Στην κοινή ανακοίνωση των συγγραφέων της «διάγνωσης»( 26 επιστήμονες, οι περισσότεροι των οποίων ήταν και συγγραφείς της έκθεσης της Διακυβερνητικής Επιτροπής για τις Κλιματικές Αλλαγές του ΟΗΕ –IPCC- το 2007), το τελικό συμπέρασμα ήταν:
• οι παγετώνες της Γροιλανδίας όσο και της Ανταρκτικής χάνουν όλο και περισσότερη μάζα και συμβάλλουν στην άνοδο της στάθμης των θαλασσών.
• ο θαλάσσιος παγετώνας της Αρκτικής φθίνει σημαντικά γρηγορότερα από ότι προέβλεπαν τα μέχρι τώρα μοντέλα. Έτσι το λιώσιμο του πάγου τα καλοκαίρια των ετών 2007 έως 2009 ήταν κατά 40% περισσότερο από τη μέση τιμή των προσομοιώσεων της αναφοράς IPCC του 2007
• στα περασμένα 15 χρόνια η στάθμη της θάλασσας ανέβηκε πάνω από πέντε εκατοστά. Κατά 80% ψηλότερα από την προσομοίωση του IPCC από το 2001, πράγμα που σημαίνει ότι μέχρι το 2100 θα μπορούσε να ανέβει πάνω από ένα μέτρο, μέχρι δύο μέτρα, πολύ περισσότερο από τις προβλέψεις του IPCC. Για τους επόμενους αιώνες θα πρέπει να αναμένεται μια άνοδος περισσότερων μέτρων
• το έτος 2008 οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από ορυκτές πηγές ήταν κατά 40% παραπάνω από τις εκπομπές του 1990. Ακόμα και αν δεν αυξηθούν στη συνέχεια οι εκπομπές, ήδη θα ξεπερνούσαμε στα επόμενα 20 χρόνια τα όρια που απαιτούνται ώστε να μην ανέβει η θερμοκρασία πάνω από δύο βαθμούς, που είχε μπει σαν στόχος
• συνολικές εκπομπές πρέπει , μετά το πολύ 5 έως 10 χρόνια( που θα φθάσουν στο μάξιμουμ), να αρχίζουν να μειώνονται γρήγορα και να γίνουν σχεδόν μηδενικές μέχρι το τέλος του αιώνα
• η σημερινή συγκέντρωση του διοξειδίου του άνθρακα με περίπου 387 μέρη όγκου στο εκατομμύριο (ppm), ήδη πάνω από την «ασφαλή» θεωρούμενη τιμή των 350 ppm, υπερβαίνει την τιμή εκατομμυρίων προηγούμενων χρόνων.
• μία αύξηση της θερμοκρασίας πάνω από δύο βαθμούς θεωρείται «επικίνδυνη διαταραχή» του κλιματικού συστήματος, η οποία πρέπει οπωσδήποτε να αποφευχθεί.
• Για να μειώσουμε τον κίνδυνο απρόσμενων αλλαγών στο πλανητικό σύστημα και να συγκρατήσουμε την αύξηση της θερμοκρασίας στο μάξιμουμ των δύο βαθμών, δεν θα πρέπει σε παγκόσμιο επίπεδο μεταξύ 2010 και 2050 οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα να υπερβούν τους 750 γιγατόνους(Gt).
• Οι βιομηχανικές χώρες, που έχουν ήδη εκπέμψει το μεγαλύτερο ποσοστό από αυτό που τους αναλογεί, καλούνται να τις μειώσουν ριζικά στο άμεσο μέλλον.
2)Ξεπέρασμα του δυτικού μοντέλου ανάπτυξης:
Ας κάνουμε λοιπόν κάποιους απλούς υπολογισμούς: 750 γιγατόνοι=750.000.000.000 τόνοι
Για 40 χρόνια εκπομπές σημαίνει:750.000.000.000: 40=18.750.000.000 τόνοι
το χρόνο
Ο ανθρώπινος πληθυσμός το 2005 ήταν 6.500.000.000, το 2012 θα είναι 7.000.000.000, το 2050 προβλέπονται 9.000.000.000, άρα μπορούμε να πάρουμε ένα μέσο όρο 8.000.000.000 για το διάστημα 2010-2050.
