Topikopoiisi
Σελίδες στα Social Media
  • Αρχική
  • Βιογραφικό
  • Θέσεις
  • Άρθρα
  • Οικο-γεωργία
  • Κοινωνική - αλληλέγγυα οικονομία
  • Εκδηλώσεις
  • Βίντεο
  • Ενδιαφέροντα Ιστολόγια
  • Εικόνες
  • Βιβλία
  • Επικοινωνία

Χρήμα, Χρέος και Οικολογικά-Αποαναπτυξιακά Οικονομικά

30/1/2021

0 Comments

 
Τα οικολογικά-αποαναπτυξιακά (οικ-αποαν-) οικονομικά, βασικά έχουν να κάνουν με την έρευνα και την εμβάθυνση στην οικονομία της φύσης. Εξετάζουν τον σημαντικό ρόλο της φύσης ως σύστημα υποστήριξης της ζωής. Προσπαθούν να κατανοήσουν τον ρόλο των οικολογικών και οικονομικών συστημάτων και των αλληλεπιδράσεών τους στις ροές ενέργειας και ύλης, σε αυτόν τον πλανήτη.
Υπάρχουν όμως ακόμα αντιπαραθέσεις σχετικά με το πεδίο και τη φύση των ερευνών και εφαρμογών των οικ-αποαν- οικονομικών. Ενώ ορισμένοι θεωρούν το πεδίο «διεπιστημονικό» που αντλεί ελεύθερα από καθιερωμένους κλάδους, συμπεριλαμβανομένων των νεοκλασικών οικονομικών, άλλοι υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να εξαιρεθούν ιδίως οι γενικές τεχνικές για τη χρηματική αποτίμηση του περιβάλλοντος. Αυτή η αντιπαράθεση έχει να κάνει και με το ζήτημα της ανάλυσης του ρόλου του χρήματος –σαν μέσου ανταλλαγής ή μέσου πλουτισμού-και φαινομένων όπως είναι τα τοπικά νομίσματα, οι τράπεζες χρόνου ή οι 100% αποθεματικές τράπεζες (C-PeRB), σαν εναλλακτικές πρακτικές που εμφανίσθηκαν ιδίως μετά την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση.
Οι τράπεζες C-PeRB δεν έχουν ακόμη υποβληθεί σε περιβαλλοντικά ενημερωμένη κριτική ανάλυση. Αντ 'αυτού, οι κριτικές εργασίες περιορίστηκαν στα συμβατικά οικονομικά και δεν αντιμετωπίζουν πλήρως την υπόθεση για μια μεταρρύθμισή τους στην προοπτική της οικ-αποαν-οικονομίας.
Από την άλλη, παρά το συχνά εμφανές οικολογικό προφίλ τους, τα δίκτυα των τοπικών νομισμάτων σπάνια έγιναν αντικείμενο έρευνας από οικ-αποαν- οικονομολόγους.  Ούτε υπήρξαν αντικείμενο δημοσιευμάτων σε περιοδικά οικ-αποαν- οικονομίας. Έχουν ερευνηθεί κυρίως από κοινωνιολόγους, ανθρωπολόγους και γεωγράφους. Πρόκειται για κλάδους με τους οποίους τα οικ-αποαν- οικονομικά δεν έχουν εμπλακεί και πολύ. Στο βαθμό που αυτά φιλοδοξούν να αποτελέσουν μέρος της εναλλακτικής λύσης στα νεοκλασικά οικονομικά, πρέπει να το κάνουν σε μεγαλύτερο βαθμό. Ουσιαστικά καμία υπάρχουσα έρευνα σε τοπικό νόμισμα δεν έχει εμπλακεί στον «κοινωνικό μεταβολισμό»[1] με μια προσέγγιση μέτρησης υλικών και ενεργειακών ροών, πράγμα που αποτελεί μια σημαντική περιοχή έρευνας των οικ-αποαν- οικονομικών. Αυτό θα παρείχε έναν πρόσθετο τρόπο σύλληψης και αξιολόγησης του «μεταβολισμού» των τοπικών νομισμάτων. Ένα παράδειγμα θα ήταν να διερευνηθεί ο βαθμός στον οποίο τα τοπικά νομίσματα διευκολύνουν τον εναλλακτικό τρόπο διαβίωσης, ο οποίος έχει αξιολογηθεί κυρίως βάσει υποκειμενικών υπολογισμών ή συγκρίνοντας το «μέγεθος» της τοπικής νομισματικής σφαίρας με την επίσημη σφαίρα απασχόλησης από άποψη νομισματικής αξίας ή ωρών δραστηριότητας. Σε μια οικ-αποαν- οικονομία, η αξιολόγηση του σχετικού μεγέθους όσον αφορά τις ροές ενέργειας και υλικών θα συμπληρώσει την εικόνα της πραγματικής ανεξαρτησίας από το καπιταλιστικό σύστημα.

Υπάρχει η ανάγκη για μια βιοφυσική προσέγγιση στην έρευνα για το χρήμα και τον ρόλο των τοπικών νομισμάτων στις ανταλλαγές των τοπικών οικονομιών και γενικότερα, στις μετα-καπιταλιστικές «αποαναπτυξιακές οικονομίες». Αυτό που θα χρειασθεί σίγουρα είναι να ξεπερασθεί η σημερινή οικονομική πραγματικότητα της «εμπορευματοποίησης», όπου τα αγαθά και οι υπηρεσίες παράγονται όλο και περισσότερο από καπιταλιστικές εταιρείες με σκοπό το κέρδος που υλοποιείται στις αγορές και όχι από το κράτος, τον δήμο ή την κοινότητα.
Αντίθετα με τα δόγματα της εμπορευματοποίησης που οδηγούν στην εξαφάνιση της μη αμοιβόμενης εργασίας που αφορά στη διαβίωση, οι πληθυσμοί των «αναπτυγμένων» οικονομιών ξοδεύουν σήμερα το ίδιο χρονικό διάστημα για εργασία χωρίς αμοιβή με εκείνο της επίσημα αμοιβόμενης εργασίας. Επιπλέον, κατά τα τελευταία σαράντα χρόνια, υπάρχει η τάση: ο χρόνος που αφιερώνεται στις λειτουργίες διαβίωσης, θα αυξάνεται σε σχέση με το χρόνο που αφιερώνεται στην επίσημη απασχόληση.
Η άποψη ενός ηγεμονικού, συνολικού, ολοκληρωτικού και νικηφόρου καπιταλισμού αποκαλύφθηκε ως ψευδαίσθηση, με την εξέλιξη των σημερινών δομικών κρίσεων. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα εναλλακτικά μελλοντικά κοινωνικά συμβόλαια δεν φαίνονται πλέον τόσο αδικαιολόγητα, όσο στο παρελθόν, όταν η εμπορευματοποίηση θεωρήθηκε ως ένα φυσικό και αναπόφευκτο φαινόμενο. Το μέλλον θα γίνει ξαφνικά πολύ πιο ανοιχτό και γεμάτο ατελείωτες νέες δυνατότητες. Οι οικ-αποαν- οικονομολόγοι, πιστεύουν ότι ο σημερινός κυρίαρχος ανθρωπολογικός τύπος είναι πολύ δύσκολο να αποδεχτεί την ανάλυση ότι ο «ορυκτός ενεργειακός πολιτισμός» βρίσκεται στο τελευταίο του στάδιο. Πολύ δύσκολα επίσης φαίνεται να αποδεχθεί τη θεωρία ότι παγκόσμια κυριαρχία του καπιταλισμού- ή η έλλειψή της - στηρίζεται στον βαθμό στον οποίο η ανθρώπινη κατανάλωση ενέργειας και υλικών διαμεσολαβείται από τις καπιταλιστικές (δηλαδή τις κερδοσκοπικές ή τις «αναπτυσσόμενες» ή τις περισσότερο ή λιγότερο ανταγωνιστικές) αγορές.
Οι προηγμένες οικονομίες που μελετήθηκαν από τους «αποαναπτυξιακούς», οφείλουν μεγάλο μέρος της βασικής τους κοινωνικής οργάνωσης στην παρουσία μιας συνεχούς παροχής φθηνής ορυκτής ενέργειας και φθηνών υλικών, με μεσολάβηση σε μεγάλο βαθμό από καπιταλιστικές εταιρείες (αν και μπορούμε να παραδεχθούμε ότι συμμετέχουν σε αυτή τη διαμεσολάβηση, τουλάχιστον εν μέρει, επίσης κρατικές επιχειρήσεις). Ο Εταιρικός έλεγχος των ίδιων των επιθυμιών και των επιδιώξεων των ανθρώπινων κοινωνιών είναι μια τεράστια πηγή κοινωνικής δύναμης. Μιλώντας μεταφορικά, οι ώρες που κάθε μέρα οι άνθρωποι μπορούν να παραμείνουν «αποσυνδεδεμένοι» από αυτό το σύστημα, είναι λιγότερες σχετικά με τις ώρες «σύνδεσης». Τις ώρες που κάθε μέρα απαιτούν και επιβάλουν οι κοινωνικοπολιτικές σχέσεις ισχύος- με τη δύναμη της επιτακτικής ανάγκης για ικανοποίηση των ενδοσωματικών και εξωσωματικών μας ατομικών αναγκών σε ενέργεια και υλικά. Και ο βαθμός της ατομικής εξάρτησης από την καπιταλιστική οικονομία δεν μπορεί να μετριέται γραμμικά σε μία μόνο κλίμακα.
Ο χρόνος, ως η τέταρτη διάσταση του φυσικού συνεχούς χωροχρόνου έχει και φυσική υπόσταση. Έτσι και η ανάλυσή του - με αυτή την ευρεία έννοια-είναι και φυσική. Για όλη την ποικιλομορφία της πολιτισμικά προσαρμοσμένης έννοιας του χρόνου, η σταθερή βάση είναι η φυσική πραγματικότητα. Αυτή η παρατήρηση, ωστόσο, δεν έχει σχεδόν καθόλου άμεση σημασία στους κοινωνικούς επιστήμονες που ερευνούν παραπέρα κοινωνικο-οικολογικές μεταβάσεις από τον σημερινό καπιταλισμό.
Το χρήμα, από την άλλη πλευρά, είναι ένα φαινόμενο για το οποίο η κατανόηση των δεσμών μεταξύ της κοινωνικής και της φυσικής πραγματικότητας πρέπει να είναι κεντρικό ζήτημα στην αντίστοιχη θεωρία. Αυτό μπορεί να είναι ένας ισχυρισμός, επειδή το χρήμα - από την ουσία του - δεν έχει καμία σταθερή βάση στη φυσική πραγματικότητα. Αντ 'αυτού βασίζεται κυρίως σε ένα σύνολο κοινωνικών θεσμών. Μερικοί οικ-αποαν- οικονομολόγοι έχουν συνεισφέρει στη συζήτηση για την κατανόηση του εναλλακτικού χρήματος που δημιουργείται από εναλλακτικούς κοινωνικούς θεσμούς σήμερα. Τόσο για τα πλεονεκτήματα, όσο επίσης και για ορισμένες αδυναμίες αυτών των πρωτοπόρων προσπαθειών.
Οι σχέσεις χρέους και ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής-αύξησης της εντροπίας
Δεν μπορούμε, σαν κοινωνία, να κάνουμε μόνιμη και φυσική μια ανθρώπινη σύμβαση, όπως είναι το χρέος και η απαίτηση τόκου(μέσω του οποίου αυξάνεται συνεχώς όχι μόνο το χρέος κάποιων-των δανειζόμενων- αλλά και ο πλούτος των πιστωτών τους), με τέτοιο παράλογο τρόπο που να αυξάνεται ο συνολικός κοινωνικός πλούτος. Γιατί αυτή η σύμβαση είναι ενάντια στον φυσικό νόμο της φθοράς και υποβάθμισης των υλικών και ενέργειας μέσω της χρήσης τους. Ενάντια στον λεγόμενο 2ο νόμο της θερμοδυναμικής στη φυσική[2]- πράγμα που οδηγεί στην ουσία στη μείωση του πραγματικού πλούτου μιας κοινωνίας. Η σημασία αυτού του φυσικού νόμου για τις κοινωνίες εκδηλώνεται στην έκφραση για το κλειστό φυσικό σύστημα της Γης: «Δεν υπάρχει στη φύση, δωρεάν γεύμα»!  Μόνο αν θεωρήσουμε τον πλανήτη ως ανοικτό προς το ηλιακό μας σύστημα, τότε αυτό που είναι δωρεάν είναι η ηλιακή ενέργεια και οι μετατροπές της σε αιολική, χημική κ.λπ.
Είναι μια συλλογική ψευδαίσθηση ότι η κοινωνία, ως σύνολο, θα μπορούσε να ζήσει καλύτερα δείχνοντας ενδιαφέρον για μια ιδέα που έγινε δημοφιλής κυρίως μετά τους παγκόσμιους πολέμους. Πριν από αυτούς η επιθυμία των ανθρώπων να κατέχουν πλούτο ήταν περιορισμένη, γιατί όλοι ήξεραν ότι ο υλικός πλούτος - που υπόκειται στις δυνάμεις της εντροπίας - εξαφανίζεται με το πέρασμα του χρόνου.
Επομένως: Μέσα από το χρήμα και τους τόκους, αυτό που θέλουν οι άνθρωποι να πετύχουν δεν είναι ουσιαστικός πλούτος και ευζωία, αλλά χρέη που δεν σαπίζουν, που δεν είναι ακριβά και μπορούν να συνεχίζουν να ενδιαφέρονται οι ίδιοι, αιώνια. Έτσι, ο ατομικός πλούτος όλο και περισσότερο τείνει να έχει τον χαρακτήρα των νομικών μέσων: συμβάσεων-συμβολαίων και συμφωνιών. Τέτοια μέσα είναι το χρήμα, το ιδιωτικό-εθνικό χρέος, τα δάνεια και επενδύσεις στη βιομηχανία. Καθορίζουν όμως την κατανομή των εθνικών και των μεταξύ των ατόμων εσόδων. Για εννοιολογική σαφήνεια, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι αυτό που επικρίνεται πρωτίστως εδώ είναι η τοκοφόρα σχέση χρέους για τη δημιουργία λογιστικού πλούτου, όχι το χρήμα ως μέσο ανταλλαγής. Κριτικάρεται, από οικολογική φυσικο-επιστημονική σκοπιά, η δημιουργία νέου χρήματος-μέσω διανθρώπινης και κοινωνικά αποδεκτής σύμβασης-από το ίδιο το χρήμα και όχι από την ανθρώπινη δραστηριότητα που διαμορφώνει ευνοϊκά για τον άνθρωπο το περιβάλλον γύρω του.
Η σχέση χρέους ορίζεται από τον ποσοτικό προσδιορισμό της υποχρέωσης του οφειλέτη να πληρώσει στον «λογαριασμό» του πιστωτή μέσω μιας λογιστικής μονάδας ή χρημάτων. Μόλις ποσοτικοποιηθεί ένα χρέος, μπορεί να υπόκειται - ανάλογα με την κοινωνική πρακτική - σε απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς προκαλώντας το ενδιαφέρον των «επενδυτών». Η αντίφαση μεταξύ των μαθηματικών του χρέους και των νόμων που διέπουν την φυσική ανάπτυξη, είναι ένα παλιό φαινόμενο, από τότε που εμφανίσθηκε το πρώτο νόμισμα και η ανάγκη της συλλογικής και ατομικής διαχείρισης του χρέους. Πολλές φορές μάλιστα αντιμετωπίσθηκε από τις κοινωνικοπολιτικές εξουσίες στα πλαίσια των ιστορικών κοινωνιών με τη μέθοδο της διαγραφής των χρεών, της «σεισάχθειας»! Η σεισάχθεια στην ουσία επαναφέρει την διασαλευθείσα ισορροπία μεταξύ του λογιστικού πλούτου και του πραγματικού υπάρχοντος πλούτου στις κοινωνικές συνθήκες.
Μια σημαντική διαφορά μεταξύ των χρεών στις ιστορικές κοινωνίες και στις σύγχρονες οικονομίες πρέπει να τονισθεί. Στις πρώτες, η δημιουργία των εντολών χρέους περιοριζόταν σε μεγάλο βαθμό από τη διαθεσιμότητα φυσικών αγαθών-πόρων (και προσωπικών υπηρεσιών). Τα χρέη σε αυτές δημιουργήθηκαν π.χ. από δανεισμούς φυσικών χρηματικών αντικειμένων, ή μέσω καταναλωτικών δανείων και υπεραναλήψεων των καταναλωτών. Αντίθετα, στις σύγχρονες οικονομίες, δεν υπάρχει κανένα φυσικό όριο στις πιστωτικές εντολές που μπορούν να δημιουργηθούν από τις τράπεζες, καθώς τις εκδίδουν «από το τίποτα» και προκαταβάλουν κεφάλαια σε δανειολήπτες.
Η ιστορική αποϋλοποίηση των νομισματικών μέσων ανταλλαγής– από μέταλλα, πρώτα σε χαρτονομίσματα που περιορίζονταν από μεταλλικά αποθέματα, ύστερα σε μη καλυπτόμενα χάρτινα μπλοκ επιταγών και αργότερα με μαγνητικά ίχνη σε δίσκους υπολογιστών που μεταδίδονται μέσω πλαστικών καρτών – ήταν βασικός παράγοντας για τις διαδικασίες ηγεμόνευσης της χρηματικής οικονομίας και για την αύξηση των συνολικών επιπέδων χρέους, στα πλαίσια της παγκοσμιοποιημένης πια καπιταλιστικής οικονομίας. Μόλις δοθεί η εντολή και πραγματώνεται η σύμβαση, η σχέση χρέους παίρνει μια μαθηματική ζωή από μόνη της, χρειάζεται μόνο «μεταφυσικά χρήματα» ή «βιβλία καταγραφής» για να αυξηθεί το χρήμα από μόνο του! Στον τομέα της μελλούμενης νομισματικής και χρηματοπιστωτικής μεταρρύθμισης, μπορούμε συνεπώς να διακρίνουμε μεταξύ μέτρων που αναφέρονται άμεσα στη σχέση χρέους, και άλλων που το πράττουν έμμεσα περιορίζοντας τη δημιουργία κεφαλαιακών δανείων.
Μεταρρύθμιση στην χρηματική οικονομία
Η κριτική κάποιων οικ- αποαν- οικονομολόγων, με βάση το νόμο της εντροπίας, ήταν αναμφισβήτητα η πιο σημαντική αναλυτική συμβολή στην οικ-αποαν- χρηματική οικονομία.
 Όσον αφορά στα μέτρα πολιτικής και στις προτάσεις μεταρρύθμισης, η κριτική τους αφορά κυρίως στον τρόπο με τον οποίο δημιουργούνται τα νομισματικά μέσα ανταλλαγής (παραβιάζοντας τον πρώτο νόμο της θερμοδυναμικής, δηλαδή της εξοικονόμησης ενέργειας) και προτείνουν αποθεματικές μόνο τράπεζες C-PERB. Ξεχωρίζουν τις 100% αποθεματικές τράπεζες -έναντι των ποσοστιαίου αποθεματικού τραπεζών – υποστηρίζοντας ότι C-PERB θα αντικαταστήσουν ένα επιστημονικό εθνικό νομισματικό σύστημα, «αφήνοντας τα πάντα όπως είναι», και ισχυριζόμενοι ότι η ανάρρωση της φύσης και των οικοσυστημάτων θα ήταν ταχεία και ολοκληρωμένη.
Προτείνουν επίσης μέτρα που αφορούν άμεσα τη σχέση χρέους, όπως τον «φόρο χρέους», του οποίου το επιτόκιο θα καθοριστεί ίσο με το μέσο επιτόκιο των σύνθετων τόκων και θα μπορούσε να «καταργήσει όλα τα χρέη με απόσβεση». Φαίνεται ότι η πρότασή τους δεν είναι η πρακτική περιοδικών ακυρώσεων ιδιωτικών χρεών(περιοδικής σεισάχθειας δηλαδή), γιατί υποστηρίζουν ότι οι C-PeRB θα φρόντιζαν, ως επί το πλείστον, για την εξάλειψη υπερβολικών ιδιωτικών χρεών, από μόνες τους.


[1] Ο όρος «κοινωνικός μεταβολισμός» χρησιμοποιείται μεταφορικά και αφορά στην κατανάλωση πόρων στα πλαίσια ενός συστήματος κοινωνικών σχέσεων.

[2] Σύμφωνα με το “2ο Θερμοδυναμικό αξίωμα”, η εντροπία, δηλαδή η αταξία ενός συστήματος τείνει, αν αφεθεί μόνο του, να αυξηθεί. Δηλαδή, δεν μπορεί αυθόρμητα, ένα σύστημα να μεταβεί σε κατάσταση μεγαλύτερης τάξης, αλλά τείνει σε κατάσταση μεγαλύτερης αταξίας. Σήμερα συνηθίζεται να χρησιμοποιούμε τον όρο εντροπία σε συνδυασμό με τον δεύτερο Θερμοδυναμικό Νόμο. Με την εντροπία να δηλώνει την μη διαθέσιμη ενέργεια ενός συστήματος, η έκφραση του Δεύτερου Νόμου που αναφέρει ότι «σε ένα Κλειστό Σύστημα η διαθέσιμη ενέργεια δεν μπορεί να αυξάνει» γίνεται ισοδύναμη με: «η εντροπία ενός κλειστού συστήματος δεν μπορεί ποτέ να μειώνεται». «Μόνο η ζωή παρατηρείται να προκύπτει ως οργάνωση από τη σχετική αταξία της ανόργανης ύλης, μειώνοντας την εντροπία» (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%BD%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%80%CE%AF%CE%B1)
 .

