Οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι έχουν υιοθετήσει κάποια κριτήρια για να χαρακτηρίζουν τα αγαθά: δυνατότητα αποκλεισμού χρήσης τους, αντιπαλότητα για την εξασφάλισή τους, κλπ., δίνοντάς τους κάποιες ιδιότητες, που δεν είναι φυσικές, αλλά πολιτικά, νομικά, πολιτιστικά και τεχνικά καθορισμένες από την κυρίαρχη κάθε φορά κοινωνικοπολιτική εξουσία, άρα μπορούν αντίστοιχα να αλλάζουν. Έτσι, η αντίληψη που έχουμε για το τι είναι φυσικό, ιδιωτικό, λεσχιακό(club), συλλογικό(σύλλογος), δημόσιο, κοινωνικό, κρατικό ή κοινοτικό αγαθό-πέρα από την σύγχυση που υπάρχει στον χαρακτηρισμό τους- μπορεί να αλλάζει επίσης, αν αλλάζουν οι κοινωνικές μας σχέσεις.
Καταρχήν σήμερα, στα πλαίσια μιας κοινωνίας των αγορών, τα ιδιωτικά αγαθά χαρακτηρίζονται από δύο βασικές ιδιότητες: τον αποκλεισμό(π.χ. μέσω της υψηλής τιμής που μπορούν να έχουν στην αγορά) και τον ανταγωνισμό-αντιπαλότητα για την εξασφάλισής τους(μέσω της φυσικής σπανιότητας ή της εμπορικής τους στην αγορά).
Με τα δημόσια αγαθά τα πράγματα διαφέρουν, γιατί υποτίθεται ότι το τι είναι δημόσιο δεν το καθορίζει η αγορά, αλλά το κράτος. Μόνο για τα φυσικά αγαθά όπως ο αέρας ή ο ήλιος δεν χρειάζεται η παρέμβαση του κράτους για να θεωρηθούν δημόσια αγαθά. Όμως προσοχή: ενώ π.χ. στην περίπτωση του ήλιου το φως του δεν λιγοστεύει με τη χρήση του από τους ανθρώπους και μπορεί –με την πρώτη ματιά-να μοιράζεται εξίσου, όταν κατασκευάζονται μεγάλα κτίρια και εμείς μένουμε στους κάτω ορόφους ή σε στενές πίσω αυλές, καταλαβαίνουμε ότι το στερούμαστε και υπάρχει ανταγωνισμός.
Και ενώ εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς τη διαφορά μεταξύ ιδιωτικών αγαθών-εμπορεύματα και υπηρεσίες που προσφέρονται από ιδιώτες και ιδιωτικές εταιρείες-και των δημοσίων –όπως εκπαίδευση, υγειονομικό σύστημα, δρόμοι, αποχετευτικά συστήματα, νομικό πλαίσιο ή θεσμοί ασφαλείας, άμυνας κ.λπ.- και επίσης τη διαφορά μεταξύ ιδιωτικής κτήσης και δημόσιας χρήσης, είναι αρκετά δύσκολο να γίνεται διαχωρισμός μεταξύ ενός δημόσιου και ενός κοινοτικού αγαθού. Το βασικότερο είναι ότι Θα πρέπει σε κάθε περίπτωση χωριστά να μπορούμε να τα διακρίνουμε, αφού έχουμε να κάνουμε με δυο μορφές της συλλογικής-κοινής ιδιοκτησίας στους τομείς του δημόσιου και αυτού των ΚΟΙΝΩΝ/Κοινωνικής οικονομίας[2], που οι διαφορές τους είναι αρκετά θολές και δεν έχουν συγκεκριμενοποιηθεί ακόμα. Για τον χαρακτηρισμό των κοινοτικών αγαθών, θα πρέπει να δοθεί μεγάλη σημασία στο ερώτημα: ποιος κάνει τι, με τι το κάνει και για ποιο σκοπό[3].
Κοινά -κοινοτικά αγαθά[4], κατά τη γνώμη μας, είναι εκείνα τα αγαθά ή πόροι που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν και διαχειρίζονται από κοινού, με την έννοια ότι –στηριζόμενοι σε παραδοσιακούς, εθιμοτυπικούς και κοινωνικούς κανόνες και πρακτικές-διαπραγματεύονται από κοινού τους δικούς τους κανόνες διαχείρισης και χρήσης τους.
