Στην εκπαίδευση σήμερα- αλλά και πάντα μέχρι τώρα-υπάρχει μία διαρκής και αέναη κρίση που είναι παραδεχτή από όλους, και τους ιδεολόγους του συστήματος. Αυτή οφείλεται στις αντιφάσεις που τη διέπουν σα δομή χωρισμένη από την παραγωγική διαδικασία και την ενεργό κοινωνική ζωή. Σαν δομή που δεν ανταποκρίνεται άμεσα στις ανάγκες τους, αλλά έχει μία αναντιστοιχία, η οποία κάθε φορά χρειάζεται«ρύθμιση» για να αμβλύνεται. Σα δομή που προωθεί το χωρισμό της πνευματικής απ'τη χειρωνακτική εργασία, που εμπεριέχει την αντίφαση μεταξύ των «κοινωνικών»και «ατομικών» αναγκών. Σαν αυταρχική διαδικασία μετάδοσης δοσμένων εκ των προτέρων γνώσεων, στην οποία πάλι δε μπορεί να γίνουν όλοι κοινωνοί μέχρι και την ανώτερη βαθμίδα.
Βέβαια οι αντιφάσεις αυτές δεν έχουν αναγκαστικά σα συνέπεια την κρίση. Απλώς είναι η βάση στην οποία στηρίζεται η αμφισβήτηση του ρόλου της εκπαίδευσης απ'τις διάφορες τάξεις του κοινωνικού σχηματισμού. Όταν και αν υπάρχει αυτή η αμφισβήτηση τότε εμφανίζεται η κρίση.
Η κρίση οξύνεται όταν η ηγεμονική κοινωνική ομάδα προσπαθεί να
«ρυθμίσει» την αναντιστοιχία και τις «καθυστερήσεις» της εκπαίδευσης για να
ολοκληρώνει την ιδεολογική της λειτουργία.
Αυτές οι ρυθμίσεις στρέφονται σίγουρα και ενάντια στην αναπαραγωγή συγκεκριμένων κάθε φορά στρωμάτων της κοινωνίας. Μπορούν να πετύχουν στο
βαθμό που υπάρχουν πραγματικά οι δομές που τις εξασφαλίζουν και δεν είναι
επινοήσεις ορισμένων επιτελείων τεχνοκρατών και στο βαθμό που τα λαϊκά αιτήματα
δεν παίρνουν τον χαρακτήρα της ριζοσπαστικής αλλαγής και δεν ξεφεύγουν απ' τα
πλαίσια του «εκσυγχρονισμού»κάθε φορά.
Η κρίση μπορεί να οξυνθεί σε βαθμό που να μπλοκάρει εντελώς τη λειτουργία της,όταν η εκπαίδευση γίνει στόχος της πολιτικής παρέμβασης ενός συνολικού κινήματος των «από κάτω». Όταν οι ιδεολογικές και πολιτικές συγκρούσεις στο χώρο της, δίνουν τη δυνατότητα να προβάλουν το δικό τους όραμα για μιαν άλλη εκπαίδευση στα πλαίσια μιας άλλης κοινωνίας. Δίνουν τη δυνατότητα στο μαθητικό και φοιτητικό κίνημα να αντιταχτεί στον ευνουχισμό και την αλλοτρίωση της νεολαίας. Σ' ένα κίνημα εκπαιδευτικών να βοηθήσει τους δασκάλους και καθηγητές,ξεφεύγοντας απ' τα στενά συντεχνιακά τους αιτήματα, να αμφισβητήσουν το ρόλο τους σαν από καθέδρας ζωντανών εκφραστών των κυρίαρχων αξιών και τοποτηρητών προνομίων, εντασσόμενοι στο γενικότερο κίνημα αμφισβήτησης της υπάρχουσας κοινωνίας. Προφανώς οξύνεται ακόμη περισσότερο, όταν συνδυάζεται με γενικότερη οικονομική κρίση, όπως συμβαίνει αυτόν τον καιρό στη χώρα μας, στα πλαίσια των πολιτικών των "μνημονίων", όπου οι περικοπές για την εκπαίδευση εντάσσονται στην διαδικασία κατάρρευσης των κοινωνικών αγαθών και της συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους.