0 Comments

Στρατηγικές και πρακτικές της Αποανάπτυξης

28/1/2021

0 Comments

 
Αν ορίσουμε την κοινωνία των πολιτών ως ανοιχτή αρένα, όπου συμμετέχουν διαφόρων κατευθύνσεων πολιτικώς δρώντες, τότε είναι αναγκαίο να διερευνήσουμε πολλούς διαφορετικούς παράγοντες εμπλοκής τους (ή αποδέσμευσης) με άλλες δυνάμεις και πηγές εξουσίας στην κοινωνία, τόσο στο κράτος όσο και στην αγορά. Από αυτή την άποψη, είμαστε υποχρεωμένοι να εξετάσουν μια ποικιλία φορέων και στρατηγικών που δρουν και αναπτύσσονται στο όνομα της αποανάπτυξης, καθώς και τους δρώντες και τις πρακτικές εκείνων των οποίων τα ιδανικά, χωρίς ρητή αναφορά στην αποανάπτυξη, ευθυγραμμίζονται με το πλαίσιό της.
Έχοντας κατά νου την ποικιλομορφία του ακτιβισμού στην αρένα της κοινωνίας των πολιτών, εντοπίζουμε ένα συνεχές στους ακτιβιστές για την αποανάπτυξη:
-Από τη μία πλευρά, βρίσκουμε ομάδες που συνεργάζονται με δημόσιες αρχές για οριακές μεταρρυθμίσεις (π.χ. πολιτικά κόμματα), εκείνες που συνεργάζονται με καθιερωμένες πολιτικές οργανώσεις της κοινωνίας (π.χ. μη κυβερνητικές οργανώσεις –ΜΚΟ-, κοινωνικές επιχειρήσεις, κ.λπ.) ή εκείνοι που ενεργούν ως ομάδες πίεσης σε βασικούς δημοκρατικούς θεσμούς (π.χ. εργατικά συνδικάτα).
-Από την άλλη πλευρά, τοποθετούμε εκείνους που αγωνίζονται σε (νέα) κοινωνικά κινήματα για πιο ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, εκείνοι που μπορούν να αναγνωριστούν ως ακτιβιστές που δημιουργούν εναλλακτικές λύσεις ή οργανώνουν πολιτικές ανυπακοής και, στο άκρον, ακτιβιστές που θεωρούνται ανατρεπτικοί από τις υπάρχουσες αρχές ή, γενικότερα, από το κυρίαρχο κοινωνικό και πολιτικό φαντασιακό.
Τα δίκτυα πολιτών που αντιτίθενται στην παγκοσμιοποιημένη αγορά έχουν πολλαπλασιαστεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες (όπως. το παγκόσμιο κίνημα δικαιοσύνης, ή τα κινήματα Occupy / «αγανακτισμένων»). Οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης υπήρξαν αναπόσπαστο μέρος αυτών των δικτύων, τα οποία αποτελούνται από ένα ετερογενές σύνολο δρώντων, συμπεριλαμβανομένων ακτιβιστών βάσης που αντιτίθενται στην εμπορευματική κοινωνία, ακτιβιστών που αναπτύσσουν εναλλακτικές λύσεις, ακαδημαϊκών ερευνητών και πολιτικών. Κοινωνικά δίκτυα που ρητά εντάσσονται στην αποανάπτυξη έχουν επίσης εμφανιστεί σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο από το 2000 στη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία. Υπάρχει επίσης ένα ανεπίσημο διεθνές ακαδημαϊκό δίκτυο που ενοποιείται γύρω από τα συνέδρια της αποανάπτυξης.
Το κίνημα εξαπλώνεται τώρα στο Βέλγιο, την Ελβετία, τη Φινλανδία, την Πολωνία, την Ελλάδα, τη Γερμανία, την Πορτογαλία, τη Νορβηγία, τη Δανία, την Τσεχική Δημοκρατία, το Μεξικό, τη Βραζιλία, το Πουέρτο Ρίκο και τον Καναδά. Περισσότερες από 50 ομάδες από όλο τον κόσμο διοργάνωσαν ταυτόχρονα «πικνίκ» για να υποστηρίξουν ότι η αποανάπτυξη είναι επίσης ένα παράδειγμα επιστημονικής καθοδήγησης του ακτιβισμού, όπου ένα ακτιβιστικό σύνθημα ενσωματώνεται αργά σε μια έννοια που αναλύεται και συζητείται στον ακαδημαϊκό χώρο. Παρομοίως, μπορούμε να αναφερθούμε σε «ακτιβιστική γνώση», «ερευνητική συνεργασία» μεταξύ ακαδημαϊκών και εμπλεκόμενων ακτιβιστών, «συνεργατική έρευνα» ή «έρευνα δράσης». Η ακτιβιστική γνώση αναφέρεται σε εμπειρίες βασισμένες στην εμπειρία που προέρχονται από ομάδες της κοινότητας, από την κοινωνία των πολιτών, τις γυναικείες ομάδες, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τις οργανώσεις βάσης κ.λπ.
Η γνώση που αποκτήθηκε από την εμπειρία και τον ακτιβισμό βάσης έχει ήδη οδηγήσει στη δημιουργία νέων εννοιών, όπως τα οικολογικά και κλιματικά χρέη, η βιο-πειρατεία και η λαϊκή επιδημιολογία. Τα συνέδρια της αποανάπτυξης αποκλίνουν από τα τυποποιημένα μοντέλα οργάνωσης ακαδημαϊκών συνεδρίων και χρησιμοποιούν πρακτικές και τεχνικές άμεσης δημοκρατίας για να συζητήσουν και να αναπτύξουν προτάσεις πολιτικής και ερευνητικές προτεραιότητες σε διάφορους τομείς.
Οι περισσότερες ΜΚΟ, τα συνδικάτα και τα πολιτικά κόμματα δεν έχουν ακόμη συζητήσει την αποανάπτυξη. Ωστόσο, με την επιδείνωση της παγκόσμιας πολυδιάστατης κρίσης, το ζήτημα διεισδύει όλο και περισσότερο στις ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές συζητήσεις. Η καθιέρωση διαλόγου με τα συνδικάτα παραμένει εκκρεμής. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι στη Γερμανία, μόλις αναδύεται μια ευρεία συζήτηση σχετικά με τα «όρια της ανάπτυξης» και τα μεγάλα συνδικάτα συμμετείχαν σε ένα συνέδριο με θέμα το «Post-Wachstum» (μετά την ανάπτυξη) που διοργανώθηκε στο Βερολίνο τον Μάιο του 2011, στο οποίο συμμετείχαν 2000 άτομα στις ζωντανές συζητήσεις για την αποανάπτυξη. Άλλα μικρά και ριζοσπαστικά συνδικάτα, όπως η ισπανική αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση Confederacionn General del Trabajo, έχουν επίσης αποδεχθεί την στρατηγική της αποανάπτυξης.
Παρόμοια διστακτικότητα έχει φανεί και από διεθνείς ΜΚΟ. Για παράδειγμα, οι ηγέτες της ATTAC (Ένωση για τη φορολογία των χρηματοοικονομικών συναλλαγών και τη βοήθεια στους πολίτες) τείνουν να είναι σκεπτικοί για την αποανάπτυξη, αν και ορισμένοι τοπικοί κλάδοι της έχουν αποδειχθεί λιγότερο δύστροποι στο θέμα. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για την Greenpeace και τους Friends of the Earth. Εξαίρεση αποτελεί το Ecologistas en Accio´n, το μεγαλύτερο ισπανικό δίκτυο περιβαλλοντικών οργανισμών, το οποίο αποφάσισε να υποστηρίξει επίσημα την αποανάπτυξη και ξεκίνησε μια εκστρατεία για τα «λιγότερα είναι περισσότερο», το 2007.
Τα πολιτικά κόμματα σε ολόκληρη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων των πράσινων κομμάτων, έχουν αγνοήσει γενικά την αποανάπτυξη, με μόνη εξαίρεση το γαλλικό πράσινο κόμμα που μιλά για «επιλεκτική ανάπτυξη» και το μέλος του Yves Cochet, πρώην Γάλλος Υπουργός Περιβάλλοντος, ο οποίος υπερασπίζεται δημόσια την οικονομική αποανάπτυξη. Απομένει να δούμε τι θα συμβεί στην Ιταλία, όπου μέσα στο Κίνημα 5 αστέρων υπάρχουν αρκετές τοπικές ομάδες που έχουν δείξει ενδιαφέρον για την αποανάπτυξη. Έχουν γίνει επίσης ορισμένες προσπάθειες για τη δημιουργία νέων και ad hoc κομμάτων ή πολιτικών κινημάτων, με ένα αρχικό αλλά πρόωρο «κόμμα για την αποανάπτυξη» στη Γαλλία. Μερικά άλλα μικρά αριστερά κόμματα έχουν δείξει ενδιαφέρον και αναφέρουν την αποανάπτυξη στα πολιτικά τους προγράμματα, όπως τα Ισπανικά Izquierda Unida, Bildu στη Χώρα των Βάσκων ή Candidatura d'Unitat Popular και Iniciativa per Catalunya Verds στην Καταλονία. Στην Ιταλία, τα κόμματα της αποανάπτυξης όπως το Costituente ecologista, το Uniti, το ma diversi ή το Partito per la Decrescita δεν δημιούργησαν μεγάλο ενδιαφέρον, ενώ το πιο καινοτόμο Rigenerazioni, το οποίο προτείνει μια πλατφόρμα για μη συμμετοχή στις εκλογές, έχει προκαλέσει ευρύτερη αποδοχή.
Η αποανάπτυξη άνθισε με επιτυχία στα διάκενα των ακτιβιστικών σφαιρών επιρροής, που είναι λιγότερο θεσμοθετημένα, πιο πρωτοποριακά και ριζοσπαστικά. Τέτοιοι τοπικοί ακτιβιστές (συχνά κινούμενοι από πιο ρεαλιστικές ανησυχίες παρά από γενικά ιδεολογικά ή πολιτικά μανιφέστα) προωθούν τοπικές, αποκεντρωμένες, μικρής κλίμακας, συμμετοχικές και, ως εκ τούτου, πιο αυτόνομες εναλλακτικές λύσεις όπως ποδηλασία, ανταλλαγή αυτοκινήτων, επαναχρησιμοποίηση, χορτοφαγία ή βίγκαν, στέγαση, αγρο-οικολογία, οικολογικά χωριά, οικονομία αλληλεγγύης, καταναλωτικοί συνεταιρισμοί, εναλλακτικές (λεγόμενες ηθικές) τράπεζες ή πιστωτικοί συνεταιρισμοί, καθώς και αποκεντρωμένοι συνεταιρισμοί ανανεώσιμης ενέργειας.
Μια (βιο) ποικιλομορφία δράσεων, η οποία ορίζεται ως «nowtopia» («νυντοπία»,τόποι του τώρα), εξαρτάται από την αλλαγή των ανθρώπινων αξιών και συμπεριφορών που εκδηλώνονται σε ένα βιώσιμο τρόπο ζωής στον οποίο κυριαρχούν η εθελοντική απλότητα (λιτότητα), το «ζούμε καλύτερα με λιγότερα», το μειωμένο επίπεδο χρήσης πόρων και η επιβράδυνση των ρυθμών ζωής. Αυτές οι εναλλακτικές λύσεις για τα σημερινά πρότυπα κατανάλωσης διαδίδονται συχνά στο ευρύ κοινό μέσω ειδικών περιοδικών όπως τα καταλανικά Opcions και η ιταλική Altraeconomia.
Ένα προφανές ζήτημα, φυσικά, ήταν και είναι αυτό της κλίμακας. Πολλοί ξεκινούν με μια αλλαγή στον τρόπο ζωής τους και στη συνέχεια συνεχίζουν σε υψηλότερες κλίμακες όπως γειτονιές, πόλεις και περιοχές. Η πιο γνωστή διεθνής πρωτοβουλία σε αστικό επίπεδο είναι το Δίκτυο Μεταβατικών Πόλεων (Transition Towns -TT) που ξεκίνησε το 2006, το οποίο στοχεύει στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, στην αύξηση της αυτονομίας-αυτάρκειας των τοπικών δήμων και στη μείωση της κατανάλωσης ορυκτής ενέργειας. Μερικά χρόνια πριν, εμφανίστηκαν παρόμοιες εμπειρίες στην Ιταλία, όπως το Δίκτυο Νέων Δήμων (Rete Nuovi Municipi), το οποίο προωθούσε την άμεση δημοκρατία για αυτοβιώσιμη τοπική ανάπτυξη και το δίκτυο Virtuous Towns (Comuni Virtuosi), δίκτυο πόλεων που έδωσαν έμφαση στον περιβαλλοντικό σχεδιασμό, στα οικολογικά αποτυπώματα, στις πολιτικές μηδενικών αποβλήτων και στον βιώσιμο τρόπο ζωής για τους πολίτες τους. Όλες αυτές οι περιπτώσεις είναι η έκφραση αυτού που θα μπορούσε να οριστεί ως βέλτιστες πρακτικές ενεργών πολιτών και διορατικότητας των τοπικών αρχών, οι οποίοι συνεργάζονται στενά μεταξύ τους για να πραγματοποιήσουν έναν καλύτερο (τοπικοποιημένο) κόσμο, μειώνοντας την κατανάλωση, την παραγωγή και τη χρήση των φυσικών τους πόρων, καθώς και ενισχύοντας την αυτονομία τους από τις δυνάμεις της αγοράς.
Έχει υποστηριχθεί ότι το κίνημα TT είναι ένα παράδειγμα της μετα-πολιτικής, επειδή βασίζεται στην υπόθεση ότι μπορεί πάντα να βρεθεί συναίνεση, ενώ η πολιτική είναι, συχνά, η σύγκρουση ανταγωνιστικών και μη συμφιλιωτικών ρητορικών. Από τη μία πλευρά, το TT επικεντρώνεται κυρίως σε μία προβληματική (peak oil και climate change: πετρέλαιο-αιχμής και κλιματική αλλαγή). από την άλλη πλευρά, το TT δεν μπαίνει ποτέ σε συγκρούσεις με εδραιωμένα συμφέροντα και παράγοντες που υπερασπίζονται τις ατζέντες υπέρ της ανάπτυξης (εάν δεν υπάρχει κανένας υπεύθυνος, τότε δεν υπάρχουν εχθροί). Επομένως, καταλήγει να προτείνει πρακτικές λύσεις που δεν τεκμηριώνονται απαραίτητα από μια σαφή ανάλυση των βασικών αιτίων της σύγχρονης δυσχερούς κατάστασης. Αυτό, φυσικά, δεν αμφισβητεί την εντυπωσιακή επιτυχία του TT να κινητοποιήσει κοινότητες. Παρόμοια με αυτές τις πρωτοβουλίες είναι μια σειρά από εμπειρίες που θα μπορούσαν να ομαδοποιηθούν υπό την ιδέα των οικολογικών κοινοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των οικολογικών χωριών και των πρωτοβουλιών για τη στέγαση.
Αξίζει να αναφέρουμε εδώ τις «περιαστικές» καταλήψεις της Βαρκελώνης, όπως τα εγχειρήματα Kan Pasqual, Can Piella και Can Masdeu. Μακριά από τον προσδιορισμό των κρατικών και καπιταλιστικών αγορών (συμπεριλαμβανομένης της αγοράς εργασίας) ως πηγών των κοινωνικών φαντασιακών τους, οι κάτοικοί τους (και, σε κάποιο βαθμό, οι συμμετέχοντες στα κοινωνικά τους κέντρα και στους οργανικούς κήπους της κοινότητάς τους) επιδιώκουν τρόπους ζωής που βασίζονται σχετικά στην εναλλακτική κοινοτική διαβίωση, όπου η οριζόντια αυτοοργάνωση και η επιδίωξη της αυτονομίας είναι κεντρικής σημασίας (π.χ. πρακτικές του do-it-yourself -«κάντε το μόνοι σας»- όπου ο «εαυτός» μπορεί επίσης να καθορίζεται σε κοινοτικό επίπεδο). Αυτές οι πρακτικές περιστρέφονται γύρω από τη σημασία του «χρόνου» (εστιάζοντας στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται ο χρόνος για την ικανοποίηση των αναγκών, αλλά και στον προσωπικό χρόνο που απαιτείται) και την κατάργηση οποιασδήποτε διαμεσολάβησης της αγοράς (π.χ. μέσω της δημιουργίας πρωτοβουλιών αυτοαπασχόλησης, όπως για το ψωμί, τη ζυθοποιία, τις υπηρεσίες αποκατάστασης κ.λπ.) ή, σε μικρό βαθμό, με κάποια μορφή συμμετοχής στην αγορά εργασίας. Τέτοιες πρακτικές διαχείρισης του χρόνου- οι οποίες είναι κοινές για τον τρόπο ζωής πολλών καταληψιών και είναι πιο σχετικές σε αγροτικές και περιαστικές περιπτώσεις-δεδομένης της δυνατότητας πρωτογενούς παραγωγής και των δραστηριοτήτων do-it-yourself, χαρακτηρίζονται από αντίθεση στον καπιταλισμό μέσω της απόρριψης της μισθωτής εργασίας.
Το κίνητρο πίσω από την άμισθη εργασία είναι, σε αυτές τις περιπτώσεις, ισχυρότερο από τα οφέλη της μισθωτής εργασίας. Η εμπειρία των αγροτικών-περιαστικών καταλήψεων, που στηρίζονται σε τρόπους ζωής οι οποίοι βασίζονται στην αυτο-οργάνωση, τη συνεργασία και την μη αμειβόμενη εργασία, σε συνδυασμό με ένα καθεστώς αυτοπροτεινόμενης λιτότητας και αντι-καταναλωτισμού, μειώνουν δραματικά την ανάγκη για χρηματικό εισόδημα και, κατά συνέπεια, την ανάγκη για πλήρη απασχόληση. Παρόλο που μοιάζει με το κίνημα TT στους τελικούς του στόχους, οι Kan Pasqual, Can Masdeu και Can Piella είναι επίσης καταλήψεις και, ως εκ τούτου, αμφισβητούν την ατομική φτώχεια εν γένει και ειδικότερα την κερδοσκοπία ακινήτων, η οποία έχει αναγνωριστεί σε μεγάλο βαθμό ως διαρθρωτική αιτία της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Αμέσως μετά την ίδρυσή του, τα μέλη του Can Masdeu, μέσω μιας δράσης πολιτικής ανυπακοής, αντιστάθηκαν σε μια προσπάθεια έξωσης. Αποφεύγοντας τη χρήση βίας, η αντίσταση ενάντια στην απόπειρα έξωσης συνέβαλε στη θετική διαμόρφωση της αντίληψης που είχε η κοινωνία για αυτούς τους καταληψίες. Η δράση είχε ως στόχο την υπεράσπιση του έργου των καταλήψεων των οποίων η βασική φιλοσοφία βρισκόταν στο περιθώριο αυτού που θα μπορούσε να γίνει κατανοητό ως μια «ασυνήθιστη» μορφή ζωής, στο βαθμό που αρνείται τις κύριες αξίες όπως η ιδιοκτησία, η απασχόληση, η άνεση και, πάνω απ 'όλα, η «ανάπτυξη για χάρη της ανάπτυξης».
Σε περιφερειακό επίπεδο, υπάρχουν εμπειρίες όπως τα Ιταλικά δίκτυα αλληλέγγυας οικονομίας (στα ιταλικά, Reti di Economia Solidale). Ιδρύθηκαν το 2002, είναι ένα πείραμα για να αρθρώσουν και να εδραιώσουν τις υπάρχουσες εμπειρίες μέσω της δημιουργίας οικονομικών κυκλωμάτων, όπου τα διάφορα συμμετέχοντα εγχειρήματα υποστηρίζουν το ένα το άλλο, ανταλλάσσουν και δημιουργούν χώρους κοινωνικής αγοράς ενώ στοχεύουν στην ευημερία και τη βιωσιμότητα. Έχουν δημιουργήσει περισσότερες από 20 περιφέρειες αλληλέγγυας οικονομίας (στα ιταλικά, Distretti di Economia Solidale) με εκατοντάδες μικρές επιχειρήσεις που εργάζονται ως σύμπλεγμα επιχειρήσεων υπό ισχυρές κοινωνικο-οικολογικές αρχές.
Παρομοίως, διάφορες κοινωνικές ομάδες έχουν αναπτύξει τον Καταλανικό Συνολικό Συνεταιρισμό (CIC), ο οποίος βασίζεται στην οικονομική και πολιτική αυτοδιαχείριση με ισότιμη συμμετοχή των μελών του και προσπαθεί να ικανοποιήσει όλες τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες. Οι συναλλαγές του συνεταιρισμού διευκολύνονται επίσης με την υιοθέτηση ενός τοπικού νομίσματος (το «ECOS»). Ένα από τα πιο σημαντικά εγχειρήματα του CIC είναι το Calafou, ένας νέος οικολογικός-βιομηχανικός συνεταιρισμός σε έναν εγκαταλελειμμένο βιομηχανικό κλωστοϋφαντουργικό εργοστάσιο- υδρόμυλο, που χρονολογείται από τον 19ο αιώνα στον ποταμό Anoia , περίπου 100 χλμ από τη Βαρκελώνη. Το Calafou περιλαμβάνει 35 μικρά διαμερίσματα, 12.000 τ.μ. βιομηχανικών κτιρίων, ένα μικρό σχολείο, κοινόχρηστη κουζίνα, θέατρο και μια εγκαταλελειμμένη εκκλησία.
Τέλος, άλλοι αποαναπτυξιακοί δρώντες ασχολούνται συχνά με τον αντιπολιτευτικό ακτιβισμό, όπως οι αγωνιστές που εργάζονται για να σταματήσουν την επέκταση των αυτοκινητοδρόμων, των αεροδρομίων, των τρένων υψηλής ταχύτητας ή των αποτεφρωτήρων, που θέτει υπό αμφισβήτηση εκείνες τις πτυχές του εκσυγχρονισμού που σχετίζονται με την ατελείωτη επέκταση των υποδομών. Στην πραγματικότητα, όλοι οι τύποι κοινωνικοπεριβαλλοντικών συγκρούσεων που μελετήθηκαν από την πολιτική οικολογία και την οικολογική οικονομία ενδέχεται να εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία. Αναφερόμαστε σε αγώνες για την άνιση κατανομή του (οικολογικού) κόστους και οφέλους οποιωνδήποτε αναπτυξιακών έργων (π.χ. εξόρυξη, διάθεση αποβλήτων, βιομηχανίες, ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης των υδάτων κ.λπ.) που σχετίζονται με την οικονομική ανάπτυξη και συνεπώς την επέκταση του κοινωνικού μεταβολισμού ( τις ροές ενέργειας και υλικών στην οικονομία), εμφανώς στον Παγκόσμιο Νότο, αλλά και στον Βορρά. Η Παγκόσμια Συμμαχία για εναλλακτικές λύσεις στην αποτέφρωση αντιπροσωπεύει ένα καλό παράδειγμα ενός διεθνούς δικτύου που αντιτίθεται στην αποτέφρωση των αποβλήτων και στην προώθηση πιο βιώσιμων πρακτικών διαχείρισής τους, όπως η «στρατηγική μηδενικών αποβλήτων».
Η αποαναπτυξιακή αντιπολίτευση δεν περιορίζεται μόνο σε κοινωνικοπεριβαλλοντικές συγκρούσεις, αλλά και σε οποιοδήποτε από τα ζητήματα που σχετίζονται με τις προαναφερθείσες πηγές. Επιπλέον, μπορεί να λάβει διαφορετικές μορφές: διαδηλώσεις, μποϊκοτάζ, αστική ανυπακοή, άμεση δράση ή τραγούδια διαμαρτυρίας.
Τα κινήματα των αγανακτισμένων , των Occupy και των «κίτρινων γιλέκων», αν και δεν είναι ρητά υπέρ της αποανάπτυξης(κάποιες συνελεύσεις των κίτρινων γιλέκων έχουν ταχθεί ρητά υπέρ της), μοιράζονται τουλάχιστον τις ανησυχίες των δημοκρατικών ορίων στην ανάπτυξη που τις εκφράζουν με «παράνομη» στάση ανυπακοής στο κράτος και την ανάκτηση δημόσιων χώρων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η σύμπτωση με την αποανάπτυξη είναι ακόμη πιο κοντά. Για παράδειγμα, οι αγανακτισμένοι της Βαρκελώνης δήλωσαν στο μανιφέστο τους ότι «το οικονομικό σύστημα που βασίζεται στην αέναη ανάπτυξη δεν είναι βιώσιμο».
Ένα άλλο παράδειγμα αποαναπτυξιακής αντιπολίτευσης στον χρηματοπιστωτικό τομέα είναι η δράση του καταλανού ακτιβιστή για την αποανάπτυξη Enric Duran. Τον Σεπτέμβριο του 2008, ο Duran ανακοίνωσε δημοσίως ότι είχε «ληστεύσει» σχεδόν μισό εκατομμύριο ευρώ λαμβάνοντας νόμιμα σχετικά μικρά δάνεια από αρκετές τράπεζες, τα οποία δεν είχε πρόθεση να επιστρέψει (καθώς τα είχε ξοδέψει σε αξιόλογα κοινωνικά εγχειρήματα). Ήταν μια πολιτική δράση για να καταγγείλει αυτό που ονόμασε «αρπακτικό καπιταλιστικό σύστημα». Ένας σκοπός της πράξης του ήταν να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα του τραπεζικού συστήματος και να αποκαλύψει τη λογοδοσία των πιστωτικών ιδρυμάτων. Αναφερόμενος στη δημιουργία χρημάτων από τις τράπεζες ως δάνεια, ο Duran δήλωσε ότι εάν οι τράπεζες μπορούν να δημιουργήσουν χρήματα από το τίποτα, «θα τα κάνω να εξαφανιστούν σε τίποτα». Από το 2006 έως το 2008, χρηματοδότησε διάφορα αντι-καπιταλιστικά κινήματα, συμπεριλαμβανομένων περιοδικών που εκτυπώθηκαν σε εκατό χιλιάδες αντίγραφα που εστιάζουν στην ενεργειακή κρίση (δηλ. το peak oil), στις κριτικές της οικονομίας που βασίζεται στο χρέος και στην παρουσίαση συγκεκριμένων εναλλακτικών λύσεων για μια βιώσιμη οικονομία αλληλεγγύης.
Στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα της κρίσης που ήρθε για να μείνει, και στο πριν την πανδημία διάστημα, ο κόσμος των «από κάτω», εκείνων δηλαδή που βρίσκονται σε κίνδυνο και ήταν και είναι τα θύματα της κρίσης και των «μνημονίων», δημιούργησαν συχνά εγχειρήματα κοινοτισμού  και κοινωνικής-συνεργατικής αλληλέγγυας οικονομίας με τα χαρακτηριστικά της αποανάπτυξης, από ανάγκη να ανταπεξέλθουν καλύτερα. Υπήρξαν πάνω από 3.000 καταγεγραμμένα τέτοια εγχειρήματα(εκ των οποίων τα 1300 ήταν και είναι ακόμα και σήμερα εγχειρήματα κοινωνικής οικονομίας). Πολλά έχουν συρρικνωθεί σε σχέση με λίγα χρόνια πριν, άλλα είναι υπαρκτά και επίμονα δραστήρια και στρέφονται καθημερινά όλο και περισσότερο στην έννοια της Αποανάπτυξης και της Κοινότητας μέσα από μια θολή προσέγγιση της εικόνας τους. Η υιοθέτηση των εννοιών αυτών θα επιταχυνθεί στα επόμενα χρόνια της μετα-Κόβιτ εποχής, γιατί θα καλύπτει πολλές προσεγγίσεις και ανάγκες για συλλογική πραχτική και δράση με τα πλεονεκτήματα της Τοπικοποίησης-Αποκέντρωσης-Αποανάπτυξης και θα παίξει και καθοριστικό ρόλο στο φαντασιακό των Ελλήνων «απο κάτω» στα επόμενα δύσκολα χρόνια για την επιβίωση.
Μέχρι τώρα είχαμε τις «κοινότητες αγώνα» ή «του κινδύνου», όπως:
οι Σκουριές της Χαλκιδικής ή οι Σταγιάτες Πηλίου,
τις κοινότητες ενδιαφερόντων όπως το Πελίτι ή τον Αιγίλοπα
τις κοινότητες του διαδικτύου (π.χ. κοινότητες «κοινής χρήσης αυτοκινήτων» κ.λπ) και της «Ομότιμης Παραγωγής», τοπικά εργαστήρια ήπιας τεχνολογίας,
τις ενεργειακές κοινότητες, κ.λπ.
Είχαμε επίσης κύτταρα της νέας κοινωνίας της αποανάπτυξης του κοινοτισμού και της άμεσης δημοκρατίας, που θα επιδιώξουμε, όπως για παράδειγμα:
Περιαστικές Καλλιέργειες, EcoGaia Farm, Οικοκοινότητα-Οικοχωριό Σκάλα,
Συνεταιριστική Kοινότητα Aυτάρκειας "Από Κοινού ΚΟΙΝ.Σ.Επ.",
 ΒΙΟΜΕ, Συν Αλλοις Συνεταιρισμός Αλληλέγγυας οικονομίας
Terra Verde Χανιά, Το παγκάκι Καφενείον / κολεκτίβα εργασίας
ΤΕΜ Μαγνησίας, τοπικό νόμισμα, Δίκτυο ενέργειας, Οικογιορτές
Συνέλευση κατά της Καύσης Σκουπιδιών Βόλου,
 Ανοιχτή Συνέλευση στα Γιάννενα ενάντια στις εξορύξεις πετρελαίου,
Δίκτυο Αλληλέγγυας Συμβουλευτικής, Οι εκδόσεις των συναδέλφων
Πανε.ρ.τ - Πανελλαδική Ραδιοφωνία κ Τηλεόραση,
 ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΑΥΤΟΟΡΓΑΝΩΣΗΣ Κ ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ
Κίνηση Αποανάπτυξης Τρικαλινών Πολιτών
 κλπ, κ.λπ….
Ζούμε σε έναν καπιταλιστικό κόσμο που καταρρέει, και πέρα από την αντίσταση, η δημιουργία θετικών προοπτικών, η διαμόρφωση και - περισσότερο από οτιδήποτε – η υλοποίηση ενός αλληλέγγυου αποαναπτυξιακού οράματος, είναι ιδιαίτερης σημασίας.
Για το μέλλον, είναι επιθυμητό από την προοπτική του Κινήματος της αποανάπτυξης, του κοινοτισμού και της άμεσης δημοκρατίας, να βρεθεί μια από κοινού διαμορφωμένη και συμφωνημένη κατεύθυνση. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να ενταθεί η ανταλλαγή απόψεων για τα επίμαχα ουσιαστικά ζητήματα περιεχομένου, προκειμένου να συζητηθούν ανοικτά τα αμφιλεγόμενα θέματα στρατηγικής. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να αποφευχθεί το γεγονός ότι τα διαφορετικά ρεύματα στέκονται ασύνδετα το ένα δίπλα στο άλλο, και να διασφαλισθεί η δημιουργία μιας διασύνδεσης της πολυμορφίας. Της πολυμορφίας των υπαρχόντων κοινωνικών κινημάτων, της απελευθέρωσης της εργασίας, της κοινωνικής-συνεργατικής-αλληλέγγυας οικονομίας, της ριζοσπαστικής- κοινωνικής οικολογίας και προστασίας του κλίματος, της γυναικείας απελευθέρωσης και των ιθαγενικών και μη μειονοτήτων, της αυτοδιαχείρισης-άμεσης δημοκρατίας και φυσικά του Κοινοτισμού-αποανάπτυξης-τοπικοποίησης.
Τον κοινό παρονομαστή για αυτή την διασύνδεση στη χώρα μας, θα μπορούσε να προσφέρει η προσπάθεια του ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ, μιας πανελλαδικής Συνέλευσης που έχει βάλει αυτόν τον στόχο.

0 Comments

2020-2030: Το μέλλον της οικονομικής ανάπτυξης

7/1/2021

0 Comments

 
Το ερώτημα για το μέλλον της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης, είναι από τα πιο αποφασιστικά ερωτήματα- προκλήσεις για τα επόμενα χρόνια.
Ένας από τους μηχανισμούς που προώθησε την παγκοσμιοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας, η Παγκόσμια Τράπεζα, κάνει μια όσο γίνεται πιο ευνοϊκή προς τους επενδυτές πρόβλεψη για την δεκαετία που μας έρχεται: Η πανδημία του νέου κορονοϊού οδηγεί την παγκόσμια οικονομία στη δεκαετία 2020-30, στη μεγαλύτερη οικονομική ύφεση από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Επειδή το μοντέλο της μέχρι τώρα αέναης οικονομικής ανάπτυξης έχει μεταμορφώσει βαθιά την ανθρώπινη ζωή και τον πλανήτη και οι τρέχουσες κοινωνίες, οικονομίες και πολιτισμοί βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην προσδοκία για μια συνεχή στο μέλλον ανάπτυξη, το ερώτημα για το μέλλον της, μετατρέπεται σε ερώτημα για το μέλλον των ίδιων των κοινωνιών.
Με δεδομένο τις εξαιρετικές και μη επαναλαμβανόμενες περιστάσεις, που οδήγησαν στην άνευ προηγουμένου οικονομική επέκταση στην πρόσφατη ιστορία, φαίνεται σήμερα να είναι ουσιαστικά σαφές ότι: ανεξάρτητα από τις τοπικές ή περιφερειακές εξελίξεις, σε παγκόσμια κλίμακα οι μελλοντικοί ρυθμοί ανάπτυξης δεν θα είναι πουθενά κοντά σε αυτό που ήταν στο πρόσφατο παρελθόν. Η «ανάπτυξη», όπως την ξέραμε, μάλλον βρίσκεται προς το τέλος της.
Αυτό που δεν είναι σαφές ακόμα, είναι το πώς θα αντιδράσουν οι κοινωνίες στο τέλος της ανάπτυξης και στις συναφείς επερχόμενες κρίσεις. Οπότε τα ερωτήματα που έχουμε μπροστά μας είναι του τύπου: Ποια είναι η σημασία της οικονομικής ανάπτυξης στις τρέχουσες κοινωνίες; Πώς η ανθρωπότητα δημιούργησε αυτήν την εξάρτησή της από μια οικονομία με επίκεντρο την ανάπτυξη; Και είναι δυνατόν να υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις και πώς αυτές έχουν εξελιχθεί ιστορικά;
Ο όρος «ανάπτυξη», αν και είναι ένας πολύ αμφίσημος και αόριστος όρος, όταν εκφράσθηκε από τον μετρήσιμο στατιστικά οικονομικό δείκτη του ΑΕΠ, έγινε ορισμένος, μονοσήμαντος και σταθερός, με την έννοια που δίνουν τα μαθηματικά σε αυτά τα επίθετα. Ο σημασιολογικός πυρήνας της οικονομικής ανάπτυξης λοιπόν εντοπίσθηκε και ορίσθηκε γενικά ως η ετήσια αύξηση του δείκτη του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ) ή του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος(ΑΕγχΠ). Το ΑΕΠ και το ΑΕγχΠ μετρούν τη νομισματική αξία όλων των τελικών αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται σε μια χώρα, συμπεριλαμβανομένου του κόστους παραγωγής όλων των υπηρεσιών που παρέχονται από το κράτος και την κυβέρνησή της.
Δεδομένου ότι η παραγωγή υλικών αγαθών και οι υπηρεσίες προέρχονται, παρέχονται και καταναλώνονται από τους κατοίκους μιας χώρας, το ΑΕΠ / ΑΕγχΠ σχετίζεται άμεσα με τον πληθυσμό της. Έτσι η χρήση του δείκτη κατά κεφαλήν ΑΕΠ / ΑΕγχΠ επιτρέπει τη σύγκριση των οικονομιών χωρών με διαφορετικά μεγέθη πληθυσμού. Ενώ αυτός ο ορισμός παρέμενε πάντα στον πυρήνα του όρου «οικονομική ανάπτυξη», η ιδέα της χρήσης ενός Μέσου Όρου σαν μέτρου σύγκρισης έχει αμφισβητηθεί σε μεγάλο βαθμό γιατί χρεώνεται με πολλά αμφισβητούμενα και μεταβαλλόμενα νοήματα, υποθέσεις και υποδηλώσεις. Συχνά, η «οικονομική ανάπτυξη» εξισώνεται με την ανάπτυξη γενικά (από μόνη της μια αμφισβητούμενη έννοια), με την κοινωνική πρόοδο, την οικονομική βελτίωση και ευημερία ή την επέκταση των υλικών μέσων.
Αυτή η ποικιλία νοημάτων που αποδίδονται στην «ανάπτυξη», δεν προκαλεί έκπληξη αφού η έννοια- όπως εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου- αμφισβητείται έντονα από διάφορες κοινωνικές ομάδες, και είναι πιθανό να συνεχισθεί αυτό και στο μέλλον. Γιατί, ενώ η οικονομική ανάπτυξη άντλησε τη νομιμότητά της από την υπόσχεσή της ότι θα παρέχει τα μέσα τόσο για τη βελτίωση των ατομικών συνθηκών διαβίωσης, όσο και για την κοινωνική πρόοδο-και έτσι εξηγείται γιατί η ιδέα της συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης έχει εγκριθεί ευρέως, είναι εύκολα δεδομένη και σπάνια αμφισβητήθηκε-τώρα πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα, γιατί αυτή έχει όρια και δεν μπορεί να συνεχισθεί αέναα στο μέλλον.
Τα πλεονεκτήματα της οικονομικής ανάπτυξης είχαν πάντα κοινωνικά ή / και περιβαλλοντικά κόστη και ζημίες, που οι οπαδοί της, είτε δεν ήθελαν να τα δουν είτε τα απέκρυβαν εσκεμμένα. Όμως υπήρξαν και στο παρελθόν ανησυχίες για τις επιπτώσεις της -στην κοινωνία και το περιβάλλον- οι οποίες έχουν επανειλημμένα διατυπωθεί στα πλαίσια της ακαδημαϊκής κοινότητας και των κοινωνικών-οικολογικών κινημάτων.
Η κριτική του «αναπτυξιακού» μοντέλου που προωθείται κυρίως από τις «αναπτυγμένες» χώρες, ξεκίνησε από τη 10ετία του 1970(Κλαμπ της Ρώμης) με τη διατύπωση της θεωρίας των «ορίων της ανάπτυξης». Τα οικονομικά συστήματα που βασίζονται στην «ανάπτυξη», είναι υποσυστήματα σε ένα «υπερσύστημα», αυτό του πλανητικού συστήματος της βιόσφαιρας. Οι έρευνες για τις δυνατότητες του «κλειστού» συστήματος της βιόσφαιρας του πλανήτη, οδήγησαν στη διαπίστωση ότι αυτές είναι περιορισμένες. Υπάρχουν όρια-εξωτερικά λεγόμενα όρια- στις «υπηρεσίες» που μπορεί να προσφέρει αυτή και τα οικοσυστήματά της στα υποσύνολά τους που είναι τα τεχνητά κοινωνικά περιβάλλοντα που δημιούργησαν οι άνθρωποι για τον εαυτό τους(ανθρωπόσφαιρα-κοινωνία). Ο μόνος παράγοντας που είναι απεριόριστος για κάποια ακόμα δισεκατομμύρια χρόνια, είναι η ηλιακή ενέργεια που προσφέρεται από το «υπερ-υπερ σύστημα», αυτό του ηλιακού μας συστήματος. Αλλά και η έρευνα στο ίδιο το κοινωνικό-οικονομικό ανθρώπινο σύστημα(τους τελευταίους αιώνες το αποκαλούμε καπιταλιστικό), οδήγησε στην ταυτόχρονη διαπίστωση ότι υπάρχουν και εσωτερικά όρια από το ανθρώπινο υποσύστημα.

