Θέση 1η: Η ανάπτυξη δεν έχει νόημα
Ο στόχος για αέναη ανάπτυξη είναι παράλογος, δεδομένου ότι το χρήμα μπορεί να είναι μόνο ένα μέσο για ένα σκοπό(ένα τέλος[1]), και όχι ένας σκοπός για τον εαυτό του. Εάν ο σκοπός-τέλος μιας κοινωνίας είναι η «καλή ζωή»(το «ευ ζην» των αρχαίων Ελλήνων, το buen vivir των ιθαγενικών λαών της Λατινικής Αμερικής, η ευζωία, όπως το διατυπώνουμε σε αυτή την ιστοσελίδα), τότε σε κάποιο σημείο της εξέλιξής της, μια κοινωνία θα πρέπει να παράγει αρκετά για την επίτευξη της ευζωίας των μελών της, καθιστώντας περιττή την περαιτέρω ανάπτυξη. Οι ανεπτυγμένες οικονομίες έχουν συσσωρεύσει πλούτο αδιανόητο για μερικές γενιές πίσω, αλλά φαίνονται υποχρεωμένες να επιδιώκουν έναν αυξανόμενο ρυθμό ανάπτυξης χρόνο με τον χρόνο. Ένα βασικό ερώτημα που αντιμετωπίζουν όσοι ασχολούνται με την αποανάπτυξη είναι το γιατί να είναι έτσι!
Στο μικροεπίπεδο των ατόμων, το ακόρεστο καθοδηγείται από τον ανταγωνισμό για την κοινωνική θέση. Μόλις ικανοποιηθεί μια βασική υλική ανάγκη, τα επιπλέον εισοδήματα αφιερώνονται όλο και περισσότερο για την επιδίωξη της βελτίωσης της θέσης στην κοινωνική πυραμίδα(π.χ., ένα σπίτι μεγαλύτερο από του γείτονα είναι ένα αγαθό θέσης). Ο σχετικός, και όχι ο απόλυτος πλούτος είναι αυτό που έχει σημασία.
Η οικονομική ανάπτυξη και η αύξηση της παραγωγικότητας στον υλικό τομέα, ωστόσο, δεν αλλάζουν τις σχετικές κοινωνικές θέσεις, αλλά αυξάνουν την τιμή των αγαθών θέσης. Ως εκ τούτου, η ανάπτυξη καθιστά τα αγαθά κοινωνικής θέσης κοινωνικά σπανιότερα. Αυτά είναι τα κοινωνικά όρια της ανάπτυξης, δηλαδή υπάρχουν εγγενή όρια όσον αφορά την ικανότητα της ανάπτυξης να ικανοποιεί την ευημερία όλων. Αυτά τα όρια είναι και ένας λόγος γιατί πάνω από ένα ορισμένο επίπεδο, η ανάπτυξη δεν αυξάνει κατά μέσο όρο την ευτυχία.
Από ατομική άποψη, είναι λογικό να επιδιώκεται περισσότερος πλούτος για την κοινωνική ανέλιξη, αλλά συλλογικά, αυτό θα μπορούσε να είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Η συνολική ανάπτυξη είναι το αποτέλεσμα αυτού του παράλογου ανταγωνισμού κοινωνικής θέσης και ανέλιξης μεταξύ ατόμων που δεν κάνει κανέναν καλύτερο. Η υπόσχεση της ανάπτυξης, από την άλλη πλευρά, είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο η ψευδαίσθηση της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας μπορεί να διατηρηθεί προσωρινά ελλείψει αναδιανομής. Είτε έτσι είτε αλλιώς, το τελικό αποτέλεσμα είναι μια παράλογη επιδίωξη ανάπτυξης για χάρη της ανάπτυξης.
Θέση 2η: Η ανάπτυξη είναι αντιοικονομική και άδικη
Η ανάπτυξη δεν αυξάνει πλέον τη συλλογική ευημερία. Αυτή η αποτυχία δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή από το ΑΕΠ, διότι το ΑΕΠ μετρά την ανάπτυξη και όχι την ευημερία. Δεν διακρίνει τη βελτίωση της ευημερίας από την μείωση της ευημερίας από την οικονομική δραστηριότητα. Για παράδειγμα, δαπάνες για τον καθαρισμό μιας πετρελαιοκηλίδας, την κατασκευή φυλακών ή την διεξαγωγή πολέμου, αυξάνουν το ΑΕγχΠ. Ανεξάρτητες μετρήσεις της ευημερίας, όπως οι αυτοαναφoρές για ικανοποίηση ζωής και θέσμιση άλλων εναλλακτικών δεικτών ευτυχίας ή ευημερίας, όπως είναι ο γνήσιος δείκτης Προόδου ή ο δείκτη βιώσιμης οικονομικής ευημερίας, επιβεβαιώνουν την υπόθεση ότι πάνω από ένα ορισμένο επίπεδο, η ανάπτυξη δεν βελτιώνει την ευημερία.
Το κοινωνικό κόστος της ανάπτυξης περιλαμβάνει κακή ψυχολογική υγεία, αυξημένες ώρες εργασίας, συμφόρηση και ρύπανση. Η εμπορευματοποίηση και η εισαγωγή στην οικονομία των ΑΕΠ των υπηρεσιών στο οικοσύστημα και των μη αμειβόμενων δραστηριοτήτων, ή η χρηματοποίηση των κοινωνικών σχέσεων, όπως η φιλοξενία ή η φροντίδα, διαβρώνουν την κοινωνικότητα, την κοινότητα και το περιβάλλον. Επίσης, τους ηθικούς κανόνες που χρησιμοποιούνται για την καλύτερη ρύθμιση τέτοιων κοινωνικών και περιβαλλοντικών σχέσεων. Αυτό μπορεί να εξηγεί γιατί η σχέση μεταξύ ανάπτυξης και μιας σειράς κοινωνικών δεικτών, όπως η εκπαίδευση ή η ασφάλεια από την εγκληματικότητα, παίρνει τη μορφή: για τα χαμηλά επίπεδα του ΑΕΠ, τόσο πλουσιότερη είναι μια χώρα, όσο καλύτερες είναι οι κοινωνικές συνθήκες, αλλά για τα υψηλά επίπεδα του ΑΕΠ η μεγαλύτερη ανάπτυξη δεν κάνει τη διαφορά. Μάλιστα μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ανάπτυξη επιτυγχάνεται λόγω του αυξανόμενου κόστους και όχι μέσω της αύξησης των κοινωνικών παροχών. Με άλλα λόγια, η ανάπτυξη έχει καταστεί αντιοικονομική. Αντ' αυτού, υπάρχει σαφής συσχέτιση μεταξύ ισότητας και κοινωνικής ευημερίας.
Η συνεχής ανάπτυξη του κοινωνικού μεταβολισμού της παγκόσμιας οικονομίας προκαλεί επίσης κοινωνικό και περιβαλλοντικό όλεθρο στις χώρες από όπου εξάγονται τα βασικά προϊόντα για την ενέργεια και οι πρώτες ύλες και εισάγονται τα απόβλητα από τις «αναπτυγμένες» χώρες. Η ανάπτυξη υποστηρίζεται από μια άνιση ανταλλαγή πόρων και υλικών. Αυτό εγείρει ζητήματα περιβαλλοντικής- οικολογικής δικαιοσύνης: τα υλικά οφέλη της εξόρυξης και της κατανάλωσης για τις πλούσιες περιοχές ή τις πιο εύπορες ομάδες (ελίτ), ενώ το κόστος επωμίζονται κοινωνικά περιθωριοποιημένες κοινότητες και γειτονιές. Η άνιση φύση της ανάπτυξης είναι διαπιστωμένη: διατηρεί τα οφέλη που προκύπτουν για τις ελίτ και μετατοπίζει το κόστος προς τους «από κάτω» παντού.
