Topikopoiisi
Σελίδες στα Social Media
  • Αρχική
  • Βιογραφικό
  • Θέσεις
  • Άρθρα
  • Οικο-γεωργία
  • Κοινωνική - αλληλέγγυα οικονομία
  • Εκδηλώσεις
  • Βίντεο
  • Ενδιαφέροντα Ιστολόγια
  • Εικόνες
  • Βιβλία
  • Επικοινωνία

Αποανάπτυξη με Αποκαπιταλιστικοποίηση,                  Άμεση Δημοκρατία με Κοινοτικοποίηση-Δημοτικοποίηση

11/3/2021

4 Comments

 
Επειδή το φαντασιακό του σημερινού κυρίαρχου ανθρωπολογικού τύπου έχει αποικισθεί, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, από τις αξίες και τις επιδιώξεις του κυρίαρχου αναπτυξιακού-καπιταλιστικού μοντέλου , το οποίο έχει ενσωματωθεί γενικότερα στην ατομική και κοινωνική συνείδηση, ο εχθρός που έχουμε να αντιμετωπίσουμε σήμερα βρίσκεται και στο «βαθύτερο μέρος του εαυτού μας», σύμφωνα με τον Σερζ Λατούς, αλλά και Χρόνη Μίσιο[1].
  1. Αποανάπτυξη-αποκαπιταλιστικοποίηση του εαυτού με στόχο την αυθεντική ανθρώπινη αξιοπρέπεια
Ο ανθρωπολογικός τύπος που θα μπορούσε να μας οδηγήσει σε μια αποαναπτυξιακή κοινωνία, θα χρειασθεί να περάσει μια διαδικασία αποκαπιταλιστικοποίησης του φαντασιακού του. Να περάσει από μια ιδιόμορφη ατομική αυτο-απο-καπιταλιστικοποίηση με γνώμονα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Θα είναι δύσκολος, ανηφορικός και μακρύς αυτός ο δρόμος με πολλά πισωγυρίσματα, αλλά είναι απαραίτητος για τη δημιουργία του νέου «μετά την ανάπτυξη» πολιτισμού. Της νέας πορείας προς μια αυθεντική εξισωτική αποαναπτυξιακή-οικολογική κοινωνία της ισοκατανομής πόρων και εξουσιών.
Για μια τέτοια ατομική πορεία είναι απαραίτητο παράλληλα να αναδειχθεί και ένα συγκροτημένο και πρακτικό μαζικό κίνημα αυτοσυνειδητοποιημένων προσώπων[2], το οποίο θα βάλει σαν στόχο να σαρώσει συνειδητά όλα τα μυθεύματα με τα οποία έχει αποικιοποιήσει ο καπιταλισμός την σκέψη και τη συνείδησή μας. Συμμετέχοντας σε ένα τέτοιο κίνημα λοιπόν ξεκινάμε με την απόφαση αποκαπιταλιστικοποίησης του εαυτού μας, δηλαδή πρώτα βάζουμε φρένο για να σταματήσουμε προσωπικά και κοινωνικά τον κατήφορο προς την καπιταλιστική βαρβαρότητα, που σημαίνει ότι αποφασίζουμε να καταργήσουμε παντού τις καπιταλιστικές σχέσεις, στη σκέψη μας, στις συνήθειές μας, στον χώρο που ζούμε και στις μεταξύ μας διανθρώπινες σχέσεις. Ταυτόχρονα δημιουργούμε στο οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον, στις κοινότητές μας, στις γειτονιές και τα χωριά μας, στην πόλη μας, στην χώρα μας και στον πλανήτη ολόκληρο, αποεμπορευματοποιημένες εναλλακτικές σχέσεις συνεργασίας, αλληλεγγύης, ενσυναίσθησης και συνύπαρξης.
Αυτό θα σήμαινε καταρχήν ότι δεν συγκρουόμαστε από την αρχή με τους διαφωνούντες συνανθρώπους μας, «σπάζοντας τα κρανία τους», αλλά συζητούμε και ακούμε τις διαφορετικές οπτικές τους, προσπαθώντας να πετύχουμε συναίνεση προς μια κατεύθυνση μετασχηματισμού μας.