Α) Εξωτερικά όρια της «ανάπτυξης»: πόροι, κλιματική αλλαγή και γη

Μεταξύ 1890 και 1990, ο παγκόσμιος πληθυσμός 4-πλασιάσθηκε, ενώ η παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας και το ΑΕγχΠ 14-πλασιάσθηκε, η δε βιομηχανική παραγωγή 40-πλασιάσθηκε. Από όλους τους homo sapiens που έζησαν τα τελευταία τέσσερα εκατομμύρια χρόνια, πιθανότατα το ένα πέμπτο έζησε κατά τον εικοστό αιώνα. Μεγάλο μέρος αυτής της ανάπτυξης συνέβη στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα κατά τη «χρυσή εποχή» των εξαιρετικά υψηλών ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ μεταξύ 1950 και 1970. Συνέβη στις βιομηχανικές χώρες και σε οικονομίες «αναδυόμενων αγορών», όπως ονομάσθηκαν. Το «Σύνδρομο της δεκαετίας του 1950» ή «Μεγάλη Επιτάχυνση», έχει επίσης ονομασθεί αυτή η περίοδος. Χαρακτηρίσθηκε από ταχέως αυξανόμενη κατανάλωση ορυκτών καυσίμων, ενέργειας και υλικών αγαθών, αυξανόμενη εκμετάλλευση φυσικών πόρων και διαφόρων μορφών περιβαλλοντικής υποβάθμισης και μόλυνσης.
  1. Αυτή η εξέλιξη αντικατοπτρίζει εξαιρετικές περιστάσεις, βασισμένες κυρίως σε μια άνευ προηγουμένου εκμετάλλευση φθηνών ορυκτών καυσίμων, αλλά η επανάληψη της εμπειρίας του εικοστού αιώνα είναι πλέον αδύνατη. Αυτό είναι προφανές ακόμη και στους πιο ενθουσιώδεις υποστηρικτές της «ανάπτυξης». Ο άνθρακας, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο δεν θα μπορέσουν να διατηρήσουν τους μέχρι τώρα ρυθμούς του 2-3% της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης, ατέλειωτα στο μέλλον ( ακόμα  και αν παραμείνουμε στάσιμοι στο σημερινό υψηλό επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας). Ένας λόγος είναι το απλό γεγονός ότι είναι πεπερασμένοι αυτοί οι ενεργειακοί πόροι και κάποια στιγμή θα εξαντληθούν- αν και είναι αδύνατο να ορίσουμε εκείνη τη στιγμή στο χρόνο. Πολύ νωρίτερα, θα είναι τόσο δαπανηρή η εξόρυξη και η εκμετάλλευση των τελευταίων αποθεμάτων τους, που θα είναι καλύτερα από άποψη οικονομικού αποτελέσματος, να τα αφήσουμε εκεί που βρίσκονται.
  2. Ακόμα κι αν υπήρχε ατελείωτη δυνατότητα προμήθειας άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου, η καύση τους οδηγεί σε κλιματικές αλλαγές απαράδεκτων διαστάσεων, καθιστώντας τη χρήση τους όλο και πιο απαράδεκτη. Σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, τα τρέχοντα αποθέματα ορυκτών καυσίμων, τα οποία βρίσκονται ακόμη στο έδαφος, ισοδυναμούν-αν καούν- με πέντε φορές το ποσό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που επιτρέπεται, αν θέλουμε η ανθρωπότητα να παραμείνει εντός του διεθνώς συμφωνημένου ορίου των δύο βαθμών υπερθέρμανσης του πλανήτη, λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου. Υπάρχει ήδη φανερή αντίθεση στις μορφές ενέργειας με υψηλό αρνητικό αντίκτυπο στην κλιματική αλλαγή, και σε τοπικό-περιφερειακό επίπεδο και σε παγκόσμιο.  Παρατηρείται ως δημόσια αντίσταση κατά των εξορύξεων πετρελαίου, λιγνίτη, fracking, ή άμμώδους πίσσας, και είναι πιθανό να αυξηθεί με την αυξανόμενη συνειδητοποίηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και του ρόλου των ορυκτών καυσίμων στην πρόκλησή της. Οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι οι άμεσες επιπτώσεις της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής απειλούν την υγεία εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Στα προβλεπόμενα αποτελέσματα περιλαμβάνονται κύματα θερμότητας και ακραίες καιρικές συνθήκες, ελλείψεις στους υδάτινους πόρους, που οδηγούν σε αποτυχίες συγκομιδής, αλλαγές στο φάσμα των ασθενειών, ζημίες και απώλειες περιουσίας, χειροτέρευση των συνθηκών επιβίωσης, απώλειες στις υπηρεσίες που προσφέρουν στον άνθρωπο τα οικοσυστήματα και αύξηση στη βία και τις εχθροπραξίες κ.λπ. Όλα αυτά θα επηρεάσουν δυσανάλογα περισσότερο ευάλωτες ομάδες στον κόσμο και σε κάθε κοινωνία, δηλ. τους φτωχούς, τους ηλικιωμένους και τους περιθωριοποιημένους. Ακόμα πιο ανησυχητικά αποτελέσματα, περιλαμβάνουν τον κίνδυνο η ανθρώπινη δραστηριότητα να φτάσει και να πάει τα πράγματα πέρα ​​από τα «σημεία μη επιστροφής» (tipping points), όπως η τήξη του permafrost(παγωμένου εδάφους) στο Βορρά ή η απώλεια της εδαφοκάλυψης, που θα προκαλέσουν μη αναστρέψιμη και αυτόματη καταλυτική αλλαγή του κλίματος σε νέο και πραγματικά αδιανόητο επίπεδο. Η ιδέα ότι οι τεχνολογικές καινοτομίες θα μπορούσαν να βοηθήσουν να αποσυνδεθεί η «ανάπτυξη» από τη μείωση του φυσικού κεφαλαίου και τη ρύπανση του περιβάλλοντος, αποτελώντας τη βάση της έννοιας της «πράσινης ανάπτυξης», η οποία προτείνει τη συνέχιση του υπάρχοντος οικονομικού συστήματος με μείωση στα οικολογικά βάρη που κουβαλά μαζί του, έγινε αποδεκτή από μέρος του κεφαλαίου («πράσινο κεφάλαιο»), το οποίο επενδύεται στις πράσινες καινοτομίες. Η προσδοκία ότι η «πράσινη ανάπτυξη» θα συμβάλει στην συνέχιση της αυξητικής καμπύλης με την οποία παριστάνουν την «ανάπτυξη» οι θιασώτες της, έχει αμφισβητηθεί από τους «αποαναπτυξιακούς» οικονομολόγους. Στην καλύτερη περίπτωση το «πράσινο» κομμάτι της ανάπτυξης, θα δώσει μια παράταση, προτού καταρρεύσουν οριστικά τα τοπικά και πλανητικά οικοσυστήματα. Το κίνημα της Αποανάπτυξης δεν είναι εναντίον των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, της χρήσης των καινοτομιών και της βιωσιμότητας, αλλά επισημαίνει ότι σε έναν κόσμο με αυξανόμενη οικονομική ανάπτυξη αυτές οι στρατηγικές προσήλωσης στην τεχνολογία δεν αρκούν. Ειδικά όταν θα πρέπει να καταστεί δυνατό ένα παρόμοιο βιοτικό επίπεδο για όλους τους ανθρώπους, χωρίς να καταστρέψουμε τον πλανήτη. Γιατί δεν υπάρχει βιωσιμότητα χωρίς αλλαγή του τρόπου ζωής των ανθρώπων, ιδίως στον «αναπτυγμένο κόσμο.
  3. Προς το παρόν, ο κόσμος χρησιμοποιεί τους πόρους και τη χωρητικότητα απορρόφησης απορριμμάτων από 1,6 πλανήτες-σαν τη γη- ανά μονάδα χρόνου, και εάν συνεχισθούν οι τρέχουσες τάσεις, αυτό θα αυξηθεί σε δύο πλανήτες έως το 2030(Footprintnetwork 2016). Αυτό μπορεί να φαίνεται ότι λειτουργεί ακόμα, γιατί απλώς η καπιταλιστική κυρίαρχη οικονομία, όπως δημιουργεί οικονομικά χρέη για τα νοικοκυριά τις επιχειρήσεις και τις κυβερνήσεις, με τον ίδιο τρόπο, μετατοπίζοντας το βάρος του οικολογικού αποτυπώματος στο χρόνο και το χώρο και μεταφέροντας έτσι το κόστος στο μέλλον ή σε άλλες περιοχές, δημιουργεί και οικολογικά χρέη, που καλούνται να τα πληρώσουν άλλοι ή οι μέλλουσες γενεές. Αυτό φαίνεται σε σχέση, για παράδειγμα, με την υποβάθμιση της βιοποικιλότητας και της γονιμότητας των εδαφών. Έχει υπολογισθεί ότι όλη η παραγωγικότητα των εδαφών που αφιερώθηκαν εξ ολοκλήρου σε ανθρώπινες δραστηριότητες ανήλθε στο 30,7% της χερσαίας και 2,2% της υδάτινης πρωτογενούς καθαρής παραγωγής Αυτός ο υπολογισμός αναφέρεται στο ποσοστό της συνολικής βιομάζας, την οποία παρέχουν επίσης στον άνθρωπο τα οικοσυστήματα και τα άλλα όντα σε τρόφιμα, φυτικές ίνες και καύσιμα, και δείχνει ότι ο άνθρωπος παράγει μόνο το 1/3 της βιομάζας που χρησιμοποιεί, το υπόλοιπο το δανείζεται από τη βιοποικιλότητα και τα οικοσυστήματα του πλανήτη, που όμως υπερκαταναλώνοντας τις δυνατότητές τους, δεν μπορούν να αναπαραχθούν από μόνα τους και καταρρέουν.Είναι φυσικά ένας θεωρητικός υπολογισμός με πολλά περιθώρια λάθους, όμως μας λέει κάτι σε σχέση με τον κύριο πόρο που μας παρέχει η βιόσφαιρα-τη τροφή- και θα έπρεπε να «κτυπήσει το κουδούνι του κινδύνου» στον καθένα μας. Δεν μπορούμε να έχουμε το όραμα ενός κόσμου, ο οποίος δεν περιλαμβάνει τη συνεχιζόμενη ύπαρξη ζώων και φυτών που δεν προορίζονται για να τρώγονται από τον άνθρωπο και γης που δεν καλλιεργείται ή εξορύσσεται ή χτίζεται. Και το πιο απαράδεκτο μάλιστα είναι το γεγονός ότι παρόλη αυτή την υπερκατανάλωση της βιόσφαιρας, το οικονομικό σύστημα της «ανάπτυξης» δεν κατάφερε να θρέψει με επάρκεια τον παγκόσμιο πληθυσμό. Το ένα δις τουλάχιστον των ανθρώπων πεινά ή υποσιτίζεται σήμερα, όχι μόνο στον «υπανάπτυκτο» Νότο[1]. Ακόμη χειρότερα, επιδείνωσε παγκόσμια την αδικία στην παγκόσμια διανομή τροφίμων. Ενίσχυσε ένα σύστημα στο οποίο τα τρόφιμα αντιμετωπίζονται όπως κάθε άλλο εμπορεύσιμο προϊόν, αντί να είναι ένα ουσιαστικό ανθρώπινο δικαίωμα που προστατεύεται από τις απαιτήσεις του κανονικού εμπορίου.
 
Β) Εσωτερικά όρια: στασιμότητα, ευημερία και ισότητα

Οι εξωτερικοί περιορισμοί που προκύπτουν από την έλλειψη πόρων, την κλιματική αλλαγή και την κατάρρευση των οικοσυστημάτων της βιόσφαιρας της γης γενικότερα, δεν είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν  είμαστε σίγουροι ότι θα συνεχίζεται η οικονομική ανάπτυξη στο μέλλον. Ανεξάρτητα από αυτές τις περιβαλλοντικές ανησυχίες, υπάρχουν καλοί λόγοι για να αμφισβητηθεί η πιθανότητα, αλλά και η επιθυμία για συνεχιζόμενη ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια. Μετά την πρόσφατη οικονομική κρίση στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, καθώς και την παρούσα υγειονομική κρίση με τα επακόλουθα lockdown της οικονομίας και της ανθρώπινης δραστηριότητας--«ανθρωπόπαυση» έχει ήδη ονομασθεί αυτό-  αρκετοί οικονομολόγοι έχουν εκτιμήσει ότι οι πρώιμες βιομηχανικές οικονομίες έχουν εισέλθει σε ένα νέο στάδιο στην ιστορία της οικονομικής ανάπτυξης. Με βάση τη διαπίστωση ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης στις χώρες πρότυπο- πρόκειται για τις χώρες του ΟΟΣΑ από τη Δυτική Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και την Ιαπωνία - δείχνουν μια συνεχιζόμενη πτώση, εκφράζουν την ανησυχία ότι οι βιομηχανοποιημένες χώρες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν σύντομα το τέλος της ανάπτυξης.
  1. Επιστρέφοντας στις θεωρίες της δεκαετίας του 1930 για την στασιμότητα, οι υποστηρικτές της «νέας υπόθεσης για την παγκόσμια στασιμότητα», προβλέπουν την κατάρρευση των σχετικών ρυθμών ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας, τις επόμενες δεκαετίες. Οι λόγοι για αυτό ξεκινάνε από τα μειωμένα μακροπρόθεσμα αναπτυξιακά δυναμικά που οφείλονται στη μείωση της τεχνολογικής παραγωγικότητας και φθάνουν μέχρι τους δομικούς «ανεμοστρόβιλους», όπως είναι οι στασιμότητα των πληθυσμών, η κοινωνικοοικονομική ανισότητα και το δημόσιο χρέος. Αυτό που παρατηρείται είναι μια «ανάπτυξη» της χρηματικής οικονομίας που στηρίζεται στον μηχανισμό του χρέους, τις χρηματοπιστωτικές φούσκες και τα χρηματιστήρια.
  2.  Η οικονομική επέκταση έχει φέρει βέβαια μέχρι τώρα τεράστια οφέλη για εκατομμύρια ανθρώπους σε πολλά μέρη του κόσμου, από τότε που-αρχές του δέκατου ένατου αιώνα- περίπου το 80% των ανθρώπων στον κόσμο ζούσαν υπό υλικές συνθήκες περίπου παρόμοιες με εκείνες του φτωχότερου 20% του παγκόσμιου πληθυσμού σήμερα. Αν και η φτώχεια είναι πάντα σχετική, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ξεπεράσθηκαν πολλές δυσκολίες που χαρακτήριζαν τον βίο των ανθρώπων για το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας μέχρι τη σημερινή εποχή. Οι ζωές των περισσότερων χαρακτηρίζονταν από έλλειψη, υλική ανασφάλεια και φτώχεια. Κατά τη βιομηχανοποίηση, η αυξημένη διαθέσιμη ενέργεια μέσω των ορυκτών καυσίμων σήμαινε ότι «για πρώτη φορά στην ιστορία, η μαζική φτώχεια έγινε μη αναγκαία», αλλά προφανώς εξακολουθούσε να υπήρχε. Όμως, η ποιότητα της ζωής δεν καθορίζεται μόνο από την ποσότητα. Η ανάπτυξη των δύο τελευταίων αιώνων έφερε και οφέλη ποιοτικά, τα οποία πριν δεν ήταν διαθέσιμα ακόμη και για τους τότε πλούσιους, όπως ταξίδια διακοπών σε ξένες ηπείρους, επικοινωνία με απομακρυσμένα αγαπημένα πρόσωπα ή πρόσβαση σε θεσμούς αποκατάστασης της υγείας. Παρατηρήθηκε όμως τα τελευταία χρόνια, το λεγόμενο παράδοξο του Easterling: από ένα ορισμένο επίπεδο εισοδήματος - και αυτό οι περισσότεροι άνθρωποι στις αναπτυγμένες χώρες το έχουν επιτύχει στη δεκαετία του 1980 - τελειώνει η ανάλογη σχέση μεταξύ ανάπτυξης και ευημερίας. Από τότε και μετά,  παρά την οικονομική ανάπτυξη, η ικανοποίηση των ανθρώπων από τη ζωή όχι μόνο λιμνάζει, αλλά και μειώνεται (παράδοξο του Easterlin ονομάσθηκε αυτό, από το όνομα του καθηγητή που το παρατήρησε πρώτος στις έρευνές του για την ανθρώπινη ευτυχία)[2]. Και ενώ η υπόσχεση της «ανάπτυξης» για «κοινωνίες ευημερίας» πάει περίπατο για τους πολλούς «από κάτω» των σημερινών κοινωνιών[3], αμφισβητείται σήμερα και το είδος της ευημερίας  που στηρίζεται στους εξαντλητικούς ρυθμούς της υπερκατανάλωσης και του «όλο πιο πολύ, πιο γρήγορα, πιο μακριά». Σε αντιπαράθεση προτείνονται νέοι δείκτες «ευζωίας» των ανθρώπων(ευζωία-μια συνολικά καλή και αξιοβίωτη ζωή- αντί ευημερίας –μιας καλής ημέρας χωρίς να σκέφτομαι το μέλλον).
  3. Για δεκαετίες υποστηρίζεται, από τους ιθύνοντες οικονομολόγους και τους πολιτικούς όλων των τάσεων στα κοινοβούλια (και των «αναπτυγμένων», και των «υπο ανάπτυξη», και των πρώην «σοσιαλιστικών» χωρών), ότι η οικονομική ανάπτυξη ξεδιπλώθηκε σύμφωνα με ένα «άγραφο κοινωνικό συμβόλαιο», στο οποίο οι φτωχοί άνθρωποι αποδέχθηκαν την ανισότητα, καθώς και την οικονομική και πολιτική καταστολή, επειδή θα μπορούσαν να ελπίζουν σε μια καλύτερη σχετικά ζωή στα επόμενα χρόνια και ότι τα παιδιά τους θα ζούσαν ακόμα καλύτερα μετά από αυτούς. Καθώς όμως διαπιστώνουν ότι τα σημαντικά οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης συγκεντρώνονται σχεδόν εξ ολοκλήρου σε εκείνους που βρίσκονται  στην κορυφή της πυραμίδας των εισοδημάτων, αυτή το συμβόλαιο δεν ισχύει πλέον. Εάν ήταν αλήθεια ότι και η ηθική μας και οι αξίες της ισότητας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν αποτέλεσμα μιας κοινωνικής τάξης που στηρίχθηκε στην οικονομική ανάπτυξη με βάση τα ορυκτά καύσιμα, τότε πως εξηγείται το γεγονός της μεγιστοποίησης των κοινωνικών ανισοτήτων και σε παγκόσμιο επίπεδο και εντός των χωρών παντού; Είναι φανερό ότι και για λόγους κοινωνικής απελευθέρωσης και για λόγους πολιτικής και κοινωνικής ισότητας, θα πρέπει να ξεπερασθεί το μοντέλο της «ανάπτυξης» που επικράτησε μέχρι σήμερα.   Το στοίχημα για την εξεύρεση μιας ηθικά και πολιτικά αποδεκτής εναλλακτικής λύσης, θα είναι το πιο αποφασιστικό των επόμενων δεκαετιών- έχουμε καιρό μέχρι το 2050 το πολύ- και θα μπορούσε να ταυτισθεί με το «στοίχημα της αποανάπτυξης»[4] για την ολοκλήρωση του προγράμματος μετάβασης προς ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο και ένα νέο πολιτισμό. Δείγματα προς αυτή την κατεύθυνση μπορούμε να δούμε στα αποτελέσματα της πρώτης «ανθρωπόπαυσης» που συνέβη στη διάρκεια του απερχόμενου 2020!
Η «ανθρωπόπαυση»-όπως η «αγροανάπαυση» που εφαρμόζουν σήμερα οι βιοκαλλιεργητές στη γεωργία- μπορεί να προσφέρεται για κάποια προσωρινή αναγέννηση των τοπικών και πλανητικών οικοσυστημάτων, αλλά για μια μόνιμη διατήρηση των συνθηκών καλής ζωής-ευζωίας της-η ανθρωπότητα θα χρειασθεί να στραφεί προς την Αποανάπτυξη-Τοπικοποίηση, τον Κοινοτισμό και την Άμεση Δημοκρατία, όσο είναι καιρός!!!


[1] Ένας δείκτης για τον παράλογο τρόπο που γίνεται η διανομή της παραγόμενης τροφής, είναι τα απορρίμματά της. Εκτιμάται ότι οι καταναλωτές π.χ. στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική πετάνε στα σκουπίδια 95–115 κιλά τροφής ετησίως ενώ στην υποσαχάρια Αφρική και τη Νότια / Νοτιοανατολική Ασία τα απόβλητα τροφίμων είναι μόλις 6-11 κιλά κατά κεφαλήν και ανά έτος (FAO 2011).

[2] Τότε, τις 10ετίες του 1970-80, ο μέσος καταναλωτής στις αναπτυγμένες χώρες κατείχε περίπου 6000 αντικείμενα και ήταν περισσότερο ευχαριστημένος από ό,τι σήμερα, που κατέχει περίπου 10.000 αντικείμενα και δεν έχει ούτε τον χρόνο να τα χρησιμοποιήσει, ούτε τον χώρο για να τα αποθηκεύσει.

[3] Στις κοινωνίες της «ευημερίας» δεν μπορεί πλέον να διατηρηθεί το επίπεδο ζωής που είχαν πετύχει οι πολυάριθμες μεσαίες τάξεις της Δύσης –Βορά, πριν την κρίση του 2008-09, ξεκινώντας από τη Νότια Ευρώπη της λιτότητας και την Ελλάδα των μνημονίων.

[4] Πρωτοδιατυπώθηκε καθαρά στο ομώνυμο βιβλίο του Σερζ Λατούς.

0 Comments

Η διαφορά μεταξύ «δυτικού» και «ανατολικού»[1] καπιταλισμού.

30/12/2020

0 Comments

 
Καταρχήν η ομοιότητα των δύο, σε σχέση με τους κοινωνικούς σχηματισμούς όπου επικρατεί η μία ή η άλλη μορφή καπιταλισμού, συνίσταται στην κοινή στάση που έχουν απέναντι στην νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας και της θεσμισμένης δημοκρατίας στα πλαίσιά τους: έχουν αναγάγει την οικονομική αποτελεσματικότητα και τη μεγέθυνση της οικονομίας-το ίδιο «αναπτυξιακό» μοντέλο-σαν κύριο κριτήριο νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας. Έχουν εργαλειοποιήσει την αξία της δημοκρατίας ως «πρωταρχικού αγαθού» των πολιτών τους, απαλλάσσοντας την πολιτική και οικονομική τους ελίτ από τη λογοδοσία απέναντι στην κοινωνία των πολιτών, αφού κυριαρχεί η αποτελεσματικότητα που διαθέτουν αυτές οι ελίτ, έχοντας στα χέρια τους την τεχνογνωσία και την οικονομική ισχύ. Η παραγωγική διαδικασία και η τεχνολογία της αντικειμενοποιείται, ουδετεροποιείται ντετερμινιστικά και αποπολιτικοποιείται –οι αποφάσεις για τη μια ή την άλλη εφαρμογή παίρνονται από τους «ειδικούς»-και ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας υποκαθίσταται από τον «ουδέτερο» τεχνολογικό καταμερισμό με βάση τις αποκτημένες δεξιότητες των εργαζομένων. Έτσι, η ενοποίηση της πολιτικής και της οικονομίας μέσω των αντίστοιχων ελίτ, καθώς και η νομιμοποίηση του εξουσιαστικού φαινομένου με όρους αποτελεσματικότητας και όχι δημοκρατικής διαβούλευσης και αντιπαράθεσης, είναι το κοινό χαρακτηριστικό που αποκτήθηκε σταδιακά, τόσο από τον «δυτικό»(«φιλελεύθερο»;), όσο και από τον «ανατολικό»(«απολυταρχικό») καπιταλισμό. Το κοινό τους λοιπόν χαρακτηριστικό είναι στην ουσία η «ολιγαρχία».
Η διαφορά μεταξύ τους, βέβαια, παραμένει σημαντική. Στις «αναπτυγμένες» χώρες της καπιταλιστικής Δύσης, η παραπάνω διαπίστωση για το κοινό χαρακτηριστικό, στηρίζεται και είναι αποτέλεσμα της δομικής πλουτοκρατικής διάρθρωσης των πολιτικών κοινωνιών, ενώ στην «αναπτυσσόμενη» Ανατολή στηρίζεται στο εγγενές αρχικό στοιχείο του πολιτικού επιπέδου με το απολυταρχικό στην ουσία κομματικό σύστημα διακυβέρνησης. Ο κινέζικος καπιταλισμός-κυρίαρχος στον «ανατολικό» καπιταλισμό και για αυτό η ανάλυσή μας αναφέρεται βασικά σε αυτόν - μετά την ήττα της «πολιτιστικής επανάστασης» και την επικράτηση του «κρατικού καπιταλισμού»-στην αρχή-και στη συνέχεια το πέρασμά του στο ιδιαίτερο τερατούργημα –μείγμα κεντρικού πλάνου και εταιρικού τρόπου παραγωγής και ιδιοποίησης αξιών- εξαλείφει ευθύς εξαρχής την πολιτική από το νου των ανθρώπων ως μια υπόθεση των ειδημόνων που δεν αφορά τους «από κάτω». Στο (νεο)φιλελεύθερο-αξιοκρατικό δυτικό καπιταλισμό η αποστασιοποίηση από τη συμμετοχή και η αδιαφορία για τις διαδικασίες διαβούλευσης και συναπόφασης, συντελείται όχι τόσο λόγω της συνθετότητας των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών και των διακυβευμάτων τους, όσο λόγω των κυρίαρχων νοημάτων και σημασιών της θρησκείας της «ανάπτυξης», που έχουν εσωτερικευθεί από την πλειοψηφία των πολιτών, ενώ οι μειοψηφίες βιώνουν τη ματαιότητα πως «δεν υπάρχει εναλλακτική».
Η υποκατάσταση της δημοκρατικής αρχής (που σήμερα εκφράζεται με τον όρο άμεση δημοκρατία) από το δόγμα της αυταπόδεικτης αποτελεσματικότητας της οικονομίας της «ανάπτυξης» και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στον δυτικό τύπο καπιταλισμού από τη μια, και η συγκέντρωση της οικονομικο-πολιτικής δύναμης στην ελίτ μέσω του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού του κόμματος στον ανατολικό τύπο από την άλλη- ιδίως σε καιρούς κρίσης (οικονομικής, υγειονομικής κ.λπ.), δείχνει ότι πράγματι το χάσμα μεταξύ (νεο)φιλελεύθερου «δυτικού» και απολυταρχικού «ανατολικού» καπιταλισμού έχει μειωθεί σημαντικά, όχι μόνο σε σχέση με τους οικονομικούς δείκτες, αλλά κυρίως σε σχέση με ουσιώδεις πτυχές του καθημερινού τρόπου άσκησης της εξουσίας. Και αυτό συμβαίνει όχι γιατί φιλελευθεροποιείται η Κίνα, αλλά κυρίως γιατί αυταρχικοποιείται η δυτική μετα-δημοκρατία, όπως την έχουν αποκαλέσει κάποιοι.
Άλλη διαφορά των δυο τύπων καπιταλισμού:
α) Στον (νεο)φιλελεύθερο, αξιοκρατικό καπιταλισμό της Δύσης, η τυπική νομική ισότητα των πολιτών έναντι του νόμου υποσκάπτεται από τη μεταβίβαση της ανισότητας από γενιά σε γενιά μέσω της κληρονομικής διαδοχής, από την ιδιωτικοποίηση κοινωφελών υπηρεσιών-«ΚΟΙΝΩΝ», καθώς και από την αναπαραγωγή της κοινωνικής διαφοροποίησης-διαστρωμάτωσης μέσω της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Μέσω της εκπαίδευσης όμως υπήρξε και μια κοινωνική κινητικότητα από τα κάτω προς τα πάνω, με το πέρασμα πολλών γόνων των κατώτερων τάξεων σε μεσαία στρώματα, πράγμα που οδήγησε εκτός των άλλων και σε πολυπληθείς μεσαίες τάξεις στις δυτικές κοινωνίες.
β) Στον πολιτικο-οικονομικό απολυταρχικό καπιταλισμό της Ανατολής έχει προγραμματισθεί η κοινωνική διαφοροποίηση μέσα από τους δεσμούς με την ιεραρχία του κόμματος και μέσα από τα πλάνα για την αναγκαιότητα διεύρυνσης της μεσαίας τάξης[2],αλλά και μέσα από την εγγενή διαφθορά των πολιτικών-καπιταλιστικών ελίτ και την απουσία δικαιοκρατικών εγγυήσεων κατά τη λήψη αποφάσεων.
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες, υπερ-εμπορευματοποιημένες κοινωνίες, στη Δύση κυρίως, αλλά- σε μικρότερο προς το παρόν βαθμό- και στην Ανατολή, είναι η απο-ηθικοποίηση του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας και η έλλειψη νοήματος για τη ζωή. Το laissez-faire του Adam Smith στη Δύση, προϋπέθετε την καλλιέργεια ηθικών συναισθημάτων των συμμετεχόντων στην ελεύθερη αγορά, ώστε να εκτυλίσσεται απρόσκοπτα το «ευγενές εμπόριο» κάτω από την επιταγή της «αόρατης χειρός». Η ρύθμιση της αχαλίνωτης αγοράς όμως δεν μπορεί πλέον να στηριχθεί σε εσωτερικευμένους, ηθικούς φραγμούς «αυτόνομων ορθολογικά δρώντων» του είδους “homo-oeconomicus”, με ανεπτυγμένη ενσυναίσθηση στις διανθρώπινες και κοινωνικές τους σχέσεις. Σήμερα, η ρύθμιση της αγοράς, στην μεν Δύση, στηρίζεται μόνο σε νόμους και κανόνες οι οποίοι όμως δεν καθορίζονται από κάποια «γενική βούληση», αλλά από πολιτικούς σε στενή διασύνδεση με την οικονομική ελίτ. Στην δε Ανατολή, ρυθμίζεται από την ίδια την πολιτικο-καπιταλιστική διευθύνουσα τάξη.
Αυτή η από-ηθικοποίηση των ολοένα και πιο εμπορευματοποιημένων πτυχών του βίου των ανθρώπων παντού στον παγκοσμιοποιημένο πια καπιταλισμό, δημιουργεί μια σειρά από παθογένειες οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο το υπάρχον κοινωνικό συμβόλαιο και την κοινωνική συνοχή και αμφισβητούν τη νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη. Τέτοιες παθογένειες είναι π.χ. η κανονικοποίηση της διαφθοράς ως αναπότρεπτο στοιχείο του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, η απουσία ισχυρών ανθρώπινων δεσμών για την εύρυθμη λειτουργία των συμβάσεων, συμβολαίων και συμφωνιών, η θεσμοποίηση της νοοτροπίας του ατομικισμού και της αδιαφορίας- απάθειας για το τι συμβαίνει στη δημόσια σφαίρα και στην ιδιωτικοποίηση των κοινών αγαθών- υπηρεσιών κλπ., κλπ.
Η παγκοσμιοποίηση, ως κινητικότητα είτε του κεφαλαίου με τη μορφή ιδιωτικών επενδύσεων, είτε της εργασίας με τη μορφή της μετανάστευσης, είτε της ασθένειας με τη μορφή πανδημιών, αποτελεί μια σημαντική πρόκληση στις κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Η κλιματική αλλαγή και η ρύπανση του περιβάλλοντος, ως διατάραξη της οικολογικής ισορροπίας στα τοπικά και πλανητικά εγχειρήματα λόγω της υπερβολικής χρήσης των ορυκτών καυσίμων, είναι μια άλλη, ίσως πιο σημαντική πρόκληση. Ποια θα είναι η απάντηση από τις κοινωνίες και τις δημιουργικές τους δυνάμεις-γιατί οι καθεστωτικές δυνάμεις μας οδηγούν μάλλον στην κατάρρευση του πλανήτη και της Α.Ε. Γης, αφού αντιμετωπίζουν τη ίδια τη Γη σαν Ανώνυμη Εταιρεία από την οποία εξάγουν μόνο κέρδος- σε αυτές τις πολυσύνθετες προκλήσεις, αποτελεί το μεγαλύτερο στοίχημα σήμερα και μέχρι- ίσως το πολύ-το 2050. Ελπίζουμε το στοίχημα να γείρει προς την πλευρά της «αποανάπτυξης» και όχι της κατάρρευσης!
 


[2]Το Πεκίνο έχει ξεπεράσει τη Νέα Υόρκη και τώρα είναι η πόλη με τους περισσότερους δισεκατομμυριούχους του κόσμου. Από την άλλη, πάνω από 70 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν ακόμα με λιγότερο από 1 ευρώ την ημέρα - και, συνεπώς, σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας. Αυτή η αντίθεση κρύβει έναν τεράστιο κοινωνικό δυναμίτη σε μια χώρα που εξακολουθεί να θεωρεί επίσημα τον εαυτό της ως "κομμουνιστική". Έτσι Ο πρωθυπουργός Li Keqiang και ο Πρόεδρο Xi είχαν υποσχεθεί- κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους το  2012/2013- ότι η μεσαία τάξη θα συνεχίσει να αναπτύσσεται και ότι θα διπλασιασθεί το εισόδημα όλων των Κινέζων μέχρι το 2020 .
0 Comments

Για μια νέα ηθική της απελευθέρωσης!

27/12/2020

0 Comments

 
 Πέρα από την κοινωνική, για μια γενικότερη οντολογική απελευθέρωση!

Ο κορονοϊός και η κλιματική κρίση έχουν κάνει προφανή τον παραλογισμό του τωρινού συστήματος, σε ένα σημαντικό και κρίσιμο αριθμό ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη. Για αυτούς, αυτή η κατάσταση είναι μια ιστορική ευκαιρία για έναν θεμελιώδη αναπροσανατολισμό στον πολιτισμό, στην ηθική, στην οικονομία, στους τρόπους ζωής, καθώς και στην ίδια την οργάνωση της κοινωνίας. Στους άλλους-στον λεγόμενο «μέσο» άνθρωπο, που σήμερα λόγω συνδημίας υπόκειται σε διάφορους αποκλεισμούς και εγκλεισμούς-δίνεται η δυνατότητα να αναρωτηθούν εκ νέου πώς θέλουν να ζήσουν.
 Το υπάρχον κοινωνικο-οικονομικό σύστημα διαιρεί την κοινωνία, δημιουργεί ακραίες ανισότητες, ενώ ταυτόχρονα μας διαχωρίζει από τη φύση και καταστρέφει τις βάσεις της ζωής μας - και με αυτές και την ίδια τη βάση της κοινωνίας. Μας αποξενώνει τόσο από τους άλλους ανθρώπους, όσο και από τις δικές μας ανάγκες. Κατευθύνει πάρα πολύ την ζωτική μας ενέργεια στον ανταγωνισμό, στην κατοχή μη απαραίτητων υλικών αντικειμένων- πλούτου και πολλές φορές σε άσκοπη εργασία, ενώ ταυτόχρονα πολλές σημαντικές με νόημα δραστηριότητες παραμένουν ημιτελείς ή αόρατες. Με όλα αυτά τα αποτελέσματα, απομυθοποιεί εν τέλει και την πολιτική συναίνεση στα κοινωνικά συμβόλαια της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Αυτό το οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο ανάπτυξης, κυρίως με την τεχνολογική πρακτική του, έχει ασκήσει σε παγκόσμια κλίμακα τέτοια πίεση στο οικοσύστημα, ώστε το αποτέλεσμα είναι μια απρόβλεπτων διαστάσεων εξαφάνιση των μη ανθρώπινων ειδών, και κατά συνέπεια, έχει βάλει σε μεγάλο κίνδυνο την ύπαρξη της ίδιας της ανθρωπότητας. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι είναι ηθικά απαράδεκτο να διαμορφώνεται μια πραγματικότητα από τις τεχνολογικές πρακτικές του παρόντος, που τελικά βλάπτει το περιβάλλον μας ή τους συνανθρώπους μας.
Είναι ενδιαφέρον, και ενδεχομένως και ειρωνικό, ότι οι άνθρωποι έχουν επιβιώσει -ιδίως σε κάποιες δύσκολες ιστορικές περιόδους της εξέλιξής τους- ακριβώς επειδή έχουν προσαρμόσει σε αυτούς το περιβάλλον τους και τις άλλες μορφές ζωής-μέσω της τεχνολογικής πρακτικής- αντί να προσαρμοστούν απλώς οι ίδιοι σε αυτά που τους περιβάλλουν. Αλλά σήμερα αυτό που παρατηρούμε είναι ότι ο μετασχηματισμός του μη ανθρώπινου κόσμου που έχουν καταφέρει οι άνθρωποι, ιδίως στην περίοδο που έχει επικρατήσει ο καπιταλιστικός κοινωνικός σχηματισμός σε παγκόσμιο επίπεδο, θέτει σε κίνδυνο την ίδια την ανθρώπινη επιβίωση, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης.
Και αυτό-για να μην συνεχισθεί μέχρι την τελική κατάρρευση του πλανητικού οικοσυστήματος, το οποίο εμπεριέχει και την ανθρωπότητα-απαιτεί μια ριζικά εναλλακτική λύση και έναν άλλο τρόπο σκέψης, καθώς και μια διαφορετική ηθική για να καθοδηγήσει την κοινωνική πρακτική και την επιδίωξη μιας καλύτερης ζωής-ευζωίας.