Γιατί είναι απαραίτητο να διακρίνουμε τα ΚΟΙΝΑ από τα δημόσια αγαθά
Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008-09 που ήταν κυρίως κρίση χρεών και δημοσιονομικής διαχείρισης και άρα εξαρτιόταν από το ποιος είχε την κρατική εξουσία, έδειξε στον κόσμο το πόσο σημαντικό είναι να υπάρχει έλεγχος από τους πολίτες για τη ρύθμιση των συνθηκών ζωής τους. Οι κρατικές ρυθμίσεις και νόμοι, καθώς και οι κρατικές δομές, οδήγησαν στο αποτέλεσμα οι ζημιές να πληρώνονται από τους πολίτες και την κοινωνία και τα κέρδη να καρπώνονται από τις τράπεζες, τους επενδυτές και τα ιδιωτικά κεφάλαια.
Σήμερα ο καθένας και η καθεμιά σχεδόν καταλαβαίνει τη διαφορά μεταξύ της οικονομίας στην υπηρεσία του ΚΟΙΝΟΥ ΚΑΛΟΥ και της ιδιωτικής οικονομίας. Αυτό που πολλοί δεν καταλαβαίνουν ακόμα είναι η διαφορά μεταξύ των κοινών συλλογικών αγαθών και των δημοσίων τέτοιων. Αυτή η διαφορά έχει να κάνει και με τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και με την πραγματικότητα του διαχωρισμού μας ως πολίτες στις κατηγορίες των παραγωγών και των καταναλωτών. Ενώ είμαστε μια ενιαία φυσική οντότητα, εντούτοις υπάρχει και μέσα μας αυτός ο διαχωρισμός. Διαφορετικά συμπεριφερόμαστε σαν παραγωγοί και έχουμε διαφορετική συμπεριφορά σαν καταναλωτές, συχνά πολύ αντιφατική με την πρώτη.
Στο σημερινό καπιταλιστικό σύστημα ο διαχωρισμός που παράγει ο καταμερισμός της εργασίας σε παραγωγούς και καταναλωτές ιδιωτικών και δημόσιων αγαθών-προϊόντων, βασίζεται σε μια δομική ιεραρχική δομή «από τα πάνω προς τα κάτω». Αυτή η ιεραρχική δομή δεν ισχύει στα πλαίσια των δομών των ΚΟΙΝΩΝ. Τα περισσότερα κοινοτικά εγχειρήματα βασίζονται σε δικούς τους κανόνες και ρυθμίσεις, με την βοήθεια των οποίων μπορούν να κάνουν οριζόντια χρήση των πόρων με βιώσιμο και δίκαιο τρόπο, έξω από τις επιταγές των όρων κέρδους-ζημίας.
Είτε πρόκειται για παραδοσιακές και ιθαγενικές κοινότητες που διαχειρίζονται τα κοινά τους δάση, ποτάμια ή λίμνες, είτε πρόκειται για νέα δημιουργούμενα κοινοτικά εγχειρήματα όπως είναι οι ενεργειακές κοινότητες ή οι ψηφιακές κοινότητες ομότιμης καινοτόμας παραγωγής γνώσης και τεχνολογίας, ο διαχωρισμός σε παραγωγούς και καταναλωτές –χρήστες των πόρων και προϊόντων τους δεν ισχύει. Δεν ισχύει επίσης η αντίληψη που επικρατεί στο σώμα των πολιτών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ότι δηλαδή η αλλαγή των νόμων, των δομών και των κοινωνικών σχέσεων μπορεί να γίνεται μόνο από τα πάνω προς τα κάτω, από την κυβέρνηση και το κοινοβούλιο προς την τοπική αυτοδιοίκηση και τους θεσμούς του περιφερειακού κράτους.