Έτσι στην ουσία αντιστοιχούν στον καθένα το χρόνο: 18.750.000.000:8.000.000.000=2,3 τόνοι περίπου
Τα τελευταία χρόνια κάθε κάτοικος των ΗΠΑ εξέπεμπε 20 τόνους, της Γερμανίας 10 τόνους, της Κίνας 4,6 τόνους, του Μπαγκλαντές 0,3 τόνους και του Μαλί μόνο 50 κιλά. Εδώ έχουμε ένα τεράστιο πρόβλημα δικαιοσύνης. Κανένας δε μπορεί να απαιτήσει από τις υπανάπτυκτες χώρες να μειώσουν τις εκπομπές για να μπορούμε στον αναπτυγμένο δυτικό κόσμο να συνεχίζουμε(έστω και διαφοροποιημένα βέβαια μεταξύ φτωχών και πλούσιων), όπως μέχρι τώρα.
Για να φθάσουμε σε ετήσιες εκπομπές των 2 τόνων ανά κάτοικο στη δύση(πιο δίκαιο θα ήταν βέβαια να τις φθάσουμε ακόμα χαμηλότερα), θα πρέπει να υπάρξει μεγάλη «απο-ανάπτυξη» σε όλους σχεδόν τους μέχρι τώρα τομείς, εκτός από κείνους όπου θα έχουμε μηδενικές εκπομπές - ή αντίθετα- αρνητικές εκπομπές, με την έννοια ότι αποθηκεύουν την περίσσεια του διοξειδίου του άνθρακα. Αυτό θα απαιτούσε αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και διανομής σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ανάπτυξη, όχι με την έννοια της μεγέθυνσης, αλλά της ποιότητας και της επέκτασης θα μπορούμε να έχουμε σε τομείς, όπου αντί να έχουμε εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, θα έχουμε ή μηδενικές ή απορρόφησή τους από την ατμόσφαιρα και «αποθήκευσή» τους σε αυτούς τους τομείς. «Απο-ανάπτυξη εδώ», λοιπόν, «συντήρηση εκεί», «ανάπτυξη πιο πέρα», αλλά σε καμία περίπτωση «ανάπτυξη ή θάνατος», που είναι το μότο του Τουρμποκαπιταλισμού . Για να δούμε πού μπορεί να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας τον κύκλο του άνθρακα.
3)Ο κύκλος του άνθρακα:
Είναι ένας βιοχημικός κύκλος με τον οποίο το στοιχείο άνθρακας «κυκλοφορεί» ανάμεσα στη βιόσφαιρα, στη λιθόσφαιρα στην υδρόσφαιρα και στην ατμόσφαιρα του πλανήτη Γη.
Ο κύκλος έχει τέσσερις μεγάλες δεξαμενές άνθρακα, που επικοινωνούν μέσα από διάφορους δρόμους ανταλλαγής. Οι δεξαμενές αυτές είναι η ατμόσφαιρα(διοξείδιο, μεθάνιο, χλωροφθοράνθρακες), η βιόσφαιρα(περιέχει ζωντανή- νεκρή οργανική ύλη, μέρος της η βλάστηση), οι ωκεανοί (εμπεριέχουν διοξείδιο του άνθρακα και ζωντανή-νεκρή οργανική ύλη)και η λιθόσφαιρα(που περιέχει τα γνωστά μας ορυκτά καύσιμα, πετρέλαιο, λιθάνθρακα, λιγνίτης κ.λ.π)
• Στη φυσική κατάσταση δεν υπάρχει ανταλλαγή μεταξύ ατμόσφαιρας και λιθόσφαιρας. Η λιθόσφαιρα έγινε «αποθήκη» κατά την προϊστορική περίοδο της γης με γεωλογικές διεργασίες. Σαν ανθρωπότητα δεν μπορούμε να επιδράσουμε στην αποθήκευση του άνθρακα σε αυτή την δεξαμενή. Απλώς φροντίζουμε μέχρι τώρα να την «ξαλαφρώνουμε» αυτή την αποθήκη είτε άμεσα μέσω των καύσεων των ορυκτών καυσίμων και μεταφέροντας τον άνθρακα με τη μορφή εκπομπών διοξειδίου στην δεξαμενή της ατμόσφαιρας, είτε έμμεσα μέσω της υπερθέρμανσης των παγωμένων ωκεανών- παγωμένης τούντρας και της απελευθέρωσης έτσι του αποθηκευμένου εκεί μεθανίου. Εδώ θα πρέπει να σταματήσουμε να το κάνουμε αυτό, όσο γίνεται γρηγορότερα.