Σε αυτό το επίπεδο, ένα βασικό ερώτημα που μπαίνει, για παράδειγμα, είναι: με τι είδους τεχνολογία μπορούμε να προωθήσουμε την εναλλακτική λύση; Σίγουρα όχι με την πρακτική της Silicon Valley!

Ορίζοντας γενικά την τεχνολογία του ανθρώπου ως τρόπο διαμόρφωσης του περιβάλλοντος κόσμου του και ως μια λειτουργία ύπαρξής του σε αυτό τον κόσμο, που εκδηλώνεται στην τεχνολογική πρακτική διαφόρων βαθμών, αντί να λέμε αυστηρά «ναι» ή «όχι» στην τεχνολογία, το ερώτημα σχετικά με το ποια τεχνολογική πρακτική είναι κατάλληλη για την μετάβαση σε κοινωνίες αποανάπτυξης, παίρνει σε μεγάλο βαθμό τη μορφή: ποιος είναι ο κατάλληλος βαθμός τεχνολογικοποίησης.

 Δεν υπάρχουν σήμερα πάρα πολλά μη ανθρώπινα αντικείμενα ή όντα που μετατρέπονται σε ανθρωπογενή τέτοια, μέσω της τεχνολογικής πρακτικής με πάρα πολλά τεχνολογικά μέσα;
Ο μέσος άνθρωπος-καταναλωτής, στον "αναπτυγμένο" κόσμο, έχει φθάσει στο σημείο να κατέχει 10.000 ανθρωπογενή αντικείμενα-εμπορεύματα μη έχοντας ούτε το χρόνο για να τα χρησιμοποιήσει, ούτε τον χώρο να τα αποθηκεύσει!
Καθώς τα οικοσυστήματα καταρρέουν γύρω μας, σε τοπικό και πλανητικό επίπεδο, υπάρχει ένας πλούτος εμπειρικών στοιχείων που υποστηρίζει την άποψη ότι το ανθρώπινο είδος έχει προχωρήσει υπερβολικά στη μετατροπή του φυσικού περιβάλλοντός του σε τεχνικό τέτοιο. Για να πάμε στην αποανάπτυξη με μειωμένη χρήση υλικών και ενέργειας και άρα να δώσουμε τη δυνατότητα να υπάρξει αποκατάστασή τους, το φαντασιακό και οι πρακτικές μας θα πρέπει σε σημαντικό βαθμό να απελευθερωθούν από το τεχνολογικό πλαίσιο σκέψης.

Μελετώντας και αναλύοντας τον επιστημονικό τρόπο σκέψης και την τεχνολογική πρακτική, το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι η κυρίαρχη τεχνολογία σήμερα κατευθύνει τους ανθρώπους προς τη συνεχή μετατροπή μη ανθρωπογενών αντικειμένων σε αντικείμενα ανθρώπινης χρήσης. Κατά τρόπο που είναι προβληματικός για την οικολογική λογική και την αλλαγή της κοινωνίας μέσα από την οικολογικοποίησή της. Ο μετασχηματισμός των αντικειμένων σηματοδοτεί μια αύξηση στις αθροιστικές εισροές υλικών και ενεργειακών πόρων. Όσο πιο πολύ τεχνολογική είναι η ανθρώπινη πρακτική, τόσο λιγότερα πράγματα είναι ελεύθερα για χρήση, στη φυσική τους μορφή.
Ακόμη και η μετατροπή των υφιστάμενων τεχνητών αντικειμένων σε νέα αντικείμενα (ανακύκλωση) χρειάζεται ύλη/ενέργεια και συμβάλλει στο συνολικό μεταβολικό φορτίο στη Γη. Ως εκ τούτου, σε αντίθεση με τις ιδέες του οικολογικού εκσυγχρονισμού της τεχνολογίας, θα πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η αύξηση του βαθμού της τεχνολογικής πρακτικής σημαίνει αύξηση της ροής ύλης/ ενέργειας. Έτσι, θα χρειασθεί να αμφισβητηθεί έντονα η δεσπόζουσα θέση της σύγχρονης τεχνολογίας ως μέσου οικολογικής αλλαγής, και να διαμορφωθεί το αίτημα για αποχή από την τεχνολογική πρακτική του σήμερα, μέσω μιας νέας ηθικής, της: Απελευθέρωσης από την υπάρχουσα τεχνολογία!

Ποια απελευθέρωση;
Μια εναλλακτική πρακτική που υπερβαίνει τη σύγχρονη τεχνολογία είναι σίγουρα απαραίτητη για τον 21 ο αιώνα. Χρειαζόμαστε έναν νέο τρόπο κατανόησης της ύπαρξης, ένα νέο ήθος και φιλοσοφία, που αφήνει τα όντα να εκδηλώνονται τα ίδια όχι μόνο ως αντικείμενα για ανθρώπινους σκοπούς, αλλά ως εγγενώς σημαντικά, που έχουν αυταξία[1], και η απελευθέρωση από τη σημερινή τεχνολογία και τον σημερινό οικονομικό και επιστημονικό τρόπο σκέψης, το προσφέρει αυτό. Μπορεί να έχει τα εξής χαρακτηριστικά η μέλλουσα ήπια τεχνολογία μας:
  1. Να μην παρεμβαίνει αδικαιολόγητα στα πράγματα.
  2. Να φροντίζει τα πράγματα, με την έννοια ότι τα κάνει έτσι ώστε να μπορούν να εκπληρώσουν τις δυνατότητές τους.
  3. Να αφήνει τα πράγματα να είναι, αυτό δεν περιλαμβάνει απλά το έργο της φροντίδας των πραγμάτων, αλλά και το οντολογικό έργο του να αφήνει και να διατηρεί ανοιχτούς τους τρόπους εξέλιξής τους σε μορφές, μέσω των οποίων μπορούν να εμφανιστούν από μόνα τους, χωρίς την ανθρώπινη παρέμβαση.
 Η επιδίωξη μιας τέτοιας τεχνολογικής απελευθέρωσης, μας δίνει τη δυνατότητα να κατοικήσουμε στον κόσμο με ένα εντελώς διαφορετικό τρόπο. Στην παρούσα κατάσταση όπου οι τεχνολογικές πρακτικές εξακολουθούν να έχουν σοβαρές οικολογικές και συνέπειες στην υγεία, φαίνεται ότι απαιτείται σε μεγάλο βαθμό αυτή η νέα ηθική της απελευθέρωσης-πέρα από την ηθική της κοινωνικής απελευθέρωσης. Πρέπει να συνδέεται στενά με ένα πλαίσιο σκέψης που επιτρέπει σε μη ανθρώπινα αντικείμενα να ξεδιπλώνονται, όχι ως μόνιμο απόθεμα για χρήση από τον άνθρωπο, αλλά από μόνα τους, και έτσι να εκδηλώνουν τις περίπλοκες δυνατότητές τους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η άγρια Ζωή με τα διάφορα ζωϊκά της είδη και τις δυνατότητες αυτοεξέλιξης που έχουν, τα δάση-ιδίως τα τροπικά-με τα διάφορα φυτικά και είδη μικροζωής που έχουν τεράστιες δυνατότητες ακόμα και για ωφελιμιστικούς για τον άνθρωπο ιατροφαρμακευτικούς σκοπούς, η θαλάσσια άγρια ζωή και οι ωκεανοί με τον αξερεύνητο ακόμα ρόλο τους στους κύκλους της ζωής και των φυσικών οικοσυστημάτων του πλανήτη. 
Ένας τρόπος για να υπάρξει αυτή η γενικότερη οντολογική απελευθέρωση, θα μπορούσε να είναι η μη συμμετοχή σε αυτές τις πρακτικές όπου κυριαρχεί η ουσία της σημερινής τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένου του υπολογιστικού-ωφελιμιστικού τρόπου σκέψης, που ενισχύει τον ενσωματωμένο παράγοντα για περισσότερες τεχνολογικές αλλαγές. Αυτό σημαίνει μια μετατόπιση από την ενεργό συμμετοχή σε πολυσχιδείς τεχνολογικές πρακτικές που απαιτούν ένα παγκόσμιο δίκτυο παραγωγής και διανομής, στην «επάρκεια» υλικών και πόρων, τη ριζωμένη σε μια περιοχή.

Η οντολογική απελευθέρωση προσφέρει ένα πεδίο για την εμφάνιση νέων ηθών, αλλά για αυτό απαιτούνται ερμηνείες και πιθανές πολιτικές συνέπειες με προσεκτική εξέταση για την εφαρμογή τους: Οι ανθρωπιστές θα υποστήριζαν ότι είναι πολιτικά επικίνδυνο να εγκαταλειφθεί ο ανθρωποκεντρισμός  και η αρχή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπέρ μιας σκοτεινής έννοιας του βιοκεντρισμού και του να "αφήσουμε τα πράγματα όπως είναι", ενώ αντίθετα ορισμένοι ριζοσπαστικοί περιβαλλοντολόγοι θα υποστήριζαν ότι οι ανθρωπιστές παραμένουν ως τέτοιοι, επειδή υπερεκτιμούν τη σημασία της υποτιθέμενης μοναδικής ικανότητας του ανθρώπου να μιλάει και να σκέφτεται.
Καταρχήν, είναι δυνατόν να σκεφτεί κανείς ότι αυτό το εναλλακτικό ήθος «να αφήσει τα πράγματα να είναι», μπορεί να οδηγήσει σε παθητικότητα έναντι της οποιασδήποτε αδικίας-και της κοινωνικής. Να οδηγήσει στην επανάληψη του φασισμού στην Ευρώπη, στη συνέχιση  της παγκόσμιας πορείας του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, ή στην εκτεταμένη καταστροφή των οικοτόπων και οικοσυστημάτων. Ωστόσο, ίσως να είναι δυνατόν να μιλήσουμε για σκόπιμη αδράνεια ή ενεργό παθητικότητα στην περίπτωση μιας ηθικής αντιμετώπισης του μη ανθρώπινου κόσμου. Αυτό είναι έτσι επειδή, προκειμένου να μειωθεί η ροή ύλη/ ενεργειας, είναι ακριβώς απαραίτητη η εν μέρει συλλογική αποχή -και η παύση σε κάποιες περιπτώσεις -της τεχνολογικής πρακτικής.
Για να έχουμε μια κοινωνία αποανάπτυξης, ένας μεγάλος όγκος των ορυκτών καυσίμων πρέπει να αφεθεί στο έδαφος, ένα τεράστιο μέρος των δασών πρέπει να αφεθούν να αναπτυχθούν, και τα περισσότερα ψάρια πρέπει να μείνουν στους ωκεανούς. Για να ανακάμψουν τα οικοσυστήματα, η ανθρώπινη δραστηριότητα πρέπει να συρρικνωθεί!
Ο κόσμος είναι ήδη γεμάτος εργαλεία και αντικείμενα για τον ανθρώπινο βίο. Δεν υπάρχει έλλειψη. Στην πραγματικότητα, το αντίστροφο μπορεί να συμβαίνει. Απλά είναι θέμα διαμοιρασμού και κοινής χρήσης σε πλαίσια εκτός της αγοράς, αντί της ατομικής κτήσης και υπερκατανάλωσης, για να γίνει αντιληπτή από τον μέσο άνθρωπο, η ήδη επιτευχθείσα αφθονία-μιλάμε βέβαια κυρίως για τον «αναπτυγμένο» κόσμο. Η αποανάπτυξη από την άποψη της μειωμένης ροής ύλης/ενέργειας, μπορεί να επιτευχθεί με απομακρυνόμενες από την τεχνολογία πρακτικές και η απελευθέρωση με τα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε πριν, είναι η μόνη διέξοδος.

Κατά συνέπεια, η αποανάπτυξη καλεί τους ανθρώπους να απέχουν από το τεχνολογικό πλαίσιο και πρακτική. Αν και αυτό είναι δύσκολο, επειδή οι περισσότεροι από εμάς έχουν βαθιά μέσα τους παγιωμένες τις ρουτίνες και τις συνήθειες της τεχνολογικής κοινωνίας, υπάρχει πάντα η ελπίδα και η ευκαιρία για μια αλλαγή, ιδίως σήμερα που η συνδημία του Κορώνα, δείχνει πόσο επισφαλής είναι η ανθρώπινη επιβίωση, παρόλα τα τεχνολογικά μέσα που διαθέτουμε και που πιθανά να είναι και η αιτία της πανδημίας, αφού έχουμε εξαλείψει τις συνθήκες ύπαρξης της άγριας ζωής.

Υπάρχει μια συνεχής ροή ευκαιριών: κάθε παρούσα δραστηριότητα είναι δυνητικά μια νέα αρχή, είναι από μόνη της μια αλλαγή ή η αρχή μιας αλλαγής. Το εάν μια παρούσα δραστηριότητα είναι πραγματικά μια νέα αρχή, εξαρτάται από το τι δημιουργείται και πώς οι άλλοι αντιδρούν σε αυτό.
Αν για παράδειγμα, το καινούργιο είναι αυτό που προτείνουν οι «υπερανθρωπιστές-μετα-ανθρωπιστές», δηλαδή την ίδια την απελευθέρωση από το ανθρώπινο είδος με βαθμιαία προσαρμογή του ανθρώπου στην εικονιστική κοινωνία των μηχανών και των αλγορίθμων, αν επιδιωχθεί με το σημερινό τεχνολογικό υπόδειγμα-της ψηφιοποίησης, ρομποτοποίησης, αυτοματοποίησης, τεχνητής νοημοσύνης-  μια μετεξέλιξη του ανθρώπου με την βιολογική μετάλλαξή του σ' ένα είδος μετα-ανθρώπου, υπερβαίνοντας τους βιολογικούς περιορισμούς για να αποικίσει τελικά το σύμπαν εκπληρώνοντας το πεπρωμένο του, τότε αυτό δε θα αφορά την πλειοψηφία του ανθρώπινου πληθυσμού, αλλά μια οικτρά ελίτ των σημερινών δισεκατομμυριούχων, που έχουν κηρύξει τον «θάνατο στον θάνατο».  Για την πλειοψηφία των ανθρώπων που θα μείνουν πίσω σε έναν κατεστραμμένο πλανήτη, αυτή η χίμαιρα των «υπερανθρωπιστών-μετα-ανθρωπιστών», θα είναι μια δυστοπία και όχι απελευθέρωση!

Τελικά, όπως και η ηθική, η διαλογισμός σαν τρόπος σκέψης, δεν μπορεί να είναι υπεράνω ή να αποστασιοποιηθεί από τις πρακτικές των ανθρώπων σήμερα, αλλά πρέπει μάλλον να διέπει το σύνολο των πρακτικών τους. H παράδοση του διαλογισμού και του «άφησε τα πράγματα να υπάρχουν και να εξελίσσονται μόνα τους» («do nothing»), καθώς επίσης το πάθος για την εθελοντική απλότητα, τον ασκητισμό και την αξιοπρεπή φτώχεια- εμπνευσμένο από τον Γκάντι(Ανατολή) και τον Θορώ(Δύση)- που καταλήγει όχι μόνο στη γενικότερη στάση για σκόπιμη αδράνεια ή ενεργητική παθητικότητα, αλλά και στην πολιτική στάση της ενεργητικής-παθητικής αντίστασης, σε ότι αρνητικό προωθείται σήμερα, θα βοηθήσει προς την κατεύθυνση της γενικότερης απελευθέρωσης.


[1] Ο Χάιντεγκερ, για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι «πρέπει να σεβόμαστε όλα τα όντα όχι επειδή μοιάζουν με τους ανθρώπους, όχι επειδή εκτιμώνται από τους ανθρώπους, όχι επειδή είναι πιο έμπειρα από τους ανθρώπους, αλλά επειδή είναι αυτό που είναι».

0 Comments

Οι ρίζες και η τοπολογία της Αποανάπτυξης

23/12/2020

0 Comments

 
Μια λεπτομερής και βάσιμη επισκόπηση του προτάγματος της αποανάπτυξης μπορεί να αναδείξει το ρόλο της σαν ενός «αναδυόμενου παραδείγματος» που προέρχεται από τους τομείς των οικολογικών οικονομικών, της κοινωνικής οικολογίας, της οικονομικής ανθρωπολογίας, του περιβαλλοντικού- κοινωνικού κινήματος και των πρακτικών κάποιων «ομάδων ακτιβιστών» του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος. Λαμβάνοντας υπόψη τις αναλύσεις των οικολογικών οικονομικών μπορεί να σκιαγραφηθεί και κάποια σχέση μεταξύ της αποανάπτυξης και δύο άλλων παραδειγμάτων: της βιώσιμης ανάπτυξης και της οικονομίας σταθερής κατάστασης. Ειδικά η γαλλική παραλλαγή της αποανάπτυξης είναι μια διασταύρωση δύο πηγών: της πολιτικής οικολογίας και της κριτικής του φαντασιακού της ανάπτυξης, περιλαμβανομένης και μιας «πολιτιστικής» πλευράς, με την έννοια της κριτικής της κουλτούρας και του αξιακού συστήματος της ανάπτυξης.
1. Οι πέντε εννοιολογικές ρίζες της αποανάπτυξης
  • ι) Η πολιτισμική-ανθρωπολογική προσέγγιση, της οποίας ο κύριος εκφραστής είναι ο Λατούς, εκφράζει μια ριζική ανθρωπολογική κριτική του διαβρωτικού μοντέλου του Homo oeconomiqueus, σαν εργαλείου της χρησιμότητας και της μεγιστοποίησης του ορθολογισμού.
  • ii) Η δημοκρατική προσέγγιση, εμπνέεται κυρίως από την κριτική του Ivan Illich για την εμπορευματοποίηση των κοινωνικών σχέσεων και για τα μειονεκτήματα του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής. Η αποανάπτυξη γίνεται προκλητική και στρατηγική λέξη-κλειδί, που «αναζωογονεί το πάθος που απαιτείται για την ύπαρξη μιας δημόσιας σφαίρας» και για περισσότερη δημοκρατία βάσης
  • ιιι) Η περιβαλλοντική-οικολογική παράδοση, η οποία είναι εμπνευσμένη από στοχαστές όπως ο Bookchin και το κίνημα της «κοινωνικής οικολογίας», καθώς και της «βαθιάς οικολογίας», που αμφισβητεί ριζικά την κυριαρχία των ανθρώπων στη φύση. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, η αποανάπτυξη έχει σχεδιαστεί ως σημαντική μείωση της ανθρώπινης επίδρασης και κυριαρχίας στη φύση.
  • iv) Η ψυχοπνευματική οπτική, που συνδέεται με την κρίση νοήματος του βιομηχανικού πολιτισμού. Εδώ περιλαμβάνεται η παράδοση του διαλογισμού και του «άφησε τα πράγματα να υπάρχουν και να εξελίσσονται μόνα τους» («do nothing»). Επίσης το πάθος για την εθελοντική απλότητα, τον ασκητισμό και την αξιοπρεπή φτώχεια- εμπνευσμένο από τον Γκάντι(Ανατολή) και τον Θορώ(Δύση)- που καταλήγει στην πολιτική στάση της ενεργητικής-παθητικής αντίστασης
  • v) Τέλος, η βιοοικονομική προσέγγιση, η οποία βασίζεται στη βιοοικονομική θεωρία του Georgescu-Roegen και έχει αναπτυχθεί περαιτέρω από την οικολογική οικονομία των ορίων στις ροές ύλης και ενέργειας.
2. Τοπολογίες της Αποανάπτυξης
Ο γερμανός φιλόσοφος Konrad Ott σκιαγραφεί μια ιδανική-τυπική ταξινόμηση- á la Weber- τεσσάρων μορφών αποανάπτυξης. Ξεκινά το ταξινομητικό του σχήμα από μια λιγότερο ριζοσπαστική, σε μια όλο και πιο ριζοσπαστική μορφή, αμφισβητώντας το status quo και το κοινωνικό σύστημα:
  • ι) Αποανάπτυξη-1: περιλαμβάνει μια γενική κριτική του ΑΕγχΠ ως μέτρο ευημερίας και ζητεί εναλλακτικούς δείκτες. Η προσέγγιση αυτή «απορρίπτει τους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ ως απόδειξη για την ορθή χάραξη πολιτικής». Δεν θεωρεί ότι η αύξηση του ΑΕΠ είναι ο κατάλληλος στόχος στον οποίο μπορεί και πρέπει να επιτευχθεί μια αυξανόμενη συναίνεση όλης της πολιτικής σκηνής. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν και οι συντηρητικές κοινοτικές προσεγγίσεις στο πλαίσιο του κινήματος της αποανάπτυξης (που εστιάζουν στις παραδοσιακές και οικογενειακές αξίες, την ανακατανομή της φροντίδας στην οικογένεια, κλπ.)
  • ιι) Αποανάπτυξη-2: προκύπτει από τον διάλογο για τη βιωσιμότητα και ακολουθεί το δρόμο της ισχυρής βιωσιμότητας. Συνεπώς, λόγω των ηθικών περιορισμών όσον αφορά το περιβάλλον και τη διαγενεακή δικαιοσύνη, απαιτούνται ορισμένες διαρθρωτικές αλλαγές πέραν της στρατηγικής της αποδοτικότητας, προκειμένου να διατηρηθεί η συνεχής αποδοτικότητα του φυσικού κεφαλαίου και να ανοίξει ο δρόμος για μια οικονομία σταθερής κατάστασης. Όσον αφορά την επίτευξη της δυνατότητας αποϋλοποίησης και αποσύνδεσης που υπονομεύεται από τα φαινόμενα του «παίρνω πίσω»( rebound effects), τουλάχιστον στις βιομηχανικές χώρες, η αποανάπτυξη αποδεικνύεται απαραίτητη οδός προς την κατεύθυνση της ισχυρής βιωσιμότητας. Κατά συνέπεια, οι πλούσιες χώρες οφείλουν να αποαναπτυχθούν (δηλαδή να μειώσουν σημαντικά το αποτύπωμά τους στους πόρους και τις εκροές), έτσι ώστε οι φτωχότερες χώρες να εξακολουθούν να έχουν τη δυνατότητα να αναπτυχθούν και να επιτύχουν ένα ηθικά αποδεκτό στάνταρ, όσον αφορά τη διανεμητική δικαιοσύνη για τους πόρους.
  • ιιι) Αποανάπτυξη-3: προκύπτει από μια ανθρωπολογική και κοινωνική κριτική της ανάπτυξης. Απορρίπτοντας τη λογική του ανταγωνισμού, της επιτάχυνσης και της μεγιστοποίησης, αντιπροσωπεύει τη βελτίωση της ποιότητας ζωής που βασίζεται σε μια «αντι-κουλτούρα» της ευτραπελίας(φιλικότητας, ευθυμίας, ευτυχίας, conviviality) . Η προσέγγιση αυτή ακολουθεί την παράδοση της ευδαιμονίας (της καλής ανθρώπινης ζωής-ευζωίας) και "παριστάνει μια στρατηγική της μη συμμόρφωσης με τα καθιερωμένα πρότυπα συμπεριφοράς». Μία ζωή μέσα στον ανταγωνισμό είναι ψυχοφθόρα και δεν αφήνει χώρο στη δημιουργία (ατομική και κυρίως συλλογική). Είναι μια ζωή ουσιαστικά «χαμένη» και χωρίς νόημα, αυτή που παράγει για τον άνθρωπο μία κοινωνία «ανάπτυξης».
  • ιv) Αποανάπτυξη-4: είναι η πιο ριζοσπαστική προσπάθεια: «εδώ, η αποανάπτυξη θεωρείται αναπόσπαστο μέρος μιας συνολικής στρατηγικής για τον μετασχηματισμό και τελικά την αντικατάσταση των καπιταλιστικών τρόπων παραγωγής και διανομής με άλλους μετακαπιταλιστικούς τρόπους. Η προσέγγιση αυτή αμφισβητεί βασικές κοινωνικές και οικονομικές δομές και στοχεύει σε μια ανατροπή του status quo και σε μια μετάβαση σε μετακαπιταλιστικές κοινωνίες.
Κατά τη γνώμη μας,  για μια τέτοια μετάβαση, θα χρειασθεί το κίνημα της αποανάπτυξης να ριζοσπαστικοποιηθεί περισσότερο και να συνδεθεί και με το υπάρχον ήδη κίνημα των ΚΟΙΝΩΝ(commons), του Κοινοτισμού και της άμεσης δημοκρατίας. Από κοινού αυτά τα κινήματα μπορούν δρομολογήσουν την μετάβαση σε κοινωνίες αποανάπτυξης.

3) Το μέλλον της αποανάπτυξης
Στην ιστοσελίδα μας, έχουν διατυπωθεί 10 θέσεις για την Αποανάπτυξη-Κοινοτισμό-Άμεση Δημοκρατία, και από άποψη έρευνας, υπάρχουν πολλά που πρέπει να γίνουν για την τροποποίηση, διαμόρφωση και την παραγωγή νέων θέσεων και περαιτέρω διαφοροποίηση στο πεδίο αυτών των όρων. Απαιτείται περισσότερη έρευνα, για παράδειγμα, για να καταδειχθεί ότι η ανάπτυξη είναι οικολογικά μη βιώσιμη, ή ότι η αποϋλοποίηση είναι αδύνατη και ανεπαρκής. Απαιτούνται περισσότερα ιστορικά δεδομένα για την υποστήριξη της θέσης ότι αντιμετωπίζουμε μια συστημική, και όχι περιοδική, στασιμότητα και ότι τα όρια των πόρων έχουν κάτι να κάνουν με αυτό. Ο ισχυρισμός επίσης ότι η εγκατάλειψη της ανάπτυξης μπορεί να αναβιώσει τον πολιτικό διάλογο για καινούριες συναινέσεις και να θρέψει τη δημοκρατία, αντί να ζωντανεύει καταστροφικά πάθη και κοινωνικές αντιθέσεις, είναι προς το παρόν αναπόδεικτος. Γενικά, οι ισχυρισμοί που είναι ισχυρά καθιερωμένοι στο πλαίσιο των κοινοτήτων αποανάπτυξης, απέχουν πολύ από το να γίνουν αποδεκτοί από την ευρύτερη κοινωνία, όπου η «αποϋλοποίηση» και η «πράσινη» ή η βιώσιμη» ανάπτυξη εξακολουθούν να θεωρούνται όχι μόνο ως δυνατές, αλλά πιθανότατες.
Απαιτείται επίσης περισσότερη έρευνα για το πώς και το γιατί οι άνθρωποι και τα έθνη προσαρμόζονται στην έλλειψη ανάπτυξης, γιατί κάποιοι εναλλακτικοί θεσμοί επιτυγχάνουν και αμφισβητούν τον καπιταλισμό, ενώ άλλοι καταρρέουν ή ενσωματώνονται στο κυρίαρχο ρεύμα, ή πώς και υπό ποιες προϋποθέσεις, θεσμοί όπως η διανομή της εργασίας ή ένα βασικό και ανώτατο εισόδημα θα ήταν αποτελεσματικοί, στην περίοδο μετάβασης. Για το ποια κοινωνική δυναμική, ποιες συμμαχίες και ποιες διαδικασίες θα βάλουν μπροστά μια Μετάβαση. Τα τελευταία ερωτήματα δεν είναι μόνο διανοητικά και δεν μπορεί να απαντηθούν μόνο από την έρευνα. Η κοινωνική αλλαγή είναι μια διαδικασία δημιουργίας και είναι αδύνατο να προβλεφθεί εκ των προτέρων. Βέβαια, κάποιες ακαδημαϊκές μελέτες πάνω σε αυτά τα παραπάνω ερωτήματα, θα μπορούσαν να προσφέρουν νέες αφηγήσεις ώστε να εμπνεύσουν και να ενεργοποιήσουν τους πολίτες να διεκδικήσουν αντίστοιχες πολιτικές μετάβασης.

Στο κίνημα για την αποανάπτυξη, υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες για συμμαχίες. Ενώ στο Νότο βρίσκει ανταπόκριση σε κινήματα όπως της Καλής Ζωής (Buen Vivir), του Περιβαλλοντισμού των Φτωχών (Environmentalism of the Poor), του κινήματος των Κοινών (commons), της Κρίσης των Πολιτισμών, του Kινήματος των Mικροαγροτών( Via Campesina) κ.λπ., στο Βορά αλληλεπιδρά με το κίνημα των Μεταβατικών πόλεων (Transition Towns), της Περιεκτικής Δημοκρατίας( Inclusive Democracy), της Οικολογικής Γεωργίας και Περμακουλτούρας (Permaculture) κ.λπ.

Οι συμπληρωματικές στρατηγικές του κοινωνικού κινήματος για την αποανάπτυξη
Η πολυεπίπεδη φύση των πολύπλοκων κοινωνιών μας υποχρεώνει το κίνημα της αποανάπτυξης να ακολουθεί πολλαπλές στρατηγικές. Αυτό οδήγησε σε συζητήσεις.
Πρώτον, υπήρξαν συζητήσεις μεταξύ ακτιβιστικών κινημάτων που επικεντρώνονται στην αντίσταση, για παράδειγμα εκείνων που πολεμούν τις υπερ-υποδομές (π.χ. μεγάλους αυτοκινητόδρομους, εργοστάσια καύσης, μεγάλα φράγματα, πυρηνικά εργοστάσια, φαραωνικά αιολικά πάρκα κ.λπ.) και αυτών που προωθούν εναλλακτικές λύσεις (π.χ. ποδήλατα, επαναχρησιμοποίηση, ηλιακοί συλλέκτες κ.λπ.)
Άλλη συζήτηση είναι μεταξύ εκείνων που εστιάζουν στο εθνικό / διεθνές πολιτικό επίπεδο έναντι εκείνων που θεωρούν ότι η δράση πρέπει να επικεντρωθεί σε τοπικό επίπεδο. Ομοίως, οι άνθρωποι συζητούν για τη σημασία της ατομικής και συλλογικής δράσης.
Μια άλλη μεγάλη συζήτηση πραγματοποιήθηκε μεταξύ των υποστηρικτών της αποανάπτυξης που επικεντρώνονται στην αντικατάσταση υφιστάμενων δομών-υπηρεσιών (π.χ. χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων) και εκείνων που θεωρούν ότι οι υφιστάμενες δομές χρειάζονται μόνο κάποιες προσαρμογές και, αντίθετα, θα πρέπει να υπερασπιστούν (π.χ. κοινωνική ασφάλιση).
Υπήρξε επίσης μια συζήτηση μεταξύ εκείνων που δίνουν προτεραιότητα στην πρακτική δράση είτε σε επίπεδο βάσης είτε σε πολιτικό επίπεδο και εκείνων που προτιμούν να κάνουν θεωρητική ανάλυση και να καταγγείλουν τη «θρησκεία της ανάπτυξης».
Οι περισσότερες, αν όχι όλες οι στρατηγικές, εμφανίζονται σε κάθε ρεύμα από το οποίο πηγάζει η αποανάπτυξη. Έτσι, μια συνολική οπτική για την αποανάπτυξη, δεν μπορεί παρά να καλωσορίσει την ποικιλομορφία και τη συμπληρωματικότητα των στρατηγικών (και των ρευμάτων). Παρόλο που το πόσο-από άποψη ποσότητας ιδεών- χρειάζεται από κάθε ένα από τα ρεύματα παραμένει αντικείμενο συζήτησης και καθορίζει την εξειδίκευση και την ιδιαίτερη δράση των ακτιβιστών. Και το αποτέλεσμα βέβαια είναι ότι ακόμα δεν υπάρχει μια ενιαία κατευθυντήρια γραμμή δράσης.