Θέση 3η: Η «ανάπτυξη» είναι οικολογικά μη βιώσιμη
Υπάρχουν ισχυροί δεσμοί μεταξύ της κλίμακας μιας οικονομίας και των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, από την απώλεια οικοσυστημάτων έως τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου. Ορισμένοι θέτουν τη δυνατότητα αποϋλοποίησης, δηλαδή την αποσύνδεση της χρήσης πρώτων υλών και εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από την οικονομική ανάπτυξη. Δεν υπάρχουν στοιχεία αυτής της αποϋλοποίησης που να λαμβάνει χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο, και όπου γίνεται δεν είναι καθόλου κοντά στον απαραίτητο ρυθμό για να αποφευχθεί η εξάντληση των πόρων ή η καταστροφική αλλαγή του κλίματος. Κάποιες πλούσιες οικονομίες δείχνουν σημάδια αργής αποϋλοποίησης για επιλεγμένα υλικά ή πηγές ενέργειας, αλλά αυτό μάλλον φαίνεται να επιτυγχάνεται μέσω της υποκατάστασης της εγχώριας παραγωγής με εισαγωγές από εκβιομηχανισμένες χώρες.
Ένας λόγος για τον οποίο η αποϋλοποίηση είναι πολύ δύσκολη είναι γιατί όσο πιο αποτελεσματική γίνεται μια οικονομία, τόσο περισσότερους πόρους μπορεί να καταναλώσει. Οι τεχνολογικές εξελίξεις οδηγούν σε αποτελεσματικότερη χρήση των πόρων, μειώνοντας το κόστος τους, αλλά αυξάνουν από την άλλη τη ζήτηση για αυτά, καθιστώντας τις νέες χρήσεις πιο προσιτές.
Η προοπτική επίσης μιας διαρθρωτικής μετάβασης σε «αβαρείς» οικονομίες πληροφοριών που βασίζονται στις υπηρεσίες, είναι απίθανο να συμβεί. Η ενσωματωμένη ενέργεια (emergy) των υπηρεσιών είναι πολύ υψηλότερη από εκείνη των πρωτογενών δραστηριοτήτων. Οι δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών είναι οικολογικά επιδοτούμενες από την εξόρυξη βασικών προϊόντων και τη βιομηχανική παραγωγή αλλού.
4η Θέση: Η «ανάπτυξη» πλησιάζει σε ένα τέλος
Ενώ η ανάπτυξη πέραν ενός ορισμένου ορίου δεν συνδέεται με κοινωνικά ή περιβαλλοντικά οφέλη, γίνεται επίσης όλο και πιο δύσκολο να διατηρηθεί με την πάροδο του χρόνου. Υπάρχουν ενδείξεις μείωσης του μακροπρόθεσμου ρυθμού ανάπτυξης στις αναπτυγμένες οικονομίες. Κάποιοι το έχουν αποδώσει στη μείωση των οριακών αποδόσεων, ενώ άλλοι στην εξάντληση των μεγάλων τεχνολογικών καινοτομιών, όπως ο κινητήρας καύσης που τροφοδοτείται με πετρέλαιο και οι σχετικές αλλαγές (αυτοκίνητα, αυτοκινητόδρομοι, προάστια) που προώθησαν τη συσσώρευση στον εικοστό αιώνα. Ακόμα άλλοι επισημαίνουν όρια στη δημιουργία αποτελεσματικής ζήτησης και στην εύρεση συνεχώς νέων επενδυτικών σημείων για τη συσσώρευση κεφαλαίου με ρυθμό αύξησης 2-3% ετησίως.
Οι «αποαναπτυξιακοί», αντ 'αυτών, υποθέτουν την ύπαρξη οικολογικών περιορισμών. Ένα κύριο επιχείρημα της κατεύθυνσης της «αποανάπτυξης» είναι ότι η οικονομική ανάπτυξη επιταχύνει την εντροπία. Η οικονομική ανάπτυξη υποβαθμίζει τα αποθέματα υψηλής τάξης (χαμηλής εντροπίας) και τα μετατρέπει σε χαμηλής τάξης (υψηλής εντροπίας) θερμότητα και εκπομπές. Η ενέργεια δεν μπορεί να ανακυκλωθεί και τα υλικά μπορούν να ανακυκλωθούν μόνο σε κάποιο βαθμό. Δεδομένου ότι η γη έχει ένα περιορισμένο ποσό εξαντλήσιμων πόρων (όπως οι πρώτες ύλες και τα ορυκτά καύσιμα), η μακροπρόθεσμη οικονομική δραστηριότητα μπορεί να διατηρηθεί μόνο με το ρυθμό της ροής της ηλιακής ενέργειας.
Πόσο καιρό στο μέλλον, τα υφιστάμενα αποθέματα ενέργειας και υλικών μπορούν να διαρκέσουν, είναι αντικείμενο σημαντικής συζήτησης. Μερικοί αντιμετωπίζουν το σημείο καμπής του πετρελαίου (peak oil) και άλλα σημεία καμπής στα ποσοστά εξαγωγής βασικών πρώτων υλών όπως ο φώσφορος, ως απόδειξη ότι η εξάντληση των αποθεμάτων ήδη περιορίζει την ανάπτυξη (βλ. Όρια σε: ορυκτούς πόρους, πετρέλαιο αιχμής κ.λπ.). Άλλοι επισημαίνουν διαφορετικές εκτιμήσεις ή ευκαιρίες υποκατάστασης, π.χ. πετρελαίου από φυσικό αέριο ή άνθρακα. Η κλιματική αλλαγή, μια εκδήλωση αυτού που ονομάζεται «θερμική ρύπανση» από την αύξηση της εντροπίας, μπορεί να περιορίσει την οικονομική δραστηριότητα πριν από την εξάντληση των πόρων. Αυτό θα εξαρτηθεί από το ρυθμό μετάβασης σε καθαρότερες πηγές Ενέργειας. Οι βιοοικονομολόγοι είναι δύσπιστοι για μια τέτοια μετάβαση επειδή υπολογίζουν ότι οι ανανεώσιμες πηγές παράγουν πολύ χαμηλότερα ενεργειακά πλεονάσματα (ενεργειακές αποδόσεις στις ενεργειακές επενδύσεις, EROI) από τις συμβατικές πηγές. Αυτό σημαίνει ότι θα χρειαστεί να δαπανηθεί πολλή συμβατική ενέργεια κατά τη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Σημαίνει επίσης ότι η κλίμακα «ηλιακής οικονομίας» θα πρέπει να είναι πολύ μικρότερη από την τρέχουσα, δεδομένης της πραγματικής χαμηλότερης EROI των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε σύγκριση με τα ορυκτά καύσιμα.
Οι μελετητές της «αποανάπτυξης» που αναλύουν την τρέχουσα κρίση, έχουν υποθέσει ότι πράγματι οι πόροι έχουν ήδη περιορίσει τον ρυθμό ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας. Τα όρια αυτά αντικαταστάθηκαν προσωρινά με την άνοδο της πλασματικής (φούσκα) χρηματικής οικονομίας, η οποία διατήρησε την ανάπτυξη για λίγο περισσότερο. Με άλλα λόγια, ο κατά τα άλλα μη βιώσιμος ρυθμός ανάπτυξης έχει διατηρηθεί μέσω ιδιωτικού και δημόσιου χρέους.
