Η συζήτηση για την Αποανάπτυξη και τον Κοινοτισμό χαρακτηρίζεται από διαφορετικές απόψεις σχετικά με το ρόλο και τη χρήση της τεχνολογίας. Μπορούμε να τις κατατάξουμε συνεκτικά σε δύο διαφορετικές κατευθύνσεις: 1) Από τη μία αυτή που θεωρεί το τεχνοεπιστημονικό παράδειγμα σαν ένα μέρος του προβλήματος και φαντάζεται μια μελλοντική κοινωνία πέρα από την τεχνολογία, απορρίπτοντας ταυτόχρονα τον ενθουσιασμό για τεχνικές λύσεις που παρατηρείται παγκοσμίως, διότι αυτές οι εξελίξεις, στον εργαλειακό τους ορθολογισμό, συνεπάγονται μια κυριαρχία πάνω η φύση.2) Από την άλλη, αυτή που βρίσκει την πρώτη μονόπλευρη θεώρηση, υπερβολικά απλοϊκή και βλέπει τις τεχνολογικές λύσεις -εάν αυτές επανεξεταστούν και αντιμετωπιστούν κριτικά- ως συμμάχους στην πορεία προς μια κοινωνία μετα-ανάπτυξης και κοινοτισμού.
Έχουμε δηλαδή μια βιοφυσική προσέγγιση και μια κοινωνικο-πολιτική- πολιτιστική προσέγγιση. Αυτές συνδέονται επίσης με δύο έννοιες της αντίστοιχης συζήτησης :της φέρουσας ικανότητας-βιωσιμότητας (viability) και των καλών κοινωνικών πρακτικών για ατομική και συλλογική απελευθέρωση (conviviality).
Όμως αυτές οι δύο προσεγγίσεις δεν είναι εκ προοιμίου αντιθετικές, ιδίως στο πεδίο των εφαρμογών της τεχνολογίας και καινοτομίας. Μπορούμε να τις χρησιμοποιήσουμε σαν δύο συνδυαστικά κριτήρια για την αξιολόγηση των τεχνολογιών. Για το ποιές είναι επιθυμητές και εφικτές σε κάθε στάδιο της πορείας προς κοινωνίες αποΑνάπτυξης και Κοινοτισμού.
- Το κριτήριο της βιωσιμότητας αναφέρεται σε βιοφυσικές συνθήκες και αναρωτιέται όχι μόνο αν μια συγκεκριμένη τεχνολογία παραμένει ελεγχόμενη, αλλά επίσης ποιες άλλες βιοφυσικές διεργασίες απαιτούνται για τη συνέχιση της ύπαρξή της και ποιες είναι οι συνθήκες για την αναγέννησή της. Για παράδειγμα, οι τεχνολογίες που βασίζονται σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η αιολική και η ηλιακή ενέργεια, είναι λιγότερο παρασιτικές από εκείνες που χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα.
- Το κριτήριο της συλλογικής απελευθέρωσης εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο είναι προσβάσιμες οι τεχνολογίες. Πώς αποφασίζεται αν και πώς θα χρησιμοποιηθούν; Ποιος επιτρέπεται να έχει λόγο και ποιος όχι; Ποιος έχει τον έλεγχο της παραγωγής και της χρήσης τους; Για παράδειγμα, υπάρχουν αρθρωτές διεργασίες παραγωγής ηλιακών συλλεκτών που επιτρέπουν την τεχνικά απλή και αποκεντρωμένη παραγωγή, μειώνοντας έτσι την εξάρτηση από μεγάλες συγκεντρώσεις οικονομικής και πολιτικής δύναμης. Η τεχνολογία της τρισδιάστατης εκτύπωσης (3-D ) μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως παράδειγμα εδώ: θα μπορούσε είτε να αποτελέσει την επόμενη σημαντική καταναλωτική μανία, περιορίζοντας περαιτέρω την αυτονομία και τη συλλογική λήψη αποφάσεων. Ή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ένα δημιουργικό εργαλείο της κοινωνίας των Κοινοτήτων για την κατασκευή απλών συστατικών για τεχνικά απλές, εύκολα προσβάσιμες και συλλογικά διαχειριζόμενες τεχνολογίες, όπως ακριβώς ορισμένα νέα εγχειρήματα του δικτύου «New Work New Culture» το κάνουν ήδη(http://newworknewculture.org/manufacturing/) και χρησιμοποιούν ψηφιακές τεχνολογίες παραγωγής για τα συλλογικά αυτοδιαχειριζόμενα πρότζεκτ τους.
Η τεχνολογία αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της πολιτιστικής ανάπτυξης της ανθρωπότητας. Σε αντίθεση με άλλα έμβια όντα, ο άνθρωπος μπορεί να αναπτυχθεί βιολογικά όχι μόνο αλλάζοντας το σώμα του σε μια εξελικτική περίοδο (ενδοσωματικά), αλλά και έξω από το σώμα του (εξωσωματικά) με την εφαρμογή εξωτερικών μέσων και εργαλείων που αλλάζουν πολιτισμικά το περιβάλλον του.
Έτσι, η οικονομική δραστηριότητα είναι η ειδικά ανθρώπινη επέκταση της βιολογικής εξέλιξης, η οποία όχι μόνο εξασφαλίζει την καθαρή επιβίωση, αλλά επίσης κάνει τη ζωή αξιοβίωτη και βελτιώνει την ποιότητα ζωής. Η τεχνολογία και η δημιουργική ανάπτυξη των τεχνολογιών είναι μια από τις ορατές εκφράσεις της βιολογικής εξέλιξης του ανθρώπου.