Συμπερασματικά
Το αναπτυξιακό πρότυπο είναι μια βασική πεποίθηση που πρέπει να αμφισβητηθεί, καθώς εμποδίζει την πολιτική δράση σε όλες τις κλίμακες, από το κοινωνικό έως το τοπικό. Οι οικολογικές και κοινωνικές εναλλακτικές δεν θα είναι δυνατές εάν η ανάπτυξη συνεχίσει να είναι η θρησκεία των κοινωνιών μας. Και ενώ η αποανάπτυξη σε αυτό το σημείο βασίζεται κυρίως στη νότια Ευρώπη, είναι βασική εξέλιξη η εξάπλωση του κινήματος στη Γερμανία και αλλού στον Βορά-Δύση. Είναι η διαφορετικότητα και η ποικιλομορφία της που αποτελεί την πραγματική καινοτομία του κινήματος της αποανάπτυξης. Είναι ορατό ότι η αποανάπτυξη βρίσκεται στο σταυροδρόμι διαφορετικών παρεμφερών φιλοσοφιών. Κάθε πνευματική πηγή ιδεών (ανθρωπολογία, δημοκρατία, οικολογία, ισότητα, μη βία, φεμινισμός κ.λπ.), συνεισφέρει λόγους για αμφισβήτηση της ανάπτυξης που αλληλοσυμπληρώνονται.
Όσον αφορά τις δράσεις, το κίνημα για την αποανάπτυξη έχει προτείνει πολύ συμπληρωματικές στρατηγικές (αντίσταση-αντιπολίτευση, εναλλακτικές λύσεις, έρευνα και διάδοση, πολιτικές δράσεις κ.λπ.), πάνω σε μια ποικιλία συμπληρωματικών θεμάτων που οδηγούν σε ένα σύνολο συμπληρωματικών προτάσεων. Η πρόκληση όμως της υποβίβασης και αναγωγής στα «εξ ων συνετέθη» θα είναι καθοριστική για την εξέλιξη του κινήματος.
Ακόμα κι αν η ιδεολογία και οι απλές κατευθυντήριες γραμμές δράσης του μπορεί να φαίνονται ελκυστικές για τους ανθρώπους, υπάρχουν λόγοι που μπορεί να το κάνουν να εκτραπεί από αυτήν την πορεία: Πρώτον επειδή δεν μπορεί να εκφρασθεί ενιαία η διαφορετική πραγματικότητα της αποανάπτυξης (ή της ανάπτυξης) σε κάθε χώρα. Δεύτερον, επειδή η αναφορά στα προηγούμενα από αυτήν κινήματα συνδέεται και με την αποτυχία του κάθε ενός χωριστά, και τα κάνει στη συνέχεια, είτε περιθωριακά, είτε παραδείγματα προς αποφυγήν.
Πρέπει να αφιερωθεί από το ενιαίο κίνημα μεγάλη προσπάθεια για να γίνουν κατανοητές οι συμπληρωματικότητες και να μην πέσει σε ατελείωτες αρνητικές συγκρούσεις ή στον «ναρκισσισμό των μικρών διαφορών». Η εστίαση μόνο σε μια πτυχή φέρνει μόνο αποτυχία, καθώς κάθε προσέγγιση και λύση συμπληρώνουν η μία την άλλη. Εστιάζοντας π.χ. μόνο στην εθελοντική απλότητα ή μόνο στη θεωρία ή μόνο στην αλλαγή των οικονομικών δομών, αυτό είναι μια συνταγή για αποτυχία. Παρομοίως, αν επικεντρωθούμε μόνο στη μείωση της κατανάλωσης θα οδηγούσαμε σε υπερβολική προσφορά, ενώ η εστίαση μόνο στη μείωση της παραγωγής θα έφερνε έλλειψη. Η παραμέληση της ανακατανομής θα άφηνε απέξω έναν από τους σημαντικότερους λόγους που κάνουν αναγκαία την αποανάπτυξη.
Από την άλλη πλευρά, όταν συνδυάζονται διαφορετικά προτάγματα, όπως στη διακήρυξη της Βαρκελώνης, η συνοχή αρχίζει να εμφανίζεται ενώ η συζήτηση παραμένει πάντα ζωντανή. Είναι σαφές ότι συνεχίζεται η ικανότητα του κινήματος για την αποανάπτυξη να συζητά σε πολύ σχετικά σημαντικά θέματα, ενώ η επιτυχία του συνδυασμού διαφορετικών στρατηγικών θα είναι το κλειδί για την επιτυχία. Βέβαια, όλα αυτά δεν είναι χωρίς παγίδες. Υπάρχει ο κίνδυνος ανάκαμψης του καπιταλισμού (οπότε, ξεχάστε την αποανάπτυξη), αυτό συνέβη με την «πράσινη» ανάπτυξη και με τον «πράσινο» καταναλωτισμό. Μέχρι τώρα η αποανάπτυξη έχει δείξει αξιοσημείωτη ικανότητα να απομυθοποιήσει μια τέτοια ανάκαμψη, που δεν δίνει λύση στο πλανητικό οικολογικό πρόβλημα. Ένας άλλος κίνδυνος θα ήταν η πιθανότητα να δημιουργήσει ένα νέο ετερογενές καταπιεστικό καθεστώς, προτείνοντας ένα αυστηρό σχέδιο από πάνω προς τα κάτω για την αποανάπτυξη (ένα νέο καθεστώς τύπου ΕΣΣΔ, που θα ήταν για την αποανάπτυξη). Γι 'αυτό είναι πολύ σημαντικό το κίνημα να συνεχίσει να έχει σαν έντονο στόχο τη συμμετοχική άμεση δημοκρατία.
Ένας άλλος κίνδυνος είναι μην χαθεί το πολυεπίπεδο κοινωνικό όραμα που σχετίζεται με την ιδέα της αλλαγής του φανταστικού, και ότι η αντιπαράθεση με την κρίση οδηγήσει σε κατακερματισμό της κοινωνίας σε κλειστές κοινότητες που δεν θα μπορούν να συντονιστούν σε σχέση με την κατανάλωση λιγότερων πόρων και την κοινή τους χρήση. Θα μπορούσαμε π.χ. να κλείσουμε τη δική μας κοινότητα, τη δική μας ταυτότητα και να υπερασπιστούμε τη δική μας βιωσιμότητα ενάντια στον υπόλοιπο κόσμο. Η αποανάπτυξη που προτείνουμε αφορά στην αποφυγή αυτού. Αντίθετα, η ιδέα είναι να αποφευχθεί η μισαλλοδοξία μεταξύ ανθρώπων, εθνών και πολιτισμών αποφεύγοντας τον αναγωγισμό-διαχωρισμό σε όλα τα επίπεδα. Γιατί η αποανάπτυξη προωθεί συνέχεια ανοιχτές κοινότητες και την κατανόηση για τις ανησυχίες των άλλων, σε επίπεδο γειτονιάς, πόλης και πλανήτη και μια αλλαγή του φανταστικού που θα μας επέτρεπε τον διαμοιρασμό.

Στην ιστοσελίδα της Τοπικοποίησης κάνουμε μια προσπάθεια για παραπέρα συγκεκριμενοποίηση των θέσεων του προτάγματος και ο στόχος μας είναι να διατυπωθεί μια ολοκληρωμένη πρόταση για την μετάβαση σε κοινωνίες Αποανάπτυξης-Τοπικοποίησης με τον Κοινοτισμό και την  Άμεση δημοκρατία.

0 Comments

Δημόσιος πλούτος-Ιδιωτικός πλούτος

15/12/2020

0 Comments

 
Σύμφωνα με την αρχή της οικουμενικότητας: μία είναι η πατρίδα όλων, ο πλανήτης μας.   Ο αέρας, η θάλασσα, το νερό, η γη και οι καρποί της, ο υλικός πλούτος και οι ενεργειακοί πόροι, είναι δώρα και κοινή κληρονομιά όλων μας από την Γαία.

Επίσης κοινή κληρονομιά μας είναι τα αγαθά της κοινωνικής –πρώην και νυν-παραγωγής όπως:  οι σπόροι και οι ποικιλίες-ράτσες, η κοινωνικά παραγόμενη γνώση σε όλα τα γνωστικά πεδία και η μετάδοσή της( δηλαδή η παιδεία και εκπαίδευση της νέας γενιάς), η διατήρηση και βελτίωση της υγείας του πληθυσμού μέσω αντίστοιχων κοινωνικών θεσμών πρόληψης και αποκατάστασης, ο εφοδιασμός των πόλεων και των οικισμών σε νερό μέσω δικτύων και καναλιών από κοινές πηγές και αποθέματα νερού, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας -από κοινές πηγές ενέργειας- και η διανομή της μέσω δικτύων σε κοινή γη -δημόσια ή δημοτική-και δρόμους, η διακίνηση ανθρώπων και προϊόντων μέσω χρήσης κοινών δρόμων στην ξηρά και θάλασσα, των λιμανιών καθώς και σταθερών τροχιών, μέσω κοινών μέσων μαζικής μεταφοράς, τα αγαθά από την επεξεργασία και την επαναχρησιμοποίηση υλικών από την ανακύκλωση των κοινών αποβλήτων-απορριμμάτων των πόλεων και οικισμών, τα αποτελέσματα της χρήσης των κοινών ραδιοσυχνοτήτων, τηλε-συχνοτήτων και τηλεφωνίας, καθώς και των πληροφοριακών λεωφόρων κ.λπ.

Όλα τα παραπάνω, καθώς και άλλα-που δεν απαριθμήθηκαν- αγαθά, που έχουν μια εγγενή αξία χρήσης για τους ανθρώπους και βρίσκονται σε πλήρη ή σχετική αφθονία στα πλαίσια των φυσικών, οικο- ή κοινωνικών συστημάτων, περιλαμβάνονται σε αυτό που έχει ονομασθεί δημόσιος πλούτος ή οικονομία των ΚΟΙΝΩΝ, με την έννοια ότι είναι κοινά συλλογικά αγαθά που μπορεί η κοινή χρήση τους να διαχειρίζεται από κοινού με θεσμούς άμεσης δημοκρατίας. Οικονομία των Κοινών σημαίνει: οικονομία στη υπηρεσία της καλής ζωής, των κοινωνικών αναγκών και της ισότητας των δικαιωμάτων, σε ισορροπία με τη φύση. Αυτή η οικονομία αντιμετωπίζει το ζήτημα της ιδιοκτησίας με τη μορφή του δικαιώματος χρήσης. Κατοχή δικαιώματος χρήσης αγαθών για επάρκεια, αντί της υπερκατανάλωσης και της ιδιοκτησίας αυτών(από ανθρώπους π.χ. που ούτε καν τα χρειάζονται). Το δε δικαίωμα χρήσης(χωρίς να αποκλείεται και η ατομική χρήση) εκφράζεται κυρίως με τη συλλογική χρήση των συλλογικών αγαθών.

Θα χρειασθεί όμως να ορισθούν με νομικό τρόπο-στα πλαίσια της κάθε κοινωνίας, είτε τοπικής, είτε εθνικής, είτε  ένωσης κρατών- τα ΚΟΙΝΑ και ό,τι θεωρείται δημόσιος πλούτος, ώστε να επαναφερθούν υπό τον έλεγχο των δικαιούχων τους, δηλαδή των πολιτών. Να καθορισθούν έτσι νομικά, ώστε να μη ταυτίζονται με την έννοια του κράτους, αλλά η έννοια του «δημόσιου συμφέροντος» να ταυτισθεί με αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή με την έννοια του συμφέροντος του δήμου και της κοινότητας των πολιτών. Αν η κοινωνική οικονομία των αναγκών των πολιτών βρίσκεται μεταξύ της ιδιωτικής και της κρατικής οικονομίας, χωρίς να ταυτίζεται με καμία από τις δύο, αν το «κοινό συμφέρον» βρίσκεται επίσης μεταξύ του ιδιωτικού και του κρατικού συμφέροντος, χωρίς να συγχέεται με κανένα από τα δύο, τότε αυτό που πρέπει να γίνει είναι το μέχρι τώρα αποκαλούμενο «δημόσιο» συμφέρον να ταυτισθεί με το συμφέρον του «κοινού». Και όχι με το κρατικό, το οποίο πολλές φορές μετατρέπεται σε ταξικό ή μιας μικρής ελίτ, ανάλογα του ποιος έχει την εξουσία στο κράτος.

Ο ιδιωτικός πλούτος, από την άλλη πλευρά, αποτελείται από όλα όσα ο άνθρωπος επιθυμεί ως χρήσιμα ή ευχάριστα γι 'αυτόν και βρίσκονται σε ένα βαθμό έλλειψης.  Με άλλα λόγια, τα ιδιωτικά πλούτη αναφέρονται σε αγαθά που έχουν συναλλαγματική αξία(εμπορεύματα), η οποία αυξάνεται ανάλογα με τη σπανιότητά τους. Με αυτή την έννοια, ένας άφθονος φυσικός και κοινός πόρος όπως το νερό, αν καθιερωθεί ένα μονοπώλιο πάνω του το οποίο θα μπορούσε να χρεώνει τους ανθρώπους για να έχουν πρόσβαση σε αυτό, μετατρέπεται σε ιδιωτικό αγαθό και επομένως αυξάνει τον ιδιωτικό πλούτο. Αυτό θα αύξανε επίσης το «άθροισμα των ατομικών πλούτων»- αυτό που ονομάζουμε ΑΕΠ.

Σήμερα υπάρχει ένα ατελείωτο κύμα ιδιωτικοποίησης των δημόσιων και συλλογικών αγαθών(ΚΟΙΝΩΝ) που έχουν απελευθερωθεί σε όλο τον κόσμο από το 1980, όπως η εκπαίδευση, η υγειονομική περίθαλψη, οι μεταφορές, οι βιβλιοθήκες, τα πάρκα, οι πισίνες, το νερό, ακόμη και η κοινωνική ασφάλιση. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, όπου οι εμπορικές προστασίες έχουν καταργηθεί σε όλο τον κόσμο, οι μισθοί είναι τόσο χαμηλοί όσο γίνεται, και οι καταναλωτικές αγορές είναι όλο και πιο κορεσμένες, η συνεχής ανάπτυξη, απαιτεί νέους γύρους από αυτό που έχει χαρακτηρισθεί ως «συσσώρευση με εκποίηση» του εναπομείναντος αποθέματος δημόσιου πλούτου. Τα κοινωνικά και συλλογικά αγαθά-τα Κοινά- δέχονται παντού μια επίθεση - πρέπει να γίνουν και αυτά σπάνια για χάρη της αύξησης του ΑΕΠ.

Οι άνθρωποι πρέπει να πληρώσουν για να αποκτήσουν αγαθά στα οποία είχαν πρόσβαση δωρεάν. Και για να πληρώσουν, θα πρέπει να δουλέψουν περισσότερο, θέτοντας τους εαυτούς τους για άλλη μια φορά υπό πίεση για να ανταγωνιστούν τους άλλους και να είναι όλο και πιο παραγωγικοί - μια πίεση που δικαιολογείται, και πάλι, χάρη της ανάπτυξης του ΑΕΠ. Πράγματι, η εμμονή των κοινωνιών μας με την αύξηση του ΑΕΠ ως πρωταρχικού στόχου δημόσιας πολιτικής, αποκαλύπτει την εδραίωση στην πολιτική κοινή λογική του απόλυτου θριάμβου της περίφραξης: ότι δηλαδή η ανάπτυξη του «ιδιωτικού πλούτου» έχει συμβάλει στην ίδια την Πρόοδο. Εν τω μεταξύ, βολεύει πραγματικά να μην υπάρχει οικονομικός δείκτης που να καταγράφει την ταυτόχρονη κατάρρευση του δημόσιου πλούτου.

Αυτή η λογική φτάνει στο αποκορύφωμά της στη σύγχρονη πολιτική της λιτότητας, η οποία ξεδιπλώθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη μετά την οικονομική κρίση του 2008. Τι είναι η λιτότητα, πραγματικά; Είναι μια απελπισμένη προσπάθεια επανεκκίνησης των κινητήρων της ανάπτυξης, μειώνοντας τις δημόσιες επενδύσεις στην κοινωνική προστασία και τα δημόσια αγαθά που θα εξασφάλιζαν την διατήρηση της ευημερίας. Τα πάντα, από επιδόματα θέρμανσης ηλικιωμένων έως το επίδομα ανεργίας ή τους μισθούς του δημόσιου τομέα - τα απομεινάρια των κοινών- κόβονται. Αντίθετα, οι τιμές των κοινωνικών αγαθών όπως το νερό ύδρευσης ή του ενεργειακού εφοδιασμού, αυξάνονται από τις ιδιωτικές εταιρείες διαχείρισής τους. Έτσι οι άνθρωποι που θεωρούνται ότι δεν «τρέχουν» πολύ και είναι «άνετοι» ή «τεμπέληδες», βρίσκονται και πάλι υπό την απειλή της πείνας και αναγκάζονται να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους εάν θέλουν να επιβιώσουν. Αυτή η λογική της λιτότητας, όπου η έλλειψη και η ανάπτυξη εμφανίζονται ως δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, είχε επικρατήσει και κατά τη διάρκεια των πρώτων «περιφράξεων» π.χ. στην Αγγλία, ώστε να κάνει δυνατή την «πρωταρχική συσσώρευση» και την εδραίωση του καπιταλισμού (μαζί φυσικά με τον αποικισμό και την λεηλασία των πόρων από τις αποικίες, που συνεχίζεται βεβαίως και σήμερα).

Σήμερα υπάρχει ένα νέο στοιχείο που προστίθεται σε αυτήν τη δυναμική. Αποκαλύπτεται επίσης η διαδικασία της οικολογικής κατάρρευσης που εκτυλίσσεται γύρω μας σε μια πλανητική κλίμακα. Από τη δεκαετία του 1950 υπήρξε μια εξαιρετική αύξηση του παγκόσμιου ΑΕγχΠ (συχνά αναφέρεται ως «Μεγάλη Επιτάχυνση»), αλλά αυτή η αύξηση του «ιδιωτικού πλούτου» έχει το κόστος μιας εξαιρετικής εξάντλησης των κοινών πόρων και του ζωντανού κόσμου, δεδομένης της στενής σύζευξης μεταξύ ΑΕγχΠ και της ροής πρώτων υλών και ενέργειας. Τα περισσότερα τροπικά δάση του πλανήτη έχουν καταστραφεί, τα γεωργικά εδάφη υποβαθμίζονται σε μεγάλο βαθμό, οι ρυθμοί εξαφάνισης ειδών είναι τώρα 1.000 φορές γρηγορότεροι από τους ρυθμούς πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση, ενώ οι εκπομπές του CO2 έχουν προκαλέσει κλιματική αλλαγή και οξίνιση των ωκεανών, αποσταθεροποιώντας τα χερσαία και θαλάσσια οικοσυστήματα και απειλώντας τις τροφικές αλυσίδες.

Αυτό είναι το απόλυτο κόστος της μακροχρόνιας λεηλασίας και καταστροφής των «ελεύθερων» αξιών από τη φύση. Και αποσταθεροποιώντας τη βιόσφαιρα από την οποία η ανθρώπινη ζωή εξαρτάται, γίνεται σαφές ότι ο μεγαλύτερος δημόσιος πλούτος όλων - η ακεραιότητα της πλανητικής βιόσφαιρας και των παγκόσμιων κοινών - θυσιάστηκε για χάρη του ιδιωτικού πλούτου, ο οποίος είναι η μόνη μορφή πλούτου που εκμεταλλεύεται και την καταστροφή(«καταστροφικό καπιταλισμό» το έχουν ονομάσει κάποιοι αυτό). Μιλάμε πια για την «τραγωδία των Κοινών»! Η ίδια η σημερινή υγειονομική κρίση λόγω της πανδημίας-συνδημίας, εκφράζει στην ουσία αυτή την «τραγωδία των κοινών» στην οποία έχει οδηγήσει ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός και το μοντέλο «ανάπτυξής» του.

Τι θα συμβεί λοιπόν; Πώς θα λύσει ο καπιταλισμός αυτήν την πολυσύνθετη κρίση; Αυτό το ερώτημα μας φέρνει σε ένα σημαντικό σημείο. Σαν απάντηση στην απειλή της οικολογικής κατάρρευσης, θα μπορούσε κανείς να πει ότι το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να θέσουμε ανώτατα όρια στις εκπομπές και τη χρήση υλικών και να μειώσουμε τις κλίμακες αυτές σε βιώσιμα επίπεδα, περισσότερο από ότι έχει προταθεί από το σενάριο της IPCC, της επιτροπής για το κλίμα του ΟΗΕ. Μερικοί υποστηρίζουν ότι αφού γίνει αυτό, δεν υπάρχει κανένας λόγος  να μη μπορεί να συνεχίσει να αυξάνεται επ 'αόριστον το ΑΕΠ, ενώ η βιόσφαιρα θα ανακάμπτει. Αλλά όταν οι εκπομπές απαγορεύονται και η χρήση υλικών περιορίζεται σε χαμηλά επίπεδα, από πού θα εξασφαλίσει ο καπιταλισμός τις ελεύθερες εισροές του, αν όχι από ενεργειακά πυκνά ορυκτά καύσιμα και από τη φύση; Θα πρέπει να στραφεί τότε στην άλλη κύρια πηγή αξίας, δηλαδή στην ανθρώπινη εργασία. Μπορούμε λοιπόν να περιμένουμε ότι σε μια κατάσταση οικολογικής έκτακτης ανάγκης, ο καπιταλισμός θα επιδιώξει την ανάπτυξη με το να βρει νέους τρόπους να συμπιέσει τους εργαζόμενους, δημιουργώντας συνθήκες «νεοφεουδαλισμού». Θα γίνει αποδεκτή αυτή η προοπτική του καπιταλισμού, από τους «από κάτω»;

Ορισμένοι προοδευτικοί ή πράσινοι οικονομολόγοι, επιμένουν ότι μπορούμε να μειώσουμε τις ροές υλικών και ενέργειας και να προστατεύσουμε τα εργασιακά δικαιώματα (θέτοντας αποτελεσματικά όρια και στις δύο πηγές αξίας του καπιταλισμού), και να εξακολουθούμε να έχουμε ανάπτυξη. Δεν υπάρχει λόγος η νέα αξία να μη μπορεί να είναι καθαρά άυλη, λένε. Καθώς η καπιταλιστική ανάπτυξη έχει συνδεθεί στενά, σε όλη την ιστορία της, με υλική και ενεργειακή ροή (ακόμη και κατά τη μετάβαση στις υπηρεσίες, στον παγκόσμιο Βορρά), να φανταστεί κανείς ότι το ΑΕγχΠ μπορεί να συνεχίσει μεγαλώνει ενώ μειώνεται η ροή, αντιτίθεται σε όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, και θα έπρεπε να φανταστεί κανείς ένα εντελώς διαφορετικό είδος οικονομίας - που δεν υπήρχε ποτέ στο παρελθόν. Εάν πρόκειται να φανταστούμε μια νέα οικονομία συνολικά, γιατί να μην φανταστούμε τότε μια οικονομία χωρίς ανάπτυξη;

Αυτό το ερώτημα μας φέρνει στο σημείο κλειδί: Δεν είναι η αύξηση των εισροών τελικά το πρόβλημα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η ίδια η επιτακτική προσταγή για ανάπτυξη! Για παράδειγμα, μπορεί κανείς να φανταστεί μια οικονομία όπου η ανάπτυξη πρέπει να συμβαίνει παρά το ανώτατο όριο των εισροών, με το να είναι άυλη όλη η νέα αξία που θα δημιουργείται. Με το κεφάλαιο να επιδιώκει να συμπεριλάβει άυλα κοινά -που είναι σήμερα άφθονα και δωρεάν (γνώση, τραγούδια, χώροι πρασίνου, ίσως ακόμη και γονείς, φυσική αφή, αγάπη και ίσως ακόμη και ο ίδιος ο αέρας)- και να τα πουλάει στους ανθρώπους για χρήματα. Για να υπακούσουν σε τέτοια νέα κύματα τεχνητής έλλειψης, οι άνθρωποι θα αναγκάζονταν να εργάζονται με μισθούς σε νέες άυλες βιομηχανίες, απλώς για να αποκτήσουν άυλα αγαθά που πριν ήταν ελεύθερα διαθέσιμα. Αυτό μπορεί να είναι μια «πράσινη» οικονομία, αλλά δεν είναι μια οικονομία που έχει νόημα, ή μια οικονομία με την οποία κάποιος θα ήθελε πραγματικά να ζήσει.

Ο μόνος τρόπος για την επίλυση αυτής της αντίφασης είναι να αντιστρέψουμε τη διαδικασία: να αναδιοργανώσουμε την οικονομία γύρω από τη δημιουργία αφθονίας δημόσιου πλούτου, ακόμη και αν το κάνουμε με έξοδα ιδιωτικού πλούτου. Αυτό θα απελευθερώσει τους ανθρώπους από τις πιέσεις που δημιουργούνται από την τεχνητή έλλειψη, εξουδετερώνοντας έτσι την προσταγή για ανάπτυξη και απελευθερώνοντας τον ζωντανό κόσμο από το φαντασιακό της ανάπτυξης, ώστε να μπορεί να επιλέξει το φαντασιακό της αποανάπτυξης!