Μια παρέμβαση με στόχο τη μετακαπιταλιστική εκδοχή για την εκπαίδευση πρέπει να σκοπεύει όχι στις «δυσλειτουργίες» και τον «εκσυγχρονισμό» της κύρια -αυτά μπορούν να αποτελέσουν το ευνοϊκό κλίμα για μία τέτοια παρέμβαση- αλλά το μπλοκάρισμα συνολικά του σημερινού ρόλου της, σα μηχανισμού ένταξης και καταπίεσης της νεολαίας, σα μηχανισμού δημιουργίας ψεύτικης συνείδησης στη πλειοψηφία των παιδιών των εξουσιαζόμενων τάξεων. Να αναιρεί δηλαδή την αλλοτριωτική πλευρά της και να αναδείχνει την απελευθερωτική δυνατότητά της. Πρέπει να κινηθεί προς τη κατεύθυνση της εξάλειψης των δομικών αντιφάσεων που υπάρχουν στη σημερινή καπιταλιστική εκπαίδευση. Το ξεπέρασμά τους συνδέεται άμεσα με το τι είδους κοινωνία θέλουμε.
Το πρόβλημα δεν πρέπει να μπαίνει, όπως συνήθως μπαίνει, δηλαδή με τη μορφή διλήμματος: ν' αλλάξουμε πρώτα την κοινωνία και στη συνέχεια την εκπαίδευση ή να ξεκινήσουμε πρώτα απ ' την εκπαίδευση. Ο ε.μ. είναι απ' τους πιο βασικούς μηχανισμούς της υπάρχουσας κοινωνίας. Σε μια θεωρία και μια πρόταση για τη μετάβαση σε μια διαφορετική οργάνωση της κοινωνίας, πρέπει να κατέχει σημαντική θέση η θεωρία για τη δομή της εκπαίδευσης σ' αυτήν. Και όχι μόνο αυτό.
Καθώς είναι απαραίτητη η πρακτική για τη δημιουργία των σπερμάτων
των δομών αυτής της κοινωνίας της μετάβασης από τώρα, έτσι είναι απαραίτητη και
μια ανάλογη πρακτική για τη δημιουργία των κατευθύνσεων, που θα πάρει η
εκπαίδευση από τώρα.
2) Η εκπαίδευση στα πλαίσια της μετάβασης.
Ο στρατηγικός στόχος δεν μπορεί παρά να είναι η κατάργηση του σχολείου σαν
«ξέχωρου σώματος», η κοινωνικοποίηση της εκπαίδευσης και η ενσωμάτωσή της στην κοινωνική ζωή -σε ισορροπία με τη φύση - και στην παραγωγική διαδικασία, κάτω από τον έλεγχο των πολιτών και των άμεσων παραγωγών.
Μία παρένθεση εδώ είναι απαραίτητη για την έννοια του άμεσου παραγωγού: κατ' αρχήν άμεσοι παράγωγοι δε θεωρούνται μόνο οι εργάτες στο εργοστάσιο ή οι αγρότες στο αγρόκτημα, αλλά και αυτοί που παράγουν σ' άλλα πεδία της παραγωγής όπως π.χ. της κουλτούρας και τέχνης -λογοτέχνες, ζωγράφοι κ λ π . - ή των μέσων επικοινωνίας-κινηματογραφιστές, ηθοποιοί, δημοσιογράφοι κ λ π .
Έπειτα το πιο σημαντικό:
Οι άμεσοι αυτοί παραγωγοί θα έχουν μία ειδίκευση, θα είναι δηλαδή φορείς μιας
εξειδικευμένης γνώσης για να μπορεί να στηρίζεται ένας κοινωνικά αναγκαίος τεχνικός καταμερισμός της εργασίας. Όμως δε θα είναι υποταγμένοι στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας με την έννοια ότι όλη η πορεία της ζωής τους θα είναι υποταγμένη σε επί μέρους ειδικευμένες λειτουργίες, ώστε να παρουσιάζονται περισσότερο σαν εργάτες, πωλητές, δάσκαλοι, μηχανικοί, πολιτικοί, δικηγόροι κ.λπ., παρά σαν κοινωνικά ολοκληρωμένοι άνθρωποι, όπως συμβαίνει σήμερα. Ενάντια σ' αυτή τη θρυμματισμένη προσωπικότητα του σημερινού ανθρώπου -παραγωγού, θα υπάρχει ο ολόπλευρα αναπτυγμένος και ολοκληρωμένος άνθρωπος-το «πρόσωπο»-θεμελιωμένος στην ενότητα των συνθηκών ζωής και εργασίας. Που θα μπορεί να προσανατολίζεται, να κριτικάρει, και ν'αλλάζει το σύστημα παραγωγής προς όφελός του, όχι μόνο στο επίπεδο της οικονομίας αλλά και της κουλτούρας, της ιδεολογίας και των κοινωνικών ή πολιτικών σχέσεων.