Σε αντίθεση με την επικρατούσα άποψη στα νεοκλασικά οικονομικά, οι οικονομικές διεργασίες δεν είναι μηχανικά και αναστρέψιμα φαινόμενα, αλλά είναι παρόμοια με τις βιολογικές διεργασίες: είναι δημιουργικά, μεταβολικά φαινόμενα και παράγουν ποιοτικές αλλαγές. Από την άποψη της φυσιολογίας τους, τα ανθρώπινα όντα είναι «ανοικτά συστήματα», που κρατούν την εσωτερική εντροπία τους χαμηλή, απορροφώντας χαμηλή εντροπία από το περιβάλλον, ενώ ταυτόχρονα εκπέμπουν υψηλά επίπεδα εντροπίας σε αυτό. Και οι οικονομικές διεργασίες επίσης τρέφονται με τη χαμηλή εντροπία του περιβάλλοντός τους και είναι επομένως μη αναστρέψιμες, ως αποτέλεσμα των σωρευτικών ποιοτικών αλλαγών. Οι αλλαγές αυτές πραγματοποιούνται κατά μήκος ενός χρονοδιαγράμματος ως συνεχές και, όπως και ο ιστορικός χρόνος, είναι μη αναστρέψιμες.
Μόνο η δική μας εμπειρία ως έμβιων ανθρώπινων όντων μας βοηθά να κατανοήσουμε τον χρόνο ως ανάμνηση που κινείται μόνο προς μία κατεύθυνση. Σε αυτή τη βάση, "γνωρίζουμε" ότι οι ζωντανές διεργασίες του βίου μας είναι μη αναστρέψιμες, ακόμη και αν ο χρόνος ως συνεχές είναι δύσκολο να παρασταθεί αναλυτικά στα καθιερωμένα οικονομικά μοντέλα. Ο νόμος της εντροπίας παρέχει το πλαίσιο για την κατανόηση του χρόνου, που ρέει μόνο προς μία κατεύθυνση και για το αμετάκλητο των δημιουργικών, ποιοτικών και σωρευτικών διαδικασιών που λαμβάνουν χώρα στον πλανήτη και δεν σκοντάφτουν πάνω σε (κάποια) απόλυτα πλανητικά όρια. Με αυτή την έννοια, τα πλανητικάόρια αναφέρονται περισσότερο στο ρυθμό ή την ένταση της χρήσης των πόρων και στη χρονική απαίτηση για την αναγέννηση-αποκατάσταση των ζωντανών διεργασιών.
Οι εξωσωματικές και ενδοσωματικές διεργασίες διαφέρουν σημαντικά όσον αφορά την χρήση της ενέργειας. Τα έμβια όντα επέζησαν και εξελίχθηκαν κάνοντας καλή χρήση του μόνο "απεριόριστου" πόρου χαμηλής εντροπίας, δηλαδή της ηλιακής ενέργειας που αποθηκεύεται στη γη κυρίως από τις χερσαίες επιφάνειες και μετατρέπεται μέσω της φωτοσύνθεσης σε χρήσιμες μορφές. Αν και η ροή της ηλιακής ενέργειας είναι για εμάς απεριόριστη όσον αφορά την ποσότητα, δεν μπορούμε όμως να καθορίσουμε οι ίδιοι τον ρυθμό χρήσης από μας. Η ενδοσωματική, δηλαδή η βιολογική μας ανάπτυξη εξαρτάται από το ποσοστό της ηλιακής ενέργειας καθώς συλλέγεται και διατίθεται από την επιφάνεια της γης. Οι διαδικασίες ανανέωσης που διατηρούν αυτή την ικανότητα αλίευσής της λειτουργική και έτσι κάνουν δυνατή τη ζωή στη γη, εξαρτώνται από το χρόνο: ένα δάσος μεγαλώνει πολύ αργά, το έδαφος αναδημιουργείται και ανανεώνεται μόνο σε μεγάλα χρονικά διαστήματα, και η αποδόμηση των ρύπων είναι επίσης μια μακρά διαδικασία. Η τεχνική πρόοδος επέτρεψε στον άνθρωπο να ξεφύγει από αυτούς τους χρονικούς περιορισμούς χρησιμοποιώντας τα λεγόμενα γήινα αποθέματα χαμηλής εντροπίας, δηλαδή τα ορυκτά καύσιμα[1]. Ωστόσο, σε αντίθεση με την ηλιακή ενέργεια, τα αποθέματα αυτά δεν είναι ανεξάντλητα. Ο ρυθμός χρησιμοποίησής τους μπορεί να προσαρμοστεί στις ανάγκες της κοινωνίας μας σε ένα ορισμένο βαθμό, τουλάχιστον όσο είναι εύκολη η πρόσβαση και η αποδήμησή τους: μπορούμε να βελτιώσουμε την απόδοση του εδάφους, για παράδειγμα, με τη βοήθεια χημικών λιπασμάτων, αλλά με αντίτιμοτη χρήση μεγάλης ποσότητας ενέργειας και την παραπέρα υποβάθμισή του.
Το πρόβλημα με τις παραδοσιακές οικονομικές αναλύσεις είναι ότι συνήθως επικεντρώνονται μόνο στο τι συμβαίνει στο "όριο" μιας διαδικασίας, δηλαδή τι ρέει ή προκύπτει από τη διαδικασία (Input- Output: εισροές- εκροές). Τόσο οι αλλαγές εντός της διαδικασίας όσο και όλα όσα συμβαίνουν πριν και μετά (π.χ. οι διαδικασίες αναγέννησης) δεν λαμβάνονται υπόψη. Αυτή η αφαίρεση μπορεί να είναι χρήσιμη για την οικονομική ανάλυση, αλλά παραμελεί τις πραγματικές συνθήκες υπό τις οποίες μια οικονομική διαδικασία λειτουργεί με την πάροδο του χρόνου, καθώς και την εξάρτηση μιας διαδικασίας από άλλες διαδικασίες που την περιβάλλουν.
Υπάρχει ένα διαφορετικό μοντέλο(Georgescu-Roegen) που βασίζεται στη γνωστή διάκριση μεταξύ των δύο συντελεστών παραγωγής, Κεφαλαιακά αποθέματα (Funds) και Ροές (Flows) :
1) Τα Funds πρέπει να νοούνται ως παράγοντες παραγωγής (περιλαμβάνουν τους τρεις ενεργούς συντελεστές Κεφάλαιο, Γη και Εργασία) που μετατρέπουν ενεργά τη ροή των φυσικών πόρων σε χρησιμοποιήσιμα προϊόντα. Θα πρέπει πάντα να διατηρούνται με την ειδική λειτουργική τους ικανότητα, προκειμένου οι οικονομικές διεργασίες να μπορούν να αναπαράγονται και δεν πρέπει τα ίδια να καταναλώνονται ή να χρησιμοποιούνται με τρόπο που δεν θα υπάρχουν πια.
