο μέλλον.
Δεύτερον, και ζωτικής σημασίας, οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης δεν υποστήριξαν ποτέ ότι μπορούμε να εργαστούμε λιγότεροδιατηρώντας το ίδιο επίπεδο «αφθονίας». Η πρόταση της αποανάπτυξης δεν είναι λιγότερες ώρες εργασίας για το ίδιοΑΕΠ και ίδια πλεονάσματα, για το ίδιο πακέτο κοινωνικά επιθυμητών λειτουργιών. Είναι ένα κάλεσμα για αλλαγή των κοινωνικών λειτουργιών, που θα επιτρέψουν λιγότερη εργασία ακόμα και αν διαθέτουμε λιγότερη ενέργεια στο μέλλον. Επιπλέον, η λιγότερη εργασία στον αμειβόμενο τομέα τώρα, θα οδηγήσει στο μέλλον σε μετατόπιση των αξιών και των αντιλήψεων, που θα καταστήσουν ευκολότερη τη κλιμακούμενη μείωση των επιθυμητών λειτουργιών.
5)Υπάρχει βέβαια το επιχείρημα ότι η εθελοντική αλλαγή στις κοινωνικές λειτουργίες είναι απίθανο να συμβεί, επειδή θα οδηγήσει σε χαμηλότερους μισθούς και σε άσχημα αμειβόμενη εργασία που κανείς δεν επιθυμεί. Να σημειωθεί καταρχήν ότι οι μισθοί εξαρτώνται και από το επίπεδο των τιμών των προϊόντων, όμως στην ουσία είναι μια πολύπλοκη συνάρτηση της κατανομής του συνολικού προϊόντος μεταξύ κεφαλαίου- εργασίας,και μεταξύ των ατόμων, καθώς και συνάρτηση της προσφοράς και της ζήτησης για αμειβόμενη εργασία. Πώς θα επιδράσουν τέτοιοι παράγοντες στο μέλλον είναι μια συναρπαστική ερευνητική ερώτηση, αλλά η απάντηση δεν μπορεί να είναι γνωστή εκ των προτέρων. Για παράδειγμα, σε πολλές περιπτώσεις, τα συνδικάτα κατάφεραν να αυξήσουν το ωρομίσθιο μέσω συμφωνιών μειωμένου ωραρίου εργασίας. Μελλοντικές μεταβολές του πληθυσμού και των δημογραφικών στοιχείων, προς τα πάνω ή προς τα κάτω δύσκολο να προβλεφθεί, μπορεί να αλλάξουν την εργασία εφοδιασμού. Οι αναδιανεμητικές πολιτικές μπορεί να μετατοπίσουν τα έσοδα από αμοιβές - κεφάλαιο στην εργασία. Η κατανομή των μισθών εξαρτάται επίσης όχι μόνο από την προσφορά και τη ζήτηση, αλλά και από κανόνες και σχέσεις εξουσίας, οι οποίες μπορούν να αλλάξουν μαζί τους. Έτσι, ακόμα και άν το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μειωθεί λόγω των ενεργειακών περιορισμών και/ή των αλλαγών στις ανάγκες και επιθυμίες της κοινωνίας, αυτό δεν σημαίνει ότι οι μισθοί θα μειωθούν σε αναλογία 1:1.
6)Τέλος, να αναφερθεί ότι η ευημερία (αν όχι ευζωία) που απορρέει από ένα δεδομένο επίπεδο μισθών δεν είναι μια σταθερή ποσότητα. Η ονομαστική αξία ενός μισθού λέει λίγα. Ο μισθός κάποιου αξίζει ό,τι μπορεί αυτός να αγοράσει. Καθώς οι μισθοί μειώνονται, άλλο τόσο μειώνονται και οι τιμές των εμπορευμάτων. Εάν μειωθούν οι ανισότητες και όλοι έχουν τον ίδιο μισθό, οι τιμές των αγαθών μπορεί να πέσουν. Επίσης, το τι επιθυμεί κάποιος να αγοράσει δεν είναι κάτι το σταθερό: αλλάζει με τον χρόνο, καθώς οι κανόνες και οι προσδοκίες αλλάζουν. Σε ένα κόσμο που η ενέργεια σπανίζει μπορεί κανείς να επιθυμεί λιγότερα υλικά αγαθά και μείωση της εργασίας και αποδοχή χαμηλότερων ανταμοιβών από τον αμειβόμενο τομέα, αν υπάρξουν τρόποι αύξησης της ευζωίας μέσω της αναψυχής ή της εργασίας στον μη αμειβόμενο τομέα. Ένας χαμηλός μισθός με τα σημερινά πρότυπα μπορεί να είναι υψηλός αρκετά με τα αυριανά πρότυπα. Και πάλι, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι πιθανό να πρέπει επίσης να εργαστούμε περισσότερο ή σκληρότερα, αλλά αυτό δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο. Σε έναν κόσμο με σπανιότητα πόρων η μέση θέση εργασίας θα εγγυάται πιθανώς την πρόσβαση σε χαμηλότερη ποσότητα ενέργειας και υλικών. Αλλά και πάλι, δεν μπορούμε να υποθέσουμε εκ των προτέρων αν αυτό θα βιωθεί από τους ανθρώπους ως απώλεια ευημερίας, για μια αρχική μεταβατική περίοδο. Η έννοια της «φτώχειας» ή του «πλούτου» είναι σχετικές και εξαρτώνται πάντα απόσυγκρίσεις για το τι συμβαίνει  με το επίπεδο ζωής όλων των άλλων. Για παράδειγμα, η κατοχή και χρήση ενέργειας ή υλικών από έναν  πλούσιο μεσαιωνικό έμπορο, μάλλον ήταν ισοδύναμη με αυτήν ενός φτωχού σήμερα. Αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι στη μεσαιωνική εποχή θα χαίρονταν να εργαστούν για τις απολαβές ενός εμπόρου,οι οποίες ήταν υψηλές σύμφωνα με τα πρότυπα της εποχής τους. Ισοδύναμα, σε έναν σημαντικά φτωχότερο κόσμο αύριο, οι άνθρωποι μπορεί να δουλεύουν για πολύ λιγότερα από σήμερα, αρκεί να είναι αρκετά.. Δεν υπάρχουν αντικειμενικοί «υψηλοί» και «χαμηλοί» μισθοί και «καλές» ή «κακές» θέσεις εργασίας, ανεξάρτητα από τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες, από συγκρίσεις, κανόνες και δυνατότητες. Οι προσδοκίες προσαρμόζονται.
7)Όλα αυτές οι θεωρητικές υποθέσεις δεν γίνονται για να συμπεράνουμε ότι δεν θα χρειαστεί να εργαστούμε περισσότερο στο μέλλον. Απλώς υποδηλώνει ότι το μέλλον της εργασίας-αμειβόμενης  ή μη αμειβόμενης, παραγωγικής ή αναπαραγωγικής, συνεργατικής ή εθελοντικής, εκτός σπιτιού ή οικιακής-καθορισμένης από τα μελλοντικά ενεργειακά όρια, θα είναι ένα περίπλοκο ζήτημα που χρειάζεται διερεύνηση. Γίνεται πιο περίπλοκο όταν λάβουμε υπόψη την ποιότητα της εργασίας, ή τις συνθήκες υπό τις οποίες οι μειώσεις στην αμειβόμενη εργασία μπορεί να βιωθούν ως όφελος , παρά τις απώλειες. Αντί να πάρουμε μια δογματική θέση υπέρ ή κατά της  μείωσης του (αμειβόμενου) εργάσιμου ωραρίου, θα ήταν καλύτερο να συνεχίσουμε να μελετάμε διάφορους δρόμους και σενάρια για την εναλλακτική Αποανάπτυξη και το ωράριο εργασίας.
8) Από τη μεριά μας θα προτείναμε περιληπτικά:
Σε μια Οικονομία Αποανάπτυξης, οι περισσότεροι από μας μελλοντικά, θα χρειαζόμαστε μόνο 20 ώρες τη βδομάδα να δουλεύουμε για το μεροκάματο, όσο θα υπάρχει ακόμα τοπική αγορά εργασίας. Τον υπόλοιπο χρόνο θα τον χρησιμοποιούμε για να καλλιεργούμε λαχανικά, από κοινού με άλλους, να επιδιορθώνουμε ποδήλατα ή να φροντίζουμε άλλα αδύνατα μέλη των διευρυμένων οικογενειών-κοινοτήτων μας. Το μέλλον της εργασίας σε μια μετα-αναπτυξιακή κοινωνία θα είναι εξασφαλισμένο και ευχάριστο. 
Γιατί τότε η οικονομία θα σταματήσει να αναπτύσσεται όπως σήμερα: «κυρίαρχος δε θα είναι όποιος έχει τα πολλά,  αλλά όποιος χρειάζεται τα λιγότερα». Από τώρα ήδη χρειαζόμαστε αγαθά που θα κατασκευάζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε όχι μόνο οι ειδικοί, αλλά και οι χρήστες τους να είναι σε θέση να τα επισκευάζουν όταν θα χρειασθεί.
Αρκετοί οικονομολόγοι στα σημερινά πανεπιστήμια, δοκιμάζουν διάφορα μοντέλα εργασίας. Ένα από αυτά που αποδεχόμαστε ανεπιφύλακτα, προτείνει: «λιγότερη αμειβόμενη εργασία και αντί αυτής περισσότερη συλλογική». 20 ώρες αμειβόμενης εργασίας θα είναι αρκετές για την ικανοποίηση των αναγκών, ενώ θα μένει περισσότερος χρόνος ώστε από κοινού με άλλους να δημιουργούμε κάτι έξω από την αγορά, για αυτοκατανάλωση ή ανταλλαγή. Έναν λαχανόκηπο, ένα εργαστήριο επισκευών αντικειμένων του νοικοκυριού ή τη συλλογική φροντίδα των αδύναμων μελών ή των παιδιών. Τέτοιες εργασίες θα εκτιμηθούν πολύ στα πλαίσια της κοινωνίας αποανάπτυξης και κοινοτισμού και θα διασφαλίζουν την ικανοποίηση των αναγκών που έχουμε σαν κοινωνικά-κοινοτικά όντα, αλλά και θα παράγουν λιγότερα απόβλητα ενώ ταυτόχρονα βάζουν τις βάσεις για  μια συνολικά ευτυχέστερη κοινωνία
Η λέξη-κλειδί είναι «επάρκεια». Η επάρκεια είναι συνώνυμη με την εξασφάλιση των απαραίτητων βιοτικών αγαθών (μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και τον νεολογισμό «αρκετότητα» ή την πληρότητα), με την επιβράδυνση στους ρυθμούς, με την εκκαθάριση των περισσευμάτων και των αχρείαστων, με την  απελευθέρωση από τον καταναγκασμό της αφθονίας. Ο στόχος δεν είναι η παραίτηση ή η στέρηση, αλλά μάλλον να κάνουμε αναπροσαρμογή και να βάλουμε σε διαφορετική σειρά και προτεραιότητα τα κίνητρα και τους στόχους που θέτουμε στους εαυτούς μας και να απορρίψουμε τα «πρέπει» που δεν μπορούμε πλέον να φέρουμε σε πέρας. Να απορρίψουμε την υπερκατανάλωση και να βάλουμε μπροστά την εγκράτεια και την επάρκεια, ζώντας με αντίστοιχο τρόπο, να πούμε απαραίτητα αντίο στην έννοια της ανάπτυξης και της μεγέθυνσης!