5η Θέση: Η ιδεολογία της «ανάπτυξης» έχει διαβρώσει το πολιτικό
Οι πολιτικοί φιλόσοφοι έχουν επικρίνει την αυξανόμενη από-πολιτικοποίηση του δημόσιου διαλόγου στις δυτικοποιημένες δημοκρατίες. Κάποιοι απέδωσαν την τάση αυτή στην άνοδο του νεοφιλελευθερισμού και στην «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» που υποτάσσει την κυρίαρχη πολιτική στις ανάγκες των μη ρυθμιζόμενων κεφαλαίων και των απελευθερωμένων αγορών. Οι μελετητές της «αποανάπτυξης» συμφωνούν με αυτήν την εξήγηση, αλλά εντοπίζουν την προέλευση της αποπολιτικοποίησης πιο πίσω στο χρόνο και στο φαντασιακό της οικονομικής ανάπτυξης και την ιδεολογία της μεγέθυνσης που ηγεμόνευσε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Από την αρχή, η έννοια της οικονομικής ανάπτυξης ήταν στενά συνδεδεμένη με εκείνη της ανάπτυξης γενικότερα, αναφερόμενη στην αναπαραγωγή των συνθηκών που χαρακτηρίζουν τα βιομηχανικά κράτη και στις «υπανάπτυκτες περιοχές», συνθήκες όπως η εξειδίκευση, η παραγωγή για τις αγορές, η γεωργική εντατικοποίηση, η αστικοποίηση, οι σύγχρονες αξίες κ.λπ..
Η συζήτηση για τη «βιώσιμη ανάπτυξη», ισχυρίζονται από την άλλη οι «αποαναπτυξακοί», είχε ως αποτέλεσμα επίσης την αποπολιτικοποίηση, με το να αποσυνδέει τον Περιβαλλοντισμό από τις ριζοσπαστικές κριτικές του νεωτερισμού και τις φιλοδοξίες του να αμφισβητήσει την κυρίαρχη έννοια της καλής ζωής. Ο όρος «αποανάπτυξη» υιοθετήθηκε ρητά ως μια «λέξη βόμβα» για την εκ νέου πολιτικοποίηση του περιβαλλοντισμού και ως πρόκληση στη συναίνεση γύρω από τη βιώσιμη ανάπτυξη. Με έμφαση στις λύσεις win-win και στον ουτοπικό στόχο της διαιώνισης της ανάπτυξης χωρίς να βλάπτεται περιβάλλον, οι αποαναπτυξιακοί κατηγορούν ότι η αειφόρος ανάπτυξη αποπολιτικοποιεί τους πραγματικούς πολιτικούς ανταγωνισμούς σχετικά με το τι θέλουν οι άνθρωποι στο μέλλον. Αποφεύγει το βασικό ερώτημα, αν θα χρειασθεί «εκσυγχρονισμός ή οικολογικοποίηση». Οικολογικοποίηση της κοινωνίας, υποστηρίζουν οι αποαναπτυξιακοί, δεν σημαίνει να εφαρμόσουμε μια εναλλακτικής μορφής ανάπτυξη. Έχει να κάνει με το καθήκον να φανταστούμε και να θεσπίσουμε εναλλακτικές στην ανάπτυξη.
Ορισμένοι υποστηρικτές της αποανάπτυξης εντοπίζουν περαιτέρω αποπολιτικοποίηση από τον νεοφιλελευθερισμό ή τη μεταπολεμική ιδεολογία της ανάπτυξης, εστιάζοντας αντ' αυτού στην προέλευση του νεωτερισμού. Σύμφωνα με τη θεωρία των «δαπανών»(dépense), οι κοινωνίες έχουν πάντα ένα πλεόνασμα πόρων, πάνω από το επίπεδο που είναι απαραίτητο για την απλή αναπαραγωγή της ζωής: η πολιτική αφορά τη συλλογική επιλογή του προορισμού του πλεονάσματος αυτού. Η κύρια καινοτομία του καπιταλισμού ήταν η (θεσμοθετημένη) επένδυση σημαντικού μέρους του πλεονάσματος σε νέα Παραγωγή. Αυτό επέτρεψε την απογείωση της ανάπτυξης κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα. Κατά συνέπεια, ο καπιταλισμός έχει αποκηρύξει την κατ' εξοχήν άσκηση της πολιτικής κυριαρχίας, δηλαδή τις συλλογικές αποφάσεις για τον προορισμό του πλεονάσματος. Παλαιότεροι πολιτισμοί, για παράδειγμα, καθόρισαν το σκοπό τους μέσω διαφορετικών μορφών -μη παραγωγικών- δαπανών του πλεονάσματος, δημιουργώντας νόημα με την οικοδόμηση μιας πυραμίδας, ενός ναού ή ακρόπολης, υποστηρίζοντας μια τάξη μοναχών, ή φιλοσόφων. Αυτή η συλλογική επιδίωξη της αισθητικής έχει χαθεί στον καπιταλιστικό πολιτισμό, έχοντας υποβιβαστεί στην ιδιωτική σφαίρα. Οι δραστηριότητες δαπανών έχουν εμπορευματοποιηθεί και εξατομικευθεί. Πράγματι, η υπόσχεση του νεωτερισμού είναι ότι το νόημα της ζωής πρέπει να βρεθεί από κάθε άτομο και μόνο, και ότι σε αυτή την επιδίωξη αυτός/αυτή έχει κάθε δικαίωμα να κινητοποιήσει όλους τους αναγκαίους πόρους. Σε κοινωνικό επίπεδο, αυτό μεταφράζεται σε μη διαπραγματεύσιμη ζήτηση για ανάπτυξη. Καθώς τα άτομα αναζητούν το νόημα της ζωής, η πραγματικά «πολιτική» σφαίρα όπου το νόημα αυτό διαμορφώνεται συλλογικά, έχει υποταχθεί στην επιτακτική ανάγκη για ανάπτυξη. Για αυτό θα χρειασθεί να δημιουργηθεί μια νέα πολιτική σφαίρα από ένα κοινωνικοπολιτικό κίνημα νέων ανθρώπων με διαφορετικό από τον κυρίαρχο τρόπο σκέψης, ζωής και κοινωνικοπολιτικής δράσης.
6η Θέση: Απελευθερωτικά όρια
Η αποαναπτυξιακή σκέψη στη δεκαετία του 1970 (Αντρέ Γκορτζ, Ιβάν Ίλιτς, Κορνήλιος Καστοριάδης) αποδέχεται το όριο, όχι ως εξωτερικά επιβαλλόμενο, αλλά ως συνειδητή επιλογή που αποτελεί μέρος ενός συλλογικού πολιτικού σχεδίου( «μια κοινωνική επιλογή και μη επιβαλλόμενη ως εξωτερική επιταγή»). Αυτό το επιχείρημα για τον αυτοπεριορισμό λόγω της υποβάθμισης του περιβάλλοντος δεν είναι ούτε ένα εγγενές τέτοιο(«ας σώσουμε τη φύση για χάρη της φύσης») ούτε ένα χρησιμοθηρικό επιχείρημα του τύπου: «να σώσουμε τη φύση για να σώσουμε τους εαυτούς μας που εξαρτώνται από αυτήν». Πρόκειται περί επιχειρήματος για μια απλούστερη ζωή με περισσότερη αρμονία με τον μη ανθρώπινο κόσμο, για μια ζωή που είναι αυτή που είναι και αξίζει να τη ζήσουμε.