2) Οι Ροές, από την άλλη πλευρά, ρέουν στην οικονομική διαδικασία και είτε τροποποιούνται ποιοτικά από αυτήν είτε καταναλώνονται. Οι ροές περιελαμβάνουν όχι μόνο εισροές (πόρους) ή εκροές (προϊόντα και απόβλητα), αλλά και ροές συντήρησης (Maintenance Flows), δηλαδή εκείνες τις Ροές που συμβάλλουν στην ανανέωση των αποθεμάτων και στη διατήρηση της ειδικής αποτελεσματικότητάς τους, συμπεριλαμβανομένων, για παράδειγμα, όλων των υπηρεσιών των οικοσυστημάτων που καθιστούν εν γένει δυνατή την οικονομική διαδικασία μέσω της απορρόφησης πόρων. Εάν εστιάσουμε μόνο στις εισροές και τις εκροές μιας συγκεκριμένης οικονομικής ή τεχνολογικής διαδικασίας μετασχηματισμού, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ροές διατήρησης, τότε παραμελούμε τις περαιτέρω διαδικασίες από τις οποίες έτσι και αλλιώς εξαρτάται ο συγκεκριμένος μετασχηματισμός, και οι οποίες με τη σειρά τους απαιτούν πρόσθετες διεργασίες και ροές διατήρησης, κ. λπ., κ.λπ.
Όσο εξετάζουμε τις διαδικασίες παραγωγής μόνο με βάση τις εισροές και τις εκροές τους, το μόνο που μετράει είναι αν μια τεχνική καινοτομία είναι εφικτή, δηλαδή τεχνικώς και οικονομικώς εφικτή ή καλύτερα ότι φαίνεται προβλέψιμη και διαχειρίσιμη όσον αφορά τις συνέπειές της. Η δυνατότητα εφαρμογής, το εφικτό δηλαδή μιας τεχνολογίας, είναι σίγουρα ένα σημαντικό αλλά όχι το μοναδικό κριτήριο για την αξιολόγηση των βιοφυσικών και κοινωνικών συνεπειών της συγκεκριμένης τεχνολογίας. Μόλις λάβουμε υπόψη μας τις ροές διατήρησης που χρειάζεται μια τεχνολογία για την αναγέννηση των πόρων που απαιτούνται για την εφαρμογή της, καθίσταται σαφές ότι κάποιες εφικτές τεχνολογίες δεν είναι αναγκαστικά και βιώσιμες (viable). Ο όρος "βιώσιμες" χρησιμοποιείται εδώ με την πραγματική έννοια της λέξης: " χωρίς εξωτερική βοήθεια επιβίωση ", με άλλα λόγια, αυτοσυντηρούμενες. Μια τεχνολογία μπορεί να αυτοσυντηρηθεί μόνο εάν αυτή αναδημιουργεί τα αποθέματα που απαιτούνται για την αναπαραγωγή της, τουλάχιστον εν μέρει από μόνη της – μη παρασιτικά – (επειδή τα αποθέματα δεν μπορούν, φυσικά, να δημιουργήσουν τους δικούς τους πόρους).
Ο όρος βιωσιμότητα θα πρέπει να συμπληρωθεί με την έννοια της υποβάθμισης. Μια τεχνολογία είναι βιώσιμη μόνο αν μπορεί να διατηρήσει τη δομή των υλικών που χρειάζεται για να στηρίξει τις λειτουργίες των πόρων και της υποβάθμισή τους. Μια τεχνολογία που υποβαθμίζει τα αναντικατάστατα αποθέματα, που προκαλεί ανεπανόρθωτη ρύπανση ή βλάπτει την ικανότητα των αποθεμάτων για απορρόφηση και τη δυνατότητα αναζωογόνησής τους, δεν μπορεί να είναι βιώσιμη.
Οι βιώσιμες τεχνολογίες είναι συνεπείς όσον αφορά τους χρόνους ανάκτησης των αποθεμάτων και είναι ελάχιστα «παρασιτικές» (επειδή δεν βασίζονται σε πρόσθετους ενεργειακής έντασης πόρους ή αποθέματα που πρέπει πρώτα να εισαχθούν από άλλες περιοχές του κόσμου και να αφαιρεθούν από μελλοντικές γενιές ή που έχουν σοβαρό αντίκτυπο στο περιβάλλον). Οι εφικτές τεχνολογίες θα πρέπει απλά να είναι τεχνικώς εφαρμόσιμες και οι συνέπειές τους θάπρεπε να είναι αναμενόμενες, τουλάχιστον εν μέρει. Οι βιώσιμες τεχνολογίες, από την άλλη πλευρά, είναι αυτοβιώσιμες και συντηρούμενες από τη ζωή, επειδή εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη μοναδική διαθέσιμη πηγή ενέργειας στη γη, δηλαδή την ηλιακή ενέργεια και τα ζωντανά Funds (τα οποία χρησιμοποιούνται, λαμβάνοντας υπόψη τον χρόνο αναγέννησης και την ικανότητά τους).
Τέλος, κατά την ανάπτυξη βιώσιμων τεχνολογιών, θα πρέπει να έχουμε κατά νου το αμετάκλητο των μετασχηματιστικών διαδικασιών και τις πιθανές μελλοντικές συνέπειές τους. Έτσι θα ήταν π.χ. βιώσιμη μια ηλιακή τεχνολογία, η οποία θα μπορούσε να αναπαραχθεί σε μεγάλο βαθμό μέσω της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και ύλης και θα ήταν στο ελάχιστο παρασιτική σε σχέση με τα αποθέματα γη και εργασία (η οποία π.χ. χρησιμοποιεί γη που ούτως ή άλλως δεν είναι διαθέσιμη για άλλες χρήσεις, ή δεν παράγεται υπό συνθήκες εκμετάλλευσης).