Η σκοπιμότητα της κοινωνικής και θεσμικής αλλαγής
Υπάρχει από κάποιους η άποψη ότι η εθελούσια σμίκρυνση που μεσολαβείται από μια πολιτική-θεσμική αλλαγή, είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί σήμερα, μέσα σε ένα δεδομένο κυρίαρχο παραγωγικο-καταναλωτικό πλαίσιο. Υπάρχει επίσης και σκεπτικισμός για θέματα όπως οι μειωμένες ώρες εργασίας ή για το αν οι άνθρωποι θα επιλέξουν εκουσίως τα Λιγότερα.
Οι σκεπτικιστές λένε: καθώς οι κοινωνίες αναπτύχθηκαν όλο και περισσότερο, καθώς αντιμετώπιζαν όλο και περισσότερα προβλήματα στα οποία απαντούσαν με την προσθήκη περισσότερης θεσμικής πολυπλοκότητας, καθώς η διακυβέρνηση και το κράτος επεκτείνονταν για να αντιμετωπίσει τα νέα προβλήματα και φορολογούσε, για παράδειγμα, όλο και περισσότερο τα κοινωνικά ή ενεργειακά πλεονάσματα, έφθανε σε σημείο να οδηγεί σε κατάρρευση το ίδιο το κοινωνικό σύστημα. Έτσι εξηγούν π.χ. τη «πτώση της Ρώμης». Οι σκεπτικιστές θεωρούν σήμερα ότι οι θεσμικές αλλαγές για την αντιμετώπιση της τρέχουσας ενεργειακής-οικονομικής κρίσης είναι καταδικασμένες να αποτύχουν,καθώς οι λύσεις μπορεί να έρθουν μόνο με το κόστος μετάβασης σε αυξημένη θεσμική πολυπλοκότητα[1] και συνεπώς με την αύξηση της χρήσης ενέργειας.
 Αλλά μια οργανωμένη κοινωνία αποανάπτυξης και συρρίκνωσης των οικονομιών κλίμακας δεν θα αυξήσει την πολυπλοκότητα , ούτε αναγκαστικά το θεσμικό κόστος μετάβασης σε αυτήν.
Οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης δεν προβλέπουν μεγαλύτερη κρατική γραφειοκρατία και περισσότερο συγκεντρωτικό κράτος, αλλά  αντίθετα μια μετάβαση προς αποκεντρωμένες, αμεσοδημοκρατικές και κοινότητες διαβούλευσης. Κάποιοι το βλέπουν να γίνεται αυτό με συνδυασμό κρατικής/αντιπροσωπευτικής και τοπικής/αμεσοδημοκρατικής μορφής διακυβέρνησης. Εμείς προτείνουμε τον Συμβουλιακό Ομοσπονδιακό Κοινοτισμό σαν μορφή αυτοδιακυβέρνησης.
Είναι αλήθεια ότι όλα αυτά μπορεί να είναι ασαφή για την ώρα και είναι ένα όραμα, το οποίο δεν μπορούμε να ξέρουμε αν θα λειτουργήσει ή πώς μπορεί να επιτευχθεί. Το ζήτημα όμως είναι ότι δεν υπάρχει γενικός ιστορικός νόμος  που να λέει ότι τα προβλήματα μπορεί να επιλυθούν μόνο με την αύξηση της πολυπλοκότητας και γραφειοκρατίας, ή ότι η εξέλιξη των αποκεντρωμένων μορφών διακυβέρνησης είναι αδύνατη ή αναγκαστικά οπισθοδρομική. Είναι θέμα κοινωνικών διεκδικήσεων και αγώνων στο πολιτικό πεδίο κάθε φορά.
Οι  περιορισμοί που βάζουν τα τοπικά και πλανητικά οικοσυστήματα είναι αναπόφευκτοι, αλλά οι κοινωνίες εξακολουθούν να έχουν μια ελεύθερη επιλογή για το πώς θα προσαρμοστούν σε αυτούς. Η επιλογή γίνεται ευκολότερη αν ένας απλούστερος μη καταναλωτικός τρόπος ζωής είναι κοινωνικοπολιτικά υλοποιήσιμος για να υπάρξει θετικό αποτέλεσμα. Η  προϋπόθεση για να γίνει αυτό είναι η υλοποίηση θεσμικών αλλαγών. Μια τέτοια θεσμική αλλαγή ξεκινά από την πρόταση ότι η Αποανάπτυξη δεν είναι απαραίτητη μόνο επειδή «θα μείνουμε από βενζίνη και καθαρή ατμόσφαιρα», αλλά επειδή ένας αποαναπτυξιακός κόσμος μπορεί να είναι-υπό ορισμένες προϋποθέσεις- και πιο δίκαιος, και πιο δημοκρατικός , και πιο αξιοβίωτος. Μπορεί αυτή η αισιόδοξη πρόταση να είναι ακόμα μη ολοκληρωμένη, αλλά ας μην βιαστούμε να την απορρίψουμε εκ των προτέρων.
.


[1] Αυτό θα σήμαινε ότι η αμερικανική αυτοκρατορία θα καταρρεύσει επειδή η κυβέρνησή της και το κράτος της αυξάνεται υπέρμετρα. Το ερώτημα είναι εάν -μετά από δεκαετίες πολιτικών Ρηγκανισμού-αυτό είναι πραγματικά το πρόβλημα, ή ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή η
συρρίκνωση της κυβέρνησης και η αποδυνάμωση των ικανοτήτων της να επιβλέπει τον ιδιωτικό τομέα και να ρυθμίζει την ποιότητα ζωής με περιβαλλοντικές και άλλες πολιτικές για τα δημόσια αγαθά.