• Η ανταλλαγή μεταξύ ατμόσφαιρας και ωκεανών βοηθά στην ελάττωση της περιεκτικότητας της ατμόσφαιρας σε αέρια θερμοκηπίου, όμως είναι μια διαδικασία που γίνεται κατά την πάροδο αιώνων και όχι μικρο-μεσοπρόθεσμα. Εξάλλου η ανταλλαγή γίνεται με τα επιφανειακά νερά, τα οποία σήμερα θερμαίνονται λόγω αύξησης θερμοκρασίας και εξατμίζονται, ενώ τα κατακόρυφα θαλάσσια ρεύματα που εξασφάλιζαν την ανταλλαγή επιφανειακών και βαθιών νερών υποχωρούν. Έτσι η «αποθήκη» των ωκεανών δεν έχει άμεση θετική συμβολή στην αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών. Από την άλλη, τυχόν δυνατή ανθρώπινη δράση για θετική επίδραση σ’ αυτό το ισοζύγιο είναι προβληματική, γιατί πρόκειται για χαοτικό μεγασύστημα και δεν θα είμαστε σίγουροι για οποιοδήποτε αποτέλεσμα.
• Μας μένει η ανταλλαγή μεταξύ ατμόσφαιρας και βιόσφαιρας. Ο άνθρακας αποσπάται από την ατμόσφαιρα βασικά μέσω της φωτοσύνθεσης στα φύλλα, κατά την οποία τα φυτά μετατρέπουν το ατμοσφαιρικό CO2 σε υδατάνθρακες(μεγαλύτερη ποσότητα από τα νεαρά φυτά) . Η βλάστηση λοιπόν είναι καταρχήν αυτή που ρυθμίζει το ισοζύγιο ατμόσφαιρας -βιόσφαιρας και στη συνέχεια έχουμε τις επίγειες διεργασίες-ανταλλαγές με την υπόλοιπη βιομάζα και το ίδιο το έδαφος. Από το συνολικό ποσό του οργανικού άνθρακα που παράγεται από τη φωτοσύνθεση το μισό περίπου καταναλώνεται από τα φυτά κατά την αυτοτροφική αναπνοή(οπότε έχουμε επιστροφή του άνθρακα στην ατμόσφαιρα με τη μορφή CO2: εξώθερμη αντίδραση με τη διάσπαση της γλυκόζης σε CO2 και σε Η20). Από το υπόλοιπο που παραμένει και αποθηκεύεται στη φυτική μάζα, ένα μέρος καταναλώνεται από τα ζώα και τον άνθρωπο (από το οποίο πάλι ένα μέρος παίρνει το δρόμο για την ατμόσφαιρα μέσω της ετερότροφης αναπνοής). Ένα άλλο μέρος επιστρέφει στην ατμόσφαιρα μέσω της αποψίλωσης και καύσης-πυρκαγιών της φυτικής βιομάζας(αλλά και άλλων οργανικών ουσιών) από τον άνθρωπο και ένα μέρος μετά τη γήρανση των φυτών καταλήγει στο έδαφος, στη λεγόμενη δεξαμενή «συντριμμιών» του άνθρακα. Ένα μέρος αυτών των «συντριμμιών» καθώς και της υπόλοιπης νεκρής βιομάζας(οργανική ύλη στο έδαφος) αποσυντίθεται από τους μικροοργανισμούς του εδάφους, οι οποίοι διασπούν τις ανθρακικές ενώσεις των νεκρών οργανισμών και μετατρέπουν τον άνθρακα σε CO2 (αερόβια) ή σε μεθάνιο (αναερόβια) και έτσι έχουμε επιστροφή του στην ατμόσφαιρα. Ένα άλλο μέρος όμως μετατρέπεται στον εδαφολογικό άνθρακα, που αποσυντίθεται πολύ πιο αργά. Ο εδαφολογικός άνθρακας μαζί με το κάρβουνο των πυρκαγιών αποτελούν τη δεξαμενή του αδρανή άνθρακα. Ο συνολικός άνθρακας του εδάφους είναι πολλαπλάσιος αυτού της βλάστησης.