Στην ουσία δεν υπάρχει "φυσική" κατανομή εργαλείων και μέσων στην εξωσωματική ανάπτυξη που αναφέρεται πιο πάνω. Η κατανομή της πρόσβασης, της διαθεσιμότητά τους, ο έλεγχός τους και, τελικά, οι συνέπειές τους απαιτούν εκτιμήσεις που ξεπερνούν την αναλυτική οπτική των οικονομικών επιστημών και περιλαμβάνουν μάλλον δεοντολογικές και πολιτικές εκτιμήσεις. Αυτό μας φέρνει στη δεύτερη έννοια μιας αποαναπτυξιακής τεχνολογίας , την έννοια της αποαναπτυξιακής κοινωνικοποίησης με τρόπο που να γοητεύει τους ανθρώπους.
Β) Σύγχρονες τεχνολογίες: Συλλογική απελευθέρωση ενάντια στον τεχνο-φασισμό
α) Η τεχνολογική εξειδίκευση
Η βιομηχανοποίηση έβαλε μεν σε κίνηση την υπέρβαση των προμοντέρνων κοινωνιών, με την εξασφάλιση της ικανοποίησης των βασικών ανθρώπινων αναγκών και με την έναρξη των διαδικασιών χειραφέτησης, ταυτόχρονα όμως, αυτή η διαδικασία μετατράπηκε στο αντίθετό της, καθώς από την βιομηχανοποίηση δημιουργήθηκαν νέες ανάγκες και εξαρτήσεις και έτσι το χειραφετητικό της δυναμικό οδήγησε σε διαδικασίες αποξένωσης.
Η δυτική λογική της ανάπτυξης οδήγησε τελικά στη δημιουργία ενός «ριζοσπαστικού μονοπωλίου», το οποίο υφίσταται «όπου ένα σημαντικό εργαλείο στερεί από τον άνθρωπο την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει τις φυσικές του δεξιότητες». Μέσω αυτού του ριζοσπαστικού μονοπωλίου οι άνθρωποι εξαναγκάζονται να μετατραπούν σε καταναλωτές και η προσωπική τους αυτονομία περιορίζεται σημαντικά. Προγραμματισμένη απαξίωση, ανάγκη για χειραγώγηση και αισθήματα έλλειψης είναι συνήθως το αποτέλεσμα: τα φάρμακα τελικά μας αρρώστησαν, το σχολείο μας έκανε αδαείς, και τα αυτοκίνητα που υποτίθεται ότι θα μας έκαναν πιο γρήγορους, προκάλεσαν κυκλοφοριακή συμφόρηση.
Οι επιστημονικές ανακαλύψεις και οι τεχνολογικές εξελίξεις θα μπορούσαν να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης εισάγοντας νέα εργαλεία προσιτά σε όλους και επιτρέποντας στους ανθρώπους να έχουν πρόσθετες δεξιότητες, δημιουργικότητα και αυτοκαθορισμό. Ανταυτού όμως συνοδεύτηκαν από μια λογική αυτοσυντήρησης, διότι η αυξανόμενη εξειδίκευση και η επαγγελματικοποίηση των εμπειρογνωμόνων ειδικών απαιτούσαν πάντα νέες τεχνικές λύσεις, οι οποίες όμως με τη σειρά τους ήταν αποτέλεσμα μόνο προηγούμενων τεχνικών εξελίξεων. Η πρόοδος που επιτεύχθηκε μέσω ενός προηγούμενου επιτεύγματος, χρησιμοποιείται ως δικαιολογία για την εκμετάλλευση ολόκληρης της κοινωνίας από ένα μικρό τμήμα της, δηλαδή των αυτοαξιολογούμενων και αυτοεξουσιοδοτούμενων εμπειρογνωμόνων-ειδικών και επαγγελματικών ελίτ, που απέκτησαν εξουσία η οποία έχει τις ρίζες της στην κοινή ψευδαίσθηση ότι η επιστημονική εξειδικευμένη γνώση είναι πιο πολύτιμη από άλλες μορφές γνώσης. Η εξειδίκευση οδηγεί στο σχηματισμό μιας κλειστής κατηγορίας κατόχων της γνώσης, που θα μπορούν οι ίδιοι να αποφασίζουν για ποιον θα είναι διαθέσιμη αυτή η γνώση και σε ποιον επιτρέπεται να την εφαρμόσει. Με αυτόν τον τρόπο, το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα γίνεται τελικά μια ρυθμιστική τεχνολογία της πρόσβασης.
β) Η τεχνολογία είναι κάτι περισσότερο από τη χρήση εργαλείων
Σε μια ιδιαίτερα ανεπτυγμένη βιομηχανική κοινωνία, η τεχνολογία δεν θα μπορούσε πλέον να θεωρηθεί ως συλλογή εργαλείων, που είναι ανεξάρτητα από τον στόχο. Μάλλον διαμορφώνουν και καθορίζουν αυτά τα ίδια τον στόχο – και συνεπώς και τα υποκείμενα που τα χρησιμοποιούν. Ένα εργαλείο δεν είναι απλά κάτι που χρησιμοποιούμε ως μέσο για ένα σκοπό, γιατί αλληλεπιδρούμε με αυτό κα μας αλλάζει τον τρόπο που σκεφτόμαστε, συμπεριφερόμαστε και δρούμε. Από ανθρωπολογική άποψη, η τεχνολογία είναι μια μορφή σχέσης με τον κόσμο και με τους άλλους. Ενσαρκώνει και διαμορφώνει κοινωνικές σχέσεις. Τα εργαλεία φέρουν μαζί τους ένα νόημα, αντικατοπτρίζουν σχέσεις ισχύος, περιορίζουν πλαίσια ελιγμών και δημιουργούν ένα σύστημα αναφοράς για δράσεις και συλλογικές πρακτικές. Στις σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες, οι άνθρωποι θα μπορούσαν να οδηγηθούν σε ένα είδος εθισμού, μέσω του οποίου θα έχαναν την αυτονομία τους (την ικανότητά τους να προσεγγίζουν δημιουργικά τα προβλήματα και να βρίσκουν συναφείς λύσεις) και θα παραδίδονταν στις συστημικές και τεχνικές δυνάμεις των μηχανισμών της ανάπτυξης. Η τεχνολογία ως σύστημα, ως μια συνολική λογική που στοχεύει στην αύξηση της παραγωγικότητας, της αποδοτικότητας και του ελέγχου των εμπειρογνωμόνων, είναι για τον «μοντέρνο άνθρωπο ο κόσμος της αναγκαιότητας στον οποίο έχει τοποθετηθεί και βρίσκει τον εαυτό του», με τρόπο που -στη μοντέρνα κοινωνία- το μοιραίο της τεχνολογίας να αντικαθιστά το μοιραίο της φύσης. Η ψευδαίσθηση ότι οι μηχανές δούλεψαν για τον άνθρωπο και αντί αυτού, αντικαθιστώντας έτσι τους σκλάβους, τελικά έκανε τους ίδιους τους ανθρώπους σκλάβους των μηχανών και της λογικής τους, της αποδοτικότητας και της τυποποίησης .