0 Comments

Για μια νέα μετά-COVID εποχή

14/12/2020

0 Comments

 
Μετά τη δημοσίευση, το 1972, της έκδοσης του «Κλαμπ της Ρώμης»:  «The Limits to Growth»(«Τα όρια της ανάπτυξης»), το αναπτυσσόμενο τότε οικολογικό κίνημα μίλησε για μια νέα «εποχή μετά την ανάπτυξη», για πρώτη φορά. Η διαπίστωση του βιβλίου ήταν απλή: Ο πλανήτης δεν θα μπορεί να διατηρήσει τους τρέχοντες ρυθμούς οικονομικής και πληθυσμιακής αύξησης. Η πρόβλεψη: «Το πιο πιθανό αποτέλεσμα θα είναι μια μάλλον ξαφνική και ανεξέλεγκτη μείωση τόσο στον πληθυσμό όσο και στη βιομηχανική ικανότητα» και άρα η ανθρωπότητα θα έπρεπε να πατήσει φρένο, για να μη υποστεί την κατάρρευση της κοινωνίας όπως την ξέρουμε.
Από τότε, το οικολογικό κίνημα πήρε χοντρικά τρεις κατευθύνσεις: Το μεγαλύτερο κομμάτι του ασχολήθηκε με τα προβλήματα του περιβάλλοντος κυρίως και αυτοονομάσθηκε περιβαλλοντικό, εκφραζόμενο και πολιτικά πρώτιστα μέσα από τα περιβαλλοντικά – πράσινα κόμματα, ένα άλλο μέρος του ασχολήθηκε όχι μόνο με το περιβάλλον, αλλά και με την κοινωνία και τα προβλήματά της παίρνοντας την ονομασία «κοινωνική οικολογία», ενώ ένα τρίτο αποτέλεσε το κίνημα της «βαθιάς οικολογίας», που στόχευε κυρίως στη δημιουργία εναλλακτικών τρόπων ζωής και έβαλε στο κέντρο της κριτικής του τον κυρίαρχο ανθρωπολογικό τύπο της καπιταλιστικής κοινωνίας και τον καταναλωτισμό. Και τα τρία ρεύματα συνυπήρχαν σε μεγάλο βαθμό, κυρίως στην αντίσταση ενάντια στα φαραωνικά έργα καταστροφής του περιβάλλοντος, στην καταγγελία των ορυκτών καυσίμων σαν βασική αιτία για το «φαινόμενο του θερμοκηπίου» και την υπερθέρμανση του πλανήτη, καθώς και στη δημιουργία του γενικότερου κινήματος προστασίας του κλίματος.  
Μισό αιώνα μετά τις προβλέψεις των «Ορίων της ανάπτυξης», η συγκέντρωση διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα έχει αυξηθεί, από περίπου 327 μέρη ανά εκατομμύριο το 1972 σε 416 μέρη ανά εκατομμύριο σήμερα. (Οι επιστήμονες είχαν προειδοποιήσει ότι μια αύξηση στα 350 μέρη ανά εκατομμύριο εγκυμονούσε επικίνδυνη αύξηση της θερμοκρασίας). Οι παγκόσμιες θερμοκρασίες, εν τω μεταξύ, έχουν αναρριχηθεί σχεδόν πάνω από 1 βαθμό Κελσίου, από την προ-βιομηχανική εποχή - τροφοδοτώντας ακραία καιρικά φαινόμενα, καταστροφικά κύματα θερμότητας στην Αρκτική, και μια σταθερή αύξηση της στάθμης της θάλασσας. Πέρυσι, μια έκθεση των Ηνωμένων Εθνών διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι αλλάζουν τόσο ριζικά τον πλανήτη, ώστε μέχρι και 1 εκατομμύριο είδη αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο εξαφάνισης.
Μία από τις κύριες ανησυχίες του Κλαμπ της Ρώμης, δηλαδή ότι «η ανεξέλεγκτη αύξηση του πληθυσμού θα πυρπολήσει το περιβάλλον», τα τελευταία χρόνια δεν γίνεται αποδεκτή σε μεγάλο βαθμό, γιατί παρόλο που τα ποσοστά γεννήσεων στις αναπτυγμένες χώρες μειώνονται, έχει διαπιστωθεί ότι αυτές χρησιμοποιούν τους περισσότερους πόρους και έχουν το μεγαλύτερο οικολογικό αποτύπωμα. Αυτό που εξελίσσεται εντελώς ανεξέλεγκτα όμως, είναι η οικονομική ανάπτυξη. Για δεκαετίες, οι περιβαλλοντολόγοι-οικολόγοι-πράσινοι κ.λπ., τσακώνονταν για το αν η παραγωγή όλο και περισσότερων πραγμάτων, χρόνο με το χρόνο, ήταν η αιτία για τη χαοτική κατάσταση του πλανήτη.
Σήμερα, το γενικότερο οικολογικό κίνημα έχει χωριστεί σε εκείνους που πιστεύουν ότι η ανάπτυξη μπορεί να συνεχιστεί κάτω από νέες, πιο βιώσιμες συνθήκες, και σε μια όλο και πιο  ηχηρή μειονότητα που πιστεύει ότι η "πράσινη ανάπτυξη"(ή «βιώσιμη ανάπτυξη») είναι στην καλύτερη περίπτωση ένα οξύμωρο, στη χειρότερη έχει στόχο να μας αποσπάσει την προσοχή και την φαντασία μας από την γενικότερη εναλλακτική της «ανάπτυξης»(Growth), που κατά τη γνώμη τους είναι προοπτική της «αποανάπτυξης»(Degrowth).
Αυτές οι δύο κατευθύνσεις παρέμειναν μέχρι τώρα σε μια άβολη συμμαχία, δραστηριοποιούμενες σε κοινούς στόχους, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, κυρίως στη διατήρηση του κλίματος και την επιδίωξη της κατάργησης των ορυκτών καυσίμων για καθαρή ενέργεια. Τώρα, καθώς η πανδημία COVID-19 καταστρέφει την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία της αγοράς - η οποία αναμένεται να συρρικνωθεί μεταξύ 6% και 7,6% φέτος - έχει μπει στο επίκεντρο της συζήτησής τους το παγκοσμιοποιημένο «μοντέλο της ανάπτυξης».
Αρκετοί οικονομολόγοι και περιβαλλοντολόγοι στα πανεπιστήμια, επανεξετάζουν το ζήτημα, αμφισβητώντας στην πραγματικότητα τη θέση ότι η οικονομική ανάπτυξη είναι συμβατή με έναν βιώσιμο κόσμο. Και δίνοντας οι περισσότεροι την αρνητική απάντηση στη συμβατότητα, ερευνούν το πώς αλλιώς οι κυβερνήσεις μπορούν να μετρήσουν την επιτυχία (ή την αποτυχία) των σύγχρονων κοινωνιών, πέρα από τους δείκτες που μετρούν την «ανάπτυξη».
Υπάρχουν βέβαια ολόκληρες βιομηχανίες που βασίζονται στην ιδέα ότι ο τρόπος για να σώσουν τον πλανήτη είναι να χρωματίσουν «πράσινη» την οικονομία. Αντικαταστήστε τις πλαστικές συσκευασίες με ανακυκλώσιμες ή λιπασματοποιήσιμες, βάλτε λάμπες LED, ανταλλάξτε ένα τζιπ πετρελαιοκίνητο ή με αέριο με ένα Toyota Prius, κ.λπ., και η «σωτηρία» θα έλθει. Πολλοί οικονομολόγοι πιστεύουν ακόμα ότι οι οικονομίες του κόσμου μπορούν να συνεχίσουν να παράγουν περισσότερα, αλλά με «πράσινο» τρόπο: περισσότερα σπίτια, περισσότερα ηλεκτρονικά, περισσότερα αυτοκίνητα - αλλά και περισσότερα ηλιακά πάνελ, περισσότερες ανεμογεννήτριες και περισσότερα ηλεκτρικά οχήματα. «Η πράσινη ανάπτυξη είναι απαραίτητη, αποτελεσματική και προσιτή», δήλωνε η Παγκόσμια Τράπεζα σε μια έκθεση του 2012.
Αυτοί, που θα τους λέγαμε «πράσινους-αναπτυξιακούς», υποστηρίζουν ότι οι νέες τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα, σε συνδυασμό με μια σταθερή στροφή προς περισσότερες υπηρεσίες-αποϋλοποίηση το είπαν αυτό (π.χ. οργανώστε κέντρα ημερήσιας φροντίδας ή δημοτικά παντοπωλεία ή κοινοτικά θέατρα)- μπορούν να καταστήσουν τη συνεχή ανάπτυξη βιώσιμη. Αυτό το είδος της νοοτροπίας, «να έχεις και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο», έχει γίνει ο κυρίαρχος τρόπος σκέψης για το πώς να μετατρέψεις τη γιγαντεμένη παγκόσμια οικονομία, ώστε να αφήσει πίσω της τα ορυκτά καύσιμα, που είναι και το «ουκ άνευ» αίτημα όλων.
Άλλοι όμως οικολόγοι οικονομολόγοι, πιστεύουν ότι η οικονομική ανάπτυξη, ανεξάρτητα από το πόσο «πράσινη» είναι, απειλεί τον πλανήτη. Πιστεύουν ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει είτε να συρρικνώσουν σκόπιμα τις οικονομίες τους – να επιλέξουν δηλαδή τη γνωστή κατεύθυνση της «αποανάπτυξης» - ή, τουλάχιστον, να μην αναπτυχθούν περαιτέρω, επιλέγοντας την «σταθερή κατάσταση». «Η υλική ανάπτυξη δεν μπορεί να συνεχιστεί επ 'αόριστον επειδή ο πλανήτης Γη βάζει από τη φύση του περιοριστικά όρια», λέει οικονομολόγος Tim Jackson στο από το 2009 εκδοθέν βιβλίο του «Prosperity without Growth»(«Ευημερία χωρίς ανάπτυξη»). Το να μπορείς να ζεις καλά-ευζωία το λέμε- σε έναν πεπερασμένο πλανήτη δεν μπορεί απλώς να σημαίνει ότι μπορείς να υπερκαταναλώνεις όλο και περισσότερα υλικά και ενέργεια.
Στο επίκεντρο λοιπόν των συζητήσεων μεταξύ των «πράσινων- αναπτυξιακών» και των «από-αναπτυξιακών»(όπως θα τους αποκαλούμε) οικονομολόγων, βρίσκεται ένα απλό ερώτημα: Μπορεί η παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική οικονομία - η γιγαντιαία αυτή μηχανή που έχει περάσει αιώνες αντλώντας και «ρουφώντας», αχόρταγα στην κυριολεξία, ορυκτά καύσιμα και «φτύνοντας» υλικά αγαθά και απόβλητα -να διαχωριστεί από την οικολογική καταστροφή;
Οι «πράσινοι –αναπτυξιακοί» υποστηρίζουν-το αναφέραμε και πιο πάνω- ότι η τεχνολογία και η καινοτομία μπορούν να σπάσουν αυτό το μοτίβο. Δηλαδή, η ανάπτυξη μπορεί π.χ. να «αποσυνδεθεί» από την αύξηση των εκπομπών. Υπήρξαν μερικά πολλά υποσχόμενα παραδείγματα τις τελευταίες δεκαετίες: Μεταξύ 2000 και 2014, οι Ηνωμένες Πολιτείες και 20 άλλες χώρες είδαν το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν τους να αυξάνεται ακόμη και όταν μειώθηκαν οι εκπομπές άνθρακα. Στις ΗΠΑ, η μείωση οφείλεται στη δραματική μετάβαση από τον άνθρακα στο φυσικό αέριο και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Στην Ευρώπη, οι φόροι άνθρακα και η απομάκρυνση από τη βαριά βιομηχανία συνέβαλαν στη μείωση των εκπομπών. Σε μεγαλύτερη κλίμακα όμως, ενώ η παγκόσμια οικονομία αυξήθηκε περίπου 3% ετησίως από το 2014 έως το 2016 για παράδειγμα, οι παγκόσμιες εκπομπές άνθρακα δεν υποχώρησαν.
Οι «από-αναπτυξιακοί», από την άλλη, βλέπουν τα παραπάνω παραδείγματα ως εξαιρέσεις που αποδεικνύουν τον κανόνα. Ο διαχωρισμός των εκπομπών από την ανάπτυξη είναι εντελώς εκτός ιστορικής εμπειρίας. Δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να γίνει τεχνικά, αλλά είναι απίστευτα δύσκολο και είναι πολύ διαφορετικό από οτιδήποτε έχουμε κάνει στο παρελθόν. Παρόλο που χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν διαχωρίσει προσωρινά τις εκπομπές από την ανάπτυξη, η μεγαλύτερη εικόνα δεν έχει αλλάξει πολύ. Στις περίπου δυόμισι δεκαετίες από τότε που οι βιομηχανικές χώρες υπέγραψαν το Πρωτόκολλο του Κιότο για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, η ρύπανση από τα ορυκτά καύσιμα αυξήθηκε κατά 50%. Και από τότε που η διετής ανάσα έληξε το 2016, οι εκπομπές άνθρακα αυξήθηκαν ξανά. Η απόλυτη αποσύνδεση, δεν φαίνεται πουθενά!
Σίγουρα, η πράσινη ανάπτυξη ακούγεται υπέροχη –γιατί να μην έχουμε περισσότερα και από όλα τα πράγματα και να σώσουμε ταυτόχρονα τον πλανήτη; - αλλά η μετάβαση από την τρέχουσα οικονομία σε μια νέα, καθαρότερη, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί με γρήγορο και πρωτοποριακό ρυθμό για να αποφευχθούν οι χειρότερες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Φέτος, η πανδημία κοραναϊού, που όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω θα συρρικνώσει πιθανά την παγκόσμια οικονομία μεταξύ 6% και 7,6%,  πιθανότατα θα μειώσει και τις παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα μεταξύ 5% και 8%, έχοντας τη μεγαλύτερη πτώση μετά τον Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά για να μείνει η αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κάτω από 1,5 βαθμούς Cο – που θεωρείται ευρέως από τους επιστήμονες ως το σημείο που πάνω από αυτό, οι κλιματική αλλαγή θα εξελιχθεί σε κλιματική καταστροφή- ο κόσμος θα πρέπει να μειώσει τις εκπομπές κατά 7,6% κάθε χρόνο από τώρα έως το 2030. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη ποτέ στο παρελθόν, γιατί να συμβεί σε αυτή την 10ετία;
Ενώ η αποσύνδεση της ανάπτυξης από τις εκπομπές μοιάζει με όνειρο, η μείωση των βλαπτικών εκπομπών από την άλλη, παρουσιάζει άλλα προβλήματα. To 2015, περίπου 1,9 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουσαν με λιγότερα από 3,20 δολάρια την ημέρα, και περίπου το ένα τρίτο από αυτούς, κυρίως στην υποσαχάρια Αφρική, προσπαθούν να επιβιώσουν με μόλις 1,90 δολάρια την ημέρα. Είναι εύκολο να μιλάμε για τα προβλήματα που έρχονται με μια αναπτυσσόμενη οικονομία όταν ζούμε σε μια σχετικά εύπορη, ανεπτυγμένη χώρα. Δεδομένου του μεγάλου αριθμού ανθρώπων που είναι φτωχοί σε όλο τον κόσμο και της συνεχούς απειλής της κλιματικής αλλαγής, οι περισσότεροι «πράσινοι-αναπτυξιακοί» υποστηρίζουν ότι η «πράσινη ανάπτυξη» είναι η μόνη διέξοδος.
Οι «από-αναπτυξιακοί», φυσικά και δεν αγνοούν την παγκόσμια φτώχεια. Στην πραγματικότητα, πολλοί από αυτούς πιστεύουν ότι οι «αναπτυσσόμενες χώρες» θα πρέπει να συνεχίσουν να αναπτύσσονται για να απομακρύνουν τους πληθυσμούς τους από τη φτώχεια, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι οι εκπομπές τους θα αυξάνονται. Για να εξισορροπήσει το οικολογικό αποτύπωμα στον πλανήτη συνολικά, υποστηρίζουν ότι οι πλουσιότερες χώρες θα έπρεπε να κάνουν περισσότερα με λιγότερα. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, παράγονται οικονομικά αγαθά και υπηρεσίες αξίας περίπου 65.000 δολ. ανά άτομο. Φανταστείτε να μειωθεί το κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ των ΗΠΑ στο μισό του σημερινού μεγέθους του. Αυτό θα έκανε τους Αμερικανούς σχεδόν ισοδύναμους με τους Ευρωπαίους. Στην Ελλάδα βέβαια-που έχει χαρακτηρισθεί από πολλούς σαν «ο ναυαγός» της ανάπτυξης- τα εισοδήματα του μέσου Έλληνα υπολείπονται του μέσου Ευρωπαίου (το μέσο οικογενειακό εισόδημα προ κορωνοϊού το 2020 υπολογιζόταν στις 10.240 ευρώ, μετά την πανδημία, το εισόδημα αυτό υπολογίζεται ότι θα είναι 291,31 ευρώ λιγότερο ή μειωμένο κατά 2,84%), αλλά την Ευρώπη δεν μπορούμε ακόμα να την χαρακτηρίσουμε σαν μια «δυστοπία».
Φυσικά, η περικοπή μιας οικονομίας στο μισό δεν ακούγεται ελκυστική ούτε από τους «από κάτω» των «κοινωνιών της αφθονίας», όταν έχουν και αυτοί αγωνιστεί για να επιτευχθεί η έστω και σχετική για αυτούς αφθονία. Το 40% των νοικοκυριών στις ΗΠΑ κερδίζει λιγότερα από 40.000 δολ. ετησίως και το 15% κερδίζει λιγότερο από 20.000. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς να λέει σε αυτά τα νοικοκυριά να περικόψουν, όταν το 1% της Αμερικής κερδίζει τουλάχιστον μισό εκατομμύριο κάθε χρόνο - και κατέχει περίπου το 40% του πλούτου της χώρας, γιατί η φτώχεια είναι σχετική!
Στο ζήτημα των αναγκαίων περικοπών στον «αναπτυγμένο κόσμο», τα οικολογικά οικονομικά έχουν προτείνει ότι ένα ισχυρότερο δίχτυ ασφαλείας θα μπορούσε να βοηθήσει τους ανθρώπους στις πλουσιότερες χώρες να μάθουν να περνούν με λιγότερα. Με μοντέλα προσομοίωσης υπολογιστών, έχουν δείξει, για παράδειγμα, ότι εάν ο Καναδάς μειώσει την οικονομία του κατά το ήμισυ για πάνω από τρεις δεκαετίες, επεκτείνοντας παράλληλα την εκπαίδευση ενηλίκων, τα προγράμματα κατά της φτώχειας και άλλα μέτρα που θα ωφελήσουν τον πληθυσμό, η χώρα θα μπορούσε να μειώσει τη φτώχεια και την ανεργία παράγοντας πολύ, πολύ λιγότερα.
Υποστηρίζουν γενικότερα ότι η ιδανική οικονομία που θα χρειασθεί να οικοδομήσουμε, θα πρέπει να ενσωματώνει τα οικολογικά όρια της γης. Να παρέχει καταφύγιο, υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση, τρόφιμα κ.λπ. στους ανθρώπους, χωρίς ταυτόχρονα να θέτει σε κίνδυνο το καθαρό νερό, τον αέρα ή το έδαφος. Μια τέτοια οικονομία, θα μπορούσε να υποστηρίξει την «ηθική και κοινωνική πρόοδο» και θα έδινε «χώρο για τη βελτίωση της τέχνης της ζωής», για την επιδίωξη της «ευζωίας» των ανθρώπων, στα πλαίσια της ισορροπίας με τα οικοσυστήματα και τις άλλες μορφές ζωής, στα οποία θα πρέπει να αποδώσει μια «αυταξία» και όχι μόνο ανταλλακτική αξία.

Ιστορικά, o καπιταλισμός έχει βασιστεί στον άνθρακα και το πετρέλαιο - και έτσι η ρύπανση, ειδικά οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, ήταν αναπόφευκτο αποτέλεσμα του πολιτικοοικονομικού δόγματος «η οικονομία πρώτα» και μετά η κοινωνία και το περιβάλλον της. Κατά τη διάρκεια των υφέσεων της οικονομίας όμως, όπως π.χ στη  «Μεγάλη Ύφεση» της 10ετίας του 1930 ή του 2009, οι εκπομπές μειώνονται - μερικές φορές απότομα, μόνο που αναζωπυρώνονται γρήγορα όταν η οικονομία επανακάμπτει.
Το ίδιο και στην κρίση της πανδημίας COVID-19: Καθώς οι διακοπές λειτουργίας της οικονομίας(lockdown) έθεσαν εκτός εκατομμύρια εργαζόμενους τον Απρίλιο, οι παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα μειώθηκαν κατά 17%. Μέχρι τα μέσα Ιουνίου όμως, καθώς τα αυτοκίνητα επέστρεψαν στους δρόμους των πόλεων και οι επιχειρήσεις άνοιξαν ξανά, οι εκπομπές επέστρεψαν σχεδόν στα προ-πανδημικά επίπεδα τους.
Το στρατόπεδο της «από-ανάπτυξης», μέχρι τώρα κινείτο σε μεγάλο βαθμό στις παρυφές της περιβαλλοντικής-οικολογικής σκέψης. Τα τελευταία χρόνια όμως, καθώς η κλιματική κρίση έχει ενταθεί, η κριτική του έχει παρεισφρήσει στο mainstream του πανεπιστημιακού κινήματος, με εστιασμένα στην αποανάπτυξη βιβλία, περιοδικά, και συνέδρια, καθώς και στο κοινωνικό πλέον κίνημα της «Αποανάπτυξης». Η ιδέα έχει ευδοκιμήσει επίσης στο χώρο και τους κύκλους των ακτιβιστών του κινήματος του Κοινοτισμού και της άμεσης δημοκρατίας, καθώς και της «εξεγερμένης»-και όχι μόνο-νεολαίας παντού: Είναι δημοφιλής π.χ. μεταξύ των μελών της ομάδας Extinction Rebellion του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία οργάνωσε στο Λονδίνο μια εξεγερσιακή στάση των πολιτών τον Οκτώβριο, με διαμαρτυρίες κατά της υποτονικής απάντησης της κυβέρνησης στην αλλαγή του κλίματος. Είναι επίσης δημοφιλής στο κίνημα των μαθητών-φοιτητών «Fridays for future». Σε ομιλίες της Γκρέτα Τούνμπεργκ, της 16χρονης Σουηδής ακτιβίστριας, φαίνεται καθαρά η επιρροή της «Αποανάπτυξης» . «Βρισκόμαστε στην αρχή μιας μαζικής εξαφάνισης, και για το μόνο που μπορείτε να μιλάτε είναι για χρήματα και παραμύθια της αιώνιας οικονομικής ανάπτυξης», είπε κατά τη διάρκεια μιας συνόδου κορυφής των Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα πέρυσι. "Πώς τολμάς!"
Τα πιο ριζοσπαστικά μέλη της «Αποανάπτυξης» πιστεύουν ότι οι πλούσιες, ανεπτυγμένες χώρες θα πρέπει να συρρικνώσουν τις οικονομίες τους για να συνυπάρξουν μέσα στα οικολογικά όρια - περιορίζοντας την κατανάλωση και τη χρήση ενέργειας αρκετά για να σώσουν τεράστιες περιοχές του πλανήτη από την καταστροφή και να αποτρέψουν την ανεξέλεγκτη αλλαγή του κλίματος.  «Η αποανάπτυξη σηματοδοτεί μια επιθυμητή κατεύθυνση, μια κατεύθυνση στην οποία οι κοινωνίες θα χρησιμοποιούν λιγότερους φυσικούς πόρους και θα οργανώνουν τη ζωή τους διαφορετικά από ό,τι σήμερα», γράφει ο Γιώργος Κάλλης, οικολόγος οικονομολόγος στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, στο: Degrowth: A New Vocabulary( Αποανάπτυξη: ένας νέος όρος-λέξη).
Άλλοι εντός του κινήματος της αποανάπτυξης, αναφέρονται στην αναγκαιότητα της αλλαγής των κοινωνικών προτεραιοτήτων (προώθηση των κοινών συλλογικών αγαθών όπως η υγειονομική περίθαλψη και εκπαίδευση αντί του εταιρικού τρόπου παραγωγής με στόχο το κέρδος) κατά την μετάβαση σε μια «μετά την ανάπτυξη» εποχή, προτείνοντας μια στροφή «μακριά από την ανάπτυξη», χωρίς να διατυπώνουν ρητά το αίτημα για αποανάπτυξη.
Για το πώς θα μπορούσε να γίνει πολιτικά επιθυμητή, και με ποιες πολιτικές διαχείρισης θα μπορούσε να υλοποιηθεί μια τέτοια μετάβαση από τους «από κάτω» αυτού του πλανήτη-γιατί στους «από πάνω» είναι σίγουρα μη επιθυμητή- χωρίς να προκαλέσει εκτεταμένες αναταραχές π.χ. στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη και την Κίνα, είναι ακόμα ανοικτό. Υπάρχουν πολυποίκιλες προτάσεις και αφήνεται σε μεγάλο βαθμό στη φαντασία και την έρευνα, καθώς και στις πρακτικές που αναπτύσσονται κυρίως στο κίνημα των «ΚΟΙΝΩΝ»(Commons), της «μοιρασιάς»(share) και της «επάρκειας»( sufficiency).
Οι «από-αναπτυξιακοί» ισχυρίζονται ότι η οικονομία σήμερα μπορεί να διαχωρισθεί από την οικολογική κατάρρευση-καταστροφή, μόνο αν πάμε σε μια προγραμματισμένη συρρίκνωσή της, τουλάχιστον στον «αναπτυγμένο» κόσμο του Βορά και της Δύσης, και σε μια οικονομία στηριζόμενη στα «Κοινά», τον κοινοτισμό-συνεργατισμό και στις ντόπιες –συνήθως πλούσιες-πηγές πόρων και ενέργειας, στον «μη αναπτυγμένο» Νότο (ο οποίος για αυτόν ακριβώς τον λόγο  θα είναι και πιο εύκολο να περάσει κατευθείαν στην αποανάπτυξη), θα είναι δυνατόν να αποφύγουμε την κατάρρευση. Σε κάθε περίπτωση, οι «από-αναπτυξιακοί» διανοούμενοι έχουν σκιαγραφήσει ένα καταρχήν πρόγραμμα μετάβασης σε κοινωνίες αποανάπτυξης, είτε αυτό γίνει δυνατό να υλοποιηθεί πριν την κατάρρευση, είτε μετά την κατάρρευση στην οποία θα μας οδηγήσει «ο καπιταλισμός της καταστροφής». 
Η Συνδημία του κοροναϊού, της οποίας εμφανίζεται πλέον το δεύτερο κύμα σε μεγάλο μέρος του κόσμου, έδωσε μια αίσθηση επείγοντος σχετικά με τις συζητήσεις για την οικονομική ανάπτυξη. Μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, σχεδόν 33 εκατομμύρια άνθρωποι διεκδικούν τώρα παροχές ανεργίας, με άλλα 8 εκατομμύρια να μην έχουν καμιά ελπίδα στην αγορά εργασίας. Σύμφωνα με πρόσφατες αναφορές, το ΑΕΠ των ΗΠΑ συρρικνώθηκε κατά 9,2% μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου, ρεκόρ χειρότερης συρρίκνωσης. Εν τω μεταξύ, η Παγκόσμια Τράπεζα προβλέπει ότι η συνδημία COVID-19 θα μπορούσε να αναγκάσει άλλα  150 εκατ. ανθρώπους σε ακραία φτώχεια, που θα προστεθούν στα 835 περίπου που ήταν προ πανδημίας.
Άλλωστε, μερικές από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου - συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών - απέτυχαν να προστατέψουν τα φτωχότερα και τα πιο ευάλωτα στρώματα του πληθυσμού τους από τις επιπτώσεις της συνδημίας. Υπάρχει μια τάση-και είναι λογικοθυμική- να θέλουμε να επιστρέψουμε στην προ COVID-19 εποχή, αλλά υπάρχει επίσης ένα «πολύ στενό το παράθυρο» από το οποίο μπορούμε να μπούμε.
Έτσι, όταν όλα φαίνεται να καταρρέουν, το ζήτημα του πώς να τα ξαναχτίσει κανείς, γίνεται πιο πιεστικό από ποτέ.
Για μερικούς, ο ιός ενίσχυσε την πεποίθηση ότι η ιδέα να κάναμε εθελοντικά όσα έπρεπε για να αποφύγουμε την κατάρρευση, είναι απλώς φανταστική. «Οι άνθρωποι δεν θέλουν να εγκαταλείψουν τα πράγματα που τους αρέσουν», λένε. Η δυσκολία επιβολής και διατήρησης του lockdown, δείχνει τις προκλήσεις και τις δυσκολίες της αναμόρφωσης μιας ολόκληρης κοινωνίας για να ζει με λιγότερα.
Αλλά για άλλους, η πλήρης καταστροφή της οικονομίας στην οποία την οδηγεί το COVID-19, σε συνδυασμό με τη (πολύ) σύντομη μείωση της ρύπανσης που προκάλεσε, σηματοδοτεί πολύ βαθύτερες αναγκαίες αλλαγές. Τον Μάιο, μια ομάδα περισσότερων από 1.100 υποστηρικτών της «Αποανάπτυξης», υπέγραψε ένα μανιφέστο καλώντας τις κυβερνήσεις να αδράξουν την ευκαιρία και να στραφούν προς ένα «ριζικά διαφορετικό είδος κοινωνίας, αντί να προσπαθούν απεγνωσμένα να θέσουν ξανά σε λειτουργία την «καταστροφική ανάπτυξη».
Έχουμε λοιπόν και σημαντικές ενδείξεις ότι θα χρειασθεί να γίνουν μεγάλες αλλαγές, αν δεν θέλουμε να πάμε στην κατάρρευση!

Ειδικά για την μετά-COVID Ελλάδα:
Για να ξεφύγει η χώρα από τη μέγγενη των χρεών, από την φτωχοποίηση και το πολιτισμικό αδιέξοδο, καθώς και από την κατάθλιψη και την μεμψιμοιρία στην οποία έχει πέσει ο πληθυσμός της-ιδίως μετά το σοκ της πανδημίας και τον εγκλεισμό του στα σπίτια- θα χρειασθεί, μετά το πέρασμα της καταιγίδας, να αναπτερωθεί το ηθικό του μέσα από μια στροφή προς μια ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση .  Εφαλτήρας μπορεί να γίνει ο αγροδιατροφικός τομέας και στη συνέχεια ο μεταποιητικός ένδυσης- υπόδησης, ο ενεργειακός και ο ήπιος ποιοτικός τουρισμός να την συμπληρώσουν. Είναι μια εναλλακτική στη σημερινή κυρίαρχη κατεύθυνση, που δεν χρειάζονται κεφάλαια, ξένες επενδύσεις, χωροταξικά σχέδια, υπερτοπικές συγκεντρώσεις, μεγαλεπήβολα και εξουθενωτικά μεγέθη και ρυθμούς. Τοπικοποίηση και αποανάπτυξη θα μπορούσε να είναι η διέξοδος για την χώρα, στην μετά-COVID εποχή!

0 Comments

Η «Συνδημία», ο παγκόσμιος καπιταλισμός και η ευκαιρία για κοινωνίες Αποανάπτυξης!

30/11/2020

1 Comment

 
  1.  Συνδημία αντί Πανδημία
Μέχρι τώρα, οι επιστήμονες είχαν χρησιμοποιήσει τον όρο Παγκόσμια Συνδημία (Global Syndemic), για να χαρακτηρίσουν τη μεγαλύτερη απειλή που υπήρχε για την ανθρωπότητα και τον πλανήτη: τη παγκοσμιοποιημένη αλληλεπίδραση των τριών «επιδημιών», της παχυσαρκίας, του υποσιτισμού και της κλιματικής αλλαγής, που ο συνδυασμός τους έπληττε και πλήττει τους περισσότερους ανθρώπους σχεδόν παντού στη Γη[1].
Από τις αρχές του 2020 έχουμε επιπλέον την επιδημία COVID-19, την οποία ο ΠΟΥ(Παγκόσμιος οργανισμός Υγείας) χαρακτήρισε ως πανδημία. Στο περιοδικό «The Lancet», η πανδημία αυτή παρουσιάζεται ως συνδημία[2]. Είναι συνδημική η φύση της απειλής που αντιμετωπίζουμε σήμερα, με την έννοια ότι απαιτείται μια πιο προσεκτική προσέγγιση εάν θέλουμε να προστατεύσουμε την υγεία των κοινοτήτων μας. Μια συνδημική προσέγγιση αποκαλύπτει βιολογικές και κοινωνικές αλληλεπιδράσεις που είναι σημαντικές για την πρόγνωση, τη θεραπεία και την πολιτική υγείας. Ο Corona είναι πιο επικίνδυνος, όχι μόνο όταν υπάρχει συν-νοσηρότητα, δηλαδή όταν συνοδεύεται και από άλλες υποκείμενες μη μεταδοτικές ασθένειες, αλλά γιατί υπάρχουν ταυτόχρονα βιολογικές και κοινωνικές αλληλεπιδράσεις συνθηκών και καταστάσεων-βλέπε κοινωνικοοικονομικές ανισότητες- που αυξάνουν την ευαισθησία ενός ατόμου. Στην περίπτωση του COVID-19, η αντιμετώπιση των μη μεταδοτικών ασθενειών (Noncommunicable Diseases -NCDs), θα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή συγκράτηση του Κορονοϊού (COVID-19 is not a pandemic. It is a syndemic).

2. Η συστημική αντιμετώπιση της συνδημίας
Τα γεγονότα που ακολούθησαν μετά το ξέσπασμα της κρίσης του Κορονοϊού, δημιούργησαν τις τέλειες συνθήκες ώστε οι κυβερνήσεις και η παγκόσμια ελίτ να αρπάξει την ευκαιρία να εφαρμόσει τέτοια μέτρα πολιτικής ατζέντας, που σε κάθε άλλη περίπτωση θα προκαλούσαν μεγάλη αντίδραση από τους «από κάτω» υπηκόους της.
Ακολούθησαν ένα προσχέδιο μέτρων που προωθείται από το πολιτικό προσωπικό των ελίτ εδώ και δεκαετίες και είναι γνωστό σαν «Δόγμα του Σοκ», το οποίο πρώτη έχει περιγράψει η Ναόμι Κλάιν στο ομώνυμο βιβλίο της, και ταιριάζει στο τελευταίο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού, δηλαδή στον «Καταστροφικό Καπιταλισμό».
Εφαρμόζονται, για παράδειγμα στις ανεπτυγμένες χώρες, ως μέτρα αναχαίτισης των αποτελεσμάτων της συνδημίας, ένα πακέτο περικοπών, όχι επειδή πιστεύουν πως θα είναι ο πιo αποτελεσματικός τρόπος για να απαλύνουν τα δυσάρεστα αποτελέσματά της, αλλά γιατί είχαν ήδη έτοιμα ανάλογα σχέδια και τώρα βρήκαν την ευκαιρία να τα εφαρμόσουν. Οι ελίτ εκμεταλλεύονται- και θα εκμεταλλευτούν στη συνέχεια- την συννδημία ως «τέλεια καταιγίδα».
Στον «Καταστροφικό Καπιταλισμό» και στις μεγάλες κρίσεις, οι μεγάλες κυρίως πολυεθνικές ιδιωτικές επιχειρήσεις βρίσκουν πάντα την ευκαιρία να κερδοσκοπήσουν στο έπακρο και να συσσωρεύσουν κεφάλαια και για μετά την κρίση, ενώ το πολιτικό προσωπικό χρησιμοποιεί στρατηγικές που προωθούν πολιτικές συστηματικής διεύρυνσης της ανισότητας και παραπέρα πλουτισμού των ελίτ . Σε στιγμές κρίσης οι άνθρωποι έχουν την τάση να εστιάζουν στις καθημερινές τους ανάγκες για να επιβιώσουν και εμπιστεύονται επίσης περισσότερο τους ειδικούς και όσους κατέχουν την εξουσία-πόσο μάλλον στα πλαίσια της σημερινής υγειονομικής κρίσης, που κινδυνεύει ό,τι πιο πολύτιμο έχουν, η υγεία και η ίδια η ζωή τους. Την ώρα λοιπόν της κρίσης του Κορονοϊού, δεν μπορούν να προσέξουν όσο πρέπει το παιχνίδι της εξουσίας με τις επιθυμητές στην ελίτ, αλλά αντιδημοφιλείς για τους «από κάτω» πολιτικές.
Η στρατηγική που ακολουθείται από τις κυβερνήσεις παντού σήμερα, είναι να μεγιστοποιούν τη σύγχυση και να ελαχιστοποιούν την προστασία, και δεν πρόκειται για μία συνωμοσία. Είναι απλά ο τρόπος που αντιμετωπίζουν αυτή την κρίση, που δεν θα μπορούσε να είναι παρά η κακοδιαχείρισή της, αφού στα πλαίσια των παγκοσμιοποιημένων καπιταλιστικών σχέσεων, η εξάπλωση του ιού γίνεται με πολύ συγκεκριμένο τρόπο: από άνθρωπο σε άνθρωπο, συνδεδεμένων με ανθρωποδίκτυα στα πλαίσια των παγκοσμιοποιημένων οικονομικών και κοινωνικών δικτύων. Όπως όλα τα πλανητικά δίκτυα, έτσι και τα ανθρωποδίκτυα είναι τόσο πολύπλοκα συστήματα που λειτουργούν χαοτικά (με την μαθηματική έννοια του όρου) και δεν είναι εύκολο να ελεγχθούν. Να υπενθυμίσουμε βέβαια και το χαρακτηριστικό των σημερινών καπιταλιστικών κοινωνιών, σαν κοινωνιών της διακινδύνευσης, που, ακόμα και αν είναι τεχνολογικά και οικονομικά αναπτυγμένες, παραμένουν ευάλωτες σε «κινδύνους που δεν μπορούν να διαγνωστούν». Ειδικά όταν συνδυάζονται με το γεγονός των τελευταίων χρόνων, της υποβάθμισης δηλαδή και των ελλείψεων των προγραμμάτων δημόσιας υγείας και της ανυπαρξίας προστασίας των εργαζομένων.
Ο συνδυασμός αυτών των ελλείψεων προκάλεσε και το υπέρμετρο σοκ σήμερα στους «από κάτω». Και αυτό θα το εκμεταλλευτούν οι «από πάνω», για να διασώσουν τις βιομηχανίες τους -που βρίσκονται στο επίκεντρο της πιο ακραίας κρίσης που αντιμετωπίζουμε σήμερα, της κλιματικής κρίσης- τη βιομηχανία αερομεταφορών, τη βιομηχανία πετρελαίου και αερίου, τη βιομηχανία πολυτελούς τουρισμού (κότερα, γιοτ, κρουαζιέρες) κ.λπ. Θέλουν με κάθε τρόπο να υποστηρίξουν και να διατηρήσουν όλους αυτούς τους τομείς, που κλυδωνίζονται σήμερα λόγω των μέτρων για την προστασία του κλίματος, μετά τη συμφωνία του Παρισιού.
Μη ξεχνάμε πως ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός δεν έχει μόνο παγκοσμιοποιήσει την ασθένεια, έχει οξύνει ταυτόχρονα την κλιματική κρίση, την οικολογική κρίση, τη διατροφικής κρίση, τη συγκέντρωση υπερπληθυσμών σε τερατουπόλεις –όπου ο αέρας δεν αναπνέεται-την αύξηση της αστικοποίησης και της χρήσης γης εις βάρος των δασών και της άγριας ζωής, την εξαφάνιση ειδών, την υποβάθμιση των εδαφών από τη βιομηχανική γεωργία με τις αντίστοιχες χημικές εισροές, την αύξηση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων στις ανθρώπινες κοινότητες κ.λπ.
Από αυτή την όξυνση, βγαίνουν πάντα οι κερδισμένοι και οι χαμένοι. Από την όξυνση της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 π.χ. μάθαμε ότι ιδιωτικοποιούνται τα κέρδη, ενώ οι ζημίες κοινωνικοποιούνται: είδαμε να εφαρμόζεται η διάσωση των Τραπεζών, με λευκές επιταγές και ποσά που τελικά έφτασαν σε τρισεκατομμύρια δολάρια σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ το πραγματικό κόστος το μετακύλισαν στη μεσαία τάξη και τους «από κάτω», μέσω πολιτικών και «μνημονίων» οικονομικής λιτότητας (περικοπών των κοινωνικών παροχών, μειώσεις μισθών και συντάξεων κ.λπ.). Έτσι δεν πρόκειται απλά για το τι συμβαίνει κάθε φορά στον αντίστοιχο χρόνο, αλλά για το «πώς θα αποπληρωθούν αυτά τα κόστη όταν έρθει η ώρα του λογαριασμού».
Την τωρινή κρίση του Κορονοϊού μάλιστα, οι ΗΠΑ και ο Τραμπ προσπάθησαν να τη χρησιμοποιήσουν και ως μοχλό πίεσης για να αλλάξουν εχθρικά τους καθεστώτα, όπως της Βενεζουέλας ή του Ιράν, ενισχύοντας τις κυρώσεις εναντίον τους γνωρίζοντας ότι ο κορονοϊός θα προκαλέσει εκατόμβες νεκρών στα ήδη διαλυμένα συστήματα υγείας τους.
Όμως η καθολική ακινησία της οικονομικής δραστηριότητας, που επιβλήθηκε στις περισσότερες χώρες είχε και ανεπιθύμητες «παράπλευρες παρενέργειες». Δεν έφερε μόνο προσωρινή απώλεια κερδών σε πολλούς κλάδους της οικονομίας, αλλά και την απόγνωση πως ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων οδεύει προς την χρεοκοπία. Βέβαια κάποιοι κλάδοι της καπιταλιστικής οικονομίας κερδοσκοπούν με την δράση του κορωνοϊού. Οι πολυεθνικές των φαρμάκων για παράδειγμα, που ανταγωνίζονται σήμερα για το ποια θα κατασκευάσει πρώτη το εμβόλιο κατά του κοροναϊού, περιμένουν να συσσωρεύσουν τεράστια κέρδη από τον εμβολιασμό δισεκατομμυρίων ανθρώπων, αν πείσουν τα πολιτικά συστήματα εξουσίας να κάνουν υποχρεωτικό τον εμβολιασμό για τους υπηκόους τους! Αλλά αυτό δεν φτάνει για να σωθεί το σύστημα, γιατί στο μεταξύ η κοινωνία που ξαφνικά μπήκε στην «εντατική του φόβου και της αστυνομικής απαγόρευσης», άρχισε να συνειδητοποιεί τη δύναμή της και να διερωτάται για τις ευθύνες του καπιταλισμού και των διαχειριστών του, αναζητώντας εναλλακτικές μορφές οικονομίας και κοινωνικής συμβίωσης.