Που δε θα υποτάσσεται σε έξω α π ' αυτόν εξαναγκασμούς, γιατί η υποτακτική
συμπεριφορά είναι πάντα αποτέλεσμα της κοινωνικής και πολιτικής αδυναμίας. Που
θα μπορεί να λύνει τα καθημερινά πρακτικά προβλήματα σύμφωνα με την ατομική του
κλίση και τις ανάγκες της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας όπου η ειδίκευση δε θα
συνεπάγεται κοινωνική διαφοροποίηση των φορέων της, με την έννοια ότι θα
υπάρχουν ανάλογα υλικά και κοινωνικά προνόμια, αλλά η ίδια η εργασία σιγά - σιγά
από «μέσο ζωής» θα γίνεται κύρια έκφραση και ανάγκη του ατόμου.
Οι άμεσοι λοιπόν αυτοί παραγωγοί, όντας σε θέση να ελέγχουν τις συνθήκες της ζωής
τους, θα μπορούν να ελέγχουν και την εκπαίδευση, η οποία θα είναι η ίδια ένα
μέρος της ζωής τους.
Αυτή η κοινωνικοποίησητης παιδείας και γενικά της μάθησης θα πετύχει πλέρια σε
μια κοινωνία συνειδητή σε τέτοιο βαθμό που θα είναι πραγματικά ικανή για παιδεία χωρίς να στηρίζεται στη διαμεσολάβηση του«ειδικού» δασκάλου - καθηγητή - εκπαιδευτή. Αυτό σημαίνει ότι οι αντιθέσεις σ' αυτή την κοινωνία δε θα είναι ταξικές-
ανταγωνιστικές με τη σημερινή έννοια. Θα είναι μια κοινωνία αταξική, αυτοδιευθυνόμενη σ' όλα τα επίπεδα, που η οργάνωση της θα στηρίζεται στην κοινότητα με άμεση δημοκρατία και αυτοδιαχείριση.
Το πρόβλημα όμως βρίσκεται στην περίοδο μετάβασης προς αυτή την κοινωνία. Ποιοί θα είναι οι θεσμοί στους οποίους θα στηριχτεί κατά τη περίοδο μετάβασης προς
αυτήν;
Αν θα δημιουργηθεί ο ένας ή ο άλλος θεσμός, θα εξαρτηθεί βέβαια απ' την ίδια την πολιτική αντιπαράθεση στα πλαίσια των συνελεύσεων των κοινοτήτων. Και αποκτάει μεγάλη σημασία η πάλη γύρω απ' την εκπαίδευση γιατί εδώ βρίσκεται ένα απ' τα ισχυρά οχυρά της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων, που θα πρέπει να ξεπερασθεί κατά τη
διάρκεια της μετάβασης, αν δεν θέλουμε να ανασυνταχθεί και να ξαναγίνει
κυρίαρχη.
Στη φάση της μετάβασης,σχολείο θα χρειαστεί σίγουρα. Το τι είδους σχολείο όμως είναι αποφασιστικής σημασίας. Από μέσο αναπαραγωγής της υπάρχουσας ταξικής διαστρωμάτωσης πρέπει να γίνει μέσο οικοδόμησης αταξικού ανθρώπου - κοινωνίας.
Έτσι η κατεύθυνση πρέπει να είναι το σπάσιμο του στεγανού του σχολείου και η μεταφορά της μάθησης και της μετάδοσης της γνώσης στους ίδιους τους τόπους δουλειάς, της ενεργού κοινωνικής και πολιτικής ζωής, καθώς και στα συστήματα αναπαραγωγής της φύσης και των άλλων μορφών ζωής και της αποκατάστασης του περιβάλλοντος. Όπως όλοι οι θεσμοί της κοινωνίας της μετάβασης, έτσι και ο θεσμός του σχολείου πρέπει να ενέχει τις συνθήκες της αυτοαναίρεσης σαν ιδιαίτερου θεσμού κάτω απ' την οπτική του «σχολείου χωρίς σχολείο» και που θα κλιμακώνεται απ' την κατώτερη προς την ανώτερη βαθμίδα.