Η λογική της τεχνολογίας καθορίζει το γιατί και το πώς ενός νέου εργαλείου και όχι μόνο τον τρόπο χρήσης του. Σήμερα, οι προδιαγραφές – ένας όρος από τη γλώσσα του management – αντικαθιστούν τους πραγματικούς στόχους. Δεν υπάρχουν αυτά καθαυτά «αθώα» ή ουδέτερα εργαλεία που θα μπορούσαν στη συνέχεια να χρησιμοποιηθούν καταχρηστικά για κακούς σκοπούς. Μάλλον καίριας σημασίας είναι η διαρθρωτική λογική με την οποία κατασκευάστηκαν και στην οποία ενσωματώνονται. Σε όσους ισχυρίζονται ότι είναι μόνο οι άνθρωποι που καθορίζουν την καλή ή κακή χρήση ενός εργαλείου,η απάντηση περιέχεται στα ερωτήματα: γιατί ποτέ δεν δίνεται σημασία στο ποιοι άνθρωποι εννοούνται πραγματικά εδώ; «Δεν είναι σημαντικό για ποιον πρόκειται; Μπορεί μια τεχνική να ελέγχεται από οποιονδήποτε τυχαίνει να περνά από κει, από οποιονδήποτε εργαζόμενο, από οποιοδήποτε κανονικό άνθρωπο; Αυτό το πρόσωπο είναι ο πολιτικός ή ολόκληρο το Κοινό; Ο διανοούμενος ή ο τεχνικός; Είναι η Κοινότητα; Όλη η ανθρωπότητα;» (Ellul 1983).
Οι δεοντολογικές εκτιμήσεις σχετικά με τα όρια, τη σημασία και τον ρόλο της τεχνολογίας δεν μπορούν ποτέ να διαχωριστούν από πολιτικές διαστάσεις όπως η εξουσία, η πρόσβαση, η αυτονομία και η ελευθερία δράσης. Η ηθική-πολιτική κριτική της τεχνολογίας αφορά στον πυρήνα της: «η διασφάλιση της επιβίωσης της ανθρωπότητας μέσω της γραφειοκρατικής διαχείρισης δεν είναι αποδεκτή τόσο για ηθικούς όσο και για πολιτικούς λόγους». (Illich 1975). Τα μη απελευθερωτικά εργαλεία, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, ασκούσαν και ασκούν ένα «ριζοσπαστικό μονοπώλιο», δηλαδή απαιτούν τον αποκλειστικό έλεγχο του τρόπου με τον οποίο πρέπει να ικανοποιείται μια ισχυρή ανάγκη. Αποκλείουν επίσης εναλλακτικές πρακτικές και διαδικασίες παραγωγής και υπαγορεύουν μια ορισμένη μορφή σχέσης (με τον κόσμο και με τους άλλους ανθρώπους) και επίλυσης προβλημάτων. Όταν τα εργαλεία είναι προσβάσιμα μόνο σε μια ελιτίστικη ομάδα εμπειρογνωμόνων, υποβαθμίζεται σε μια άνιση ανταλλαγή κάθε δημόσια πρόσβαση ή συλλογικ καθορισμός της έννοιας, του πεδίου χρήσης και των στόχων τους.
γ) Τεχνολογία από ποιον και για ποιον;
Σήμερα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια επιλογή μεταξύ της συλλογικής απελευθέρωσης και του τεχνο-φασισμού: είτε θα συμφωνήσουμε να θέσουμε όρια στη βιομηχανική παραγωγή και την τεχνολογία μέσω συλλογικών διαδικασιών λήψης αποφάσεων με βάση την ευζωία, την αυτονομία και την συλλογικότητα, είτε οι αποφάσεις θα λαμβάνονται μέσω κεντρικού συντονισμού και ρύθμισης. Το δίλημμα δεν έχει να κάνει και πολύ με το ποιος κατέχει τα εργαλεία και ποιος αποκλείεται από την κατοχή τους, γιατί μερικά εργαλεία έχουν ιδιότητες που καθιστούν αδύνατη την κατοχή τους και αυτό ισχύει ιδιαίτερα εάν το εργαλείο δεν μπορεί να ελεγχθεί ή αν έχει υψηλό δυναμικό καταστροφής. Περισσότερο έχει να κάνει με το ότι η τεχνολογία επιδρά πολύ ενοποιητικά και εγκωμιάζεται για τη συμβολή της στην επίλυση προβλημάτων, στην αποφυγή των συγκρούσεων και στην κατανόηση.
Ακριβώς γι ' αυτόν τον λόγο, είναι τόσο επικίνδυνο για τις δημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων να αφήνουμε τη λύση των προβλημάτων στη λογική της τεχνολογίας: μια ανθρώπινη κοινωνία μπορεί να υπάρχει μόνο αν διαπραγματεύεται διαδοχικά αντιφατικές θέσεις και αυτό είναι εφικτό μόνο εάν το πλαίσιο διαπραγμάτευσης επιτρέπει επίσης εναλλακτικές λύσεις και είναι ανοικτό στην τακτική αναθεώρηση των αποτελεσμάτων αυτών των διαπραγματεύσεων. Ανοικτό ακόμη και στην επιλογή να κινηθούν ακριβώς αντίθετα αυτά τα αποτελέσματα της διαπραγμάτευσης. Με άλλα λόγια, κατά του ριζοσπαστικού μονοπωλίου, χρειαζόμαστε μια ποικιλία αποκεντρωμένων εργαλείων που υπόκεινται σε συλλογικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων όσον αφορά τους στόχους και τις κοινωνικές σχέσεις . Κατά του τεχνοοπτιμισμού, πρέπει να λάβουμε υπόψη όλες τις πολύπλοκες, ακόμη και τις ανεπιθύμητες συνέπειες για το μέλλον, καθώς και το αμετάκλητο των διαδικασιών αλλαγής και τους πιθανούς περιορισμούς στην αυτονομία των μελλοντικών Κοινοτήτων. Αντί για τεχνοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων, πρέπει να ενισχύσουμε την αποτελεσματική Δημοκρατία επιτρέποντας επίσης την μη αναγνωρισμένη κάτω από κανόνες γνώση (ιθαγενική γνώση, καθημερινή γνώση, γνώση των πολιτών) και άλλες μορφές γνώσης και εκτιμήσεων (όπως π.χ. ηθικές και κοινωνικές προοπτικές). Χρειαζόμαστε διαδικασίες που εγγυώνται ότι ο έλεγχος των κοινωνικών εργαλείων εφαρμόζεται και ρυθμίζεται μέσω πολιτικών διαδικασιών και όχι μέσω αποφάσεων εμπειρογνωμόνων[2].