Όταν οι παθητικοί πολίτες της ανάθεσης των αποφάσεων στους ειδικούς και τους πολιτικούς εκπροσώπους τους όμως, από χρήστες πόρων και προϊόντων της εταιρικής παραγωγής και από καταναλωτές πολιτικών προγραμμάτων των κομμάτων εξουσίας, μετατρέπονται στα πλαίσια αυτών των κοινοτήτων σε παραγωγούς αξιών χρήσης και σε πολιτικά υποκείμενα που αποφασίζουν τα ίδια για τις συνθήκες ύπαρξής τους, τότε αποκομίζουν την αντίληψη, τη γνώση και την εμπειρία του πως τα δικά τους όνειρα, οι δικές τους ιδέες και δεξιότητες, τα ταλέντα τους και οι ιδιαίτερες προσωπικές στάσεις καθώς και οι αυτοβελτιωμένες υπεύθυνες συμπεριφορές, μπορούν να ταιριάξουν άμεσα με το αποκαλούμενο «κοινό καλό», που υποτίθεται είναι και το κοινωνικό συμβόλαιο στο οποίο στήθηκαν οι «αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες».
Διαφορετικά από ό,τι συμβαίνει με τις εμπορικές αλυσίδες διανομής αγαθών ή τις γραφειοκρατικές διαδικασίες παραγωγής δημόσιων υπηρεσιών, παραμένει στη συλλογική, συνεργατική ή συνεταιριστική παραγωγή και διανομή των αντίστοιχων αγαθών, η ελευθερία της απόφασης στα πρόσωπα μέλη-χρήστες. Τα τοπικά οργανωμένα στη βάση της άμεσης δημοκρατίας commons, είναι επομένως παραγωγικά συστήματα και συστήματα αυτοκυβέρνησης, πέρα από τον μοντέρνο καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας.
Οι υπάρχουσες καπιταλιστικές απρόσωπες αγορές[5] δεν μπορούν να εξελιχθούν σε Κοινά. Αυτά μπορούν να δημιουργηθούν, να διαμορφωθούν και να υπάρξουν έξω από τη λογική των αγορών και οι κανόνες τους θεσμίζονται από όσους ανθρώπους συμμετέχουν σε αυτά.
Ανταγωνίζομαι-συνέρχομαι-συνεργάζομαι-συμπαράγω-παραγωκαταναλώνω
Η αγορά και η εμπορευματική σχέση μετατρέπει τος ανθρώπους σε μονοδιάστατα οικονομικά όντα και τα συνδέει μεταξύ τους σαν άτομα, κοινωνικοποιώντας τα μόνο μέσω της κατανάλωσης και της επιδίωξης της ατομικής ωφελιμότητας. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος –άτομο υποκύπτει σε μια ανώνυμη ξένη προς αυτόν δύναμη, με την οποία όμως ταυτίζεται και εσωτερικεύει τη λογική της. Έτσι αποκομίζει τη δυνατότητα να πραγματώνεται μέσω της κατανάλωσης και της κατοχής πραγμάτων και υπηρεσιών, δια μορφώνοντας την προσωπικότητα του-καταναλωτή. Οι αγορές δεν είναι μόνο οι τόποι διανομής, αλλά και οι χώροι της συνεπαγόμενης διασύνδεσης των ατόμων, δηλαδή της εμπορευματοποίησης των πολλαπλών ανθρώπινων σχέσεων.
Η κατανάλωση όμως γίνεται πάντα ατομικά και δεν υπάρχει κάποια αληθινή συλλογικότητα σε αυτήν, αλλά ο/η καθένας/μια αισθάνεται μόνος/η, όταν καταναλώνει, ακόμη και όταν βρίσκεται σε μια παρέα ή ομάδα. Το μόνο που παράγεται κατά τη διαδικασία της είναι όλο και περισσότερη κατανάλωση. Αυτό που δημιουργεί συνεπώς πάντα, είναι περισσότερη κατανάλωση, πράγμα που οδηγεί τους παραγωγούς να ενσωματώσουν τον καταναγκασμό να πρέπει να πουλάνε όλο και περισσότερο στους καταναλωτές, πράγμα που με τη σειρά του συμπίπτει θαυμάσια με τον καταναγκασμό της καπιταλιστικής οικονομίας να μεγεθύνεται και να «αναπτύσσεται» συνεχώς.