Αυτό σημαίνει ότι σιγά - σιγά θα πετυχαίνεται και η εξαφάνιση της ιδιαίτερης κοινωνικής κατηγορίας του σπουδαστή - φοιτητή και θα αναδείχνεται ο εργαζόμενος - άμεσος παραγωγός που θα σπουδάζει και θα φοιτά όχι μόνο κατά τη «σχολική ηλικία», ή τις «σχολικές ώρες», αλλά σε κάθε στιγμή της ζωής του, κάτω απ' την αρχή : «η κατάλληλη ώρα για να μάθεις κάτι, είναι όταν το χρειαστείς άμεσα».
Έτσι θα αναδείχνεται όλο και περισσότερο ο «φιλόσοφος» άμεσος παραγωγός-εργαζόμενος, για τον οποίο θα είναι ανοιχτές οι πιο πλατιές προοπτικές επιστημονικής τεχνικής και κοινωνικής μόρφωσης. Βέβαια για να μπορεί κανείς να μάθει κάτι την ώρα που το χρειάζεται πρέπει να υπάρχει δίπλα του και ο κάτοχος της ανάλογης γνώσης εκείνη τη στιγμή.
Αυτός θα είναι ο εκπαιδευτής- επιστήμονας - ειδικός κ.λπ., γενικά ο φορέας της
κατάλληλης εξειδικευμένης γνώσης, μαζί με όλη την αντίστοιχη και απαραίτητη
υποδομή (εργαστήριο,ερευνητικό κέντρο κ.λπ.). Μ' αυτή την έννοια όμως το κύριο
χαρακτηριστικό του εκπαιδευτή κ.λπ. δεν θα είναι ο ρόλος του σαν εξειδικευμένου
τέτοιου, αλλά σαν άμεσου παραγωγού. Θα είναι και αυτός δίπλα στους άλλους άμεσους παραγωγούς. Η σχέση εκπαιδευτού - εκπαιδευόμενων θα είναι σχέση ανταλλαγής εμπειρίας από διαφορετικά επίπεδα.
Δεν θα συνεπάγεται καμία κοινωνική ανισότητα, καμία αυταρχικότητα, καμία
εμπέδωση της «αυθεντίας» του «ειδικού» καθηγητού. Οι μεν θα μαθαίνουν απ' τους δε και ο καθένας θα κρίνεται απ' το πρακτικό αποτέλεσμα και την κοινωνική σημασία των απόψεών του στην αντιμετώπιση των διαφόρων προβλημάτων, είτε της παραγωγής, είτε των σχέσεων με το φυσικό περιβάλλον, είτε των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων.
Σ' έ να τέτοιο σύστημα πραγματικών σχέσεων στην παραγωγική διαδικασία και την
κοινωνική ζωή, ο κοινωνικός έλεγχος απ' τους πολίτες θα είναι δυνατός και
έτσι η τάση των ειδικών στο να αναδείχνονται σε ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία με
άμεσες επιπτώσεις στην πολιτική εξουσία, θα εξασθενίζει συνεχώς.
Αλλά όχι μόνο αυτό. Σ' ένα τέτοιο σύστημα, θα μπορεί η κοινωνία να γίνεται συλλογικός κάτοχος κοινωνικά χρήσιμης γνώσης κι όχι άχρηστης ή επικίνδυνης για αυτήν, πράγμα που συμβαίνει σήμερα σε μεγάλο ποσοστό, με τις εφαρμοζόμενες τεχνολογίες.
Ο εκπαιδευόμενος θα αποχτάει γνώσεις όχι πια με το σκεφτικό ότι μπορεί κάποτε να
του χρειαστούν. Ο εκπαιδευτής – ειδικός θα αισθάνεται και ο ίδιος δημιουργός
και συμμέτοχος κι όχι απλός «μεταδότης» γνώσεων. Έτσι η σημερινή διάσπαση της
πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας σιγά - σιγά θα αμβλύνεται.