Η πρόσβαση στη δημοκρατική λήψη αποφάσεων απαιτεί διανεμητική και συμμετοχική δικαιοσύνη. Η επιτυχία της εξαρτάται από το αν υπάρχουν δύο βασικές προϋποθέσεις για την αποτελεσματική συμμετοχή: υλική ανεξαρτησία και πολιτιστική αναγνώριση, δηλαδή ισοκατανομή πόρων και αγαθών, η οποία επιτρέπει σε όλους να συμμετέχουν ουσιαστικά και αποτελεσματικά, και θεσμούς που δρουν κατά των πολιτιστικών διακρίσεων. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να καταπολεμήσουμε την εκμετάλλευση και τις μεγάλες διαφορές στον πλούτο και να αντισταθμίσουμε τον διαθέσιμο ελεύθερο χρόνο και τα αξιακά πρότυπα που αρνούνται στους ανθρώπους το καθεστώς του πλήρους μέλους της κοινωνίας.
Σε αντίθεση με την τεχνοκρατία ή τον τεχνοφασισμό, η υψηλή τεχνολογία μπορεί να γίνει αντιληπτή ως εξοικονόμηση εργασίας και υψηλής έντασης αποκεντρωμένη παραγωγικότητα, εφόσον δημιουργηθούν εργαλεία, τα οποία να χρησιμοποιούν μέσα και κανόνες, που είναι προσβάσιμοι σε όλους και επιτρέπουν στον καθένα καθώς και σε ευκαιριακές συμμαχίες να κανοναρχούν συνεχώς τις μεταξύ τους σχέσεις και τις σχέσεις με το περιβάλλον, στη βάση της ελευθερίας και του αυτοκαθορισμού. Μόνο οι απελευθερωτικές τεχνολογίες μπορούν να είναι αποκεντρωμένες, αναστρέψιμες και δημοκρατικά ελεγχόμενες. Αυτές μπορούν να εξυπηρετήσουν την ευζωία της Κοινότητας και να υπακούουν στους από κοινού διαπραγματευθέντες στόχους και αξίες της.
δ) Ο ρόλος της επιστήμης-τεχνολογίας-καινοτομίας στην πορεία προς την Κοινότητα των Κοινοτήτων
Το πρόβλημα που έχουμε σήμερα είναι ότι η επιστήμη είναι αγοραία.Δεν υπάρχουν πια ανεξάρτητοι επιστήμονες και ανεξάρτητη έρευνα ούτε καν στα δημόσια πανεπιστήμια και ιδρύματα. Η καινοτομία και οι τεχνολογίες αιχμής αποφασίζονται βασικά και μπαίνουν σε εφαρμογή στα εργαστήρια των μεγάλων εταιρειών . Ακόμα και να υλοποιηθεί μια τεχνολογική εφαρμογή σε δημόσιο εργαστήριο, αν έχει εμπορικό ενδιαφέρον για κάποια εταιρεία, αγοράζει τη πατέντα της και η αντίστοιχη καινοτομία ιδιωτικοποιείται, μέσω του μηχανισμού των πνευματικών δικαιωμάτων.
Αλλά το ζήτημα γενικά δεν αφορά μόνο το ποιός κατέχει την τεχνολογία και άρα η λύση θα ήταν η κοινωνικοποίησή της και η μετατροπή της σε ΚΟΙΝΟ(κοινωνικό συλλογικό αγαθό-Commons). Αφορά επίσης, όπως έχει αναφερθεί και πιο πάνω, στο περιεχόμενο και τη μορφή της τεχνολογίας που επιλέγει μια κοινωνία. Αν θα στηρίξει καινοτομίες που βοηθούν στην χειραφέτησή της ή αντίθετα στην χειραγώγησή της. Η πυρηνική τεχνολογία ή η βιοτεχνολογία και η γενετική μηχανική είναι παραδείγματα που το περιεχόμενο και η μορφή τους δεν είναι απελευθερωτικά για τον νέο κόσμο που επιδιώκουμε, αλλά αντίθετα οδηγούν στον ολοκληρωτικό του έλεγχο από την ίδια την τεχνολογία και τους ειδικούς της. Ο πυρήνας τους είναι κατεξοχήν συγκεντρωτικός και ευνοεί την εγκαθίδρυση τεχνοφασιστικών καθεστώτων και άρα θα χρειασθεί να τις απορρίψουμε.