Στους χώρους των αγορών, μέσω της ατομικής κατανάλωσης, οι άνθρωποι διαχωρίζονται σε ανταγωνιστικά άτομα-«δομική αποξένωση» έχει ονομασθεί αυτό- και δεν μπορούν να απελευθερωθούν ποτέ «εξαγοράζοντας» την ελευθερία τους. Οι αγορές βασίζονται ακριβώς σε αυτή την δομική αποξένωσή μας από τον άλλον και την αναπαράγουν εκ νέου συνεχώς. Αλλά αυτή η αποξένωσή μας ως άτομα, δεν σημαίνει ότι εμείς οι άνθρωποι δεν μπορούμε επίσης να συνερχόμαστε και να συνεργαζόμαστε. Στον χώρο της αγοράς όμως η συνεργασία έχει συνεχώς την πικρή γεύση του ανταγωνισμού. Συνερχόμαστε και συνεργαζόμαστε έτσι ώστε να συμμετέχουμε από καλύτερη θέση στον ανταγωνισμό και να μπορούμε να επικρατούμε έναντι του άλλου. Στη βάση του ανταγωνισμού κάθε συνεργασία σημαίνει ότι η μια πλευρά αποκλείει την άλλη προσπαθώντας να της «τη φέρει». Βγάζει στην επιφάνεια τον πιο εγωιστικό εαυτό και των δύο πλευρών, είτε της νικήτριας είτε της ηττημένης. Η επιτυχία κάποιου/ας σημαίνει αποτυχία του/της άλλου/ης.
Η λογική της αγοράς προστάζει: «διώχτον, αλλιώς θα διωχθείς», «σύντρεψέ τον, αλλιώς θα συντριβείς». Ο ανταγωνισμός δεν είναι κατά βάση έκφραση της απληστίας ή του «κακού θέλω»(«εγωιστικού γονιδίου»), αλλά είναι υποκειμενική επίδραση της παραπάνω λογικής. Από την άλλη πλευρά η συνεργασία σημαίνει συνεύρεση και ένωση των δυνάμεών μας, ώστε από κοινού να εργασθούμε για ένα σκοπό. Είναι ένα οντολογικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης δημιουργικής δραστηριότητας και η βάση για τη δημιουργία των συλλογικών αγαθών-ΚΟΙΝΩΝ. Η συνεργασία δεν είναι μια αντίθεση στον ανταγωνισμό. Οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις, για παράδειγμα, οργανώνουν στο εσωτερικό τους τη συνεργασία σε ομάδες των εργαζομένων τους, διαφορετικά δεν θα ήταν σε θέση να παράγουν τα προϊόντα τους. Ακόμα και προς τα έξω, συνεργάζονται με άλλες επιχειρήσεις, για να γίνουν πιο εύρωστες, σχηματίζοντας ομίλους ή καρτέλ. Η συνεργασία επομένως στις επιχειρήσεις είναι προϋπόθεση καλύτερου ανταγωνισμού τους και δεν έρχεται σε αντίθεση με την ύπαρξή τους.
Στα ΚΟΙΝΑ και τα συνεργατικά, συλλογικά εγχειρήματα ή συνεταιρισμούς αντίθετα, η συνεργασία των μελών τους είναι μέσον και στόχος ταυτόχρονα. Εδώ συμβαίνουν δύο πράγματα: είναι μια κοινωνική δομή και πραχτική του συνεργάζεσθαι πρώτον και δεύτερο μια κοινή παραγωγή αγαθών οιασδήποτε μορφής. Η συνεργασία παράγει εδώ συνεργασία και αξίες χρήσης! Δεν υπάρχει σε αυτές τις δομές μεγάλη ώθηση για να ανταγωνισθείς τους άλλους. Το αντίθετο, όταν οι κανόνες που διαμορφώνονται από κοινού εδώ, είναι αρκετά ισχυροί και οδηγούν στην εμφάνιση ανταγωνισμού, τότε υπάρχει κίνδυνος για τα ίδια τα εγχειρήματα. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στην περίπτωση περιορισμένων ανταγωνιστικών πόρων και προϊόντων. Αν π.χ. κάποιο μέλος αγροτικού συνεταιρισμού οδηγείται στη χρήση περισσότερου νερού άρδευσης από ό,τι είναι συμφωνημένο, τότε οδηγεί ταυτόχρονα τα άλλα μέλη να δράσουν επίσης προς την ίδια κατεύθυνση, ώστε να εξασφαλίσουν και αυτά μεγαλύτερο μερίδιο στο νερό άρδευσης. Οι άλλοι τότε εξελίσσονται σε ανταγωνιστές, πράγμα που θα είναι εις βάρος όλων, γιατί κάποτε δεν θα υπάρχει αρκετό νερό για όλους τους συνεταιριστές.