Ο Ivan Illich (1973) προτείνει την απλότητα και τον αυτοπεριορισμό- ορίζοντας την έννοια της φιλικότητας(ευτραπελίας) προς τον άνθρωπο- σαν απαραίτητα στοιχεία για την αυτονομία και κατ' επέκταση για την πραγματική δημοκρατία, την απελευθέρωση και την ισότητα. Φιλικά(ευτράπελα) προς τον άνθρωπο εργαλεία και χώροι είναι εκείνα που είναι κατανοητά, διαχειρίσιμα και ελεγχόμενα από τους χρήστες τους. Ένα σπίτι που χτίστηκε και επισκευάζεται από τους χρήστες του προωθεί την αυτονομία τους. Ένα «έξυπνο» κτίριο του οποίου η θερμοκρασία ελέγχεται από λογισμικό δεν το κάνει. Αυτονομία σημαίνει ότι οι άνθρωποι έχουν τον έλεγχο των εργαλείων και των χώρων τους, πράγμα που σημαίνει ότι δεν παράγονται ούτε διαχειρίζονται ή διοικούνται κάπου αλλού. Ο Illich έθεσε το ζήτημα με τα ορυκτά καύσιμα όχι λόγω του σημείου καμπής του πετρελαίου ή της κλιματικής αλλαγής. Το πρόβλημά του ήταν ότι η χρήση υψηλής τάξης(χαμηλής εντροπίας)ενέργειας υποστηρίζει πολύπλοκα τεχνολογικά συστήματα που δεν μπορούν να ελέγχονται άμεσα από τους χρήστες τους. Τα συστήματα αυτά από την ίδια τους τη φύση απαιτούν εξειδικευμένους εμπειρογνώμονες για τη διαχείρισή τους. Αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ εμπειρογνωμόνων και μη ειδικών δημιουργεί αναπόφευκτα αθέμιτες ιεραρχίες και συγκεντρώνει την εξουσία. Ισότητα και δημοκρατία είναι απίθανο να επιτευχθεί, εφόσον οι άνθρωποι δεν έχουν υπό την κυριαρχία και τον κοινό τους έλεγχο τα μέσα παραγωγής και διαμονής. Από αυτή την άποψη, η αποανάπτυξη είναι αντίθετη προς τον πράσινο εκσυγχρονισμό και τις αποτελεσματικές πράσινες τεχνολογίες, όπως έργα μεγάλης κλίμακας για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (βιομηχανικά αιολικά πάρκα ή τα σχέδια ηλιακών πάρκων Σαχάρας-Ευρώπης) ή τρένα μεγάλης ταχύτητας, όχι μόνο επειδή αυτά μπορεί να είναι ανεπαρκή ή να μην είναι αρκετά πράσινα, αλλά λόγω της μη φιλικής πολυπλοκότητας τους.
Ο André Gorz (1982) ανέπτυξε ένα κάπως παρόμοιο επιχείρημα, αλλά σαν αυτονομία τόνισε την ελευθερία από την μισθωτή εργασία. Ο Gorz ορίζει ως αυτόνομο τον τομέα της μη αμειβόμενης εργασίας, όπου τα άτομα και οι συλλογικότητες απολαμβάνουν τον ελεύθερο χρόνο ή παράγουν για ιδία χρήση, και όχι για την αγορά και το εμπόριο. Η σφαίρα της αναπαραγωγής και της φροντίδας ανήκει στην αυτόνομη σφαίρα. Σε αντίθεση με τον Ίλιτς, ο Γκορζ δεν ήταν κριτικός προς τη βιομηχανία· οραματίστηκε μια διπλά αυτόνομη βιομηχανική κοινωνία, αποτελούμενη από μια οικονομική σφαίρα όπου βιομηχανικά αγαθά και υπηρεσίες παράγονται με τη μέγιστη αποτελεσματικότητα, απελευθερώνοντας έτσι όλο και περισσότερο χρόνο για να δαπανάται στον αυτόνομο τομέα. Υποστήριξε επίσης τις αποκεντρωμένες μικροβιομηχανίες που χρησιμοποιούν έναν «ψηφιακό κατασκευαστή» (παρόμοιο με έναν εκτυπωτή 3D), πρότζεκτς παρόμοια με τα σύγχρονα όπως Οικολογία Ανοικτού Κώδικα, όπου η καινοτομία εξαρτάται από τη συνεργασία. Ο Gorz επέκρινε το σοσιαλιστικό όνειρο ενός συλλογικού και δημοκρατικού ελέγχου των μέσων παραγωγής· μοντέρνες γραμμές παραγωγής είναι πολύ πολύπλοκες για να ελέγχονται από τους εργαζόμενους χωρίς αντιπροσώπους, υποστήριξε. Οι βιομηχανίες θα πρέπει να διαχειρίζονται από δημοκρατικά ελεγχόμενα κράτη και να εξασφαλίζουν την ικανοποίηση των βασικών υλικών αναγκών, όλων. Ο σοσιαλισμός θα έρθει μόνο μέσω της απελευθέρωσης από την μισθωτή εργασία, όχι με την αλλαγή των συνθηκών της μισθωτής εργασίας. Παρά την ελαφρώς διαφορετική λογική από τον illich, ο Gorz υποστήριξε επίσης την επέκταση μιας αυτόνομης σφαίρας ήπιας έντασης, με αποεμπορευματοποιημένες, λιτές δραστηριότητες.
Είναι σε αυτό το πνεύμα που πιο πρόσφατα ο Serge Latouche (2011) υποστήριξε ότι η αφθονία μπορεί να βρεθεί στη λιτότητα(«Λιτή Αφθονία»). Γι' αυτόν αφθονία είναι ένα θέμα σχεσιακών, όχι υλικών αγαθών. Είναι θέμα αυτονομίας και φιλικότητας. Μόνο μια κοινωνία που αποφασίζει ότι «έχει αρκετά» και περιορίζει τον εαυτό της από την επιδίωξη αυτού που μπορεί να επιδιωχθεί, μπορεί να λύσει το πρόβλημα της σπανιότητας, ικανοποιώντας τον εαυτό της με ό,τι είναι διαθέσιμο. Μόνο μια κοινωνία που είναι ισότιμη και μοιράζεται ό, τι είναι διαθέσιμο επιδιώκοντας την ευζωία με την επάρκεια, μπορεί να ξεφύγει από τις ανισότητες που διατηρούν την αστάθεια και δημιουργούν μια αίσθηση γενικευμένης σπανιότητας.
Σε αυτό το πνεύμα, ορισμένοι αποαναπτυξιακοί τονίζουν ότι βρήκαν την έμπνευση για τη θεωρία τους, όχι στον Μάλθους, αλλά στους Νεομαλθουσιανούς αναρχο-φεμινιστές της Emma Goldman, η οποία υποστήριξε τη συνειδητή τεκνοποίηση στον αγώνα τους κατά του καπιταλισμού και της εκμετάλλευσης των γυναικείων σωμάτων για την παραγωγή στρατιωτών και φθηνού εργατικού δυναμικού.