0 Comments

Αποανάπτυξη και Μαρξισμός-Οικομαρξισμός

1/10/2019

0 Comments

 
Η κριτική του Μαρξ στον καπιταλισμό έχει συσχετιστεί με διάφορα σημερινά προβλήματα. Για αυτό είναι ενδιαφέρον να συγκρίνουμε τη ριζική κριτική του στον καπιταλισμό του 19ου αιώνα με τη θεωρία της Αποανάπτυξης που αμφισβητεί ριζικά τον καπιταλισμό στον 21ο αιώνα.
Τι κοινό έχουν; Ποιες αντιφάσεις μπορούν να βρεθούν; Είναι δυνατή η σύγκλιση – ή κυριαρχούν οι διαφορές;
Η κριτική του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος και της αντίστοιχης κοινωνίας από τους υπερασπιστές της Αποανάπτυξης είναι ιδιαίτερα κατάλληλη για μια τέτοια σύγκριση, όχι μόνο λόγω της Ριζοσπαστικής φύσης των οικονομικών και κοινωνικών εννοιών της, αλλά και επειδή, όπως ο Μαρξ στις μέρες του, έχουν την άποψη ότι η τρέχουσα συσσωρευμένη κρίση θα μπορούσε σύντομα να δημιουργήσει τις συνθήκες για την πλήρη μεταμόρφωση της κοινωνίας.
Μπορούμε να συγκρίνουμε τις δύο γραμμές κριτικής δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στην ερμηνεία του Μαρξ από τον οικομαρξισμό.
Στον πρόλογο του βιβλίου μας «Για την Κοινότητα των Κοινοτήτων» διατυπώνουμε την άποψη ότι: «Θεωρούμε απαραίτητο να αποδομήσουμε τη φαντασιακή σύλληψη (εντελώς αυθαίρετη κατά τη γνώμη μας),  ότι η Ιστορία είναι απόρροια του βαθμού Ανάπτυξης των Παραγωγικών δυνάμεων, αφήγηση που συνέχει τον φιλελευθερισμό με το αντίπαλο δέος του, το σοσιαλισμό.»
Θέτουμε λοιπόν στη συνέχεια τα εξής ερωτήματα (προς τους επιγόνους του Μαρξ κυρίως):
1)Εάν η ιστορία είναι απόρροια της ανάπτυξης των Παραγωγικών δυνάμεων μιας και συνδέεται με τη γέννηση του «Νεκροθάφτη του Καπιταλισμού», της εργατικής τάξης (του προλεταριάτου),  πώς θα εξηγήσουμε το γεγονός ότι, εκεί που αναπτύχθηκαν οι παραγωγικές δυνάμεις (κυρίως στη Δύση), το επαναστατικό υποκείμενο της εργατικής τάξης είναι αντιστρόφως ανάλογα αναπτυγμένο της ανάπτυξης των Παραγωγικών δυνάμεων; 2) Πώς θα ερμηνεύσουμε ότι τα πιο εμβληματικά κινήματα παγκοσμίως που μας νοηματοδοτούν δεν προέρχονται από τις κοινωνίες της Δύσης, εκεί που η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι απίστευτα μεγάλη, αλλά από προκαπιταλιστικές, προδικαιικές κοινωνίες, όπως οι Τσιάπας στο Μεξικό και οι κοινότητες των Κούρδων στη Ροζάβα, εκεί που ο κοινοτισμός διατηρούσε έντονη την παρουσία του και πριν, όπου η εργατική τάξη, με τα χαρακτηριστικά  που της αποδίδει η μαρξική αφήγηση, είναι σχεδόν ανύπαρκτη; 3) Πώς θα εξηγήσουμε (με όρους ανάπτυξης των Παραγωγικών δυνάμεων) το κίνημα των Σκουριών της Χαλκιδικής; Ένα κίνημα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού που αναπτύχθηκε από τις τοπικές κοινωνίες και που εναντιώνεται τόσο στην καταστροφή του περιβάλλοντος όσο και των τοπικών κοινωνιών, έχοντας αντίπαλο μάλιστα όχι μόνο την πολυεθνική (Ελντοράντο) αλλά και τους ίδιους τους εργαζόμενους μεταλλορύχους, την εργατική τάξη δηλαδή;... Η Κίνα που θεωρείται η ναυαρχίδα της παγκόσμιας ανάπτυξης, δια στόματος του Προέδρου της Σι Τζινπίγκ, στο μέγαρο του λαού κατά την 200η επέτειο της γέννησης του Καρλ Μαρξ μίλησε για την ευθυγράμμιση της Κίνας με τις αρχές στου Μαρξισμού. Το παράδειγμα της Κίνας δείχνει την τερατογέννηση της συνάντησης του Καπιταλισμού με τον Σοσιαλισμό με ενοποιητικό στοιχείο την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
 
Συνοψίζοντας την κριτική  που γίνεται από τους υποστηρικτές της Αποανάπτυξης στο αφήγημα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και στη «πρόοδο» που αυτή επιφέρει, διαπιστώνουμε: η Νεωτερικότητα (της οποίας παιδί είναι αυτή η αφήγηση, μιας που τα πιο στέρεα εννοιολογικά της υλικά είναι η ανάπτυξη και η πρόοδος), έχει φτάσει στα όριά της. Όσοι-ες ενστερνίζονται την οπτική της Αποανάπτυξης,θεωρούν ότι τα όρια της αφήγησης της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων τα θέτει το πεπερασμένο του πλανήτη και η εξάντληση των φυσικών πόρων-ενέργειας και υλικών- καθώς και τα όρια στην ενσωμάτωση των τεράστιων απόβλητων των οικονομικών δραστηριοτήτων,θεωρούν ότι απόρροια της υπέρβασης αυτών των ορίων είναι οι κλιματικές αλλαγές και οι συνακόλουθες καταστροφές.
Ο Νίκολας Γκεοργκέσκου-Ροεγκεν γράφει για την αδυνατότητα που υπάρχει σε έναν πεπερασμένο πλανήτη να μιλάμε για απεριόριστη ανάπτυξη. Κριτική που συναντιέται και σε ορισμένους από τους επιγόνους του Μαρξ[1]
Αλλά αν εξετάσουμε –έστω επιφανειακά- άλλες θέσεις του Μαρξ, θα δούμε ότι υπάρχουν και ομοιότητες με κάποιες θέσεις της Αποανάπτυξης.  Για παράδειγμα, ο Μαρξ προείδε την καπιταλιστική δυναμική σαν τυφλή δύναμη από την οποία οι εταιρείες δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν, επειδή ο σταθερός και συνεχής ανταγωνισμός οδηγεί στη συνεχή επέκταση και ανανέωση του κεφαλαίου και των παραγωγικών δυνάμεων. Έγραψε: «Βλέπουμε πώς ο τρόπος παραγωγής, τα μέσα παραγωγής συνεχώς επαναστατικοποιούνται, πώς ο καταμερισμός της εργασίας οδηγεί σε μεγαλύτερο καταμερισμό, η εφαρμογή τεχνολογικών επιτευγμάτων έχει ως αποτέλεσμα ακόμη μεγαλύτερη εφαρμογή τεχνολογίας, η εργασία σε μεγάλες κλίμακες οδηγεί αναγκαστικά σε ακόμα μεγαλύτερες κλίμακες. Αυτός είναι ο νόμος που αχρηστεύει συνεχώς τα παλιά κομμάτια της αστικής παραγωγής και αναγκάζει το κεφάλαιο να αξιοποιήσει τις παραγωγικές δυνάμεις της εργασίας (...), ο νόμος που δεν του δίνει ανάπαυση και συνεχώς του ψιθυρίζει: "Εμπρός! Εμπρός! "».
Στη βιβλιογραφία για την Αποανάπτυξη, η διαδικασία που περιγράφεται παραπάνω από τον Μαρξ θα μπορούσε πιθανώς να γίνει κατανοητή με τον όρο «επιτακτική ανάγκη ανάπτυξης». Ακόμα κι αν ο Μαρξ δεν χρησιμοποιεί τον όρο «φετίχ της κατανάλωσης», που είναι δημοφιλής στη θεωρία της Αποανάπτυξης, στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου του χρησιμοποιεί τον όρο «φετίχ του εμπορεύματος».
 