Στην περίπτωση μη περιορισμένων ανταγωνιστικών πόρων, μπορούν να υπάρχουν παράλληλα πρότζεκτ που να έχουν τον ίδιο στόχο. Αυτή η παραλληλία δεν είναι ανταγωνιστική με την έννοια ότι δεν πρόκειται για εξωστρακισμό του άλλου πρότζεκτ. Η οικεία επιτυχία δεν εξαρτάται από την αποτυχία του «αντίπαλου ανταγωνιστή». Πολύ περισσότερο δεν εμποδίζεσαι από κανέναν να επωφεληθείς από τα καλά αποτελέσματα των άλλων και να χρησιμοποιήσεις και ο ίδιος τις εμπειρίες τους. Οι σχέσεις δηλαδή μεταξύ των καλώς εννοούμενων «ανταγωνιστών» είναι φυσικής συνεργατικής προέλευσης. Αυτή είναι και η ουσία της σημασίας που έχουν τα ΚΟΙΝΑ, και προς τα «μέσα» τους και προς τα «έξω», στη σχέση τους με τα άλλα συλλογικά εγχειρήματα.
Προς τα «έξω» όμως, όταν πρόκειται για τη συμμετοχή στην υπάρχουσα καπιταλιστική αγορά, τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Εδώ αποφασιστικό για την ύπαρξή τους είναι η προοπτική. Από τη μεριά των παραδοσιακών εμπορευματικών δρώντων στην αγορά, ένα κοινοτικό συνεργατικό εγχείρημα αντιμετωπίζεται σαν ένας πραγματικός ανταγωνιστής, αν αναμειγνύεται στο δικό τους μερίδιο της αγοράς. Από τη μεριά των κοινοτικών εγχειρημάτων, ένας παραδοσιακός εμπορικός μέτοχος της αγοράς μπορεί να θεωρηθεί ουδέτερος, όταν αυτός δεν στερεί πόρους από αυτά. Οι δραστηριότητές τους δεν κατευθύνονται στο να τον «διώξουν» από την αγορά, αλλά στο να αναπτύξουν καλά το δικό τους εγχείρημα. Αυτό συμβαίνει πάντα όταν τα συλλογικά προϊόντα είναι πραγματικά καλύτερα από των εμπορικών προμηθευτών, όπου το «καλύτερα» αξιολογείται με κριτήριο τις ανάγκες των χρηστών τους, καθώς και τα κίνητρα των παραγωγών.
Η Wikipedia, για παράδειγμα, έθεσε εκτός συνεργασίας ελεύθερες εγκυκλοπαίδιες, όχι μόνο γιατί η ίδια είναι πιο επίκαιρη και πιο ελεύθερα προσβάσιμη, αλλά επίσης επειδή μπορούσαν οι ενδιαφερόμενοι χρήστες της να δουλέψουν συνεργατικά παράγοντας πληροφορία και γνώση, να γίνουν δηλαδή συμπαραγωγοί στο πρότζεκτ της. Αυτή η συμπαραγωγή δεν μπορεί να συμβεί στα πλαίσια ενός εμπορικού παραδοσιακού παραγωγικού μοντέλου, όπου υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών. Αν όμως –άλλο παράδειγμα-δημιουργείται μια κοινότητα παραγωγών αγροτικών προϊόντων και των καταναλωτών αυτών των προϊόντων και υπάρχει και η συμφωνία οι καταναλωτές έχοντας άμεση σχέση με τους παραγωγούς, να μπορούν να συμμετέχουν βοηθητικά στις εργασίες στα αντίστοιχα αγροκτήματα, τότε καταργείται σε ένα βαθμό αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών-Κοινωνικά Υστηριζόμενη Γεωργία(ΚΥΓΕΩ) λέγεται αυτό-και μπορούμε να μιλάμε για παραγωκαταναλωτές. Το ίδιο συμβαίνει και με ένα συνεργατικό ή συνεταιριστικό εγχείρημα που τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες του μπορούν να καταναλώνονται ή να χρησιμοποιούνται και από τα ίδια τα μέλη του.