Τα επίγεια οικοσυστήματα αποτελούν δεξαμενές άνθρακα (με νεώτερους υπολογισμούς θεωρείται ότι στα δάση μόνο «σταθμεύουν» περίπου 800 GT, περισσότερο και από την ατμόσφαιρα).Οι βιολογικές διεργασίες μπορούν να επηρεάσουν το ποσό του άνθρακα σε αυτές τις δεξαμενές, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, ενώ ο ίδιος ο άνθρωπος μπορεί να παρέμβει και άμεσα για αύξηση του αποθηκευμένου άνθρακα σε αυτές.
Έτσι το Τροπικό δάσος αποθηκεύει 906 γραμ./μ2.έτος, τα Υπόλοιπα δάση 630, οι Σαβάνες 354, τα Έλη 1350, οι Καλλιέργειες 293, Λοιπά είδη(τούντρες…)31, η Θάλασσα 69 γραμ./μ2.έτος
Για τα δάση και ιδίως τα τροπικά έχουν γραφεί πολλά. Η αποψίλωση και οι πυρκαγιές συμμετέχουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου κατά 18%(στοιχεία του 2000, εντωμεταξύ έχουν αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό οι πυρκαγιές, ιδίως στα μεσαία γεωγραφικά πλάτη). Αν σταματούσαν θα είχαμε μεγάλη βελτίωση σε σχέση με τις κλιματικές αλλαγές. Για να σταματήσουν όμως πρέπει να υπάρξει «αποανάπτυξη» στον τομέα του εμπορίου του ξύλου, ιδίως του τροπικού και να σταματήσει η αλλαγή χρήσης της γης(οικοπεδοποίηση), ώστε να μην έχουμε πυρκαγιές από ανθρωπογενείς αιτίες. Ανάπτυξη θα πρέπει να έχουμε σε δραστηριότητες που υποβοηθούν την αποθήκευση του CO2 στην άγρια βλάστηση με επιστροφή εκτάσεων στην άγρια φύση, με αποκατάσταση των ερημοποιημένων εκτάσεων μέσω αναβλάστησης(π.χ. φυσική σπορά σβώλων), με σωστή διαχείριση των δασών(ώστε να μην έχουμε εύκολα πυρκαγιές από φυσικές αιτίες) και φύτευση νέων εγκλιματισμένων δένδρων(τα νέα δένδρα απορροφούν πάντα περισσότερο CO2 από τα παλιά) κ.λ.π.
Βλέπουμε ότι τα έλη μπορούν να απορροφήσουν κάθε χρόνο υπερδιπλάσια ποσότητα CO2 από ότι τα δάση στα μεσαία πλάτη, αλλά πολύ περισσότερο και από τα τροπικά. Μέχρι τώρα κάναμε αποξήρανσή τους υπέρ των καλλιεργειών και της υγείας υποτίθεται. Από δω και πέρα πρέπει να αποκαταστήσουμε ξανά τις ελώδεις εκτάσεις, αν όχι να τις επεκτείνουμε. Θα είναι ο πιο εύκολος και πιο οικονομικός τρόπος για απορρόφηση του παραπανήσιου CO2 από την ατμόσφαιρα.
Όμως οι καλλιέργειες και η παραγωγή τροφίμων θα είναι ο κατεξοχήν τομέας, όπου θα πρέπει να γίνουν μεγάλες αλλαγές.
4)Γεωργία –τρόφιμα-διοξείδιο άνθρακα:
Ας εξετάσουμε, σε παγκόσμιο επίπεδο, το ρόλο της γεωργίας και των συστημάτων διατροφής, από άποψη συμμετοχής τόσο στη κλιματική κρίση, όσο και ενδεχομένως στην προσπάθεια για την επίλυσή της.
Η σχέση μεταξύ του βιομηχανικού συστήματος τροφίμων και της υπερθέρμανσης του πλανήτη δεν φαίνεται συχνά να είναι άμεση, λόγω κυρίως του τρόπου με τον οποίο παρουσιάζονται τα στατιστικά στοιχεία. Μερικά από τα συμπεράσματά μας μπορεί να είναι έκπληξη.