Όμως παρ ' όλες τις ομοιότητες των όρων που χρησιμοποιήθηκαν, υπάρχουν ποσοτικές διαφορές μεταξύ μαρξισμού και αποανάπτυξης: 1) Ο Μαρξ εντοπίζει την τυφλή δύναμη της συσσώρευσης του κεφαλαίου στην πλευρά της παραγωγής ή την βλέπει να βασίζεται στις συγκεκριμένες παραγωγικές σχέσεις στον καπιταλισμό. Στη θεωρία της αποανάπτυξης έχουν πολύ μεγαλύτερη σημασία η αγορά, οι απαιτήσεις των καταναλωτών και η «ιδεολογία της ανάπτυξης», η οποία είναι και ο κινητήρας της. 2) Συσσώρευση κεφαλαίων και η οικονομική ανάπτυξη δεν είναι συνώνυμες έννοιες. 3) Ο φετιχικός χαρακτήρας των προϊόντων δεν πρέπει να εξομοιώνεται με τον φετιχισμό της κατανάλωσης. Ο φετιχισμός των εμπορευμάτων πρέπει να γίνει κατανοητός στο πλαίσιο της αποξενωμένης εργασίας- έλλειψη αναφοράς στο προϊόν σαν δημιουργία του εργαζόμενου και η εξέλιξή του σε εμπόρευμα μέσα από τη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής του, αποκρύπτοντας τους όρους υλοποίησης της ανταλλακτικής αξίας του.
Αλλά οι αντιφάσεις μεταξύ μαρξισμού και αποανάπτυξης είναι πιο εκτεταμένες από ό,τι τις παρουσιάσαμε εν συντομία εδώ. Έχουν τη δική τους ιστορία συζήτησης, η οποία ξεκίνησε όταν έγιναν αντιληπτά σε βάθος τα οικολογικά προβλήματα και εμφανίσθηκαν τα περιβαλλοντικά κινήματος στη δεκαετία του 1970. Συνεχίστηκε αυτή η συζήτηση με τις προσπάθειες προσέγγισης μεταξύ «πράσινων» και «κόκκινων» θέσεων μέσω της θεωρίας του «οικομαρξισμού» από τη μία πλευρά και από την άλλη μέσω της αυξανόμενης κριτικής της ανάπτυξης από μέρος του οικολογικού κινήματος – αλλά όχι μόνο– από την αλλαγή της χιλιετίας.
Τα ρήγματα μεταξύ τμημάτων του οικολογικού κινήματος και των Οικο -Μαρξιστών ήταν και είναι ακόμα βαθιά. Ο Μαρξ, λόγω της πίστης του στην ιστορική εξέλιξη και πρόοδο, όταν πρόκειται για το ζήτημα της ανθρώπινης επιβίωσης στη γη, μεταξύ της φύσης και του ανθρώπου, επιλέγει τον άνθρωπο πρώτα. Κανένας αληθινός οικολόγος δεν θα στήριζε αυτή την πεποίθηση. Ο «ανθρωποκεντρισμός» του Μαρξ και η ιστορική του αισιοδοξία σχετικά με την δυνατότητα διαμόρφωσης της σχέσης μεταξύ της φύσης και του ανθρώπου σε μια όλο και πιο ορθολογική βάση και ο αναπόφευκτος ο τρόπος που ο άνθρωπος αλλάζει τη φύση προς όφελος της απελευθέρωσής του στον σοσιαλισμό, συνοδεύονται από νέα σημεία κριτικής των αποαναπτυξιακών, που κατηγορούν τον Μαρξ ότι ανησυχεί μόνο για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και δεν παίρνει αποστάσεις από τις εγγενώς καταστροφικές δυνατότητες της βιομηχανοποίησης. «...Δεν υπάρχει σχεδόν καμία αμφιβολία ότι ο Μαρξ δεν ήταν υπέρ της υπέρβασης των τεχνικών, αλλά μάλλον των θεσμικών και διαρθρωτικών χαρακτηριστικών των καπιταλιστικών
παραγωγικών σχέσεων. Δεν αποδίδει καμιά αυταξία στη φύση»[2]
 
Όμως ο προβληματισμός πάνω στην οπτική ενός ανθρωποκεντρικού κόσμου δεν διαδραματίζει ουσιαστικά κανένα ρόλο και στο θεωρητικό υπόβαθρο της αποανάπτυξης. Όταν, για παράδειγμα, ο Γιώργος Καλλής περιγράφει τους (πολλούς) στόχους της αποανάπτυξης, υπάρχει και ένας για τις «σχέσεις του ανθρώπου με τον μη ανθρώπινο κόσμο», αλλά στο υπόλοιπο κείμενο αυτό το θέμα δεν εμφανίζεται πλέον. Όλοι οι άλλοι στόχοι της αποανάπτυξης που αναφέρουν οι συγγραφείς βάζουν τον άνθρωπο στο κέντρο.
 Αλλά στην ανθολογία « Αποανάπτυξη: Λεξιλόγιο για μια νέα εποχή», η οποία δημοσιεύθηκε το 2015, και στην οποία έχουν συνεισφέρει πολλοί από τους διεθνώς εξέχοντες υποστηρικτές της αποανάπτυξης με θεματικά άρθρα, ο μαρξισμός ή ακόμα και ο σοσιαλισμός δεν εμφανίζονται ως ανεξάρτητα κεφάλαια, όπως ο καπιταλισμός. Εκεί εξηγείται γιατί οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης τείνουν να αποστασιοποιηθούν από τη μαρξιστική θεωρία. Αυτό δεν σημαίνει ότι υποτιμούν το πιθανό ασυμβίβαστο της αποανάπτυξης με τις προτεινόμενες από αυτήν πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις σε ένα καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα. Άλλοι υπέρμαχοι της αποανάπτυξης παραδέχονται ότι υπάρχει θεμελιώδης ασυμβατότητα μεταξύ καπιταλισμού και αποανάπτυξης, αλλά συνήθως διστάζουν να εκφραστούν ενάντια στον καπιταλισμό.
 
Διατυπώνονται τρεις κυρίως λόγοι για τους οποίους δεν επιδιώκεται μια επιθετική αντιπαράθεση με τον καπιταλισμό: 1) Από την άποψη της αποανάπτυξης, οι οικονομικές και παραγωγιστικές «φαντασιώσεις» της κοινωνίας αποτελούν τη βάση για την κυριαρχία του καπιταλισμού. Αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο με την έννοια ότι οι φαντασιώσεις αυτές προηγούνται και δημιουργούν μετά καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις για την ικανοποίησή τους , και όχι το αντίστροφο, όπως υποθέτουν οι Μαρξιστές. 2) Η ετερογενής προσέγγιση της αποανάπτυξης- το ότι πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις προσπαθούν να βρουν κοινή συνισταμένη -απαγορεύει την προτίμηση για μια συγκεκριμένη (μαρξιστική) προσέγγιση. 3) Πολλοί υποστηρικτές της Αποανάπτυξης ενδιαφέρονται να αυξήσουν την αποδοχή των ιδεών τους στην κοινωνία ή να βρουν δεσμούς με την Επιστημονική Κοινότητα, και μια αποφασιστικά αντικαπιταλιστική στάση δεν βοηθάει σε αυτό.
Η τελευταία αιτιολόγηση απορρίπτεται από πολλούς υποστηρικτές της αποανάπτυξης, οι οποίοι αποστρέφονται το «κυρίαρχο επιστημονικό ρεύμα», το οποίο έχει την τάση να ακολουθεί στρατηγικές μη συγκρουσιακές με τις ισχύουσες σχέσεις εξουσίας, άλλο τόσο βέβαια απορρίπτεται από την μαρξιστική άποψη, ειδικά αν συνδέεται αυτή η τάση των επιστημόνων με ένα καθαρό οπορτουνιστικό κίνητρο.
 
Από την άλλη, οι Οικομαρξιστές έχουν περίπλοκη στάση έναντι άλλων θέσεων της θεωρία της αποανάπτυξης. Υπάρχει ένα ολόκληρο φάσμα και ποικιλομορφία γνωμών, που δεν μπορούμε να παρουσιάσουμε εδώ. Μια πρώτη κατεύθυνση χαρακτηρίζεται από μια πολύ ισχυρή σύγκλιση με την Αποανάπτυξη, όπως συμβαίνει με κάποιους που αυτοαποκαλούνται οικοσοσιαλιστές και έχουν πάρει αποστάσεις από τον Μαρξισμό.
Μια δεύτερη κατεύθυνση, που συνήθως αποκαλείται «Σχολή Ρήξης»(Rift School»)[3], έχει εκπρόσωπο τον John Bellamy Foster, ο οποίος θεωρεί ότι στις βιομηχανοποιημένες χώρες είναι πιθανώς αναγκαία η μετάβαση στη «μη ανάπτυξη-στασιμότητα» ή τη συρρικνούμενη οικονομία. Αλλά επικρίνει τη στάση των υποστηρικτών της αποανάπτυξης σε σχέση με τον μαρξισμό και τον υποστηρίζει -μια συρρικνούμενη οικονομία, σύμφωνα με τη Σχολή της Ρήξης, είναι η μόνη συμβατή με ένα μαρξιστικό οικονομικό σύστημα (Foster 2011).
Μια τρίτη κατεύθυνση από την άλλη πλευρά, αρνείται την αναγκαιότητα οικονομικής στασιμότητας ή συρρίκνωσης. Σε ένα μαρξιστικό οικονομικό σύστημα, θα μπορούσαν να είναι χρήσιμες οι τεχνολογίες που παρήγαγε το καπιταλιστικό σύστημα, γιατί, ενώ στα πλαίσια του καπιταλισμού έχουν την παρενέργεια- όπως εξήγησε και ο Μαρξ- να «υπονομεύουν ταυτόχρονα τις πλουτοπαραγωγικές πηγές: τη γη και τους εργαζόμενους»,  σε ένα μαρξιστικό σύστημα αυτό θα άλλαζε ουσιαστικά, κατά την άποψή τους.
 