3. Ποια η επιθυμητή αντιμετώπιση της συνδημίας από τους «από κάτω»

Οι «από κάτω», κάθε φορά που δοκιμάζονται από μία κρίση, είτε οπισθοχωρούν και διαλύονται από την ανημπόρια και την απάθεια, είτε ανασυντάσσονται και βρίσκουν τη δύναμη για αντίσταση, αλληλεγγύη, συμπόνια και συνεργασία , αξίες τις οποίες ανακαλύπτουν ξανά ότι τις κατέχουν. Αυτή η συνδημία είναι μία από αυτές τις δοκιμασίες. Αντί του αισθήματος της αδυναμίας και της στάσης της παραίτησης, ας ελπίσουμε αυτή τη φορά ότι θα επιλέξουμε και θα βρούμε τη δύναμη να αντιτάξουμε μια θετική στάση.
Ειδικότερα στη χώρα μας: για να ξεφύγει από τη μέγγενη των μνημονίων, από την φτωχοποίηση και το πολιτισμικό αδιέξοδο, καθώς και από την κατάθλιψη και την μεμψιμοιρία στην οποία έχει πέσει ο πληθυσμός της-ιδίως μετά το σοκ της συνδημίας και τον εγκλεισμό του στα σπίτια, θα χρειασθεί –μετά το πέρασμα της καταιγίδας- να αναπτερωθεί το ηθικό του μέσα και από μια ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση. Εφαλτήρας για την διέξοδο μπορεί να γίνει ο αγροδιατροφικός τομέας και στη συνέχεια ο μεταποιητικός ένδυσης- υπόδησης, ο ενεργειακός και ο ήπιος ποιοτικός τουρισμός να την συμπληρώσουν. Είναι μια εναλλακτική στη σημερινή κυρίαρχη κατεύθυνση, που δεν χρειάζονται κεφάλαια, ξένες επενδύσεις, χωροταξικά σχέδια, υπερτοπικές συγκεντρώσεις, μεγαλεπήβολα και εξουθενωτικά μεγέθη και ρυθμούς.
Ας ξεκινήσουμε από την αντίσταση στα σχέδια της ελληνικής ελίτ, η οποία πρώτη έσπευσε να χρησιμοποιήσει το «επιτελικό» κράτος της καταστολής για την αντιμετώπιση της συνδημίας, για να απαιτήσουμε μέτρα για την αναβάθμιση καταρχήν του ελληνικού συστήματος υγείας και στη συνέχεια μέτρα για την οικονομική ανακούφιση των Ελλήνων «από κάτω» με τη θέσπιση ενός πανευρωπαϊκού άνευ όρων βασικού εισοδήματος[3].
Ο λόγος που υπάρχει η ελπίδα πως αυτή τη φορά θα καταφέρουμε να επιλέξουμε ένα ευτοπικό μέλλον για μας και τα παιδιά μας, είναι πως από το 2008 και μετά, απομυθοποιήθηκε η υπόσχεση του καπιταλιστικού μοντέλου «ανάπτυξης» για κοινωνίες «ευημερίας, ασφάλειας και αφθονίας». Έχει δημιουργηθεί «από τα κάτω» ένα παγκόσμιο κίνημα από τους «από κάτω» που προτείνει μία εναλλακτική πολιτική, ένα διαφορετικό είδος αντίδρασης στην κρίση, που φτάνει μέχρι και τις ρίζες που την προκαλούν και απαιτεί τη ριζική αλλαγή του συστήματος. Προς την κατεύθυνση της αποανάπτυξης-τοπικοποίησης, του κοινοτισμού και της άμεσης δημοκρατίας, με στήριξη στα κοινά συλλογικά και κοινωνικά αγαθά, καθώς και στις αξίες της αλληλεξάρτησης, της ενσυναίσθησης, της συνεργασίας και συνεργατικότητας.
Μία κρίση όπως αυτή που ζούμε σήμερα-που από υγειονομική θα εξελιχθεί σίγουρα και σε οικονομική κρίση μεγαλύτερη από αυτήν του 2008-μας δείχνει καθαρά την άμεση εξάρτηση που έχουμε όλοι μεταξύ μας. Ανακαλύπτουμε σε πραγματικό χρόνο πως είμαστε πολύ περισσότερο διασυνδεδεμένοι ο ένας με τον άλλο, παρά τον άκρατο ατομικισμό στον οποίο μας ωθούσε το βάρβαρο οικονομικό σύστημα που επικρατούσε μέχρι τώρα. Νομίζαμε πως είμαστε ασφαλείς εάν έχουμε μια καλή ιδιωτική ασφάλεια και υγειονομική περίθαλψη, αλλά αν το άτομο που φέρνει το φαγητό που παραγγείλαμε στο σπίτι ή που πακετάρει τις συσκευασίες στα σουπερμάρκετς δεν έχει ασφάλεια και ικανή υγειονομική περίθαλψη, δεν θα είμαστε ποτέ ασφαλείς. Εάν δεν φροντίσουμε ο ένας τον άλλο, κανείς μας δεν θα βρει φροντίδα. Είμαστε όλοι μας αλληλο-συνδεδεμένοι, καθώς είναι πια αποδεδειγμένο ότι δεν υπάρχει ατομική υγεία, αλλά υγεία που μπορεί να διατηρηθεί μόνο σε συλλογικό επίπεδο. Όταν ο καθένας κάνει αυτά που πρέπει χάριν της υγείας της κοινότητας και η κοινότητα φροντίζει τα μέλη της, το καθένα χωριστά, γιατί η συλλογική υγεία εξαρτάται από την υγεία του καθένα.
Στον καθένα μας υπάρχουν διαφορετικές πλευρές του εαυτού μας. Αν συμμετέχουμε σε ένα σύστημα που ξέρουμε πως δεν υπάρχει αλληλεγγύη και φροντίδα για τους ανθρώπους, δεν υπάρχει ισότιμη κατανομή των αγαθών, τότε ασφαλώς και θα επικρατήσει το άπληστο, αρπακτικό κομμάτι του εαυτού μας, που θα χρειασθεί να πατήσει επί πτωμάτων για να επιβιώσει και να «αδειάσει τα σουπερμάρκετ από χαρτί υγείας και μακαρόνια», αν μπορεί.
Έχοντας όμως αυτό ως επίγνωση, μπορεί να σκεφτεί και να φανταστεί κανείς εύκολα, ένα εναλλακτικό σύστημα, στο οποίο δε θα χρειάζεται να αποθησαυρίζει, να λεηλατεί και να αρπάζει για να φροντίσει μόνο τον εαυτό και τους δικούς του, γιατί θα υπάρχει μοιρασιά στα διαθέσιμα αγαθά και φροντίδα της κοινότητας ακόμα και για τους πιο ευάλωτους. Απλά χρειάζεται να επανανοηματοδοτήσουμε τη ζωή μας. Μας χρειάζεται ένα σύστημα που θα προωθεί και θα αναδεικνύει τη θετική μας πλευρά, αυτή της συλλογικής συνύπαρξης. Της πλευράς μας εκείνης που θα μας οδηγήσει σε κοινωνίες αποανάπτυξης, αποφεύγοντας τη επερχόμενη κατάρρευση!
 Ο καπιταλισμός ήταν και είναι ένα σύστημα που έχει ιστορικά επιδείξει μια τεράστια ικανότητα προσαρμογής στις διάφορες προκλήσεις. Το μεγάλο ερώτημα σήμερα όμως είναι το αν δεν χάνει τα φρένα που στο παρελθόν του επέτρεψαν να επιβιώσει. Η μη προβλεψιμότητα με την οποία ο καπιταλισμός αντιμετωπίζει την υγειονομική και οικολογική κρίση δείχνει ότι γρήγορα πηγαίνει σε μια φάση της τελικής διάβρωσης, από την οποία έχει μόνο μία διέξοδο: τον οίκο-φασισμό, μια προοπτική που βασίζεται στην ιδέα ότι πολλοί άνθρωποι στον πλανήτη περισσεύουν. Δρα περιθωριοποιώντας αυτούς που περισσεύουν. Αυτό το κάνει ήδη και στην πιο σκληρή του εκδοχή, τους εξοντώνει, κάθε φορά περισσότερο συνειδητοποιημένος  για την επικείμενη γενική έλλειψη και όλο και πιο αποφασισμένος να διατηρήσει τους σπάνιους πόρους σε λίγα χέρια. Μεγαλύτερη πιθανότατα από τον οικοφασισμό, ίσως, έχει ένα σενάριο νεοφεουδαρχισμού[4], με μόλις το 1% των αγροτικών επιχειρήσεων να ελέγχει το 70% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων και με τους καπιταλιστές κυρίαρχους να αντιμετωπίζουν τους «από κάτω» τους, μικροαγρότες, εργάτες, υπαλλήλους και υποτελείς, ως δουλοπάροικους.
Σαν εναλλακτική λοιπόν στις παραπάνω διεξόδους του καπιταλισμού, προτείνεται η προοπτική της αποανάπτυξης, που δεν είναι παραίτηση, μελαγχολία και συρρίκνωση: βασίζεται στη βεβαιότητα ότι μπορούμε να ζήσουμε καλύτερα-να πετύχουμε την ευζωία- με λιγότερα, αν είμαστε φυσικά ικανοί, να αναδιανέμουμε τον πλούτο. Σύμφωνα με τον Κάρλος Τάιμπο, η εναλλακτική πρόταση, μπορεί να συνοψιστεί και σε τέσσερα ρήματα, που αρχίζουν από άλφα: αποαστικοποιούμε, αποτεχνολογοποιούμε, αποπατριαρχούμε και απλοποιούμε τις κοινωνίες μας.


[1] Σε επιστημονική έκθεση, που είχε παρουσιαστεί το 2019 στο ιατρικό περιοδικό «The Lancet» από 43 επιστήμονες 14 χωρών, τονίζεται ότι ισχυρά τα οικονομικά συμφέροντα, η έλλειψη πολιτικής βούλησης και οι ανεπαρκείς πρωτοβουλίες της κοινωνίας για αλλαγή στέκονται εμπόδιο στο να υπάρξει μια συντονισμένη διεθνής δράση απέναντι στην Παγκόσμια Συνδημία, με συνέπεια να μην έχουν σταματήσει την ανοδική πορεία τους τα ποσοστά παχυσαρκίας και υποσιτισμού, ούτε οι εκπομπές «αερίων του θερμοκηπίου». Ενδεικτικά, όπως αναφερόταν, περίπου δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως έχουν παραπανίσια κιλά στο σώμα τους, κάτι που συνδέεται με τέσσερα εκατομμύρια θανάτους ετησίως και μια επιβάρυνση περίπου δύο δισεκατομμυρίων δολαρίων για την παγκόσμια οικονομία (το 2,8% του παγκόσμιου ΑΕΠ). Ταυτόχρονα, 815 εκατομμύρια άνθρωποι υποφέρουν από χρόνιο υποσιτισμό. Επίσης, το μελλοντικό κόστος της κλιματικής αλλαγής εκτιμάται ότι θα φθάσει το 5% ως 10% του παγκοσμίου ΑΕΠ.

[2]Μια συνδημία δεν είναι απλώς μια συν-νοσηρότητα. Οι συνδημίες χαρακτηρίζονται από βιολογικές και κοινωνικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ συνθηκών και καταστάσεων, αλληλεπιδράσεις που αυξάνουν την ευαισθησία ενός ατόμου για βλάβη ή επιδείνωση της υγείας του.

[3] Συντασσόμενοι και οι Έλληνες «από κάτω» με το πανευρωπαϊκό κίνημα πολιτών που καλεί την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως την Ευρωομάδα, να δημιουργήσει ένα χρηματοδοτικό μέσο υπό την ηγεσία της ΕΕ που θα επιτρέπει σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ να εισάγουν γρήγορα ένα άνευ όρων βασικό εισόδημα.

[4] Μόλις το 1% των αγροτικών επιχειρήσεων ελέγχει το 70% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων, εξέλιξη που απειλεί τις ζωές 2,5 δισ. μικροκαλλιεργητών, το περιβάλλον και την υγεία τωρινών και μελλοντικών γενεών. Η γη που μας τρέφει συγκεντρώνεται με την παρέμβαση του γνωστού… «αόρατου χεριού της αγοράς» σε όλο και λιγότερα χέρια επιφέροντας καταστροφικές συνέπειες σε κλίμα, περιβάλλον, διατροφή, δημόσια υγεία, νυν και μέλλουσες κοινωνίες, προειδοποιεί μια σημαντική μελέτη από τον Διεθνή Συνασπισμό για τη Γη (International Land Coalition).

1 Comment

Αποανάπτυξη-Κοινοτισμός-Άμεση Δημοκρατία: Δέκα θέσεις

18/11/2020

0 Comments

 
Επεξεργασμένες και περιληπτικά με βάση τη διατύπωσή τους στην International Encyclopedia of the Social & Behavioral Sciences, από τους συγγραφείς: Kallis, G., Demaria, F., D'Alisa, G
 
Θέση 1η: Η ανάπτυξη δεν έχει νόημα
Ο στόχος για αέναη ανάπτυξη είναι παράλογος, δεδομένου ότι το χρήμα μπορεί να είναι μόνο ένα μέσο για ένα σκοπό(ένα τέλος[1]), και όχι ένας σκοπός για τον εαυτό του. Εάν ο σκοπός-τέλος μιας κοινωνίας είναι η «καλή ζωή»(το «ευ ζην» των αρχαίων Ελλήνων, το buen vivir των ιθαγενικών λαών της Λατινικής Αμερικής, η ευζωία, όπως το διατυπώνουμε σε αυτή την ιστοσελίδα), τότε σε κάποιο σημείο της εξέλιξής της, μια κοινωνία θα πρέπει να παράγει αρκετά για την επίτευξη της ευζωίας των μελών της, καθιστώντας περιττή την περαιτέρω ανάπτυξη. Οι ανεπτυγμένες οικονομίες έχουν συσσωρεύσει πλούτο αδιανόητο για μερικές γενιές πίσω, αλλά φαίνονται υποχρεωμένες να επιδιώκουν έναν αυξανόμενο ρυθμό ανάπτυξης χρόνο με τον χρόνο. Ένα βασικό ερώτημα που αντιμετωπίζουν όσοι ασχολούνται με την αποανάπτυξη είναι το γιατί να είναι έτσι!
Στο μικροεπίπεδο των ατόμων, το ακόρεστο καθοδηγείται από τον ανταγωνισμό για την  κοινωνική θέση. Μόλις ικανοποιηθεί μια βασική υλική ανάγκη, τα επιπλέον εισοδήματα αφιερώνονται όλο και περισσότερο για την επιδίωξη της βελτίωσης της θέσης στην κοινωνική πυραμίδα(π.χ., ένα σπίτι μεγαλύτερο από του γείτονα είναι ένα αγαθό θέσης). Ο σχετικός, και όχι ο απόλυτος πλούτος είναι αυτό που έχει σημασία.
Η οικονομική ανάπτυξη και η αύξηση της παραγωγικότητας στον υλικό τομέα, ωστόσο, δεν αλλάζουν τις σχετικές κοινωνικές θέσεις, αλλά αυξάνουν την τιμή των αγαθών θέσης. Ως εκ τούτου, η ανάπτυξη καθιστά τα αγαθά κοινωνικής θέσης κοινωνικά σπανιότερα. Αυτά είναι τα κοινωνικά όρια της ανάπτυξης, δηλαδή υπάρχουν εγγενή όρια όσον αφορά την ικανότητα της ανάπτυξης να ικανοποιεί την ευημερία όλων. Αυτά τα όρια είναι και ένας λόγος γιατί πάνω από ένα ορισμένο επίπεδο, η ανάπτυξη δεν αυξάνει κατά μέσο όρο την ευτυχία.
Από ατομική άποψη, είναι λογικό να επιδιώκεται περισσότερος πλούτος για την κοινωνική ανέλιξη, αλλά συλλογικά, αυτό θα μπορούσε να είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Η συνολική ανάπτυξη είναι το αποτέλεσμα αυτού του παράλογου ανταγωνισμού κοινωνικής θέσης και ανέλιξης μεταξύ ατόμων που δεν κάνει κανέναν καλύτερο. Η υπόσχεση της ανάπτυξης, από την άλλη πλευρά, είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο η ψευδαίσθηση της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας μπορεί να διατηρηθεί προσωρινά ελλείψει αναδιανομής. Είτε έτσι είτε αλλιώς, το τελικό αποτέλεσμα είναι μια παράλογη επιδίωξη ανάπτυξης για χάρη της ανάπτυξης.
Θέση 2η: Η ανάπτυξη είναι αντιοικονομική και άδικη
Η ανάπτυξη δεν αυξάνει πλέον τη συλλογική ευημερία. Αυτή η αποτυχία δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή από το ΑΕΠ, διότι το ΑΕΠ μετρά την ανάπτυξη και όχι την ευημερία. Δεν διακρίνει τη βελτίωση της ευημερίας από την μείωση της ευημερίας από την οικονομική δραστηριότητα. Για παράδειγμα, δαπάνες για τον καθαρισμό μιας πετρελαιοκηλίδας, την κατασκευή φυλακών ή την διεξαγωγή πολέμου, αυξάνουν το ΑΕγχΠ. Ανεξάρτητες μετρήσεις της ευημερίας, όπως οι αυτοαναφoρές για ικανοποίηση ζωής και  θέσμιση άλλων εναλλακτικών δεικτών ευτυχίας ή ευημερίας, όπως είναι ο γνήσιος δείκτης Προόδου ή ο δείκτη βιώσιμης οικονομικής ευημερίας, επιβεβαιώνουν την υπόθεση ότι πάνω από ένα ορισμένο επίπεδο, η ανάπτυξη δεν βελτιώνει την ευημερία.
Το κοινωνικό κόστος της ανάπτυξης περιλαμβάνει κακή ψυχολογική υγεία, αυξημένες ώρες εργασίας, συμφόρηση και ρύπανση. Η εμπορευματοποίηση και η εισαγωγή στην οικονομία των ΑΕΠ των υπηρεσιών στο οικοσύστημα και των μη αμειβόμενων δραστηριοτήτων, ή η χρηματοποίηση των κοινωνικών σχέσεων, όπως η φιλοξενία ή η φροντίδα, διαβρώνουν την κοινωνικότητα, την κοινότητα και το περιβάλλον. Επίσης, τους ηθικούς κανόνες που χρησιμοποιούνται για την καλύτερη ρύθμιση τέτοιων κοινωνικών και περιβαλλοντικών σχέσεων. Αυτό μπορεί να εξηγεί γιατί η σχέση μεταξύ ανάπτυξης και μιας σειράς κοινωνικών δεικτών, όπως η εκπαίδευση ή η ασφάλεια από την εγκληματικότητα, παίρνει τη μορφή: για τα χαμηλά επίπεδα του ΑΕΠ, τόσο πλουσιότερη είναι μια χώρα, όσο καλύτερες είναι οι κοινωνικές συνθήκες, αλλά για τα υψηλά επίπεδα του ΑΕΠ η μεγαλύτερη ανάπτυξη δεν κάνει τη διαφορά. Μάλιστα μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ανάπτυξη επιτυγχάνεται λόγω του αυξανόμενου κόστους και όχι μέσω της αύξησης των κοινωνικών παροχών. Με άλλα λόγια, η ανάπτυξη έχει καταστεί αντιοικονομική. Αντ' αυτού, υπάρχει σαφής συσχέτιση μεταξύ ισότητας και κοινωνικής ευημερίας.
Η συνεχής ανάπτυξη του κοινωνικού μεταβολισμού της παγκόσμιας οικονομίας προκαλεί επίσης κοινωνικό και περιβαλλοντικό όλεθρο στις χώρες από όπου εξάγονται τα βασικά προϊόντα για την ενέργεια και οι πρώτες ύλες και εισάγονται τα απόβλητα από τις «αναπτυγμένες» χώρες. Η ανάπτυξη υποστηρίζεται από μια άνιση ανταλλαγή πόρων και υλικών. Αυτό εγείρει ζητήματα περιβαλλοντικής- οικολογικής δικαιοσύνης: τα υλικά οφέλη της εξόρυξης και της κατανάλωσης για τις πλούσιες περιοχές ή τις πιο εύπορες ομάδες (ελίτ), ενώ το κόστος επωμίζονται κοινωνικά περιθωριοποιημένες κοινότητες και γειτονιές. Η άνιση φύση της ανάπτυξης είναι διαπιστωμένη: διατηρεί τα οφέλη που προκύπτουν για τις ελίτ και μετατοπίζει το κόστος προς τους «από κάτω» παντού.
Θέση 3η: Η «ανάπτυξη» είναι οικολογικά μη βιώσιμη
Υπάρχουν ισχυροί δεσμοί μεταξύ της κλίμακας μιας οικονομίας και των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, από την απώλεια οικοσυστημάτων έως τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου. Ορισμένοι θέτουν τη δυνατότητα αποϋλοποίησης, δηλαδή την αποσύνδεση της χρήσης πρώτων υλών και εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από την οικονομική ανάπτυξη. Δεν υπάρχουν στοιχεία αυτής της αποϋλοποίησης που να λαμβάνει χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο, και όπου γίνεται δεν είναι καθόλου κοντά στον απαραίτητο ρυθμό για να αποφευχθεί η εξάντληση των πόρων ή η καταστροφική αλλαγή του κλίματος. Κάποιες πλούσιες οικονομίες δείχνουν σημάδια αργής αποϋλοποίησης για επιλεγμένα υλικά ή πηγές ενέργειας, αλλά αυτό μάλλον φαίνεται να επιτυγχάνεται μέσω της υποκατάστασης της εγχώριας παραγωγής με εισαγωγές από εκβιομηχανισμένες χώρες.
Ένας λόγος για τον οποίο η αποϋλοποίηση είναι πολύ δύσκολη είναι γιατί όσο πιο αποτελεσματική γίνεται μια οικονομία, τόσο περισσότερους πόρους μπορεί να καταναλώσει. Οι τεχνολογικές εξελίξεις οδηγούν σε αποτελεσματικότερη χρήση των πόρων, μειώνοντας το κόστος τους, αλλά αυξάνουν από την άλλη τη ζήτηση για αυτά, καθιστώντας τις νέες χρήσεις πιο προσιτές.
Η προοπτική επίσης μιας διαρθρωτικής μετάβασης σε «αβαρείς» οικονομίες πληροφοριών που βασίζονται στις υπηρεσίες, είναι απίθανο να συμβεί. Η ενσωματωμένη ενέργεια (emergy) των υπηρεσιών είναι πολύ υψηλότερη από εκείνη των πρωτογενών δραστηριοτήτων. Οι δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών είναι οικολογικά επιδοτούμενες από την εξόρυξη βασικών προϊόντων και τη βιομηχανική παραγωγή αλλού.
4η Θέση: Η «ανάπτυξη» πλησιάζει σε ένα τέλος
Ενώ η ανάπτυξη πέραν ενός ορισμένου ορίου δεν συνδέεται με κοινωνικά ή περιβαλλοντικά οφέλη, γίνεται επίσης όλο και πιο δύσκολο να διατηρηθεί με την πάροδο του χρόνου. Υπάρχουν ενδείξεις μείωσης του μακροπρόθεσμου ρυθμού ανάπτυξης στις αναπτυγμένες οικονομίες. Κάποιοι το έχουν αποδώσει στη μείωση των οριακών αποδόσεων, ενώ άλλοι στην εξάντληση των μεγάλων τεχνολογικών καινοτομιών, όπως ο κινητήρας καύσης που τροφοδοτείται με πετρέλαιο και οι σχετικές αλλαγές (αυτοκίνητα, αυτοκινητόδρομοι, προάστια) που προώθησαν τη συσσώρευση στον εικοστό αιώνα. Ακόμα άλλοι επισημαίνουν όρια στη δημιουργία αποτελεσματικής ζήτησης και στην εύρεση συνεχώς νέων επενδυτικών σημείων για τη συσσώρευση κεφαλαίου με ρυθμό αύξησης 2-3% ετησίως.
Οι «αποαναπτυξιακοί», αντ 'αυτών, υποθέτουν την ύπαρξη οικολογικών περιορισμών. Ένα κύριο επιχείρημα της κατεύθυνσης της «αποανάπτυξης» είναι ότι η οικονομική ανάπτυξη επιταχύνει την εντροπία. Η οικονομική ανάπτυξη υποβαθμίζει τα αποθέματα υψηλής τάξης (χαμηλής εντροπίας) και τα μετατρέπει σε χαμηλής τάξης (υψηλής εντροπίας) θερμότητα και εκπομπές. Η ενέργεια δεν μπορεί να ανακυκλωθεί και τα υλικά μπορούν να ανακυκλωθούν μόνο σε κάποιο βαθμό. Δεδομένου ότι η γη έχει ένα περιορισμένο ποσό εξαντλήσιμων πόρων (όπως οι πρώτες ύλες και τα ορυκτά καύσιμα), η μακροπρόθεσμη οικονομική δραστηριότητα μπορεί να διατηρηθεί μόνο με το ρυθμό της ροής της ηλιακής ενέργειας.
Πόσο καιρό στο μέλλον, τα υφιστάμενα αποθέματα ενέργειας και υλικών μπορούν να διαρκέσουν, είναι αντικείμενο σημαντικής συζήτησης. Μερικοί αντιμετωπίζουν το σημείο καμπής του πετρελαίου (peak oil) και άλλα σημεία καμπής στα ποσοστά εξαγωγής βασικών πρώτων υλών όπως ο φώσφορος, ως απόδειξη ότι η εξάντληση των αποθεμάτων ήδη περιορίζει την ανάπτυξη (βλ. Όρια σε: ορυκτούς πόρους, πετρέλαιο αιχμής κ.λπ.). Άλλοι επισημαίνουν διαφορετικές εκτιμήσεις ή ευκαιρίες υποκατάστασης, π.χ. πετρελαίου από φυσικό αέριο ή άνθρακα. Η κλιματική αλλαγή, μια εκδήλωση αυτού που ονομάζεται «θερμική ρύπανση» από την αύξηση της εντροπίας, μπορεί να περιορίσει την οικονομική δραστηριότητα πριν από την εξάντληση των πόρων. Αυτό θα εξαρτηθεί από το ρυθμό μετάβασης σε καθαρότερες πηγές Ενέργειας. Οι βιοοικονομολόγοι είναι δύσπιστοι για μια τέτοια μετάβαση επειδή υπολογίζουν ότι οι ανανεώσιμες πηγές παράγουν πολύ χαμηλότερα ενεργειακά πλεονάσματα (ενεργειακές αποδόσεις στις ενεργειακές επενδύσεις, EROI) από τις συμβατικές πηγές. Αυτό σημαίνει ότι θα χρειαστεί να δαπανηθεί πολλή συμβατική ενέργεια κατά τη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Σημαίνει επίσης ότι η κλίμακα «ηλιακής οικονομίας» θα πρέπει να είναι πολύ μικρότερη από την τρέχουσα, δεδομένης της πραγματικής χαμηλότερης EROI των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε σύγκριση με τα ορυκτά καύσιμα.
Οι μελετητές της «αποανάπτυξης» που αναλύουν την τρέχουσα κρίση, έχουν υποθέσει ότι πράγματι οι πόροι έχουν ήδη περιορίσει τον ρυθμό ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας. Τα όρια αυτά αντικαταστάθηκαν προσωρινά με την άνοδο της πλασματικής (φούσκα) χρηματικής οικονομίας, η οποία διατήρησε την ανάπτυξη για λίγο περισσότερο. Με άλλα λόγια, ο κατά τα άλλα μη βιώσιμος ρυθμός ανάπτυξης έχει διατηρηθεί μέσω ιδιωτικού και δημόσιου χρέους.
5η  Θέση: Η ιδεολογία της «ανάπτυξης» έχει διαβρώσει το πολιτικό
Οι πολιτικοί φιλόσοφοι έχουν επικρίνει την αυξανόμενη από-πολιτικοποίηση του δημόσιου διαλόγου στις δυτικοποιημένες δημοκρατίες. Κάποιοι απέδωσαν την τάση αυτή στην άνοδο του νεοφιλελευθερισμού και στην «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» που υποτάσσει την κυρίαρχη πολιτική στις ανάγκες των μη ρυθμιζόμενων κεφαλαίων και των απελευθερωμένων αγορών. Οι μελετητές της «αποανάπτυξης» συμφωνούν με αυτήν την εξήγηση, αλλά εντοπίζουν την προέλευση της αποπολιτικοποίησης πιο πίσω στο χρόνο και στο φαντασιακό της οικονομικής ανάπτυξης και την ιδεολογία της μεγέθυνσης που ηγεμόνευσε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Από την αρχή, η έννοια της οικονομικής ανάπτυξης ήταν στενά συνδεδεμένη με εκείνη της ανάπτυξης γενικότερα, αναφερόμενη στην αναπαραγωγή των συνθηκών που χαρακτηρίζουν τα βιομηχανικά κράτη και στις «υπανάπτυκτες περιοχές», συνθήκες όπως η εξειδίκευση, η παραγωγή για τις αγορές, η γεωργική εντατικοποίηση, η αστικοποίηση, οι σύγχρονες αξίες κ.λπ..
Η συζήτηση για τη «βιώσιμη ανάπτυξη», ισχυρίζονται από την άλλη οι «αποαναπτυξακοί», είχε ως αποτέλεσμα επίσης την αποπολιτικοποίηση, με το να αποσυνδέει τον Περιβαλλοντισμό από τις ριζοσπαστικές κριτικές του νεωτερισμού και τις φιλοδοξίες του να αμφισβητήσει την κυρίαρχη έννοια της καλής ζωής. Ο όρος «αποανάπτυξη» υιοθετήθηκε ρητά ως μια «λέξη βόμβα» για την εκ νέου πολιτικοποίηση του περιβαλλοντισμού και ως πρόκληση στη συναίνεση γύρω από τη βιώσιμη ανάπτυξη. Με έμφαση στις λύσεις win-win και στον ουτοπικό στόχο της διαιώνισης της ανάπτυξης χωρίς να βλάπτεται περιβάλλον, οι αποαναπτυξιακοί κατηγορούν ότι η αειφόρος ανάπτυξη αποπολιτικοποιεί τους πραγματικούς πολιτικούς ανταγωνισμούς σχετικά με το τι θέλουν οι άνθρωποι στο μέλλον. Αποφεύγει το βασικό ερώτημα, αν θα χρειασθεί «εκσυγχρονισμός ή οικολογικοποίηση». Οικολογικοποίηση της κοινωνίας, υποστηρίζουν οι αποαναπτυξιακοί, δεν σημαίνει να εφαρμόσουμε μια εναλλακτικής μορφής ανάπτυξη. Έχει να κάνει με το καθήκον να φανταστούμε και να θεσπίσουμε εναλλακτικές στην ανάπτυξη.
Ορισμένοι υποστηρικτές της αποανάπτυξης εντοπίζουν περαιτέρω αποπολιτικοποίηση από τον νεοφιλελευθερισμό ή τη μεταπολεμική ιδεολογία της ανάπτυξης, εστιάζοντας αντ' αυτού στην προέλευση του νεωτερισμού. Σύμφωνα με τη θεωρία των «δαπανών»(dépense), οι κοινωνίες έχουν πάντα ένα πλεόνασμα πόρων, πάνω από το επίπεδο που είναι απαραίτητο για την απλή αναπαραγωγή της ζωής: η πολιτική αφορά τη συλλογική επιλογή του προορισμού του πλεονάσματος αυτού. Η κύρια καινοτομία του καπιταλισμού ήταν η (θεσμοθετημένη) επένδυση σημαντικού μέρους του πλεονάσματος σε νέα Παραγωγή. Αυτό επέτρεψε την απογείωση της ανάπτυξης κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα. Κατά συνέπεια, ο καπιταλισμός έχει αποκηρύξει την κατ' εξοχήν άσκηση της πολιτικής κυριαρχίας, δηλαδή τις συλλογικές αποφάσεις για τον προορισμό του πλεονάσματος. Παλαιότεροι πολιτισμοί, για παράδειγμα, καθόρισαν το σκοπό τους μέσω διαφορετικών μορφών -μη παραγωγικών- δαπανών του πλεονάσματος, δημιουργώντας νόημα με την οικοδόμηση μιας πυραμίδας, ενός ναού ή ακρόπολης, υποστηρίζοντας μια τάξη μοναχών, ή φιλοσόφων. Αυτή η συλλογική επιδίωξη της αισθητικής έχει χαθεί στον καπιταλιστικό πολιτισμό, έχοντας υποβιβαστεί στην ιδιωτική σφαίρα. Οι δραστηριότητες δαπανών έχουν εμπορευματοποιηθεί και εξατομικευθεί. Πράγματι, η υπόσχεση του νεωτερισμού είναι ότι το νόημα της ζωής πρέπει να βρεθεί από κάθε άτομο και μόνο, και ότι σε αυτή την επιδίωξη αυτός/αυτή έχει κάθε δικαίωμα να κινητοποιήσει όλους τους αναγκαίους πόρους. Σε κοινωνικό επίπεδο, αυτό μεταφράζεται σε μη διαπραγματεύσιμη ζήτηση για ανάπτυξη. Καθώς τα άτομα αναζητούν το νόημα της ζωής, η πραγματικά «πολιτική» σφαίρα όπου το νόημα αυτό διαμορφώνεται συλλογικά, έχει υποταχθεί στην επιτακτική ανάγκη για ανάπτυξη. Για αυτό θα χρειασθεί να δημιουργηθεί μια νέα πολιτική σφαίρα από ένα κοινωνικοπολιτικό κίνημα νέων ανθρώπων με διαφορετικό από τον κυρίαρχο τρόπο σκέψης, ζωής και κοινωνικοπολιτικής δράσης.
6η Θέση: Απελευθερωτικά όρια
Η αποαναπτυξιακή σκέψη στη δεκαετία του 1970 (Αντρέ Γκορτζ, Ιβάν Ίλιτς, Κορνήλιος Καστοριάδης) αποδέχεται το όριο, όχι ως εξωτερικά επιβαλλόμενο, αλλά ως συνειδητή επιλογή που αποτελεί μέρος ενός συλλογικού πολιτικού σχεδίου( «μια κοινωνική επιλογή και μη επιβαλλόμενη ως εξωτερική επιταγή»). Αυτό το επιχείρημα για τον αυτοπεριορισμό λόγω της υποβάθμισης του περιβάλλοντος δεν είναι ούτε ένα  εγγενές τέτοιο(«ας σώσουμε τη φύση για χάρη της φύσης») ούτε ένα χρησιμοθηρικό επιχείρημα του τύπου: «να σώσουμε τη φύση για να σώσουμε τους εαυτούς μας που εξαρτώνται από αυτήν». Πρόκειται περί επιχειρήματος για μια απλούστερη ζωή με περισσότερη αρμονία με τον μη ανθρώπινο κόσμο, για μια ζωή που είναι αυτή που είναι και αξίζει να τη ζήσουμε.
Ο Ivan Illich (1973) προτείνει την απλότητα και τον αυτοπεριορισμό- ορίζοντας την έννοια της φιλικότητας(ευτραπελίας) προς τον άνθρωπο- σαν απαραίτητα στοιχεία για την αυτονομία και κατ' επέκταση για την πραγματική δημοκρατία, την απελευθέρωση και την ισότητα. Φιλικά(ευτράπελα) προς τον άνθρωπο εργαλεία και χώροι είναι εκείνα που είναι κατανοητά, διαχειρίσιμα και ελεγχόμενα από τους χρήστες τους. Ένα σπίτι που χτίστηκε και επισκευάζεται από τους χρήστες του προωθεί την αυτονομία τους. Ένα «έξυπνο» κτίριο του οποίου η θερμοκρασία ελέγχεται από λογισμικό δεν το κάνει. Αυτονομία σημαίνει ότι οι άνθρωποι έχουν τον έλεγχο των εργαλείων και των χώρων τους, πράγμα που σημαίνει ότι δεν παράγονται ούτε διαχειρίζονται ή διοικούνται κάπου αλλού. Ο Illich έθεσε το ζήτημα με τα ορυκτά καύσιμα όχι λόγω του σημείου καμπής του πετρελαίου ή της κλιματικής αλλαγής. Το πρόβλημά του ήταν ότι η χρήση υψηλής τάξης(χαμηλής εντροπίας)ενέργειας υποστηρίζει πολύπλοκα τεχνολογικά συστήματα που δεν μπορούν να ελέγχονται άμεσα από τους χρήστες τους. Τα συστήματα αυτά από την ίδια τους τη φύση απαιτούν εξειδικευμένους εμπειρογνώμονες για τη διαχείρισή τους. Αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ εμπειρογνωμόνων και μη ειδικών δημιουργεί αναπόφευκτα αθέμιτες ιεραρχίες και συγκεντρώνει την εξουσία. Ισότητα και δημοκρατία είναι απίθανο να επιτευχθεί, εφόσον οι άνθρωποι δεν έχουν υπό την κυριαρχία και τον κοινό τους έλεγχο τα μέσα παραγωγής και διαμονής. Από αυτή την άποψη, η αποανάπτυξη είναι αντίθετη προς τον πράσινο εκσυγχρονισμό και τις αποτελεσματικές πράσινες τεχνολογίες, όπως έργα μεγάλης κλίμακας για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (βιομηχανικά αιολικά πάρκα ή τα σχέδια ηλιακών πάρκων Σαχάρας-Ευρώπης) ή τρένα μεγάλης ταχύτητας, όχι μόνο επειδή αυτά μπορεί να είναι ανεπαρκή ή να μην είναι αρκετά πράσινα, αλλά λόγω της μη φιλικής πολυπλοκότητας τους.
Ο André Gorz (1982) ανέπτυξε ένα κάπως παρόμοιο επιχείρημα, αλλά σαν αυτονομία τόνισε την ελευθερία από την μισθωτή εργασία. Ο Gorz ορίζει ως αυτόνομο τον τομέα της μη αμειβόμενης εργασίας, όπου τα άτομα και οι συλλογικότητες απολαμβάνουν τον ελεύθερο χρόνο ή παράγουν για ιδία χρήση, και όχι για την αγορά και το εμπόριο. Η σφαίρα της αναπαραγωγής και της φροντίδας ανήκει στην αυτόνομη σφαίρα. Σε αντίθεση με τον Ίλιτς, ο Γκορζ δεν ήταν κριτικός προς τη βιομηχανία· οραματίστηκε μια διπλά αυτόνομη βιομηχανική κοινωνία, αποτελούμενη από μια οικονομική σφαίρα όπου βιομηχανικά αγαθά και υπηρεσίες παράγονται με τη μέγιστη αποτελεσματικότητα, απελευθερώνοντας έτσι όλο και περισσότερο χρόνο για να δαπανάται στον αυτόνομο τομέα. Υποστήριξε επίσης τις αποκεντρωμένες μικροβιομηχανίες που χρησιμοποιούν έναν «ψηφιακό κατασκευαστή» (παρόμοιο με έναν εκτυπωτή 3D), πρότζεκτς παρόμοια με τα σύγχρονα όπως Οικολογία Ανοικτού Κώδικα, όπου η καινοτομία εξαρτάται από τη συνεργασία. Ο Gorz επέκρινε το σοσιαλιστικό όνειρο ενός συλλογικού και δημοκρατικού ελέγχου των μέσων παραγωγής· μοντέρνες γραμμές παραγωγής είναι πολύ πολύπλοκες για να ελέγχονται από τους εργαζόμενους χωρίς αντιπροσώπους, υποστήριξε. Οι βιομηχανίες θα πρέπει να διαχειρίζονται από δημοκρατικά ελεγχόμενα κράτη και να εξασφαλίζουν την ικανοποίηση των βασικών υλικών αναγκών, όλων. Ο σοσιαλισμός θα έρθει μόνο μέσω της απελευθέρωσης από την μισθωτή εργασία, όχι με την αλλαγή των συνθηκών της μισθωτής εργασίας. Παρά την ελαφρώς διαφορετική λογική από τον illich, ο Gorz υποστήριξε επίσης την επέκταση μιας αυτόνομης σφαίρας ήπιας έντασης, με αποεμπορευματοποιημένες, λιτές δραστηριότητες.
Είναι σε αυτό το πνεύμα που πιο πρόσφατα ο Serge Latouche (2011) υποστήριξε ότι η αφθονία μπορεί να βρεθεί στη λιτότητα(«Λιτή Αφθονία»). Γι' αυτόν αφθονία είναι ένα θέμα σχεσιακών, όχι υλικών αγαθών. Είναι θέμα αυτονομίας και φιλικότητας. Μόνο μια κοινωνία που αποφασίζει ότι «έχει αρκετά» και περιορίζει τον εαυτό της από την επιδίωξη αυτού που μπορεί να επιδιωχθεί, μπορεί να λύσει το πρόβλημα της σπανιότητας, ικανοποιώντας τον εαυτό της με ό,τι είναι διαθέσιμο. Μόνο μια κοινωνία που είναι ισότιμη και μοιράζεται ό, τι είναι διαθέσιμο επιδιώκοντας την ευζωία με την επάρκεια, μπορεί να ξεφύγει από τις ανισότητες που διατηρούν την αστάθεια και δημιουργούν μια αίσθηση γενικευμένης σπανιότητας.
Σε αυτό το πνεύμα, ορισμένοι αποαναπτυξιακοί τονίζουν ότι βρήκαν την έμπνευση για τη θεωρία τους, όχι στον Μάλθους, αλλά στους Νεομαλθουσιανούς αναρχο-φεμινιστές της Emma Goldman, η οποία υποστήριξε τη συνειδητή τεκνοποίηση στον αγώνα τους κατά του καπιταλισμού και της εκμετάλλευσης των γυναικείων σωμάτων για την παραγωγή στρατιωτών και φθηνού εργατικού δυναμικού.
 