7η Θέση: Μια μετάβαση πέρα από την ανάπτυξη είναι μια μετάβαση πέρα από Καπιταλισμό
Ο καπιταλισμός σαν οικονομικό σύστημα έχει ως βασικό στόχο τη συσσώρευση κεφαλαίου. Μέσα από ένα σύνολο θεσμών -ιδιωτική περιουσία, εταιρεία, μισθωτή εργασία, ιδιωτική πίστωση και χρήματα με επιτόκιο – ως τελικό αποτέλεσμα έχει-μέσα από μια δυναμική κέρδους- την αναζήτηση περισσότερων κερδών. Η αποανάπτυξη, ακόμη και με τη στενή έννοια της μείωσης της κλίμακας της υλικής οικονομίας, είναι απίθανο να είναι συμβατή με τον καπιταλισμό, γιατί ο βασικός κινητήρας του είναι η ανάπτυξη που δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την απόδοση και την επέκταση. Αυτή είναι μια πραγματικότητα, ακόμη και αν θεωρητικά, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι μελετητές της σταθερής κατάστασης, μια καθολική και φθίνουσα πορεία του ανώτατου ορίου στην παραγωγή υλικών και ενέργειας θα ανάγκαζαν τις καπιταλιστικές οικονομίες να εργαστούν εντός ορίων.
Στην πράξη, ωστόσο, η έλλειψη ανάπτυξης αυξάνει την εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού για τη διατήρηση ή την αύξηση του ποσοστού κέρδους. Έτσι, σε συνθήκες έλλειψης ανάπτυξης, ο καπιταλισμός και η φιλελεύθερη δημοκρατία καθίστανται κοινωνικά και πολιτικά ασταθείς. Η ανάπτυξη αποφεύγει τις αναδιανεμητικές συγκρούσεις και στηρίζει τον καπιταλισμό πολιτικά. Με αυτή την συγκεκριμένη έννοια η ανάπτυξη είναι απαραίτητη για τον καπιταλισμό.
Έχει διατυπωθεί ένα σενάριο όπου μπαίνουν συλλογικά όρια («καπάκια»-«βαλβίδες») και, στη συνέχεια, εφαρμόζονται πολιτικές κοινωνικής ασφάλισης (όπως εγγύηση εργασίας σε όλους από το κράτος) για να εξασφαλισθεί ότι η μείωση της κλίμακας δεν απειλεί τη βασική ευημερία κανενός. Ωστόσο, θα ήταν απαραίτητες ριζικές πολιτικές αλλαγές για να επιτραπεί μια τέτοια φαινομενικά αβλαβής πολιτική «μεταρρυθμίσεων». Στις υπάρχουσες καπιταλιστικές δημοκρατίες υπάρχει ανισότητα στην πολιτική εξουσία, κατανεμημένη περίπου σύμφωνα με την οικονομική δύναμη. Ανώτατα όρια, φόροι ή αναδιανεμητικό εισόδημα/εργασία, προγράμματα ασφαλείας κ.λπ., είναι πιθανό να βλάψουν οικονομικά συμφέροντα με προνομιακή πρόσβαση στις κυβερνήσεις. Μια ριζική αναδιάταξη των σχέσεων εξουσίας θα ήταν απαραίτητη για να θεσπιστούν όλα αυτά, γιατί μετά τη θέσμισή τους, το κεφάλαιο δεν θα κατείχε τη θέση της κυρίαρχης κοινωνικής δύναμης.
8η Θέση: Υπάρχουν ήδη αποαναπτυξιακές-μετακαπιταλιστικές εναλλακτικές λύσεις
Η αποανάπτυξη προτείνεται επίσης ως μια δομική έννοια για τη σύνδεση μιας ποικιλίας μετακαπιταλιστικών εναλλακτικών λύσεων με χαμηλές εκπομπές άνθρακα. Υπάρχουν εναλλακτικοί θεσμοί τόσο στο μικρο-επίπεδο της κοινοτικής οργάνωσης όσο και στο μακροοικονομικό επίπεδο κρατικής οικονομικής ρύθμισης.
Για παράδειγμα, ως εναλλακτική λύση στη θέσμιση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας ως κυρίαρχης αρχής κάτω από τον καπιταλισμό, οι αποαναπτυξιακοί τονίζουν την ανάκτηση – και τη δημιουργία νέων – Κοινών (commons), για πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες που βασίζονται στην κοινή χρήση. Μια εικόνα τους αποτελούν οι οικοκοινότητες και τα εγχειρήματα συστέγασης που πειραματίζονται με μορφές μη ιδιωτικών κατοικιών όπου οι χρήστες μοιράζονται κοινούς χώρους και επενδύσουν τη δική τους εργασία στην κατασκευή και συντήρηση της στέγασής τους. Άλλα παραδείγματα νέων μορφών ιδιοκτησίας είναι οι πειρατές- προγραμματιστές και οι on-line κοινότητες των ψηφιακών Κοινών που απορρίπτουν την ιδιωτική πνευματική ιδιοκτησία, δημιουργώντας και μοιράζοντας («ομότιμη παραγωγή»- «peer production», «copy-left») νέα ανοικτά ψηφιακά προϊόντα ανοικτού κώδικα.
Συνεταιρισμοί εργαζομένων και χρηστών αμφισβητούν την εταιρική μορφή των σχέσεων ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και είναι μακριά από πρόσοδο και κέρδη. Στον τομέα της παραγωγής τροφίμων, και σε αντίθεση με τις γεωργικές επιχειρήσεις, αγρο-οικολογικές ομάδες αγροτών και νέων που «επιστρέφουν στη γη», παράγουν για τη διαβίωσή τους και για εναλλακτικά δίκτυα τροφίμων που συνδέονται άμεσα με συνεταιρισμούς καταναλωτών χωρίς μεσάζοντες. Στους αστικούς κήπους που έχουν πρόσβαση και διαχειρίζονται από κοινού, οι κάτοικοι των πόλεων παράγουν τα δικά τους τρόφιμα και διατηρούν τους δικούς τους χώρους αναψυχής, διαθέτοντας μη αμειβόμενη εργασία για τη διαβίωση και αναψυχή τους. Αποαναπτυξιακοί, στην παράδοση του illich, ασχολούνται επίσης και συμβάλλουν σε διάφορα νέα εκπαιδευτικά ιδρύματα ή ιδρύματα φροντίδας, όπως οι γονικοί παιδικοί σταθμοί και σχολεία, όπου οι γονείς συμμετέχουν άμεσα στην εκπαίδευση των παιδιών τους.
Τέτοιες «ουτοπίες του τώρα» μοιράζονται πέντε χαρακτηριστικά:
1) από την παραγωγή για ανταλλαγή-εμπόριο, στην παραγωγή για χρήση (των συμμετεχόντων ή των τελικών χρηστών)·
2) μερική υποκατάσταση της μισθωτής εργασίας με εθελοντική δραστηριότητα των μελών, που σημαίνει αποεμπορευματοποίηση και αποειδίκευση της εργασίας·
3) μια αντι-ωφελιμιστική λογική, όπου η κυκλοφορία των αγαθών γίνεται-τουλάχιστον εν μέρει- με ανταλλαγή «αμοιβαίων δώρων» αντί της αναζήτησης κέρδους·
4) μια εγγενής αξία που αποδίδεται στην κοινοτικοποίηση («commoning») και στις σχέσεις μεταξύ τους(«σχεσιακά αγαθά»)·
5) η έλλειψη ενσωματωμένης δυναμικής για τη συσσώρευση και επέκταση.