Υπάρχει και ένα άλλο επιχείρημα κατά του Μαρξισμού και των επιγόνων του, που στην αρχή διατυπώθηκε από το περιβαλλοντικό κίνημα και στη συνέχεια από ορισμένους άλλους:ο Μαρξ σκεφτόταν οτιδήποτε άλλο εκτός από οικολογικά και ότι ακολουθώντας τις διδασκαλίες του θα οδηγούμασταν σε μια εντελώς λάθος κατεύθυνση. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί αν το εν λόγω επιχείρημα είναι έγκυρο ή αν υπάρχουν επιχειρήματα που θα αποκαταστούσαν τον Μαρξ ως οικολογικό στοχαστή. Αλλά ακόμα και αν υπάρχουν οικολογικές ιδέες στο έργο του Μαρξ, το επόμενο ερώτημα που προκύπτει είναι αν η σκέψη του Μαρξ και η ερμηνεία της από τους οικομαρξιστές είναι συμβατή με το κύριο περιεχόμενο της αποανάπτυξης ή αν υπάρχουν αντιφάσεις που είναι δύσκολο να ξεπεραστούν.
 
Με αυτήν την έννοια, ένα μεγάλο πρόβλημα για παράδειγμα, είναι ο «Προμηθεϊσμός» του Μαρξ: Ο ίδιος ποτέ δεν έκρυψε τον θαυμασμό του για τη δυναμική του καπιταλισμού και τα τεχνολογικά επιτεύγματα που την συνοδεύουν. Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο αυτή η στάση εκφράζεται με πολύ σαφήνια: «Η αστική τάξη έχει δημιουργήσει τις πιο μαζικές και κολοσσιαίες παραγωγικές δυνάμεις από όλες τις προηγούμενες γενιές μαζί στα σχεδόν εκατό χρόνια της ταξικής κυριαρχίας της. Η υποταγή των δυνάμεων της φύσης, ο μηχανικός εξοπλισμός, η εφαρμογή της χημείας στη βιομηχανία και τη γεωργία, η ατμοπλοΐα, οι σιδηρόδρομοι, οι ηλεκτρικές κολώνες, η καλλιέργεια ολόκληρων τμημάτων του κόσμου, η πλοηγησιμότητα των ποταμών, το ξερίζωμα ολόκληρων πληθυσμών-τι θα μπορούσε να φανταστεί ο προηγούμενος αιώνας από τέτοιες παραγωγικές δυνάμεις στην διάθεση της κοινωνικής εργασίας;»
Όπως είναι γνωστό, ο Μαρξ είδε την ανάπτυξη παραγωγικών δυνάμεων στον καπιταλισμό ως προϋπόθεση για την πτώση του και τη μετάβαση στην κυριαρχία της τάξης των ελεύθερα συνδεδεμένων εργατών. Κάθε μορφή κοινωνίας, επομένως και ο καπιταλισμός, αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις υπό τις αντίστοιχες συνθήκες ή περιορισμούς στο έπακρο και στη συνέχεια αυτές «φρενάρονται» («οι παραγωγικές σχέσεις βάζουν εμπόδια στις παραγωγικές δυνάμεις»), λόγω των δημιουργημένων αντιφάσεων ή-με άλλα λόγια-λόγω της αυξανόμενης ασυμβατότητας των σχέσεων παραγωγής με τις συνθήκες ύπαρξης της αντίστοιχης μορφής κοινωνίας, που στη συνέχεια –για να αρθεί αυτή η ασυμβατότητα-οι δυνάμεις παραγωγής της κοινωνίας οργανώνονται με νέα μορφή-μέσω βίας ή μη-και περνάμε σε νέας μορφής κοινωνία με μια υψηλότερη παραγωγή. Ο καπιταλισμός είναι επομένως το απαραίτητο στάδιο της ιστορικής εξέλιξης για τη συνέχιση της κοινωνικής προόδου, προϋπόθεση για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στον ύψιστο βαθμό. Η «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνικής εργασίας (...) είναι το ιστορικό έργο και η δικαίωση του κεφαλαίου» (Μαρξ/Έγκελς).
Αλλού οι διόσκουροι του Μαρξισμού μιλάνε για "επαναστατικοποίηση της φύσης" μέσω του συνδυασμού της σύγχρονης φυσικής επιστήμης με τη σύγχρονη βιομηχανία. Αυτή η «επαναστατικοποίηση» μπορεί βέβαια να μεταφραστεί και σαν γνώση της φύσης μέσω αυτού του συνδυασμού. Tο γεγονός ότι ο Μαρξ θεωρούσε την κυριαρχία του ανθρώπου στη φύση τόσο απαραίτητη όσο και θεμελιωδώς θετική, επαναλαμβάνεται και στο "Grundrisse".
Στο πλαίσιο τέτοιων εκφράσεων από τον Μαρξ, γίνεται κατανοητό γιατί επικρίθηκε από οικολογικά σκεπτόμενους ανθρώπους ως «φυσιοεχθρικός» και από στοχαστές-διανοούμενους ως επιβεβαιωμένα «παραγωγιστής». Αλλά η άποψη του Μαρξ
για τη φύση στην ερμηνεία του από τον οικομαρξισμό δεν είναι τόσο σαφής. Δύο διαφορετικές προσεγγίσεις μπορούν να συμφιλιώσουν τη σκέψη του Μαρξ με την οικολογική σκέψη – όχι βέβαια με κάθε μορφή οικολογικής σκέψης. Χαρακτηριστικό της πρώτης είναι η σχετικοποίηση του Προμηθεϊσμού του-από τη Σχολή της Ρήξης- με την μαρξική περιγραφή της σχέσης ανθρώπου-φύσης ως μεταβολική σχέση και της ανθρώπινης εργασίας ως διαμεσολαβητή αυτού του μεταβολισμού. Ενώ της δεύτερης προσέγγισης είναι η επιβεβαίωση μεν του Προμηθεϊσμού, αλλά με τη μορφή του «οικομοντερνισμού»[4].
 
Υπάρχει ένα κοινό σημείο μεταξύ του οικονεωτεριστικού οικομαρξισμού και της θεωρίας της αποανάπτυξης: ο πόλεμος κατά του συνολικού καπιταλιστικού συστήματος θα πρέπει να είναι σε δεύτερη μοίρα, δεδομένου ότι δεν μας απομένει ακόμα πολύς χρόνος για να αποφύγουμε την καταστροφή από την κλιματική αλλαγή. Υπάρχουν πιο σημαντικοί και ρεαλιστικοί στόχοι που πρέπει να πετύχουμε προγουμένως, και όταν τους πετύχουμε, θα μπορέσουμε εν τέλει να ξεμπερδέψουμε και με τον «καπιταλισμό των ορυκτών καυσίμων».
«Κάθε επιχείρημα γύρω από τις γραμμές "μια είναι η λύση-επανάσταση" (one solution – revolution) ή, λιγότερο συντμημένα," οι σοσιαλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας είναι απαραίτητες για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής”, είναι πλέον αβάσιμο. Οι εμπειρίες των τελευταίων δύοαιώνων δείχνουν ότι ο σοσιαλισμός είναι μια επώδυνη κατάσταση για να επιτευχθεί. Οποιαδήποτε πρόταση για τη δημιουργία του σε μια παγκόσμια κλίμακα πριν από το 2020 και μετά να αρχίσει ο σοσιαλισμός να κόβει τις εκπομπές διοξειδίου, δεν θα ήταν μόνο γελοία αλλά και παράτολμη. Αυτή τη στιγμή, η έρευνα για την κλιματική καταστροφικότητα των καπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας , μπορεί να είναι ο μόνος ρεαλιστικός στόχος για να αξιολογηθούν τα εμπόδια της μετάβασης. (...). Εάν ο γρήγορος ρυθμός της κλιματικής αλλαγής αναγκάζει τους επαναστάτες να είναι λίγο ρεαλιστές, υποχρεώνει άλλους να αρχίσουν να συλλογίζονται επαναστατικά μέτρα.» (Malm 2016).
Αλλά η αποανάπτυξη  δεν αποδέχεται την αναγκαιότητα του απελευθερωτικού δυναμικού των υπαρχουσών τεχνολογίών σαν προϋπόθεση για τη διαμόρφωση ενός ορθολογικού μεταβολισμού μεταξύ ανθρώπου- φύσης και αυτό για την άποψη του οικομαρξισμού που πλησιάζει τον οικομοντερνισμό αποτελεί μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης, καθώς η επιμονή των υποστηρικτών της αποανάπτυξης στην αναγκαιότητα συρρίκνωσης της οικονομίας αποσπά την προσοχή από πιο ρεαλιστικές δυνατότητες.
Η σχολή της Ρήξης και η θεωρία της αποανάπτυξης, από την άλλη πλευρά, έχουν περισσότερα κοινά: την απόρριψη των αμιγώς τεχνολογικών λύσεων στα περιβαλλοντικά προβλήματα και την υπεράσπιση μιας συρρίκνωσης της οικονομίας.
 