Τα παραπάνω ανταποκρίνονται περισσότερο στην ανώτερη βαθμίδα της εκπαίδευσης, που όπως γίνεται αντιληπτό θα είναι συνεχής και έξω απ' ένα θεσμό τύπου Πανεπιστημίου. Όμως για τη νέα γενιά(ν.γ) που ακόμα δεν μπορεί να είναι άμεσος παραγωγός, θα ήταν απαραίτητο ένας ξέχωρος εκπαιδευτικός μηχανισμός με ένα πρόγραμμα σπουδών που θα οργάνωνε φυσικά έκτος των άλλων και τη συμμετοχή της νέας γενιάς στην ενεργό κοινωνική και οικονομική ζωή.
3) Το σχολείο της μετάβασης.
Κάθε οργανωμένο κύτταρο ζωής (π.χ. κοινότητα καταναλωτών, αστική ή αγροτική κοινότητα, εργοστάσιο, αγροτική φάρμα, κοινότητα ψαράδων, νοσοκομείο, εκδοτικός οργανισμός, στούντιο τηλεόρασης κ.λπ.), θα είχε το σχολείο του, απ' όπου η ν.γ.-εκ περιτροπής- θα μπορούσε να περάσει για ένα χρονικό διάστημα. (Υποχρεωτικά ίσως, αλλά όχι απαραίτητα με την ίδια σειρά). Το σχολείο αυτό θα ήταν οργανωμένο συλλογικά απ ' τους μαθητές, τους δασκάλους - καθηγητές και τους εκπροσώπους του εξωτερικού οργανωμένου κοινωνικού κυττάρου και θα λειτουργούσε με αυτοδιαχείριση. Περνώντας λοιπόν η ν.γ. απο μια σειρά τέτοιων σχολείων θα αποχτούσε μία εμπειρία απ ' όλες τις κοινωνικές δραστηριότητες και ταυτόχρονα θα τις μελετούσε, θα τις γενίκευε και θα τις ολοκλήρωνε.
Η διδασκαλία δηλαδή δε θα είναι μόνο εμπειρική, θα επεξεργάζονται τις εμπειρίες και η μέθοδος θα είναι της ανάπτυξης κριτικού πνεύματος και κριτικής αντιμετώπισης των πάντων απ' τα παιδιά. Και δω θα παίζουν ρόλο οι δάσκαλοι -καθηγητές. Επίσης η διδασκαλία δεν θα είναι οργανωμένη στη βάση μαθημάτων,γιατί η ίδια η ζωή θα πρέπει να βιώνεται στο σχολείο και επειδή αυτή είναι μια αδιάσπαστη ολότητα δεν μπορούμε να τη διασπάσουμε σε «μαθήματα».
Οι ομάδες των μαθητών (στο βαθμό που θα υπάρχουν «τάξεις» θα σχηματίζονται στη
βάση της ηλικίας) μαζί με το δάσκαλο - καθηγητή, συμμετέχοντας στη δραστηριότητα
της επιμέρους οργανωμένης κοινότητας των άμεσων παραγωγών θα διδάσκονται όχι
μόνο απ ' το δάσκαλο - καθηγητή, αλλά και απ ' τους άμεσους παραγωγούς, τους
οποίους ταυτόχρονα θα βοηθάνε. Έτσι σ 'αυτή τη διαδικασία, ο άμεσος παραγωγός
γίνεται και ο ίδιος εκπαιδευτής της ν.γ. Ο δάσκαλος - καθηγητής θα διδάσκει τους μαθητές, θα διδάσκεται απ' τους άμεσους παραγωγούς και ειδικούς και συμμετέχοντας, θα αισθάνεται και αυτός δημιουργός κι όχι μόνο «μεταδότης»
γνώσεων. Οι δε γνώσεις θα κρίνονται για τη σημασία τους στην πράξη.
Οι μαθητές θα διδάσκονται σε κάθε θέμα ακολουθώντας π.χ. 3 φάσεις :
α ) Φάση «ανάλυσης - μύησης» απ ' τους δάσκαλους και καθηγητές και τους άμεσους
παραγωγούς στον τόπο της παραγωγής και της κοινωνικής ζωής ή στον τόπο ενός
οικοσυστήματος, όπου βιολόγοι μελετούν τους κύκλους της ζωής και της φύσης(π.χ.
σε ένα ποτάμι, ένα δάσος, μια λίμνη κ.λπ). Γενικά στο «πεδίο».