Από την άποψη της βιωσιμότητας, αυτό που είναι ενδιαφέρον είναι η σχετικά χαμηλή εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα των υλικών που χρησιμοποιούνται από πολλές τέτοιες εναλλακτικές λύσεις σε σύγκριση με τα συμβατικά κρατικά ή αγοραία συστήματα που προσφέρουν τις ίδιες υπηρεσίες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα η παραγωγή τροφίμων, τα εναλλακτικά συστήματα φαίνονται να είναι λιγότερο αποδοτικά από τα συμβατικά συστήματα ανά μονάδα προϊόντος, δεδομένου του χαμηλότερου βαθμού εξειδίκευσης και του περιορισμένου καταμερισμού εργασίας (αν και αυτό θα ήταν πιθανότατα λιγότερο, αν κανείς λαμβάνει επίσης υπόψη το περιβαλλοντικό κόστος των εισροών όπως το πετρέλαιο). Παρ' όλα αυτά, οι εναλλακτικές αυτές είναι πιθανό να είναι περιβαλλοντικά πιο ευπρόσδεκτες, ακριβώς επειδή η μη παραγωγικότητά τους περιορίζει την κλίμακά τους (ένα "ριμπάουντ", ή αντίστροφη ανάκαμψη ή εφέ αναπήδησης).
Υπάρχει ένας ενδιαφέρον πολλαπλασιασμός των νέων κοινοτικών εγχειρημάτων και των μορφών παραγωγής σε συνθήκες οικονομικής κρίσης- ως αποδεικτικό στοιχείο- από την Αργεντινή, την Καταλονία, ή την Ελλάδα. Η εικόνα εδώ είναι ότι, καθώς οι συμβατικοί θεσμοί του καπιταλισμού δεν καλύπτουν τις βασικές ανάγκες των ανθρώπων, υπάρχει μια αυθόρμητη αύξηση των νέων θεσμών στην αυτόνομη σφαίρα.
Τέτοια εγχειρήματα δεν χρειάζεται να αντικαθιστούν τις λειτουργίες του κράτους (την περίθαλψη, την εκπαίδευση, την κοινωνική ασφάλιση ή την παροχή βασικών αγαθών). Αντ'αυτού μπορούν να προσφέρουν εναλλακτικές λύσεις που μετασχηματίζουν τις λειτουργίες των κρατών χωρίς να τις αποσυναρμολογούν, αμφισβητώντας με τον τρόπο αυτό την τάση ιδιωτικοποίησης των κρατικών περιουσιακών στοιχείων και υπηρεσιών.
Στο επίπεδο των κυβερνητικών πολιτικών, η βιβλιογραφία για την αποανάπτυξη έχει ερευνήσει θεσμούς εργασίας και κοινωνικής ασφάλισης που μπορούν να εξασφαλίσουν ουσιαστική απασχόληση χωρίς ανάπτυξη και στήριξη, όπου είναι δυνατή η επέκταση της αυτόνομης σφαίρας. Προτείνεται ένα σύστημα εγγυημένων θέσεων εργασίας που μετατρέπει το κράτος σε εργοδότη έσχατης ανάγκης, μειώνοντας εκ των πραγμάτων την ανεργία στο μηδέν και επιδοτώντας τη περίθαλψη ή τις αυτόνομες δραστηριότητες μέσω των κρατικών δαπανών. Ένα άνευ όρων βασικό εισόδημα για όλους τους πολίτες τελικά, σε συνδυασμό πιθανά με ένα ανώτατο εισόδημα και φορολογία των μισθών και των κερδών, μπορεί να εξασφαλίσει ένα βασικό επίπεδο διαβίωσης και ασφάλειας για όλους όσους δεν έχουν πρόσβαση σε μισθωτή εργασία. Με τις βασικές ανάγκες να καλύπτονται, υποτίθεται ότι θα υπάρξουν περισσότερες ευκαιρίες να αφιερώσει κανείς το χρόνο του στην αυτόνομη σφαίρα και ίσως να μοιραστεί πιο δίκαια η εργασία μέσω της μερικής απασχόλησης στον τομέα της αμειβόμενης εργασίας.
Η κατανομή της εργασίας, η οποία επιτυγχάνεται μέσω αναδιανομής της εργασίας μεταξύ των εργαζομένων και των ανέργων με μείωση του χρόνου εργασίας στον τομέα της αμειβόμενης, μπορεί επίσης να μειώσει την ανεργία και να αναδιανείμει τον πλούτο εάν εφαρμοστεί με ισοτιμία εισοδημάτων. Η ανησυχία που υπάρχει είναι ότι αν θεσμοποιηθούν τα παραπάνω και εάν η τεχνολογία και η παραγωγικότητα συνεχώς βελτιώνεται, η έλλειψη ανάπτυξης θα καταστήσει περιττό ένα αυξανόμενο μέρος του εργατικού δυναμικού. Τότε όμως, το κράτος μπορεί να αναδιανείμει μερικά από τα οφέλη της αυξημένης παραγωγικότητας υπέρ του απελευθερωμένου χρόνου και της αυτόνομης σφαίρας.
Μια άλλη στρατηγική για την επίλυση του προβλήματος της ανεργίας είναι μια διαρθρωτική στροφή που υποστηρίζεται από το κράτος προς μια νέα οικονομία των κοινωνικών και συνεργατικών-συνεταιριστικών δραστηριοτήτων που επικεντρώνονται στις υπηρεσίες (υγεία, εκπαίδευση, αναψυχή). Τέτοιες δραστηριότητες έχουν χαμηλή παραγωγικότητα, αλλά είναι μεγαλύτερης έντασης εργασίας και παρέχουν περισσότερη απασχόληση. Αν και έχουν χαμηλή οικονομική αξία, έχουν υψηλή κοινωνική αξία και μπορούν να αποτελέσουν τη βάση μιας αλληλέγγυας συνεργατικής οικονομίας των αναγκών και της εγγύτητας.
Όσον αφορά το νόμισμα και το πιστωτικό σύστημα, οι θεσμικές προτάσεις που προκύπτουν από τη βιβλιογραφία για την αποανάπτυξη περιλαμβάνουν μηδενικά επιτόκια και πολύ υψηλές απαιτήσεις αποθεματικών για τις τράπεζες, ώστε να περιορίσουν τις πιστωτικές φούσκες που οδηγούν σε φανταστική και εικονική ανάπτυξη. Κοινοτικά νομίσματα, τράπεζες χρόνου και ανταλλαγές χωρίς χρήμα έχουν τη δυνατότητα να επανατοπικοποιήσουν την οικονομική δραστηριότητα, να ελέγχουν την κλίμακά της και να την απομακρύνουν από την επεκτατική δυναμική του νομισματικού συστήματος. Εμπειρίες με κοινοτικά νομίσματα δείχνουν ότι μπορούν να χρησιμεύσουν καλύτερα ως μικρής κλίμακας συμπληρώματα στα κύρια νομίσματα. Τα κρατικά νομίσματα θα συνεχίσουν να είναι σημαντικά λόγω της ανάγκης για δια-υπερ-τοπικές ανταλλαγές σε μια σύνθετη οικονομία και του γεγονότος ότι οι φόροι (μεγάλο μέρος του ακαθάριστου προϊόντος) καταβάλλονται σε συμβατικά χρήματα, ενώ απαιτούνται τεράστια ποσά χρηματοικονομικών και οργανωτικών πόρων για σταθερά νομισματικά συστήματα μεγάλης κλίμακας.
Επί του παρόντος, τα χρήματα δημιουργούνται ως επί το πλείστον μέσω ιδιωτικών τραπεζών. Η προσφορά χρήματος από ιδιωτικές τράπεζες και χρήματα που εκδίδονται ως χρέος μέσω δανείων από αυτές, δημιουργούν πράγματι μια δυναμική ανάπτυξης. Θα μπορούσε και το κράτος όμως να εκδώσει χρέος για την κάλυψη των δημόσιων αναγκών, π.χ. για τη χρηματοδότηση βασικού εισοδήματος ή συστήματος εγγύησης θέσεων εργασίας ή συνεταιρισμών, υπηρεσιών φροντίδας ή έργων ήπιας μορφής ενέργειας. Δημιουργώντας για τον εαυτό τους χρήματα, τα κράτη θα μπορούσαν επίσης να αξιοποιήσουν το κυριαρχικό δικαίωμα (τη διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αξίας του χρήματος και του κόστους παραγωγής του), και να εξοικονομήσουν χρήματα με το να μην πρέπει να πληρώνουν ιδιωτικές τράπεζες για να δανείζονται για τη χρηματοδότηση των κρατικών τους δαπανών.