Ωστόσο, δεν πρέπει να λησμονείται ότι ο μαρξισμός και ο σαφής αντικαπιταλισμός απορρίπτονται από πολλούς  θεωρητικούς της αποανάπτυξης, ενώ για τους οικομαρξιστές, η υπέρβαση του καπιταλισμού είναι η πρώτη προτεραιότητα. Και δεν υπάρχει ακόμα σύγκλιση σε κάποια από τις δυνατές μορφές κοινωνίας που θα μπορούσαν να προκύψουν μετά την έναρξη της  φάσης συρρίκνωσης της οικονομίας. Επιπλέον, οι εκπρόσωποι της σχολής της ρήξης είναι αφοσιωμένοι κυρίως στον νεωτερισμό-μια επιστροφή σε παραδοσιακές κοινωνικές  μορφές, τις οποίες έχουν κατά νου πολλοί θεωρητικοί της αποανάπτυξης δεν είναι σίγουρα ο στόχος τους.
 
Εν κατακλείδι: Η θεωρία της Αποανάπτυξης είναι μάλλον συμβατή με τον ανθρωποκεντρισμό του Μαρξ. Και οι δύο θεωρητικές προσεγγίσεις πιστεύουν ότι θα είναι δυνατή μια καλύτερη ανθρώπινη ζωή(ευζωία) τώρα και στο μέλλον με την αλλαγή του κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Απλά, η θεωρία της Αποανάπτυξης τονίζει περισσότερο τον αντικαταναλωτισμό, την οικολογική βιωσιμότητα και την αναγκαιότητα της ένταξης του ανθρώπου στη φύση με ισορροπημένη σχέση προς τις δυνατότητες των οικοσυστημάτων και του πλανήτη(όχι με σχέση κυρίαρχου), ενώ ο Μαρξισμός τονίζει πιο ρητά την αναγκαιότητα της αλλαγής του συστήματος. Φαίνεται ότι στο μέλλον μπορεί να υπάρξει προσέγγιση των δύο ρευμάτων στη βάση της μαρξικής ερμηνείας από τον Οικομαρξισμό και την Σχολή Ρήξης, αν το αίτημα για μια ορθολογική ρύθμιση του μεταβολισμού ανθρώπου-φύσης γίνει κατανοητό ως απαίτηση για περισσότερη οικολογική ισορροπία και αποφασιστική μείωση της κατανάλωσης πόρων και ενέργειας.
Ο Μαρξ δεν μπορούσε να ξέρει πώς η αλληλεξαρτημένη σχέση παραγωγής και κατανάλωσης, που αυτός είχε αναγνωρίσει, θα παράγει κατά τη διάρκεια του επόμενου αιώνα και μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο έναν εύθραυστο συνασπισμό στην ταξική σύγκρουση-σοσιαλδημοκρατική ρύθμιση-  μέσω της αυξανόμενης δύναμης των εργατικών συνδικάτων και του συμφέροντος της καπιταλιστικής τάξης. Με την πάροδο του χρόνου, το εισόδημα των εργαζομένων μεγάλωσε πέρα από αυτό που ήταν απαραίτητο για την αναπαραγωγή τους. Απο τα μέσα του 20ου αιώνα άρχισε η περίοδος της μαζικής κατανάλωσης  στη Δύση-ενώ στην Ανατολή ο «υπαρκτός σοσιαλισμός», κρατικός καπιταλισμός κατά ορισμένους διαφωνούντες μαρξιστές, αποτύγχανε να δημιουργήσει συνθήκες κομμουνιστικής κοινωνίας –και μέσω αυτής, η δίψα των εργαζομένων για έναν επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας μειώθηκε. Είχαμε μια ιδιότυπη συνεργασία μεταξύ του εργατικού κινήματος-αγώνας για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, συλλογικές συμβάσεις εργασίας- και των ενώσεων των εργοδοτών καπιταλιστών-υπερπαραγωγή, υπερκατανάλωση, μεγιστοποίηση των κερδών και επενδύσεις σε νέες θέσεις εργασίας- που στο πολιτικό επίπεδο εκφράσθηκε με την «σοσιαλδημοκρατική ρύθμιση» και τον λεγόμενο «ιστορικό συμβιβασμό» της αριστεράς.
Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα ήταν ότι οι εργαζόμενοι απέκτησαν ένα μεγαλύτερο κομμάτι από την «πίτα» της καπιταλιστικά δημιουργούμενης αξίας και μπορούσαν να διεκδικούν όλο και περισσότερομέρος από αυτό που ο Μαρξ ονόμασε «κατανάλωση πολυτελείας». Σήμερα η εργατική τάξη- στα πλαίσια της καπιταλιστικής δομικής κρίσης- δεν διεκδικεί πια την αλλαγή του συστήματος και τη θέση που της είχε δώσει ο Μαρξ σαν το «επαναστατικό υποκείμενο» αυτής της αλλαγής. Οι αγώνες των συρρικνωμένων πια συνδικάτων περιορίζονται στη διατήρηση των θέσων εργασίας στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, έστω και με μειωμένους μισθούς. Στη διατήρηση θέσων εργασίας σε επιχειρήσεις που έχουν μεγάλο οικολογικόκαι κοινωνικό αποτύπωμα, όπως είναι η πυρηνικήκαι πολεμική βιομηχανία,η χημική βιομηχανία τοξικών προϊόντων και απόβλητων ή σε βιομηχανίες εξορύξεων- επεξεργασίας άνθρακα, σπάνιων γαιώνκαι υδρογονανθράκων,καθώς και αυτοκινητοβιομηχανιών που συμμετέχουν στην υπέρμετρη εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου και στην κλιματική αλλαγή.
 
Αντίθετα, οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης σήμερα, έχουν βάλει σαν στόχο την αλλαγή των «κοινωνιών της αφθονίας» και της αέναης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και διεκδικούν την συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας στους παραπάνω αναφερόμενους τομείς, γιατί υπάρχουν όρια στους ρυθμούς κατανάλωσης των πόρων και ενέργειας που απαιτούνται και στα απόβλητα που εναποτίθενται στο περιβάλλον, τα οποία όρια τίθενται από τα ίδια τα πλανητικά και τοπικά οικοσυστήματα και δεν μπορούν να ξεπερασθούν, γιατί θα χρειαζόμασταν 2ο και 3ο πλανήτη.
 
Σε αυτό τον στόχο μπορούν να συνευρεθούν-όπως αναφέρθηκε πιο πάνω- με μέρος του σημερινού οικομαρξιστικού κινήματος. Αλλά κυρίως με το κίνημα του κοινωνικού αναρχισμού, της κοινωνικής-πολιτικής οικολογίας και του ελευθεριακού κομμουνισμού-κοινοτισμού-κομμουναλισμού(όπως έχει εκφρασθεί από τον Μ. Μπούκτσιν: βλέπε
Κοινοτικοποίηση: Η οικονομία ως ιδιοκτησία των κοινοτήτων και
Ο Ελευθεριακός Κοινοτισμός-Κομμουναλισμός), που σήμερα συμμετέχουν σαν συνιστώσες στο δημιουργούμενο και συνεχώς επεκτεινόμενο Κίνημα των ΚΟΙΝΩΝ.
 
Από τη δική μας σκοπιά, που εκφράζουμε το αίτημα της μετάβασης σε μια μετακαπιταλιστική κοινωνία συνδυάζοντας τα προτάγματα της Αποανάπτυξης, της Αυτονομίας, του Κοινοτισμού και της Άμεσης Δημοκρατίας, τα ΚΟΙΝΑ έχουν εξέχουσα θέση στα πλαίσια αυτής της μετάβασης. Ειδικότερα τα αντικαπιταλιστικά ΚΟΙΝΑ, τα οποία δεν είναι ο τελικός στόχος του αντικαπιταλιστικού αγώνα, αλλά το μέσο για την επιτυχία της μετάβασης σε μετακαπιταλιστικές κοινωνίες αποανάπτυξης και Κοινοτισμού(βλέπε:
Τα κοινά ως στρατηγική αποανάπτυξης) , όταν οι ανθρώπινες κοινότητες-αν προλάβουν-θα επιλέξουν την Κοινότητα των Κοινοτήτων σαν τρόπο νέας κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης, όπως την σκιαγραφούμε στο προαναφερθέν τελευταίο μας βιβλίο.