7η Θέση: Μια μετάβαση πέρα ​​από την ανάπτυξη είναι μια μετάβαση πέρα ​​από Καπιταλισμό
Ο καπιταλισμός σαν οικονομικό σύστημα έχει ως βασικό στόχο τη συσσώρευση κεφαλαίου. Μέσα από ένα σύνολο θεσμών -ιδιωτική περιουσία, εταιρεία, μισθωτή εργασία, ιδιωτική πίστωση και χρήματα με επιτόκιο – ως τελικό αποτέλεσμα έχει-μέσα από μια δυναμική κέρδους- την αναζήτηση περισσότερων κερδών. Η αποανάπτυξη, ακόμη και με τη στενή έννοια της μείωσης της κλίμακας της υλικής οικονομίας, είναι απίθανο να είναι συμβατή με τον καπιταλισμό, γιατί ο βασικός κινητήρας του είναι η ανάπτυξη που δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την απόδοση και την επέκταση. Αυτή είναι μια πραγματικότητα, ακόμη και αν θεωρητικά, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι μελετητές της σταθερής κατάστασης, μια καθολική και φθίνουσα πορεία του ανώτατου ορίου στην παραγωγή υλικών και ενέργειας θα ανάγκαζαν τις καπιταλιστικές οικονομίες να εργαστούν εντός ορίων.
Στην πράξη, ωστόσο, η έλλειψη ανάπτυξης αυξάνει την εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού για τη διατήρηση ή την αύξηση του ποσοστού κέρδους. Έτσι, σε συνθήκες έλλειψης ανάπτυξης, ο καπιταλισμός και η φιλελεύθερη δημοκρατία καθίστανται κοινωνικά και πολιτικά ασταθείς. Η ανάπτυξη αποφεύγει τις αναδιανεμητικές συγκρούσεις και στηρίζει τον καπιταλισμό πολιτικά. Με αυτή την συγκεκριμένη έννοια η ανάπτυξη είναι απαραίτητη για τον καπιταλισμό.
Έχει διατυπωθεί ένα σενάριο όπου μπαίνουν συλλογικά όρια («καπάκια»-«βαλβίδες») και, στη συνέχεια, εφαρμόζονται πολιτικές κοινωνικής ασφάλισης (όπως εγγύηση εργασίας σε όλους από το κράτος) για να εξασφαλισθεί ότι η μείωση της κλίμακας δεν απειλεί τη βασική ευημερία κανενός. Ωστόσο, θα ήταν απαραίτητες ριζικές πολιτικές αλλαγές για να επιτραπεί μια τέτοια φαινομενικά αβλαβής πολιτική «μεταρρυθμίσεων». Στις υπάρχουσες καπιταλιστικές δημοκρατίες υπάρχει ανισότητα στην πολιτική εξουσία, κατανεμημένη περίπου σύμφωνα με την οικονομική δύναμη. Ανώτατα όρια, φόροι ή αναδιανεμητικό εισόδημα/εργασία, προγράμματα ασφαλείας κ.λπ., είναι πιθανό να βλάψουν οικονομικά συμφέροντα με προνομιακή πρόσβαση στις κυβερνήσεις. Μια ριζική αναδιάταξη των σχέσεων εξουσίας θα ήταν απαραίτητη για να θεσπιστούν όλα αυτά, γιατί μετά τη θέσμισή τους, το κεφάλαιο δεν θα κατείχε τη θέση της κυρίαρχης κοινωνικής δύναμης.
 
8η Θέση: Υπάρχουν ήδη αποαναπτυξιακές-μετακαπιταλιστικές εναλλακτικές λύσεις
Η αποανάπτυξη προτείνεται επίσης ως μια δομική έννοια για τη σύνδεση μιας ποικιλίας μετακαπιταλιστικών εναλλακτικών λύσεων με χαμηλές εκπομπές άνθρακα. Υπάρχουν εναλλακτικοί θεσμοί τόσο στο μικρο-επίπεδο της κοινοτικής οργάνωσης όσο και στο μακροοικονομικό επίπεδο κρατικής οικονομικής ρύθμισης.
Για παράδειγμα, ως εναλλακτική λύση στη θέσμιση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας ως κυρίαρχης αρχής κάτω από τον καπιταλισμό, οι αποαναπτυξιακοί τονίζουν την ανάκτηση – και τη δημιουργία νέων – Κοινών (commons), για πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες που βασίζονται στην κοινή χρήση. Μια εικόνα τους αποτελούν οι οικοκοινότητες και τα εγχειρήματα  συστέγασης που πειραματίζονται με μορφές μη ιδιωτικών κατοικιών όπου οι χρήστες μοιράζονται κοινούς χώρους και επενδύσουν τη δική τους εργασία στην κατασκευή και συντήρηση της στέγασής τους. Άλλα παραδείγματα νέων μορφών ιδιοκτησίας είναι οι πειρατές- προγραμματιστές και οι on-line κοινότητες των ψηφιακών Κοινών που απορρίπτουν την ιδιωτική πνευματική ιδιοκτησία, δημιουργώντας και μοιράζοντας («ομότιμη παραγωγή»- «peer production», «copy-left») νέα ανοικτά ψηφιακά προϊόντα ανοικτού κώδικα.
Συνεταιρισμοί εργαζομένων και χρηστών αμφισβητούν την εταιρική μορφή των σχέσεων ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και είναι μακριά από πρόσοδο και κέρδη. Στον τομέα της παραγωγής τροφίμων, και σε αντίθεση με τις γεωργικές επιχειρήσεις, αγρο-οικολογικές ομάδες αγροτών και νέων που «επιστρέφουν στη γη», παράγουν για τη διαβίωσή τους και για εναλλακτικά δίκτυα τροφίμων που συνδέονται άμεσα με συνεταιρισμούς καταναλωτών χωρίς μεσάζοντες. Στους αστικούς κήπους που έχουν πρόσβαση και διαχειρίζονται από κοινού, οι κάτοικοι των πόλεων παράγουν τα δικά τους τρόφιμα και διατηρούν τους δικούς τους χώρους αναψυχής, διαθέτοντας μη αμειβόμενη εργασία για τη διαβίωση και αναψυχή τους. Αποαναπτυξιακοί, στην παράδοση του illich, ασχολούνται επίσης και συμβάλλουν σε διάφορα νέα εκπαιδευτικά ιδρύματα ή ιδρύματα φροντίδας, όπως οι γονικοί παιδικοί σταθμοί και σχολεία, όπου οι γονείς συμμετέχουν άμεσα στην εκπαίδευση των παιδιών τους.
Τέτοιες «ουτοπίες του τώρα» μοιράζονται πέντε χαρακτηριστικά:
1) από την παραγωγή για ανταλλαγή-εμπόριο, στην παραγωγή για χρήση (των συμμετεχόντων ή των τελικών χρηστών)·
 2) μερική υποκατάσταση της μισθωτής εργασίας με εθελοντική δραστηριότητα των μελών, που σημαίνει αποεμπορευματοποίηση και αποειδίκευση της εργασίας·
3) μια αντι-ωφελιμιστική λογική, όπου η κυκλοφορία των αγαθών γίνεται-τουλάχιστον εν μέρει- με ανταλλαγή «αμοιβαίων δώρων» αντί της αναζήτησης κέρδους·
4) μια εγγενής αξία που αποδίδεται στην κοινοτικοποίηση («commoning») και στις σχέσεις μεταξύ τους(«σχεσιακά αγαθά»)·
 5) η έλλειψη ενσωματωμένης δυναμικής για τη συσσώρευση και επέκταση.
Από την άποψη της βιωσιμότητας, αυτό που είναι ενδιαφέρον είναι η σχετικά χαμηλή εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα των υλικών που χρησιμοποιούνται από πολλές τέτοιες εναλλακτικές λύσεις σε σύγκριση με τα συμβατικά κρατικά ή αγοραία συστήματα που προσφέρουν τις ίδιες υπηρεσίες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα η παραγωγή τροφίμων, τα εναλλακτικά συστήματα φαίνονται να είναι λιγότερο αποδοτικά από τα συμβατικά συστήματα ανά μονάδα προϊόντος, δεδομένου του χαμηλότερου βαθμού εξειδίκευσης και του περιορισμένου καταμερισμού εργασίας (αν και αυτό θα ήταν πιθανότατα λιγότερο, αν κανείς λαμβάνει επίσης υπόψη το περιβαλλοντικό κόστος των εισροών όπως το πετρέλαιο). Παρ' όλα αυτά, οι εναλλακτικές αυτές είναι πιθανό να είναι περιβαλλοντικά πιο ευπρόσδεκτες, ακριβώς επειδή η μη παραγωγικότητά τους περιορίζει την κλίμακά τους (ένα "ριμπάουντ", ή αντίστροφη ανάκαμψη ή εφέ αναπήδησης).
Υπάρχει ένας ενδιαφέρον πολλαπλασιασμός των νέων κοινοτικών εγχειρημάτων και των  μορφών παραγωγής σε συνθήκες οικονομικής κρίσης- ως αποδεικτικό στοιχείο- από την Αργεντινή, την Καταλονία, ή την Ελλάδα. Η εικόνα εδώ είναι ότι, καθώς οι συμβατικοί θεσμοί του καπιταλισμού δεν καλύπτουν τις βασικές ανάγκες των ανθρώπων, υπάρχει μια αυθόρμητη αύξηση των νέων θεσμών στην αυτόνομη σφαίρα.
Τέτοια εγχειρήματα δεν χρειάζεται να αντικαθιστούν τις λειτουργίες του κράτους (την περίθαλψη, την εκπαίδευση, την κοινωνική ασφάλιση ή την παροχή βασικών αγαθών). Αντ'αυτού μπορούν να προσφέρουν εναλλακτικές λύσεις που μετασχηματίζουν τις λειτουργίες των κρατών χωρίς να τις αποσυναρμολογούν, αμφισβητώντας με τον τρόπο αυτό την τάση ιδιωτικοποίησης των κρατικών περιουσιακών στοιχείων και υπηρεσιών.
Στο επίπεδο των κυβερνητικών πολιτικών, η βιβλιογραφία για την αποανάπτυξη έχει ερευνήσει θεσμούς εργασίας και κοινωνικής ασφάλισης που μπορούν να εξασφαλίσουν ουσιαστική απασχόληση χωρίς ανάπτυξη και στήριξη, όπου είναι δυνατή η επέκταση της αυτόνομης σφαίρας. Προτείνεται ένα σύστημα εγγυημένων θέσεων εργασίας που μετατρέπει το κράτος σε εργοδότη έσχατης ανάγκης, μειώνοντας εκ των πραγμάτων την ανεργία στο μηδέν και επιδοτώντας τη περίθαλψη ή τις αυτόνομες δραστηριότητες μέσω των κρατικών δαπανών. Ένα άνευ όρων βασικό εισόδημα για όλους τους πολίτες τελικά, σε συνδυασμό πιθανά με ένα ανώτατο εισόδημα και φορολογία των μισθών και των κερδών, μπορεί να εξασφαλίσει ένα βασικό επίπεδο διαβίωσης και ασφάλειας για όλους όσους δεν έχουν πρόσβαση σε μισθωτή εργασία. Με τις βασικές ανάγκες να καλύπτονται, υποτίθεται ότι θα υπάρξουν περισσότερες ευκαιρίες να αφιερώσει κανείς το χρόνο του στην αυτόνομη σφαίρα και ίσως να μοιραστεί πιο δίκαια η εργασία μέσω της μερικής απασχόλησης στον τομέα της αμειβόμενης εργασίας.
Η κατανομή της εργασίας, η οποία επιτυγχάνεται μέσω αναδιανομής της εργασίας μεταξύ των εργαζομένων και των ανέργων με μείωση του χρόνου εργασίας στον τομέα της αμειβόμενης, μπορεί επίσης να μειώσει την ανεργία και να αναδιανείμει τον πλούτο εάν εφαρμοστεί με ισοτιμία εισοδημάτων. Η ανησυχία που υπάρχει είναι ότι αν θεσμοποιηθούν τα παραπάνω και εάν η τεχνολογία και η παραγωγικότητα συνεχώς βελτιώνεται, η έλλειψη ανάπτυξης θα καταστήσει περιττό ένα αυξανόμενο μέρος του εργατικού δυναμικού. Τότε όμως, το κράτος μπορεί να αναδιανείμει μερικά από τα οφέλη της αυξημένης παραγωγικότητας υπέρ του απελευθερωμένου χρόνου και της αυτόνομης σφαίρας.
Μια άλλη στρατηγική για την επίλυση του προβλήματος της ανεργίας είναι μια διαρθρωτική στροφή που υποστηρίζεται από το κράτος προς μια νέα οικονομία των κοινωνικών και συνεργατικών-συνεταιριστικών δραστηριοτήτων που επικεντρώνονται στις υπηρεσίες (υγεία, εκπαίδευση, αναψυχή). Τέτοιες δραστηριότητες έχουν χαμηλή παραγωγικότητα, αλλά είναι μεγαλύτερης έντασης εργασίας και παρέχουν περισσότερη απασχόληση. Αν και έχουν χαμηλή οικονομική αξία, έχουν υψηλή κοινωνική αξία και μπορούν να αποτελέσουν τη βάση μιας αλληλέγγυας συνεργατικής οικονομίας των αναγκών και της εγγύτητας.
Όσον αφορά το νόμισμα και το πιστωτικό σύστημα, οι θεσμικές προτάσεις που προκύπτουν από τη βιβλιογραφία για την αποανάπτυξη περιλαμβάνουν μηδενικά επιτόκια και πολύ υψηλές απαιτήσεις αποθεματικών για τις τράπεζες, ώστε να περιορίσουν τις πιστωτικές φούσκες που οδηγούν σε φανταστική και εικονική ανάπτυξη. Κοινοτικά νομίσματα, τράπεζες χρόνου και ανταλλαγές χωρίς χρήμα έχουν τη δυνατότητα να επανατοπικοποιήσουν την οικονομική δραστηριότητα, να ελέγχουν την κλίμακά της και να την απομακρύνουν από την επεκτατική δυναμική του νομισματικού συστήματος. Εμπειρίες με κοινοτικά νομίσματα δείχνουν ότι μπορούν να χρησιμεύσουν καλύτερα ως μικρής κλίμακας συμπληρώματα στα κύρια νομίσματα. Τα κρατικά νομίσματα θα συνεχίσουν να είναι σημαντικά λόγω της ανάγκης για δια-υπερ-τοπικές ανταλλαγές σε μια σύνθετη οικονομία και του γεγονότος ότι οι φόροι (μεγάλο μέρος του ακαθάριστου προϊόντος) καταβάλλονται σε συμβατικά χρήματα, ενώ απαιτούνται τεράστια ποσά χρηματοικονομικών και οργανωτικών πόρων για σταθερά νομισματικά συστήματα μεγάλης κλίμακας.
Επί του παρόντος, τα χρήματα δημιουργούνται ως επί το πλείστον μέσω ιδιωτικών τραπεζών. Η προσφορά χρήματος από ιδιωτικές τράπεζες και χρήματα που εκδίδονται ως χρέος μέσω δανείων από αυτές, δημιουργούν πράγματι μια δυναμική ανάπτυξης. Θα μπορούσε και το κράτος όμως να εκδώσει χρέος για την κάλυψη των δημόσιων αναγκών, π.χ. για τη χρηματοδότηση βασικού εισοδήματος ή συστήματος εγγύησης θέσεων εργασίας ή συνεταιρισμών, υπηρεσιών φροντίδας ή έργων ήπιας μορφής ενέργειας. Δημιουργώντας για τον εαυτό τους χρήματα, τα κράτη θα μπορούσαν επίσης να αξιοποιήσουν το κυριαρχικό δικαίωμα (τη διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αξίας του χρήματος και του κόστους παραγωγής του), και να εξοικονομήσουν χρήματα με το να μην πρέπει να πληρώνουν ιδιωτικές τράπεζες για να δανείζονται για τη χρηματοδότηση των κρατικών τους δαπανών.
Όσον αφορά στο χρέος, οι αποαναπτυξιακοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι η οικονομία δεν μπορεί να αναμένεται να αυξηθεί με τον ρυθμό που απαιτείται για την πληρωμή των χρεών. Το χρέος είναι μια κοινωνική σχέση, και η ιστορία είναι γεμάτη παραδείγματα κοινωνιών που διέγραψαν τα χρέη και ξεκίνησαν από την αρχή. Οι δυτικές κοινωνίες έχουν διατηρήσει έναν υλικά εύπορο τρόπο ζωής με τη μετατόπιση των υποσχέσεων πληρωμής στο μέλλον. Η διαγραφή χρέους ενδέχεται να προκαλέσει μείωση του βιοτικού επιπέδου των μικρών πιστωτών-αποταμιευτών. Από την άποψη της αποανάπτυξης, ο στόχος δεν μπορεί να είναι η ανάπτυξη για την αποπληρωμή χρεών, αλλά η δίκαιη κατανομή του κόστους μιας τέτοιας προσαρμογής. Είναι θεμιτό να διαγράφονται τα χρέη όσων το βασικό βιοτικό τους επίπεδο απειλείται και να μην πληρώνονται χρέη σε όσους δάνεισαν για το κέρδος. Ορισμένες πιστώσεις είναι πιο νόμιμες από ό, τι άλλες. Η αξιολόγηση και η απόφαση θα πρέπει να είναι δημοκρατική. Με αυτή την οπτική, οι αποαναπτυξιακοί υποστηρίζουν τον έλεγχο του χρέους από τους πολίτες και την παγκόσμια σεισάχθεια με αποανάπτυξη.
 
9η Θέση: Οι πολιτικές μετάβασης στην αποανάπτυξη είναι ακόμα ανοικτές και πολυποίκιλες
Πώς όλα αυτά, η εναλλακτική ιδιοκτησία, η εργασία και η πίστωση, οι μικρο-μακρο-θεσμοί θα μπορούσαν να συνδεθούν με εναλλακτικής μορφής κοινωνική και πολιτική οργάνωση εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο σημαντικής συζήτησης. Επίσης, δεν υπάρχει συμφωνία σχετικά με τις πολιτικές στρατηγικές που απαιτούνται για την αντικατάσταση των σημερινών θεσμών του καπιταλισμού με εναλλακτικές λύσεις. Ο Latouche (2009) βλέπει την αλλαγή να έρχεται μέσω της κοινοβουλευτικής πολιτικής των κομμάτων της αριστεράς που θα βάλουν την αποανάπτυξη στο πρόγραμμά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο ένα ιδιαίτερο κόμμα της αποανάπτυξης. Άλλοι βλέπουν μια πιο αυθόρμητη δικτύωση και την άνθηση μετακαπιταλιστικών εναλλακτικών λύσεων που καταλαμβάνουν όλο και περισσότερες πολιτικές και τον οικονομικό χώρο, καθώς το παλιό σύστημα των κρατών και των εταιρειών καταρρέει. Από την άποψη αυτή, οι εναλλακτικές πρακτικές στην εκπαίδευση, την παροχή τροφίμων, τη διαβίωση και την παραγωγή (βλέπε θέση 8 για τις εναλλακτικές λύσεις που υπάρχουν ήδη) είναι στην ουσία «πολιτικές» πρακτικές: αμφισβητούν και αναπτύσσουν συγκεκριμένες εναλλακτικές λύσεις στους κυρίαρχους θεσμούς του καπιταλισμού. Σύμφωνα με την άποψη του Γκράμσι, οι καθημερινές πρακτικές που ανακυκλώνουν τα κοινά νοήματα της κοινωνίας των πολιτών είναι εξίσου αναγκαίες με τον αγώνα για ηγεμονία στους πολιτικούς θεσμούς με την αυστηρή έννοια.
Για ορισμένους αποαναπτυξιακούς, η μετασχηματισμός του πολιτικού συστήματος σε μια άμεση μορφή δημοκρατίας των συνελεύσεων αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μιας μετάβασης σε κοινωνίες αποανάπτυξης. Βρίσκουν ελπίδα σε κοινωνικά κινήματα, όπως των αγανακτισμένων (Indignados , Occupy), που διαμόρφωσαν πολιτικές αξίες και εγχειρήματα που είναι παρόμοια με εκείνα της αποανάπτυξης. Γενικά, στις συζητήσεις για την αποανάπτυξη υπάρχει πληθώρα πιθανών δυνητικών στρατηγικών για την αποανάπτυξη και τα πολιτικά ζητήματα, που κυμαίνονται από την μη αμειβόμενη εργασία, μέχρι τις τωρινές ουτοπίες με κοινή εμπειρία ζωής και παραγωγής στην αυτόνομη σφαίρα σε υφιστάμενα κοινωνικά κινήματα, πολιτικά κόμματα και Ενώσεις. Στα πλαίσια της αποανάπτυξης-υποστηρίζουν κάποιοι- υπάρχει μια διάσπαση μεταξύ πολιτικών και «απολίτικων» στρατηγικών-ακτιβιστών, με τους τελευταίους να ορίζονται ως εκείνοι που αρνούνται να «κυβερνηθούν». Οργανωμένα χαρακτηριστικά ανυπακοής στο ρεπερτόριο των ακτιβιστών της αποανάπτυξης, εκτείνονται από τις καταλήψεις εγκαταλελειμμένων σπιτιών, ως στις καθιστικές διαμαρτυρίες κατά των megaprojects και των σταθμών άνθρακα, ή της χρηματοπιστωτικής ανυπακοής, όπως αυτή του Enric Duran, εξέχοντος υποστηρικτή της αποανάπτυξης στη Βαρκελώνη, ο οποίος «απαλλοτρίωσε» 492 000 ευρώ μέσω δανείων από 39 τράπεζες το 2008, για να καταγγείλει τόσο το επιθετικό πιστωτικό σύστημα όσο και να αφιερώσει τα χ&rh