Όσον αφορά στο χρέος, οι αποαναπτυξιακοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι η οικονομία δεν μπορεί να αναμένεται να αυξηθεί με τον ρυθμό που απαιτείται για την πληρωμή των χρεών. Το χρέος είναι μια κοινωνική σχέση, και η ιστορία είναι γεμάτη παραδείγματα κοινωνιών που διέγραψαν τα χρέη και ξεκίνησαν από την αρχή. Οι δυτικές κοινωνίες έχουν διατηρήσει έναν υλικά εύπορο τρόπο ζωής με τη μετατόπιση των υποσχέσεων πληρωμής στο μέλλον. Η διαγραφή χρέους ενδέχεται να προκαλέσει μείωση του βιοτικού επιπέδου των μικρών πιστωτών-αποταμιευτών. Από την άποψη της αποανάπτυξης, ο στόχος δεν μπορεί να είναι η ανάπτυξη για την αποπληρωμή χρεών, αλλά η δίκαιη κατανομή του κόστους μιας τέτοιας προσαρμογής. Είναι θεμιτό να διαγράφονται τα χρέη όσων το βασικό βιοτικό τους επίπεδο απειλείται και να μην πληρώνονται χρέη σε όσους δάνεισαν για το κέρδος. Ορισμένες πιστώσεις είναι πιο νόμιμες από ό, τι άλλες. Η αξιολόγηση και η απόφαση θα πρέπει να είναι δημοκρατική. Με αυτή την οπτική, οι αποαναπτυξιακοί υποστηρίζουν τον έλεγχο του χρέους από τους πολίτες και την παγκόσμια σεισάχθεια με αποανάπτυξη.
9η Θέση: Οι πολιτικές μετάβασης στην αποανάπτυξη είναι ακόμα ανοικτές και πολυποίκιλες
Πώς όλα αυτά, η εναλλακτική ιδιοκτησία, η εργασία και η πίστωση, οι μικρο-μακρο-θεσμοί θα μπορούσαν να συνδεθούν με εναλλακτικής μορφής κοινωνική και πολιτική οργάνωση εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο σημαντικής συζήτησης. Επίσης, δεν υπάρχει συμφωνία σχετικά με τις πολιτικές στρατηγικές που απαιτούνται για την αντικατάσταση των σημερινών θεσμών του καπιταλισμού με εναλλακτικές λύσεις. Ο Latouche (2009) βλέπει την αλλαγή να έρχεται μέσω της κοινοβουλευτικής πολιτικής των κομμάτων της αριστεράς που θα βάλουν την αποανάπτυξη στο πρόγραμμά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο ένα ιδιαίτερο κόμμα της αποανάπτυξης. Άλλοι βλέπουν μια πιο αυθόρμητη δικτύωση και την άνθηση μετακαπιταλιστικών εναλλακτικών λύσεων που καταλαμβάνουν όλο και περισσότερες πολιτικές και τον οικονομικό χώρο, καθώς το παλιό σύστημα των κρατών και των εταιρειών καταρρέει. Από την άποψη αυτή, οι εναλλακτικές πρακτικές στην εκπαίδευση, την παροχή τροφίμων, τη διαβίωση και την παραγωγή (βλέπε θέση 8 για τις εναλλακτικές λύσεις που υπάρχουν ήδη) είναι στην ουσία «πολιτικές» πρακτικές: αμφισβητούν και αναπτύσσουν συγκεκριμένες εναλλακτικές λύσεις στους κυρίαρχους θεσμούς του καπιταλισμού. Σύμφωνα με την άποψη του Γκράμσι, οι καθημερινές πρακτικές που ανακυκλώνουν τα κοινά νοήματα της κοινωνίας των πολιτών είναι εξίσου αναγκαίες με τον αγώνα για ηγεμονία στους πολιτικούς θεσμούς με την αυστηρή έννοια.
Για ορισμένους αποαναπτυξιακούς, η μετασχηματισμός του πολιτικού συστήματος σε μια άμεση μορφή δημοκρατίας των συνελεύσεων αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μιας μετάβασης σε κοινωνίες αποανάπτυξης. Βρίσκουν ελπίδα σε κοινωνικά κινήματα, όπως των αγανακτισμένων (Indignados , Occupy), που διαμόρφωσαν πολιτικές αξίες και εγχειρήματα που είναι παρόμοια με εκείνα της αποανάπτυξης. Γενικά, στις συζητήσεις για την αποανάπτυξη υπάρχει πληθώρα πιθανών δυνητικών στρατηγικών για την αποανάπτυξη και τα πολιτικά ζητήματα, που κυμαίνονται από την μη αμειβόμενη εργασία, μέχρι τις τωρινές ουτοπίες με κοινή εμπειρία ζωής και παραγωγής στην αυτόνομη σφαίρα σε υφιστάμενα κοινωνικά κινήματα, πολιτικά κόμματα και Ενώσεις. Στα πλαίσια της αποανάπτυξης-υποστηρίζουν κάποιοι- υπάρχει μια διάσπαση μεταξύ πολιτικών και «απολίτικων» στρατηγικών-ακτιβιστών, με τους τελευταίους να ορίζονται ως εκείνοι που αρνούνται να «κυβερνηθούν». Οργανωμένα χαρακτηριστικά ανυπακοής στο ρεπερτόριο των ακτιβιστών της αποανάπτυξης, εκτείνονται από τις καταλήψεις εγκαταλελειμμένων σπιτιών, ως στις καθιστικές διαμαρτυρίες κατά των megaprojects και των σταθμών άνθρακα, ή της χρηματοπιστωτικής ανυπακοής, όπως αυτή του Enric Duran, εξέχοντος υποστηρικτή της αποανάπτυξης στη Βαρκελώνη, ο οποίος «απαλλοτρίωσε» 492 000 ευρώ μέσω δανείων από 39 τράπεζες το 2008, για να καταγγείλει τόσο το επιθετικό πιστωτικό σύστημα όσο και να αφιερώσει τα χρήματα αυτά σε κοινωνικά εγχειρήματα.
Από πολιτική άποψη, οι στρατηγικές της αποανάπτυξης μπορούν να εφαρμοσθούν καλύτερα στον πλανητικό Νότο και στις περιφέρειες του καπιταλισμού, αλλά για να γίνει αυτό θα πρέπει να αμφισβητηθεί από τους πολίτες των χωρών του Νότου το φαντασιακό της ανάπτυξης. Σε αυτό θα βοηθούσε ένα κίνημα αποανάπτυξης στον Βορά, που θα έβαζε στο στόχαστρο το ανισωτικό μοντέλο ανάπτυξής του-που στηρίζεται στην ληστεία των πλούσιων σε φυσικούς πόρους και πηγές χωρών του Νότου-και θα απαιτούσε ταυτόχρονα την οικολογική και κλιματική δικαιοσύνη για το Νότο.