[1] Όπως ο Ντέιβιντ ΧάρβεΪ, επιφανής Γεωγράφος, Μαρξιστής, κατά δήλωσή του που αναφέρει ότι ο Καπιταλισμός έχει ανάγκη από την ανακάλυψη καινούργιων εξωγήινων πολιτισμών, προς εκμετάλλευσή τους.

[2] Ο Niko Paech, γερμανός θεωρητικός της αποανάπτυξης(Paech 2017), επικρίνει τον περιορισμό της έννοιας της εκμετάλλευσης των εργαζομένων στο μισθολογικό και δεν κριτικάρονται καθόλου οι καταναλωτικές φιλοδοξίες των εργαζομένων: «Σε αντίθεση με αυτές τις προβλέψεις (Σημείωση: η θεωρία του Μαρξ για την φτώχεια στον καπιταλισμό), η τεχνολογική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας έχει δημιουργήσει τεράστιες δυνατότητες για αυξήσεις των μισθών. Την ίδια στιγμή
η επαρκής οικονομική ανάπτυξη δεν απέτρεψε μόνο την πολιτική αποσταθεροποίηση λόγω ανεργίας, αλλά οδήγησε ακόμη περισσότερα άτομα να ενσωματωθούν στη βιομηχανική διαδικασία. Γιατί δεν ονομάζεται επίσης "εκμετάλλευση", από την μαρξιστική οπτική, η παγκόσμια καταναλωτική τάξη..., της οποίας ο καταστροφικός τρόπος ζωής καταβροχθίζει τώρα την οικολογική ικανότητα αρκετών πλανητών;»

[3] Ο Τζον Μπέλαμι Φόστερ και οι οικομαρξιστές που στηρίζονται στις θεωρίες του ονομάζονται "Σχολή της Ρήξης" επειδή η αφετηρία τους είναι η ερμηνεία του Μαρξ από τον Φόστερ, σύμφωνα με την οποία ο Μαρξ ανακάλυψε στον "μεταβολισμό" μεταξύ ανθρώπου και φύσης μια ρήξη που προκαλείται από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, η οποία ρήξη είναι θεμελιώδης για την οικολογική καταστροφή τόσο κατά την περίοδο του Μαρξ όσο και στο παρόν.
 

[4] Ο οικομοντερνισμός ερμηνεύει την «κυριαρχία του ανθρώπου επί της φύσης» με την κατασκευήμιας δεύτερης "φύσης" γύρω του, δεχόμενος ότι ο άνθρωπος ως «ζώο που φτιάχνει εργαλεία» έχει πάντα αλλάξει το περιβάλλον του για ίδιους σκοπούς – κυρίως για επιβίωση – και στον καπιταλισμό όπως και σε κάθε άλλη μορφή κοινωνίας. Ο «έλεγχος της φύσης» είναι συγκρίσιμος με το παράδειγμα του καλού μουσικού που «όταν μιλάμε ότι ελέγχει το μουσικό του όργανο, εννοούμε ότι μπορεί να το παίξει με μαεστρία και όχι να το χτυπήσει με σφυρί. Ο έλεγχος της φύσης μπορεί να κατανοηθεί με τον ίδιο τρόπο»

0 Comments

Οι Πράσινοι, η Πολιτική Οικολογία  και η Αποανάπτυξη

1/10/2019

0 Comments

 
Γύρω στο 2005 υπήρξε ένας  ουσιαστικός πολιτικός διάλογος στα πλαίσια των Πράσινων κομμάτων, εμπνευσμένος από τις επιταγές της αποανάπτυξης, ως αποτέλεσμα της  πρακτικής ενασχόλησης των μελών τους με τις εξελίξεις της παγκοσμιοποίησης, την περιβαλλοντική δικαιοσύνη και τα κινήματα μετάβασης σε μετακαπιταλιστική κοινωνία 
Το 2007, ο Yves Cochet, γάλος πράσινος βουλευτής, υλοποίησε μια προσωπική καμπάνια για την αποανάπτυξη (Baykan 2007), ενώ το 2009 το Ευρωπαϊκό Κόμμα των Πρασίνων (EGP) σε συνεργασία με τη λέσχη της Ρώμης διοργάνωσε διάσκεψη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις Βρυξέλλες για την κοινωνικά βιώσιμη ανάπτυξη (Club of Rome 2009), ενώ εντός των επόμενων δύοχρόνων οι καθηγητές Tim Jakson και Serge Latouche φιλοξενήθηκανν επίσης από την Ομάδα των Πρασίνων στο Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Ακόμα και ο Daniel Cohn Bendit (2010) έχει αναγνωρίσει την ανάγκη για επιλεκτική αποανάπτυξη συγκεκριμένων παραγωγικών τομέων σε συνδυασμό με τα  πράσινα και κοινωνικά επενδυτικά προγράμματα, όπως το πράσινο νέο συμβόλαιο(Green New Deal) , για την πράσινη μετατροπή της οικονομίας.
Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Πράσινο Ίδρυμα έχει αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος του περιοδικού του στο δίλημμα: Ανάπτυξη-Αποανάπτυξη (GEF 2012), ενώ η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία της Πράσινης Νεολαίας έχει συνειδητοποιήσει τη σημασία της πρότασης για την αποανάπτυξη από την αρχή της κρίσης (FYEG 2010) και συμβάλλει θετικά στη δημόσια συζήτηση. Παρ όλα αυτά, ο όρος αποανάπτυξη δεν αναφέρεται στο πρόγραμμα των Ευρωπαίων Πράσινων και αυτό κάνει ακόμα πολλούς πράσινους πολιτικούς να νιώθουν άβολα.
Στην Ελλάδα από το 2009, οι Οικολόγοι Πράσινοι φιλοξένησαν εκδηλώσεις με τους καθηγητές Γιώργο Καλλή και Serge Latouche(εκφραστές της αποανάπτυξης στα πανεπισήμια), ενώ το Πράσινο Ινστιτούτο σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Πράσινο Ίδρυμα πραγματοποίησε μια συζήτηση για την αποανάπτυξη το 2013 με τον καθηγητή Mauro Bonaiuti μεταξύ άλλων ομιλητών. Ωστόσο, παρόλο που επικρίνεται η  οικοκτόνα και μη βιώσιμη ανάπτυξη στο μοντέλο που ακολουθεί η Ελλάδα από τη δεκαετία του 1960, είναι ιδιαίτερα ορατό στο πρόγραμμά τους, ότι η αποανάπτυξη δεν αναφέρεται ούτε καν ως όρος. Μάλλον επιμένουν πανευρωπαϊκά στο πρότυπο και την αφήγηση της "Βιώσιμης Ανάπτυξης" και της "βιώσιμης ευημερίας", ενώ παράλληλα κάνουν αόριστες προτάσεις στο πλαίσιο της «Πράσινης Νέας Συμφωνίας»- «Green New Deal»  ("πράσινος" μετασχηματισμός της οικονομίας, αποτελεσματικότητα της παραγωγής με ταυτόχρονο εξορθολογισμό των καταναλωτικών προτύπων και τη δημιουργία πράσινων θέσεων εργασίας). Στο δε ζήτημα της άμεσης δημοκρατίας στα πλαίσια των θεσμών τους: ενώ στην αρχή είχαν ενσωματώσει κάποια στοιχεία της όπως π.χ. η εναλλαγή στους εκπροσώπους, στη συνέχεια τα απεμπόλησαν. Κράτησαν μόνο τη διπλή προεδρία (οι Γερμανοί Πράσινοι).
Η Αποανάπτυξη, ως έννοια, περιορίστηκε λοιπόν στις εσωτερικές συζητήσεις των Πράσινων και χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως λογοπαίγνιο για την εσωτερική αντιπολίτευση του κόμματος, αντί να κατανοηθεί ως πρόταση για μια ουσιαστική μετατόπιση της πολιτικής αφήγησης.
Σε αντίθεση με τα εναλλακτικά κινήματα, από τα οποία προέκυψαν και ήρθαν στο προσκήνιο τα πράσινα κόμματα, οι σύγχρονοι Πράσινοι στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, καθώς και οι υποστηρικτές τους, δεν επιθυμούν να απελευθερωθούν από τους καθιερωμένους κοινωνικοπολιτικούς κανόνες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας-εφαρμόζοντας σταδιακά στοιχεία της άμεσης δημοκρατίας-καθώς και από το φαντασιακό της ανάπτυξης, να ζήσουν έναν εναλλακτικό αντικαταναλωτικό τρόπο ζωής και να ακολουθήσουν μια διαφοροποιημένη οργάνωση στην κοινωνία(προωθώντας τον Κοινοτισμό) και την οικονομία(προωθώντας την συνεργατική αλληλέγγυα οικονομική δραστηριότητα). Έχουν αποστασιοποιηθεί από τα κινήματα της Αποανάπτυξης, του Κοινοτισμού και της Άμεσης δημοκρατίας -εκτός από μια πολύ μικρή μειοψηφία τους- και επιθυμούν να αντιπροσωπεύουν-στα πλαίσια της αντιπροσωπευτικής ολιγαρχικής δημοκρατίας- την κυρίαρχη ευρωπαϊκή  και ελληνική μεσαία τάξη, την κουλτούρα της κατανάλωσης και "ευημερίας"(πολύ διαφορετική από την κουλτούρα της "ευζωίας"), ακριβώς όπως ένα μεγάλο μέρος της Αριστεράς.