Από την άλλη, ηΤεχνητή Νοημοσύνη και η Ψηφιοποίηση - Αυτοματοποίηση –Ρομποτοποίηση, είναι μια μεγα-τάση του καπιταλισμού σήμερα. Έχουν ήδη αλλάξει την καθημερινή ζωή μας και την επικοινωνία μας: αγοράζουμε online, κατεβάζουμε βίντεο από το διαδίκτυο, επικοινωνούμε μέσω e-mail, στέλνουμε μηνύματα κειμένου μέσω κοινωνικών δικτύων. Στη βιομηχανία διαγράφονται μαζικά θέσεις μισθωτής εργασίας, γιατί η παραγωγή ψηφιοποιείται, αυτοματοποιείται και διασυνδέεται: το εργοστάσιο, οι μηχανές, τα στοιχεία-κομμάτια κατασκευής των προϊόντων, αλλά και οι προμηθευτές, οι προγραμματιστές και οι πελάτες θα είναι συνδεδεμένοι διαδικτυακά μεταξύ τους. Το μοντέλο θα χρειάζεται τεράστιους όγκους ηλεκτρικής ενέργειας , και τεράστιες ποσότητες πρώτων υλών (μετάλλων και σπάνιων γαιών). Ακριβώς τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, θα πρέπει να αναρωτηθούμε πόση ψηφιοποίηση είναι πραγματικά επιθυμητή, είτε πρόκειται για την προσωπική μας καθημερινότητα, είτε αφορά στις κοινωνικές προκλήσεις όπως η κλιματική αλλαγή. Θα μας οδηγήσει η ψηφιοποίηση σε έναν έξυπνο οικολογικό κόσμο, όπου όλοι θα επωφελούνται από την τεχνολογική πρόοδο και το ίδιο το περιβάλλον θα διατηρείται, όπως ισχυρίζονται μερικοί, ή θα μας οδηγήσει σε μια ψηφιακή οικονομία «ανάπτυξης» και πιο γρήγορα στα όρια του πλανήτη;
Για να διαμορφωθεί μια απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα, αλλά και σε άλλα παρεμφερήερωτήματα, θα χρειασθεί η πολιτική πρακτική να ξαναγίνει δημιουργική και να διαμορφώνει νέες συνθήκες ύπαρξης των ανθρώπων και νέους τρόπους ζωής με νέες αξίες, αντί απλά να διαχειρίζεται τις υπάρχουσες προβληματικές και αδιέξοδες κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις σε επίπεδο κράτους ή συνασπισμού κρατών, όπως η Ε.Ε. Αν δεν θέλουμε και η ψηφιοποίηση-αυτοματοποίηση-ρομποτοποίηση να εξελιχθεί σε μια νέα χίμαιρα, τάχα για το κοινό καλό, θα χρειασθεί να καταλήξουμε σε ένα νέα κοινωνικά συμβόλαια και κοινωνικές σχέσεις, σε ισορροπία με τη φύση και τα οικοσυστήματα του πλανήτη, ώστε η όποια τεχνολογία επιλεγεί, να γίνει πραγματικά ένα εργαλείο για το κοινό καλό, για τη μείωση των ωραρίων και του όγκου της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας, για την αποκατάσταση του περιβάλλοντος. Το ποιά εργαλεία χρησιμοποιεί και αναπτύσσει μια κοινωνία εν γένει, καθορίζουν και την πολιτική, θεσμική και ηθική δομή της. Για αυτό, οι αποφάσεις σχετικά με τον ρόλο της τεχνολογικής ανάπτυξης, τα όριά της και τη σημασία της, θα έπρεπε να ενσωματωθούν σε συμμετοχικές διαδικασίες στις οποίες όλοι οι πολίτες να ακούγονται εξίσου.
Σε όλη την πορεία μετάβασης προς την Κοινότητα των Κοινοτήτων[3](την αποαναπτυξιακή κοινοτική κοινωνία), η τεχνολογία δεν θα είναι ποτέ απλά ένα εργαλείο για την επίτευξη οικονομικών στόχων, αλλά μάλλον η ενσάρκωση υλικών και κοινωνικών σχέσεων. Η ριζική αλλαγή της κοινωνίας που επιδιώκεται από το κίνημα της Αποανάπτυξης και του Κοινοτισμού, απαιτεί ριζική επανεξέταση του ρόλου της τεχνολογίας εν γένει , ακόμη και πριν από τη συζήτηση σχετικά με το τι είναι επιθυμητό και τι εφικτό στην εφαρμογή ορισμένων τεχνολογιών.
Θα απαιτηθεί όχι μόνο η αξιολόγηση και ο έλεγχος της κάθε τεχνικής καινοτομίας όσον αφορά τον παρασιτικό χαρακτήρα της σε σχέση με άλλες περιοχές του πλανήτη, με τις κοινωνικές ομάδες και τις μελλοντικές γενιές, αλλά και η αναδιοργάνωση των διαδικασιών ανάπτυξης και παραγωγής με την έννοια του αποκεντρωμένου, κοινού και αυτοκαθοριζόμενου ελέγχου .
Για να περάσουμε σε μεταβιομηχανικές κοινωνίες Αποανάπτυξης και Κοινοτισμού, θα χρειαζόμασταν εργαλεία και μηχανές οι οποίες δεν θα περιορίζουν τις ανθρώπινες δυνατότητες για δημιουργικότητα, ελευθερία, αυτονομία και αυτοκαθορισμό, αλλά θα τις προωθούν. Με άλλα λόγια, θα χρειαζόμασταν γοητευτικά, συναρπαστικά και απελευθερωτικά (convivial )[4] για τον καθένα, κοινωνικά συλλογικά εργαλεία που θα βοηθούσαν πολιτικώς συνδεδεμένα άτομα αντί να βοηθούν τους σημερινούς μάνατσερς.
Η "Ομότιμη παραγωγή"σαν μορφή κοινωνικής συνεργατικής και αλληλέγγυας οικονομίας στο πεδίο της γνώσης και της τεχνολογίας, θα μπορούσε να είναι μια απάντηση. Στο περιβάλλον της ομότιμης παραγωγής, οι παραγωγοί παράγουν αγαθά συλλογικά μέσω της εθελοντικής συμμετοχής σε ένα σύστημα παραγωγής που είναι αποκεντρωμένο και βασισμένο σε δίκτυα. Οι εθελοντές επιλέγουν τις εργασίες που θα εκτελέσουν, το ποσό του χρόνου που ξοδεύουν για τη συλλογική παραγωγή καθώς και τον τόπο και το χρόνο της παραγωγικής τους δραστηριότητας. Όσον αφορά στη διανομή, οποιοσδήποτε στον κόσμο μπορεί να χρησιμοποιεί τα προϊόντα δωρεάν σύμφωνα με τις δικές του ανάγκες και ανεξάρτητα από τη συνεισφορά του.Το σύνθημα που προωθεί η ομότιμη παραγωγή είναι: Σχεδιάστε παγκόσμια, κατασκευάστε τοπικά
Ομότιμα συστήματα υπολογιστών, τα οποία μπορούν και αλληλεπιδρούν, ανταλλάσσουν και διαμοιράζονται αρχεία Peer-to-Peer ( P2P), δημιουργούν- σήμερα κιόλας -τα ψηφιακά Κοινά. Στην Ελλάδα, το 2011 ιδρύθηκε στα Ιωάννινα το P2P Lab, ένα διεπιστημονικό ερευνητικό εργαστήριο και στη συνέχεια το Tzoumakers: εργαστήριο συνεργατικής κατασκευής στο Καλέντζι του Δήμου Βορείων Τζουμέρκων, υλοποιώντας ακριβώς το παραπάνω σύνθημα της ομοτιμης παραγωγής .