β) Φάση «μίμησης - αναπαραγωγής» απ ' τους μαθητές στον ίδιο τον τόπο δουλειάς ή του «πεδίου», βοηθούμενοι απ ' τους παραπάνω
γ ) Φάση «σύνθεσης - δόμησης - παραγωγικής δημιουργικής εργασίας», απ ' τους μαθητές, όχι κατ' ανάγκην στο «πεδίο», αλλά στα εργαστήρια ή σπουδαστήρια του σχολείου, όπου θα ταξινομούν και θα οργανώνουν τα αποτελέσματα και τα συμπεράσματα της δουλειάς και έρευνάς τους με τη βοήθεια των δασκάλων –καθηγητών και σε συλλογική βάση.
Είναι φανερό ότι σε μια τέτοια διαδικασία μάθησης δε θα υπάρχουν εξετάσεις,ούτε βαθμολογία (έκτος ίσως απ' τη συλλογική). Το κριτήριο θα είναι το κοινωνικά χρήσιμο αποτέλεσμα της εργασίας των μαθητών. Επίσης ο «επαγγελματικός προσανατολισμός» με τη σημερινή μορφή δε θα υπάρχει . Περνώντας από μια τέτοια διαδικασία μάθησης ο νέος ή η νέα ήδη- σύμφωνα με τις ατομικές τους κλίσεις και τις συλλογικές κοινωνικές ανάγκες, που θα του γίνονται καθαρές στη σχολική κοινότητα- θα είναι σε θέση να διαπιστώσει ποιά ειδίκευση θέλει και σε ποιο πεδίο της παραγωγής θα θέλει να γίνει άμεσος παραγωγός (π.χ. δε θα υπάρχει η ειδίκευση του
ιστορικού, γιατί ο καθένας θα μπορεί να είναι τέτοιος).
Μια τέτοια απόφαση θα είναι εντελώς αποδεσμευμένη απ' τα σημερινά κριτήρια επιλογής επαγγελμάτων στη βάση του κοινωνικού ρόλου και των κοινωνικών προνομίων, που κουβαλάνε μαζί τους τα επαγγέλματα (π.χ. θα γίνει κάποιος γιατρός επειδή θα του αρέσει πραγματικά και θα χρειάζονται γιατροί, κι όχι γιατί σα γιατρός αργότερα θα τα «οικονομήσει» γερά).
Η κατεύθυνση αυτή εξασφαλίζει σε μεγάλο βαθμό το ξεπέρασμα του σημερινού πολιτικο-ιδεολογικού διλήμματος: «Ποιος είναι ο κεντρικός άξονας της εκπαίδευσης: Ο ανθρωπισμός- ουμανισμός ή ο τεχνοκρατισμός - επιστημονισμός», με την έννοια ότι στο κέντρο είναι ο άνθρωπος, η φύση του και οι ανάγκες του ή οι ανάγκες της παραγωγής και της τεχνολογικής ανάπτυξης. Η αντίθεση των 2 αυτών αντιλήψεων μπορεί και ξεπερνιέται στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας με την παιδαγωγική: το παιδί - άτομο είναι το κέντρο της παιδαγωγικής διαδικασίας, όχι όμως η αρχή της. Δεν ξεκινάμε απ ' αυτό, αλλά φθάνουμε σ ' αυτό (το παιδί) και τις ανάγκες του, ξεκινώντας απ' το περιβάλλον, την κοινότητα, το εργοστάσιο ή φάρμα, την ιδεολογία ή πολιτική, που αποτελούν τη συλλογικότητα και το ιστορικό πλαίσιο μιας αναπτυσσόμενης αταξικής κοινωνίας.
Το άτομο έχει ένα πλατύ τομέα ατομικής πρωτοβουλίας και
δραστηριότητας και μπορεί ενεργά να συμμετέχει σ ' ένα συλλογικό σύστημα
ατομικής συναίνεσης ( του οποίου οι βάσεις βέβαια συνεχώς θα αμφισβητούνται απ'
τη γενικότερη πολιτική πάλη), όπου η αντίθεση ατομικών - κοινωνικών αναγκών
ξεπερνιέται, γιατί οι φυσικές, έμφυτες κλίσεις που έχει το παιδί (και άρα τα
ενδιαφέροντά του)βρίσκονται περισσότερο σε συμφωνία παρά σ' αντίθεση με τη
συνείδηση του ανθρώπου της αταξικής κοινωνίας. Ο νέος άνθρωπος είναι ικανός για
όλων των ειδών τις δραστηριότητες και μπορεί να εκπαιδευτεί σ' οποιοδήποτε
κλάδο, αρκεί να το θέλει και να το καθορίζει ο ίδιος. Οι ικανότητες και τα
ενδιαφέροντα-όσο μεγαλώνει- εξαρτώνται όλο και περισσότερο από τις
δραστηριότητες που επιτελούν οι άνθρωποι στον περίγυρό του.