Συμπερασματικά: ανταγωνισμός και συνεργασία δεν είναι καταρχήν αντιφατικά. Ο ανταγωνισμός χρειάζεται ουσιωδώς τη συνεργασία, ενώ η συνεργασία μπορεί να ανταπεξέλθει εξίσου καλά, αν όχι καλύτερα, χωρίς τον ανταγωνισμό. Για τον ανταγωνισμό είναι αναγκαία η συνεργασία, ενώ το αντίστροφο δεν ισχύει (θα λέγαμε στα μαθηματικά).
Μέσα από τον αγώνα των κοινοτικών εγχειρημάτων για τη δημιουργία και συμπαραγωγή ΚΟΙΝΩΝ , στην ουσία εκφράζεται και η επιδίωξη και διεκδίκηση εκείνων των κοινωνικών συνθηκών που θα εξασφαλίζουν την ευζωία με επάρκεια των πολλών και όχι μόνον των μελών τους.
[1] Για τα ΚΟΙΝΑ έχουμε αναφερθεί διεξοδικά στο βιβλίο μας ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ, σελ 117-140.
[2] Η Κοινωνική οικονομία είναι ένας τρίτος τομέας μεταξύ του Ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα οικονομίας.
[3] Βλέπε: https://www.topikopoiisi.eu/theta941sigmaepsiloniotasigmaf/-commons
[4] Είναι απαραίτητο επίσης να γίνει διαχωρισμός μεταξύ των κοινών αγαθών και κοινών πόρων: κοινοί πόροι είναι αυτοί που είναι ελεύθερα προσβάσιμοι και προσφέρονται σε όλους και όλες, χωρίς να υπάρχουν δικαιώματα ή κανόνες που καθορίζουν τη χρήση τους. Αντίθετα, τα κοινά αγαθά χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι μια κοινότητα ανθρώπων έχει διαπραγματευθεί τους δικούς της όρους διαχείρισης των από κοινού χρησιμοποιούμενων πόρων, είτε αυτοί οι όροι είναι επίσημης είτε πολιτισμικής ή εθιμοτυπικής υφής.
[5] Οι αγορές, κυρίως οι καπιταλιστικές, «συμπεριφέρονται» μεν απρόσωπα, αλλά στα ΜΜΕ περιγράφονται σαν να είναι ανθρώπινες υπάρξεις: αποφασίζουν, προωθούν και τιμωρούν, αισθάνονται νευρικές, χάνουν την εμπιστοσύνη τους ή αντιδρούν προσεκτικά και με επιφύλαξη κ.λπ. Από την άλλη πλευρά οι άνθρωποι συμπεριφέρονται σύμφωνα με τις επιταγές τους και όχι αντίστροφα που θα έπρεπε, δηλαδή να είναι οι αγορές στην υπηρεσία των αναγκών τους. Οι κυβερνήσεις υποτίθεται παίρνουν μέτρα και κάνουν νόμους για να λειτουργούν οι αγορές «ελεύθερα» και ανάλογα ποιο κόμμα είναι στην εξουσία, είτε τις αφήνει «ανεξέλεγκτες» είτε προσπαθεί να τις «ρυθμίσει». Το αποτέλεσμα είναι ότι η «αγορά», από ανθρώπινος μηχανισμός που ήταν πριν τον καπιταλισμό, στα πλαίσιά του εξελίχθηκε σε ένα φυσικό ον, στις θελήσεις του οποίου θα πρέπει εμείς οι άνθρωποι να «χορεύουμε», ας είναι και ροκ ή ζεϊμπέκικο. Όπως το διατύπωσε ο Polanyi από το 1957: Αντί μιας ενσωμάτωσης της οικονομίας της αγοράς στις κοινωνικές σχέσεις, έχουμε αντίστροφα την ενσωμάτωση των ανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων στο οικονομικό σύστημα της αγοράς.