Είναι σαφές ότι με την επικράτηση της βιομηχανικής γεωργίας και την απομάκρυνση από τις παραδοσιακές μεθόδους καλλιέργειας η σύγχρονη παραγωγή τροφίμων έχει εξαιρετικά μεγάλη σημασία για τις κλιματικές αλλαγές. Έχει υπολογισθεί ότι η εκτεταμένη χρήση χημικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, η επέκταση της βιομηχανίας κρέατος με επακόλουθο τη καταστροφή των σαβάνων και των δασών του πλανήτη για να αυξηθούν τα βασικά γεωργικά προϊόντα, είναι από κοινού υπεύθυνες για το ένα τρίτο περίπου των αερίων του θερμοκηπίου, που προκαλούν παγκόσμια αλλαγή του κλίματος. Όταν προσθέσουμε σε αυτό το ποσό της ενέργειας από ορυκτά καύσιμα που χρησιμοποιείται για την επεξεργασία των γεωργικών προϊόντων, για τη ψύξη τους, για τη συσκευασία, για τη μεταφορά τους σε όλο τον κόσμο και στη συνέχεια για τη διανομή τους σε σούπερ-μάρκετ, ο ρόλος της βιομηχανίας τροφίμων στη δημιουργία της κρίσης αυξάνει σημαντικά. Το παγκόσμιο σύστημα τροφίμων μπορεί να είναι υπεύθυνο για το μισό περίπου των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στον κόσμο.
Ακόμα πιο πέρα: η βιομηχανική γεωργία, μέσω της εξάρτησής της από χημικά λιπάσματα και με μια λογική έλλειψης σεβασμού προς τη γονιμότητα του εδάφους, έχει οδηγήσει και στη μαζική απώλεια οργανικών υλών από το έδαφος. Μεγάλο μέρος αυτής της απώλειας οργανικής ύλης(SOM) έχει καταλήξει στην ατμόσφαιρα. Εμπειρογνώμονες σε θέματα εδάφους και οι αγρότες γνωρίζουν εδώ και καιρό ότι τα χημικά λιπάσματα καταστρέφουν τη γονιμότητα του εδάφους με την καταστροφή των οργανικών υλών. Με τη χρήση χημικών λιπασμάτων, διαλυτά θρεπτικά στοιχεία καθίστανται αμέσως διαθέσιμα σε τεράστια ποσά, προκαλώντας μεγάλη αύξηση της μικροβιακής δραστηριότητας. Αυτή η αυξημένη μικροβιακή δραστηριότητα, με τη σειρά της, επιταχύνει την αποσύνθεση της οργανικής ύλης, που καταναλώνεται με μεγάλη ταχύτητα και έτσι το CO2 που απελευθερώνεται καταλήγει γρήγορα στην ατμόσφαιρα. Όταν τα θρεπτικά συστατικά από τα λιπάσματα δεν επαρκούν, οι περισσότεροι μικροοργανισμοί πεθαίνουν, και το έδαφος μένει με λιγότερη οργανική ύλη. Δεδομένου ότι η διαδικασία αυτή συνεχίζεται εδώ και πολύ καιρό, και ενισχύεται επίσης από το όργωμα, η οργανική ύλη του εδάφους εξαντλείται. Αυτό επιδεινώνεται επίσης από τη λογική της απόρριψης ή της καύσης των υπολειμμάτων των καλλιεργειών, που δεν ενσωματώνονται εκ νέου στο έδαφος. Ο τρόπος επομένως που η βιομηχανική γεωργία έχει επεξεργαστεί τα εδάφη από το 1960 και μετά, αποτέλεσε βασικό παράγοντα επίσης για τη σημερινή κρίση του κλίματος.
