Για αυτό, η αριστερά –σε όλες τις εκφάνσεις της ακόμα και η ελευθεριακή- δεν είναι πια η ελπιδοφόρα δύναμη του μέλλοντος, δεν μπορεί να γίνει ο οδηγός για την ευζωία των «από κάτω», δεν αποτελεί πηγή ενέργειας για μεγάλες κοινωνικές αλλαγές υπέρ των πολλών. Δεν έχει δική της αφήγηση –πέρα από το αναμασημένο μοντέλο του σοσιαλισμού που επιμένει κάποια κατεύθυνσή της και έχει απορριφθεί από την κοινωνική συνείδηση των σημερινών «από κάτω»-για μια κοινωνία πέρα από τον παγκόσμιο ανταγωνισμό, την απεριόριστη ανάπτυξη, την περιβαλλοντική καταστροφή τόπων, τη διάλυση των τοπικών κοινοτήτων και των τρόπων ζωής τους, την ληστεία των τοπικών πόρων ζωής και των κοινών μέσα από τη μετατροπή τους σε εμπόρευμα.
Προς το παρόν στα προγράμματα των κομμάτων της αριστεράς-κοινοβουλευτικών και εξωκοινοβουλευτικών-η λέξη «ανάπτυξη» είναι μια από κείνες που αναφέρονται περισσότερο. Δεν αμφισβητείται το πρότυπο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ταυτίζεται με την ιστορικά κληρονομημένη έννοια του μαρξισμού-λενινισμού της «ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων»-την οποία κάνει σε μεγάλο βαθμό ο καπιταλισμός-η οποίες παραγωγικές δυνάμεις κάποια στιγμή -με αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων –θα μπουν και στην υπηρεσία των εργαζομένων και θα βελτιώσουν τη ζωή τους, ελαχιστοποιώντας τις κοινωνικές ανισότητες.
Υπάρχουν τα οράματα. Απλώς πρέπει να εκφρασθούν, να συζητηθούν και πάνω απ 'όλα να βιωθούν.
Αναφερόμαστε στις δράσεις της κοινωνίας των πολιτών, στα πλαίσια π.χ. της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας και των δικτύων της ομότιμης παραγωγής ("peer-to-peer") ή της διαχείρισης των «Κοινών»(Commons), καθώς και στις προσεγγίσεις που βάζει η συζήτηση για την κοινωνική και ατομική συνείδηση. Όλες αυτές οι δραστηριότητες και ιδέες έχουν την προέλευσή τους στην ανάγκη να δημιουργηθεί ένα βιώσιμο μέλλον για όλους τους ανθρώπους μέσα στα οικολογικά όρια του κάθε τόπου και του πλανήτη. Να επισημάνουμε δε ότι πολλές ιδέες και οράματα υπάρχουν ήδη και βιώνονται στα πλαίσια των αντίστοιχων κοινοτήτων ανθρώπων. Ωστόσο, προς το παρόν, αυτά τα συναρπαστικά πειράματα, συχνά, υπάρχουν παράλληλα και δίπλα-δίπλα, χωρίς να το γνωρίζουν και μη έχοντας τη δυνατότητα να μαθαίνουν το ένα από το άλλο. Εκείνο που βιώνουν παντού είναι ότι οι κυρίαρχες πολιτικές όχι μόνο δεν τα προωθούν, αλλά αντίθετα τα εμποδίζουν να ξεδιπλωθούν, σύμφωνα με τη δυναμική τους. Αυτές τις πολιτικές καλείται η «κυβερνώσα» και μη αριστερά να ανατρέψει, αν θέλει να είναι μέρος του μέλλοντος.
Ειδικά η «κυβερνώσα»-όπως αρέσκεται να ονομάζεται-αριστερά στην Ελλάδα, δεν μπορεί να είχε σαν στόχο, αυτό που αποδείχθηκε πολύ γρήγορα: συμβολή της κυβέρνησης Τσίπρα στην πρακτική επιβολή της ιδέας «ΤΙΝΑ» (There Is No Alternative: Δεν Υπάρχει Εναλλακτική» της Θάτσερ), τόσο αναίμακτα στη χώρα!
Το νέο δίλημμα με το οποίο μας ζητά να πορευτούμε, η «κυβερνώσα» αριστερά μετά το «αριστερό» μνημόνιο λοιπόν, είναι το: Ανάπτυξη ή Στασιμότητα. Κανένα όραμα για το μέλλον. Ανάπτυξη για να επιστρέψουμε στην προ μνημονίων καθημερινότητα ή στασιμότητα στην «μνημονιακή» εποχή! Σαν σύνθημα έχει πλεονέκτημα υπέρ της διατήρησής της στην κυβέρνηση, γιατί κανείς δεν είναι υπέρ της στασιμότητας. Οι περισσότεροι νεοέλληνες είναι αφοσιωμένοι οπαδοί της «Ανάπτυξης», της συνδεδεμένης με την «ευημερία» της ατομικής υπερκατανάλωσης. Στην ουσία δεν διαφέρει με αυτό το μη δίλημμα από τους νεοφιλελεύθερους. Και αυτοί είναι υπέρ της ανάπτυξης και δεν θέλουν τη στασιμότητα. Διαφέρουν στον τρόπο με τον οποίο επιδιώκουν να ξεκινήσει η ανάπτυξη, με διαφορετική σειρά των απαιτούμενων βημάτων:
Φιλελεύθεροι: Πρώτα ιδιωτική αποταμίευση στις τράπεζες και μετά επενδύσεις των επιχειρήσεων-μέσω δανείων από τις τράπεζες- για νέες θέσεις εργασίας και παραγωγή ανταγωνιστικών στη διεθνή αγορά προϊόντων, με αποτέλεσμα την αύξηση του ΑΕΠ και άρα την ανάπτυξη!(Στουρνάρας).