Το πρόγραμμα μιας τέτοιας εκπαίδευσης της ν.γ. μπορεί να καθοριστεί κεντρικά για όλα τα σχολεία μόνο όταν αφορά στις κεντρικές κατευθύνσεις. Δε μπορεί και δεν πρέπει να είναι λεπτομερειακό και αυστηρά καθορισμένο, θα συγκεκριμενοποιείται και θα εμπλουτίζεται για κάθε σχολείο απ' την κάθε επιμέρους κοινότητα των άμεσων
παραγωγών και πολιτών, σύμφωνα με τις ανάγκες της και τις ιδιαιτερότητές της.
Αυτό σημαίνει ότι το κάθε επιμέρους σχολείο θα είναι κάτω από τον έλεγχο της
επιμέρους κοινότητας, σε άμεση σχέση βέβαια με τα συμβούλια συντονισμού της
πολιτικής της «ομοσπονδίας δήμων και κοινοτήτων» ή όποιας άλλης πολιτικής μορφής πάρει η κοινωνία της μετάβασης.
Το αν θα είναι ουσιαστικά δυνατός αυτός ο έλεγχος, θα εξαρτηθεί πολύ απ ' το ποιά κατεύθυνση θα πάρει η ανάπτυξη της ίδιας της οικονομίας και της τεχνολογίας, απ ' το ποια μορφή οργάνωσης της εργασίας και της ενεργού κοινωνικής ζωής θα επικρατήσει, απ ' το ποια μορφή διαχείρισης και πολιτικής εξουσίας θα υλοποιηθεί και στις «μικρές σχέσεις» (επί μέρους κοινότητα) και στις «μεγάλες σχέσεις» (κοινωνία). Η αντιπαράθεση και η επιλογή που θα επικρατήσει σ' αυτά τα σημεία θα είναι αποφασιστική και για την κατεύθυνση που θα πάρει το σχολείο.
Το πρόβλημα λοιπόν και για την εκπαίδευση στην κοινωνία της μετάβασης είναι και θα παραμένει καθαρά πολιτικό. Θα κριθεί, όπως και οι άλλοι θεσμοί, απ ' την πολιτική πάλη που θα διεξάγεται όλη την περίοδο μετάβασης. Η κοινωνικοποίηση-τοπικοποίηση της εκπαίδευσης κατά τη μετάβαση θα συνδέεται με το βαθμό κοινωνικοποίησης-τοπικοποίησης της οικονομίας της μετάβασης, με το βαθμό εφαρμογής της άμεσης δημοκρατίας στην κοινωνική και πολιτική καθημερινότητα των πολιτών, καθώς και με το βαθμό ανάπτυξης της αυτοοργάνωσης,της αυτοδιαχείρησης και της αυτοδιακυβέρνησης σε όλα τα επίπεδα.
Τα πρώτα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση από τώρα, μπορεί να τα κάνει ένα κίνημα χειραφετητικής εκπαίδευσης από εκπαιδευτικούς-μαθητές-φοιτητές, που θα συνδεθούν με τα ήδη υπάρχοντα εγχειρήματα της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, με τις ήδη υπάρχουσες αμεσοδημοκρατικές κοινότητες-συλλογικότητες, δρώντα κοινωνικά-οικολογικά δίκτυα, συνελεύσεις κ.λπ., ώστε να αποτελούν αυτά ήδη μέρος του «πεδίου» εκπαίδευσης.
Που θα μετατρέπουν σιγά-σιγά το υπάρχον σχολείο σε χώρο άσκησης στην
αυτοδιαχείρηση και τον αυτοκαθορισμό με την σχολική κοινότητα( μαθητές,
καθηγητές-δάσκαλοι, γονείς) να αποφασίζει για τα σημαντικά της σχολικής ζωής. Το
ίδιο και με την πανεπιστημιακή κοινότητα για την πανεπιστημιακή ζωή και τις
σπουδές.