Κάποια χρήσιμα στοιχεία: Το 40% των εδαφών της Γης είναι καλλιεργήσιμα, εκ των οποίων το 1/3 χρησιμοποιείται για την παραγωγή ζωοτροφών. Τα τελευταία 40 χρόνια, 130 εκατομμύρια στρέμματα γης -50% δάση- μετατρέπονται ετησίως σε αγροτικές εκτάσεις. Τα τελευταία 40 χρόνια η βιοποικιλότητα έχει μειωθεί κατά 30%, ενώ παράλληλα έχει καταστραφεί το 50% των τροπικών δασών, τα οποία και προσφέρουν τους απαραίτητους βιότοπους στο 50% και πλέον των γνωστών φυτών και ζώων. Από την πρώτη βιομηχανική επανάσταση έως σήμερα, έχει μειωθεί κατά 40% η κάλυψη των εδαφών του πλανήτη με φυτά. Τον τελευταίο αιώνα έχει χαθεί το 50% των υδάτινων βιοτόπων μαζί με μεγάλο μέρος των ζωντανών οργανισμών που ζούσαν εκεί. Επιπλέον, περισσότερο από το 15% των φυσικών βοσκοτόπων, λόγω της υπερεκμετάλλευσης από αγροτικές εργασίες, διαβρώθηκαν και μετατράπηκαν σε άγονες περιοχές
Η βιομηχανική γεωργία συνέβαλε και με έναν άλλο τρόπο στην επιδείνωση της κρίσης. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, με τη μορφή «εξωτερικού κόστους»: τώρα πια γνωρίζουμε ότι τα φυτά απορροφούν 70-80 διαφορετικά ορυκτά από ένα υγιές έδαφος, ενώ τα περισσότερα χημικά λιπάσματα δεν προσθέτουν περισσότερο από μια χούφτα, κύρια άζωτο, φώσφορο και κάλιο, γνωστά από τα χημικά τους σύμβολα ΝΡΚ. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο μέσος όρος των επιπέδων των μετάλλων στα γεωργικά εδάφη έχει πέσει σε όλο τον κόσμο, με 72% στην Ευρώπη, 76% στην Ασία και 85% στη Βόρεια Αμερική Το επακόλουθο είναι ότι τα περισσότερα από τα τρόφιμα που τρώμε είναι ελλιπή σε μέταλλα. Η τροφή μας, είτε φυτική είτε ζωική, έχει χάσει το 20-60% των ανόργανων συστατικών της. Αυτό το γεγονός έχει επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και έχουμε πολλές ασθένειες, πράγμα που με τη σειρά του κάνει αναγκαίο ένα ενεργοβόρο και με μεγάλη κατανάλωση ιατροφαρμακευτικό σύστημα, με τις αντίστοιχες αυξήσεις εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
5)Η ανάκτηση της οργανικής ύλης των εδαφών(SOM) μέρος της λύσης:
Τα εδάφη όμως, όπως είδαμε παραπάνω στον κύκλο του άνθρακα, μπορεί να αποτελέσουν μέρος της λύσης, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό, τι είναι ευρέως αναγνωρισμένο. Μια 10ετή μελέτη στο Ινστιτούτο Rodale της Πεννσυλβάνια των ΗΠΑ έδειξε ότι η χρήση κομπόστ σε συνδυασμό με εναλλαγή καλλιεργειών σε βιολογικά αγροσυστήματα μπορεί να οδηγήσει σε ενσωμάτωση του άνθρακα στο έδαφος σε αναλογία 910 κιλά / στρέμμα / έτος ( αντίθετα, σε αγροκτήματα που βασίζονται στο όργωμα και στα χημικά λιπάσματα, χάνονται σχεδόν 140 κιλά άνθρακα ανά εκτάριο ετησίως). Η ενσωμάτωση 910 κιλών άνθρακα σήμαινε επίσης λήψη 3185 κιλών διοξειδίου του άνθρακα από τον αέρα ανά στρέμμα το χρόνο(μεγάλη ικανότητα πρόσληψης και συγκράτησης λόγω της αυξημένης ποσότητας μικροοργανισμών) .