Κυβερνώσα αριστερά: ώθηση πρώτα της ιδιωτικής κατανάλωσης με νέο χρήμα στην αγορά από τις τράπεζες, κέρδη από τις επιχειρήσεις, επενδύσεις των νέων κερδών σε νέες θέσεις εργασίας με αυξημένες αποδοχές, αύξηση ΑΕΠ, ανάπτυξη! (Τσακαλώτος).
Αλλά αυτά που λέει η θεωρία και των δύο, δεν είναι προφανές ότι θα εξασφαλισθούν τα επόμενα χρόνια στη χώρα: ούτε αφενός, η μαζική ιδιωτική αποταμίευση είναι λογικό να ξεκινήσει τουλάχιστον άμεσα –εκτός αν οι «πατριώτες» επιχειρηματίες φέρουν ξανά πίσω στις ελληνικές τράπεζες τα κεφάλαια που έχουν φυγαδεύσει σε ξένες τράπεζες ή οφ σορ εταιρείες τους- ούτε αφετέρου, μπορούμε να αναμένουμε αύξηση της κατανάλωσης, αφού θα υπάρξουν και τα επόμενα χρόνια μεγάλες περικοπές και στις συντάξεις, αλλά και στα χαμηλά εισοδήματα από τη μείωση του αφορολόγητου, όσο και αν ελπίζει σε ξένες επενδύσεις τύπου Ελντοράντο στην Χαλκιδική, οι οποίες αντίθετα θα μειώσουν το τοπικό εισόδημα από άλλες δραστηριότητες που καταστρέφουν. Άρα «ανάπτυξη» όπως την εννοούν και οι δύο πλευρές, δεν πρόκειται να έρθει. Η πολυπληθής ελληνική μεσαία τάξη-αυτή που αναδεικνύει και τις κυβερνήσεις με τους ψήφους της-δεν θα πρέπει να περιμένει ότι θα επωφεληθεί και θα επιστρέψει στο προ κρίσης καταναλωτικό μοντέλο.
Αλλά και γενικότερα και εκτός Ελλάδας: Είναι σαφές ότι η οικονομική «ανάπτυξη» και η με κάθε κόστος μεγέθυνση έχει επικρατήσει σαν ο «ουκ άνευ» στόχος σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά εξίσου σαφές είναι ότι υπάρχουν τα οικολογικά όρια που βάζουν οι δυνατότητες των οικοσυστημάτων και του πλανήτη. Η πραγματική οικονομία δεν μπορεί να διογκωθεί πλέον και το μόνο που «φουσκώνει» είναι η χρηματοπιστωτική οικονομία και οι αντίστοιχοι δείκτες της. Εξάλλου, για την αριστερά, θα πρέπει να βρεθούν και τρόποι για τον εκδημοκρατισμό μιας οικονομικής σφαίρας, που έχει πάει στα ύψη τις κοινωνικές ανισότητες[1]. Και όπου η πίτα δεν μεγαλώνει, όπως θα συμβεί ούτως ή άλλως και σύντομα στον παγκόσμιο Βορρά, η κοινωνική δικαιοσύνη πρέπει να επιτευχθεί μέσω της ανακατανομής των πόρων διαβίωσης. Το ίδιο θα χρειασθεί να συμβεί και στις σχέσεις Βορρά-Νότου, με πολιτικές ευζωίας που να βασίζονται σε μια παγκόσμια αναδιανομή.
Αν μιλάμε για μια κοινωνία μετακαπιταλιστική, δεν μπορούμε παρά να αναφερόμαστε σε μια «μεταναπτυξιακή» κοινωνία, με την έννοια ότι θα πρέπει να επιτύχει έναν περιεκτικό, διαγενεαλογικό και ενδογενώς δίκαιο και οικολογικό τρόπο ζωής. Αυτό θα είναι δυνατό, αν καταφέρουμε να συνδέσουμε αυτές τις δύο συζητήσεις μεταξύ τους: αυτήν της έλλειψης οράματος της πολιτικής αριστεράς και της αναγκαιότητας ενός αγώνα για τη διαμόρφωση μιας εναλλακτικής αφήγησης έναντι του παντοδύναμου οικονομισμού. Αυτές οι δύο συζητήσεις -μέσω της σύνδεσής τους - έχουν τη δυναμική να δημιουργήσουν έναν ούριο άνεμο για τις προοπτικές μιας μετα-καπιταλιστικής κοινωνίας. Η μια κυρίως για το περιεχόμενο, και η άλλη, ειδικά, για το πώς τα συμπεράσματά της θα μπορούσαν να συζητηθούν και να περάσουν πλατιά στην κοινωνία και στην καθημερινότητα των πολιτών. Οι ιδέες, οι συνεργασίες και τα δίκτυα που μπορεί κάποια μέρα να αναδυθούν, θα μπορούσαν να συμβάλουν στο να σκεφθούμε και να πραγματώσουμε ένα μέλλον που να αξίζει να ζήσουν οι μέλλουσες γενιές, με βασικό για τη σημερινή νεολαία σύνθημα: Να περιγράψουμε τα οράματα και να ζήσουμε τις ουτοπίες!
[1] Στην έκθεση της Oxfam, στα πλαίσια του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός της Ελβετίας για το 2017: Στα χέρια του 1% κατέληξε το 82% του παγκόσμιου πλούτου. 3,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι, το φτωχότερο 50% του παγκόσμιου πληθυσμού, κατέχουν όσο οι 62 πλουσιότεροι, αυτού του πλανήτη.