Αποανάπτυξη και πολιτική Οικολογία
Η Αποανάπτυξη σαν έννοια που αποδομεί το σημερινό κυρίαρχο φαντασιακό που διέπει τα προγράμματα όλων των κομμάτων εξουσίας από τη δεξιά μέχρι και την αριστερά, είναι η βάση της συνείδησης  όσων ασπάζονται την πολιτική οικολογία. Θέτει στην ουσία το θεμέλιο για την πολιτική Οικολογία και παρέχει μια ριζοσπαστική πολιτική ορολογία που μπορεί και την διαφοροποιεί κυρίως από την αριστερά, καθώς αντανακλά τις θεωρητικές ρίζες του οικολογικού κινήματος και δίνει μια νέα ώθηση στην οικολογία για να ανακτήσει κάποια από την χαμένη της αίγλη και τον πολιτικό ακτιβισμό της.
Με αυτή την έννοια το κίνημα της πολιτικής οικολογίας και το κίνημα για την Αποανάπτυξη και τον Κοινοτισμό μπορούν να συναντηθούν, επιδιώκοντας τον κοινό στρατηγικό στόχο-αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις της σημερινής πολυσύνθετης κρίσης- της μελλοντικής βιωσιμότητας των ανθρώπινων κοινοτήτων και της επιβίωσης των ειδών, αποσυνδεδεμένο από το φανταστικό της «ανάπτυξης».
 

0 Comments

Τα Κοινά ως μια στρατηγική Αποανάπτυξης

1/10/2019

0 Comments

 
Τα Κοινά δεν είναι ο τελικός στόχος του αντικαπιταλιστικού αγώνα, αλλά το μέσο για την επιτυχία του
Εκφράζουν την ανάγκη των κινημάτων να θέσουν τη δική τους (κοινωνική) αναπαραγωγή στην ατζέντα τους και να «μάθουν να βάζουν τη ζωή τους στα Κοινά, οργανώνοντάς την για παράδειγμα με βάση τις διαφορετικές ανάγκες και δυνατότητές τους, και εξαλείφοντας πρακτικές που μπορούν να εξελιχθούν σε μορφές αποκλεισμού ή ιεραρχικοποίησης» .
Είναι δύσκολο σήμερα να φανταστούμε τη χειραφέτηση από το καπιταλιστικό σύστημα και να επιτύχουμε νέες λύσεις στο αίτημα της ευζωίας ή της κοινωνικής και οικολογικής δικαιοσύνης, χωρίς ταυτόχρονα οργανώσουμε στο έδαφος των Κοινών, τα «μη-κοινοτικοποιημένα συστήματα κοινωνικής παραγωγής.»
Μια σημαντική πτυχή των αντικαπιταλιστικών Κοινών, επομένως, είναι ότι ενισχύουν και ενδυναμώνουν τους αγώνες κατά του κεφαλαίου (και του κράτους) λόγω της παροχής διαφόρων βαθμών αυτονομίας στην κοινωνική αναπαραγωγή. Υπό αυτή την έννοια, παρέχουν τις ίδιες τις βάσεις του αγώνα: η αποεμπλοκή των μέσων και της διαδικασίας της κοινωνικής αναπαραγωγής από την αγορά και το κράτος παρέχει την ανεξαρτησία που απαιτείται για την αντιμετώπιση και των δύο.
Εάν, για παράδειγμα, οι κοινοτικές πρακτικές γύρω από τα τρόφιμα, τη στέγαση, το νερό, την υγεία, την εκπαίδευση, κ. λπ., μπορούν να παράσχουν έναν τέτοιο χώρο αυτονομίας, η ανάγκη να βασιστεί κανείς στο κεφάλαιο/κράτος για κοινωνική αναπαραγωγή θα μπορούσε να μειωθεί αποτελεσματικά και να αναπτυχθεί καλύτερα η κριτική της. Τα ζητήματα των αγώνων κατά του καπιταλισμού και του κράτους θα αποκτήσουν το πάνω χέρι αν και όταν οι υλικές βάσεις της κοινωνικής τους αναπαραγωγής οργανωθούν μέσω των Κοινών και εξοπλισθούν με την απαραίτητη αυτονομία από το σύστημα.
Ένα παρόμοιο επιχείρημα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για την πολιτική της Αποανάπτυξης. Η υλική ευημερία της πλειονότητας του ανθρώπινου πληθυσμού συνδέεται με την ανακατανομή των ωφελειών της οικονομικής ανάπτυξης στο πλαίσιο του παγκόσμιου καπιταλισμού (και του έθνους-κράτους).  Ωστόσο, οργανώνοντας το έδαφος της κοινωνικής αναπαραγωγής ως αντικαπιταλιστικά Κοινά, θα μπορούσε να είναι σημαντική η σχέση μεταξύ της ανάπτυξης και της ευημερίας ευρείας βάσης. Θα προέβαλε τον κυρίαρχο ρόλο που διαδραματίζει η κατανομή των ωφελειών της οικονομικής ανάπτυξης στην εκπλήρωση των ουσιωδών αναγκών, εξασφαλίζοντας ισότιμη και συλλογική κοινωνική αναπαραγωγή. Έτσι με άλλα λόγια, τα Κοινά θα έδιναν διέξοδο στα ζητήματα των πολιτικών της Αποανάπτυξης, οικοδομώντας την υλική βάση πάνω στην οποία θα στηριχθούν αυτές οι πολιτικές.
Συμπερασματικά, δεν μπορούμε να αντιμετωπίζουμε τα Κοινά μόνο ως δυνητικό κυρίαρχο στοιχείο μιας μελλοντικής κοινωνίας Αποανάπτυξης. Η Κοινοτικοποίηση δεν θα πρέπει να είναι μόνο ένα όραμα για ένα μέλλον μετά την ανάπτυξη, αλλά μια ανάγκη να οργανωθούμε εδώ και τώρα για να υλοποιήσουμε πιθανούς δρόμους προς αυτό το μέλλον. Με αυτή την έννοια, τα αντικαπιταλιστικά Κοινά  θα χρειασθεί να αποκτήσουν μια στρατηγική Αποανάπτυξης και να μην είναι το αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής.

0 Comments

    Αρχείο

    March 2023
    February 2023
    January 2023
    September 2022
    August 2022
    June 2022
    May 2022
    February 2022
    January 2022
    December 2021
    October 2021
    August 2021
    April 2021
    March 2021
    January 2021
    December 2020
    November 2020
    October 2020
    July 2020
    March 2020
    February 2020
    October 2019
    September 2019
    August 2019
    May 2019
    March 2019
    February 2019
    December 2018
    November 2018
    July 2018
    April 2018
    October 2017
    September 2017
    July 2017
    June 2017
    May 2017
    April 2017
    March 2017
    February 2017
    December 2016
    November 2016
    July 2016
    June 2016
    March 2016
    October 2015
    July 2015
    May 2015
    April 2015
    March 2015
    January 2015
    December 2014
    October 2014
    September 2014
    June 2014
    March 2014
    February 2014
    September 2013
    July 2013
    April 2013
    February 2013
    December 2012
    November 2012
    October 2012
    September 2012
    August 2012
    July 2012

    ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΛΕΜΠΑΣ 

    Πρώην εκπαιδευτικός ΜΕ(Μαθηματικός)και οικο-γεωργός στο Πήλιο. Από το 1990, που "επανατοπικοποιήθηκε", προσπαθεί δια του "παραδείγματος" να συμβάλει στη διαμόρφωση της κατεύθυνσης της τοπικοποίησης 

    Επικοινωνία: gkolempas@yahoo.gr 

    Κατηγορίες

    All
    Διατροφική Κυριαρχία
    Η διευρυμένη οικογένεια
    Η κατεύθυνση της τοπικοποίησης
    Μια ανάλυση που οδηγεί σε άλλα μονοπάτια.
    Οι δομές της κοινωνίας της αποανάπτυξης
    Τα χαρακτηριστικά της τοπικοποιημένης
    Τι να κάνουμε: τα πρώτα βήματα
    Το κίνημα του Κοινοτισμού σήμερα
    Το νέο είδος πολιτικής και οργάνωσης
    Το πλαίσιο της Τοπικοποίησης

    RSS Feed

Powered by Create your own unique website with customizable templates.