Αν δε γενικευόταν και η χρήση των Ενεργών Μικροοργανισμών(ΕΜ) στη γεωργία και ιδιαίτερα στη παρασκευή του κομπόστ από τα οργανικά υπολείμματα των αγροκτημάτων, αλλά και των κατοικημένων περιοχών(αναερόβια ζύμωση: μποκάσι), θα είχαμε δυνατότητα για ενσωμάτωση μεγαλύτερου ποσού οργανικής ύλης(SOM) στο έδαφος, γιατί οι αναγεννητικοί αυτοί ΕΜ δεν αποσυνθέτουν, αλλά ζυμώνουν και αναδομούν την οργανική ύλη, χωρίς απώλειες προς την ατμόσφαιρα. Έχει υπολογισθεί ότι, αν θα μπορούσαμε να αποκαταστήσουμε και πάλι στα γεωργικά εδάφη του κόσμου την οργανική ύλη, που έχουμε ήδη χάσει, λόγω της βιομηχανικής γεωργίας, τότε τα εδάφη αυτά θα μπορούσαν να συλλάβουν τουλάχιστον το ένα τρίτο του πλεονάζοντος CO2 στην ατμόσφαιρα . Συνεχίζοντας την ανοικοδόμηση των εδαφών, σε περίπου 50 χρόνια, αυτά θα είχαν προσλάβει περίπου τα δύο τρίτα του πλεονάζοντος CO2 από την ατμόσφαιρα. Κατά τη διαδικασία αυτή, ενώ θα είχαμε υγιέστερο και πιο παραγωγικό έδαφος, ταυτόχρονα θα είχαμε απαλλαγεί : 1) από τη χρήση χημικών λιπασμάτων, τα οποία αποτελούν ένα άλλο γνωστό μεγάλο παραγωγό αερίων του θερμοκηπίου και κατά τη παραγωγή τους και κατά τη χρήση τους . 2) από τα οργανικά απόβλητα των πόλεων τα οποία θα επέστρεφαν στα γεωργικά εδάφη και το μεθάνιο και οι εκπομπές CO2 από χώρους υγειονομικής ταφής και των λυμάτων (ισοδύναμο με 3,6% του συνόλου των σημερινών εκπομπών) θα μπορούσαν να μειωθούν σημαντικά
6)Η αγροτική οικο-γεωργία σημαντικός παράγοντας αποτροπής της κλιματικής αλλαγής:
Η επιστροφή στην αγρο-οικολογική γεωργία σε μεγάλη κλίμακα θα μετρίαζε σε μεγάλο βαθμό τη σημερινή κρίση. Αν και μπορεί να είναι ήδη πολύ αργά για να αποτραπούν περιβαλλοντικές ζημίες μεγάλης κλίμακας(ακόμα και αν δεν ξεπεραστεί το όριο των 2 βαθμών Κελσίου), μια τέτοια στρατηγική θα προσέφερε στον κόσμο μια διέξοδο από την κρίση. Η διεθνής οργάνωση των μικρών αγροτών Via Campesina πιστεύει ότι οι λύσεις για την τρέχουσα κρίση θα πρέπει να διαμορφωθούν από τις οργανωμένες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες θα αναπτύξουν τρόπους παραγωγής, κατανάλωσης και εμπορίου που θα στηρίζονται στη δικαιοσύνη, στην αλληλεγγύη και στις υγιείς κοινότητες. Η σημερινή στάνταρ τεχνολογία δε θα μας σώσει από την τρέχουσα παγκόσμια περιβαλλοντική και κοινωνική καταστροφή. Η αειφόρος, μικρής κλίμακας οικογενειακή γεωργία, είναι εντάσεως εργασίας και απαιτεί λίγα καύσιμα. Aυτή θα συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό στην «ψύξη» της γης.
Μια τέτοια ριζική αλλαγή των μεθόδων καλλιέργειας και εκτροφής καθώς και του τρόπου διατροφής μας θα απαιτήσει σαφώς θεμελιώδεις αλλαγές Οι τρέχουσες πολιτικές κατά των αγροτογεωργών, όπως οι νόμοι που ευνοούν την ιδιωτικοποίηση και την μονοπώληση των σπόρων και οι κανονισμοί για την προστασία των εταιρειών, οι οποίοι έχουν εξοντώσει τα παραδοσιακά συστήματα τροφίμων, θα έπρεπε να καταργηθούν. Οι υπάρχουσες τάσεις για αυξημένη συγκέντρωση της γης και για επέκταση της βιομηχανικής γεωργίας θα πρέπει να αντιστραφούν:
• Εκατομμύρια γεωργών - αγροτικών κοινοτήτων θα πρέπει να αποκτήσουν τη δυνατότητα να κάνουν τις απαραίτητες αμειψισπορές, να οργανώνουν την αγρανάπαυση και να δημιουργούν βοσκότοπους, ώστε να μπορούν να επιστρέφουν στο έδαφος πάνω από 7 δισεκατομμύρια τόνους οργανικής ουσίας κάθε χρόνο.
• Προώθηση υγιούς και βιώσιμης ενεργειακής πολιτικής. Αυτό περιλαμβάνει κατανάλωση λιγότερης ενέργειας, παραγωγή βιοαερίου και ηλιακής ενέργειας στα αγροκτήματα - και όχι σε μεγάλο βαθμό προώθηση της παραγωγής βιοντίζελ, όπως συμβαίνει σήμερα.
• Εφαρμογή γεωργικών και εμπορικών πολιτικών σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο για την υποστήριξη της τοπικής παραγωγής- διανομής-αγοράς-κατανάλωσης τροφίμων με στόχο την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αυτάρκεια. Αυτό περιλαμβάνει την απαγόρευση των επιδοτήσεων που οδηγούν σε ντάμπινγκ των φτηνών τροφίμων στις αγορές.