Επίσης οι Ψηφιακές Κοινότητες στο επίπεδο της κοινωνικής δικτύωσης: Τα δεδομένα μας και τα προφίλ μας είναι η πιο σημαντική πρώτη ύλη της ψηφιακής οικονομίας. Δεν θα πρέπει να τα διαχειρίζονται-κερδίζοντας δισεκατομμύρια όπως συμβαίνει τώρα- οι ψηφιακές πολυεθνικές, αλλά τα ίδια τα πρόσωπα, τα οποία θα χρειαστεί να οργανωθούν σε ψηφιακές κοινότητες.
Το Κίνημα Μετάβασης προς την Κοινότητα των Κοινοτήτων που προτείνουμε, θα χρειασθεί να βρει απαντήσεις για το ποιά μπορεί να είναι η ιδανική κατάσταση στον τομέα της τεχνολογίας, παραγωγής και διανομής της ενέργειας, που είναι αποφασιστικός για όλη την πορεία μετάβασης. Για το ποιός είναι ο καλύτερος δρόμος για την ενεργειακή αυτοδυναμία με το μικρότερο δυνατό οικολογικό αποτύπωμα, όχι μόνο όσον αφορά στην ηλεκτρική ενέργεια[5] αλλά και στην ενέργεια για μετακίνηση – κυκλοφορία-μεταφορές - θέρμανσης κτιρίων κ.λπ: Το μέλλον θα ανήκει στην μπαταρία (μεγάλο πρόβλημα σπάνιων υλικών κατασκευής τους); Στην δέσμευση της ελεύθερης ενέργειας; Στην κυψέλη καυσίμου υδρογόνου ή ίσως και στη μηχανή καύσης με ανανεώσιμα παραγόμενο μεθάνιο από την ανακύκλωση της βιομάζας; Ή και στον συνδυασμό όλων αυτών; Η ηλεκτρόλυση του νερού-με ρεύμα από ΗΜΕ- για την παραγωγή καύσιμου υδρογόνου δεν θα ήταν η ιδανική λύση αφού δεν θα είχαμε απόβλητα παρά μόνο νερό;
Οι τεχνολογικές καινοτομίες ως «Κοινά»( Commons), οι οποίες σχεδιάζονται με αρθρωτό τρόπο και επιτρέπουν τη δημιουργική επανασύνθεση και την προσαρμογή σε συγκεκριμένες ανάγκες, αντιπροσωπεύουν σήμερα κιόλας μια ενδιαφέροουσα μέλλοντική δυνατότητα (όπως π.χ. οι αρθρωτοί τροχοί φορτίου που αναπτύσσονται από μια Άδεια χρήσης Commons: http://www.lowtechmagazine.com/2014/05/modular-cargo-cycles.html ).
[1] Τα ορυκτά καύσιμα εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του γεωλογικού σχηματισμού της γης λόγω ειδικών συνθηκών κατά τις οποίες συσσωρεύτηκαν στην τεράστια αποθήκη της λιθόσφαιρας με χαμηλή εντροπία.
[2] Οι αποφάσεις για τον τρόπο με τον οποίο μια κοινωνία θέτει τα δικά της όρια «μπορεί να παρθούν μόνο από την πλειονότητα των καλά ενημερωμένων, συνετών πολιτών» με βάση τα καθημερινά αποδεικτικά στοιχεία: «το ποιες διαστάσεις θα πρέπει να έχει η οροφή κάτω από την οποία θα ζουν τα μέλη μιας πολιτικής κοινότητας, μόνο αυτή η ίδια μπορεί να αποφασίσει διαλεκτικά.
[3] Βλέπε βιβλίο μας: Για την Κοινότητα των Κοινοτήτων,με το πρόταγμα της αυτονομίας, της αποανάπτυξης, του κοινοτισμού και της άμεσης δημοκρατίας
[4] conviviality σημαίνει στην ουσία «ατομική ελευθερία που πραγματοποιείται σε αλληλεξάρτηση» . Αναφέρεται στην ποιότητα των ανθρώπινων σχέσεων, στην ουσιαστική ελευθερία ως αυτοκαθορισμό και στις διαβουλευτικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων σχετικά με τους στόχους και τις μορφές της Κοινότητας. Εξαρτάται μόνο επουσιωδώς από τον βαθμό μηχανοποίησης, αν ένα εργαλείο είναι convivial ή καταπιεστικό – μάλλον, το ζήτημα είναι αν και σε ποιο βαθμό τα εργαλεία περιορίζουν την προσωπική και συλλογική αυτονομία.
[5] Ήδη από σήμερα μπορούμε να εξασφαλίσουμε τον ηλεκτρικό εφοδιασμό με ενεργειακούς συνεταιρισμούς και ενεργειακές κοινότητες, που θα εγκαθιστούν μικρά και αποκεντρωμένα συστήματα Ηπιων Μορφών Ενέργειας(ΗΜΕ), βιοαερίου, υδρογόνου κ.λπ. Που θα εγκαθιστούν δηλαδή φ/β συστήματα στις στέγες και ταράτσες των σπιτιών, στις στέγες των αγροτικών υπόστεγων και αποθηκών, και μικρές ανεμογεννήτριες, σε μη παραγωγική γη. Όλα αυτά θα βοηθήσουν γενικότερα στην κοινοτικοποίηση της παραγωγής και διανομής της ηλεκτρικής ενέργειας με διάθεσή της στα τοπικά κοινοτικά-δημοτικά δίκτυα .