10η Θέση: Η αποανάπτυξη στο Βορρά θα δώσει τη δυνατότητα στον Νότο να ζήσει καλά
Η αποανάπτυξη στον παγκόσμιο Βορρά προτείνεται προκειμένου να απελευθερώσει οικολογικό χώρο και πόρους ώστε να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης στο παγκόσμιο Νότο. Αυτό αντιβαίνει στο τυπικό επιχείρημα της παγκοσμιοποίησης ότι η ανάπτυξη στο Βορρά είναι απαραίτητη έτσι ώστε ο Νότος να έχει αναπτυσσόμενες αγορές για την εξαγωγή των προϊόντων του. Οι αποαναπτυξιακοί ποντάρουν στο ιστορικό γεγονός ότι ο Παγκόσμιος Βορράς δεν χρειαζόταν αναπτυσσόμενες αγορές στο Νότο, προκειμένου να αναπτυχθεί, αλλά μάλλον φθηνούς φυσικούς και ανθρώπινους πόρους τους οποίους εκμεταλλεύθηκε. Στην πραγματικότητα, ένα θα μπορούσε να είναι το επιχείρημα: ότι η αποανάπτυξη στο Βορρά σήμερα θα μειώσει τη ζήτηση φυσικών πόρων και βιομηχανικών αγαθών, καθιστώντας τα πιο προσιτά και προσβάσιμα στο Νότο.
Ακόμα κι έτσι, αυτή η οικονομίστικη διατύπωση των σχέσεων Βορρά-Νότου δεν είναι ικανοποιητική από την άποψη της αποανάπτυξης, καθώς αφήνει ανέπαφο το φαντασιακό της ανάπτυξης και της μεγέθυνσης. Οι πνευματικές ρίζες της αποανάπτυξης μπορούν να αναχθούν στη βιβλιογραφία για την μετα-ανάπτυξη και την κριτική του φαντασιακού της ανάπτυξης για τον «Τρίτο Κόσμο». Η υπόθεση εδώ είναι ότι η απόρριψη της ανάπτυξης στο Βορρά μπορεί να σταματήσει τον αποικισμό του φαντασιακού στο Νότο, από το μοντέλο της ανάπτυξης ως μονόδρομου για το μέλλον του. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει έλλειψη εναλλακτικής φαντασίας για την καλή ζωή στο Νότο. Μεταξύ των παραδειγμάτων περιλαμβάνονται: το Buen Vivir στη Λατινική Αμερική (ή Sumak Kawsay στον Ισημερινό), το Ubuntu στη Νότια Αφρική ή η οικονομία της σταθερότητας του Γκάντι στην Ινδία. Τα οράματα αυτά εκφράζουν εναλλακτικές λύσεις προς το καπιταλιστικό μοντέλο της ανάπτυξης και εναλλακτικές πορείες της κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης. Η θέση της αποανάπτυξης είναι ότι αυτές οι εναλλακτικές μπορούν να ανθίσουν στα πλαίσια μιας υποχώρησης του φαντασιακού της ανάπτυξης στις Βόρειες χώρες, οι οποίες το έχουν προωθήσει, αν δεν το έχουν επιβάλει στον υπόλοιπο κόσμο.
Το μέλλον της αποανάπτυξης
Από άποψη έρευνας, υπάρχουν πολλά που πρέπει να γίνουν για την τροποποίηση και διαμόρφωση κάθε μίας από τις 10 διατυπωθείσες παραπάνω θέσεις, την παραγωγή νέων θέσεων και περαιτέρω διαφοροποίηση στο πεδίο της αποανάπτυξης. Απαιτείται περισσότερη έρευνα, για παράδειγμα, για να καταδειχθεί ότι η ανάπτυξη είναι οικολογικά μη βιώσιμη, ή ότι η αποϋλοποίηση είναι αδύνατη και ανεπαρκής. Απαιτούνται περισσότερα ιστορικά δεδομένα για την υποστήριξη της θέσης ότι αντιμετωπίζουμε μια συστημική, και όχι περιοδική, στασιμότητα και ότι τα όρια των πόρων έχουν κάτι να κάνουν με αυτό. Ο ισχυρισμός επίσης ότι η εγκατάλειψη της ανάπτυξης μπορεί να αναβιώσει τον πολιτικό διάλογο και να θρέψει τη δημοκρατία, αντί να ζωντανεύει καταστροφικά πάθη, είναι προς το παρόν αναπόδεικτος. Γενικά, οι ισχυρισμοί αυτοί είναι ισχυρά καθιερωμένοι στο πλαίσιο της κοινότητας αποανάπτυξης, αλλά απέχουν πολύ από το να γίνουν αποδεκτοί από την ευρύτερη κοινωνία, όπου η αποϋλοποίηση και η πράσινη ανάπτυξη εξακολουθούν να θεωρούνται όχι μόνο ως δυνατές, αλλά πιθανότατες.
Απαιτείται επίσης περισσότερη έρευνα για να κατανοήσουμε πώς και γιατί οι άνθρωποι και τα έθνη προσαρμόζονται στην έλλειψη ανάπτυξης, γιατί άλλοι εναλλακτικοί θεσμοί επιτυγχάνουν και αμφισβητούν τον καπιταλισμό, άλλοι καταρρέουν ή ενσωματώνονται στο κυρίαρχο ρεύμα, ή πώς και υπό ποιες προϋποθέσεις, θεσμοί όπως η κατανομή της εργασίας ή ένα βασικό και ανώτατο εισόδημα θα ήταν αποτελεσματικοί, όπως ισχυρίζονται οι συνήγοροί τους.
Ένα άλλο ερώτημα αφορά στην κοινωνική δυναμική, στις συμμαχίες, και στις διαδικασίες που θα βάλουν μπροστά μια Μετάβαση. Το ερώτημα αυτό δεν είναι μόνο διανοητικό και δεν μπορεί να απαντηθεί μόνο από την έρευνα. Η κοινωνική αλλαγή είναι μια διαδικασία δημιουργίας και είναι αδύνατο να προβλεφθεί εκ των προτέρων. Κάποιες ακαδημαϊκές μελέτες πάνω στην αποανάπτυξη θα μπορούσαν να προσφέρουν νέες αφηγήσεις για να εμπνεύσουν και να ενεργοποιήσουν πολιτικές μετάβασης. Η έρευνα για την αποανάπτυξη δεν είναι μόνο δια- και διεπιστημονική. Είναι διαφανής όσον αφορά τις αξίες και τις πολιτικές της, και βασίζεται ρητά σε ένα μοντέλο μετα-κανονικής επιστήμης, σε ερευνητές, ανθρώπους της πράξης και ακτιβιστές που συνεργάζονται σε νέα δίκτυα, όπως για παράδειγμα, οι ομάδες εργασίας των διεθνών διασκέψεων για την αποανάπτυξη. Οι 10 θέσεις που παρουσιάζονται εδώ είναι τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας και εμψυχώνουν την πολιτική πρακτική. Αλλά αν θέλουμε η συζήτηση για την αποανάπτυξη να διατηρήσει τη δυναμική της, δεν υπάρχει λόγος να παγιωθεί σε αυτές.
Στην ιστοσελίδα της Τοπικοποίησης κάνουμε μια προσπάθεια για παραπέρα συγκεκριμενοποίηση των παραπάνω θέσεων και ο στόχος μας είναι να διατυπωθεί μια ολοκληρωμένη πρόταση για την μετάβαση σε κοινωνίες Αποανάπτυξης-Τοπικοποίησης με τον Κοινοτισμό και την Άμεση δημοκρατία.
[1] Τέλος στα αρχαιοελληνικά: ολοκλήρωση, τελείωση, εκπλήρωση