• «Από-ανάπτυξη» στη παραγωγή κρέατος για μια ζωο-εκτροφή στα πλαίσια ολοκληρωμένων αγροκτημάτων
• Εκπαίδευση αντίστοιχη των πολυλειτουργικών αγροτών και των νέων γενιών μέσα από την αντίστοιχη στροφή του εκπαιδευτικού συστήματος
• Τότε η κρίση του κλίματος έχει μια πιθανή λύση: το έδαφος
Όλα αυτά αποτελούν μια μεγάλη πολιτική πρόκληση. Μια τέτοια προσέγγιση, που βασίζεται σε δοκιμασμένες και ελεγμένες τεχνικές καλλιέργειας που αναπτύχθηκαν από αγροτικές κοινότητες επί χιλιετίες, θα παράγουν αποτελέσματα. Τα εμπόδια είναι πολιτικά, και όχι τεχνικά. Γιατί αντί να προωθείται αυτή η κατεύθυνση από τις πολιτικές, αντίθετα προωθείται πληθώρα νέων γενετικών τροποποιήσεων και τεχνικών διαδικασιών (όπως «κλίμα-ready" γενετικώς τροποποιημένες καλλιέργειες και εκτροφή γ.τ. αγελάδων για να παράγουν λιγότερο μεθάνιο ή πυρόλυση της βιομάζας- biochar) και αναπτύσσεται ένας αντίστοιχος τομέας επιχειρήσεων σαν απάντηση στην κρίση. Αυτές οι λεγόμενες λύσεις μπορούν να δημιουργήσουν πολύ περισσότερα προβλήματα από όσα λύνουν(βλέπε π.χ. το παράδειγμα της πυρηνικής τεχνολογίας ή των μεταλλαγμένων).
Ο χρόνος εξαντλείται, η διαδικασία επιταχύνεται με ανησυχητικό ρυθμό. Η αλλαγή του κλίματος ήδη επηρεάζει σοβαρά 325 εκατομμύρια ανθρώπους κάθε χρόνο - με 315.000 να πεθαίνουν από την πείνα, την ασθένεια και τις καιρικές καταστροφές που προκαλούνται από την αλλαγή του κλίματος. Ο ετήσιος αριθμός των νεκρών θα μπορούσε να ανέβει σε μισό εκατομμύριο έως το 2030, με 10 % του παγκόσμιου πληθυσμού που πλήττεται σοβαρά. Ως συνέπεια του αυξημένου άγχους που προκαλείται από την κλιματική κρίση στα εδάφη, τα φυτά και τα ζώα, οι γεωργικές αποδόσεις αναμένεται να πέσουν, ιδίως στις θερμότερες χώρες του Νότου. Ένα τέτοιο σενάριο θα προκαλέσει αφάνταστη ταλαιπωρία σε δισεκατομμύρια των ανθρώπων. Είναι καιρός να γυρίσουμε σελίδα και να δημιουργήσουμε ένα υγιέστερο πλανήτη, με τη βελτίωση των εδαφών, με τη βιώσιμη γεωργική παραγωγή για περισσότερα και καλύτερα τρόφιμα, στηριζόμενοι στη δυναμική των αγροτικών κοινοτήτων, των κοινοτικών-δημοτικών δικτύων παραγωγής διανομής και κατανάλωσης, της μικρής κλίμακας τοπικής αγοράς. Στηριζόμενοι τελικά στο ξεπέρασμα του καπιταλισμού με τη στρατηγική της Τοπικοποίησης για την ανάπτυξη μιας αποκεντρωμένης, επανατοπικοποιημένης, οικολογικής και αυτοδιαχειριζόμενης κοινωνίας. Μόνο αυτή μπορεί να εξασφαλίσει την επιβίωση των επόμενων ανθρώπινων γενεών και της βιοποικιλότητας σε αυτόν τον πλανήτη. Αυτός ο στόχος θα εμπνεύσει την πλειοψηφία των ανθρώπων να δημιουργήσει ένα νέο πολιτισμικό ρεύμα, τον πολιτισμό της απο-ανάπτυξης, της αυτοανάπτυξης και του ατομικού και συλλογικού αυτοκαθορισμού.