Ο μετασχηματισμός μας πρέπει να συμβεί σε πολλά επίπεδα ταυτόχρονα. Πραγματοποιείται στον εαυτό μας, στον κοινωνικό μας περίγυρο, στον πολιτισμό αλλά και στους νόμους μας και στις υλικές υποδομές. Είναι σημαντικό να βλέπουμε αυτά τα διαφορετικά επίπεδα με την ίδια σημασία και στη συνέχεια να αναρωτιόμαστε-ανάλογα με τις δυνατότητες και δεξιότητες που έχει το καθέν@ μας-ποιες πόρτες μπορούν να ανοίξουν πιο εύκολα για να επιφέρουν μια κοινωνικο-οικολογική αλλαγή στην καθημερινότητά μας.
Είναι απαραίτητο για παράδειγμα να χτίσουμε ταυτόχρονα εκεί έξω δομές που μπορούν να δώσουν σε αυτόν τον νέο πολιτισμό χώρους διαμόρφωσής του που να έχουν μια προστατευτική μορφή. Μια γεωργία αλληλεγγύης, μια κοινή οικονομία, ένα αξιακό σύστημα για την ευζωία και την συναισθηματική υποστήριξη, ένα κατάστημα ή καφενείο δωρεάν μοιράσματος ή ένα εργαστήριο επισκευών. Προκειμένου να δημιουργήσουμε κάτι νέο, πάνω από όλα χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον για να αψηφήσουμε τις πιέσεις του παλαιού συστήματος. Όταν οικοδομούμε δομές που θα είναι υποστηρικτικές για την επιτυχία κάποιων μερικών στοιχείων του γενικότερου κοινωνικού μετασχηματισμού και της αποκαπιταλιστικοποίησης, τότε μπορεί να ανθίσει μια νέα κουλτούρα και εμείς και οι σχέσεις μας θα αλλάξουν πιο εύκολα. Οι εσωτερικές και εξωτερικές αλλαγές είναι σαν δύο κουπιά που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να προχωρήσουμε. Χωρίς ένα από αυτά κάνουμε κύκλους και δεν κινούμαστε μπροστά.
Πιο συγκεκριμένο παράδειγμα: μπορούμε να εγκατασταθούμε μαζί με μια μικρή ομάδα ανθρώπων που έχουμε πιο στενή ιδεολογική συγγένεια σε ένα κοινό χώρο, π.χ. σε έναν παλιό παρατημένο κτίριο στα περίχωρα μιας μικρής πόλης με δημιουργικό τρόπο: να προσπαθήσουμε να οργανωθούμε μαζί σε πολλούς τομείς, από το να επιδιορθώσουμε το κτίριο και να το κάνουμε κατοικίσιμο, ως το να αγοράζουμε πολλά χρήσιμα για τη διαβίωση αντικείμενα ή είδη διατροφής μαζί, να ράβουμε τα ρούχα μαζί και να τα μοιραζόμαστε όπως και τα περισσότερα βιβλία μεταξύ μας. Επιπλέον, να ζούμε λειτουργικά, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί κανείς να μη χρειάζεται να έχει το δικό του δωμάτιο, αλλά τα δωμάτια να έχουν διαφορετικές λειτουργίες (γραφείο, υπνοδωμάτιο, καθιστικό, γυμναστήριο ή ησυχαστήριο και προφανώς κοινή κουζίνα). Και έχουμε επίσης μια κοινή οικονομία, που σημαίνει ότι ρίχνουμε όλοι όλα τα χρήματα που εξασφαλίζει ο καθένας χωριστά κάθε μήνα σε ένα κοινό ταμείο και όλοι παίρνουν αυτό που χρειάζονται, όταν το χρειάζονται. Μπορούμε να αφιερωθούμε σε ένα θέμα –π.χ. κάθε μήνα-και να μάθουμε πολλά για αυτό μαζί, να προσκαλέσουμε ομιλητές και ειδικούς που θα μας βοηθήσουν πάρα πέρα για την εφαρμογή πρακτικών εγχειρημάτων. Να έχουμε επιπλέον κοινό όραμα να συνεισφέρουμε σε μια αλλαγή στην περιοχή που εγκατασταθήκαμε, προς μια πιο δίκαιη κοινωνία που περιλαμβάνει όλους τους τομείς, δηλαδή αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο συνεργαζόμαστε, γιορτάζουμε, συναντιόμαστε, ερχόμαστε σε επαφή με τη φύση ή εκπαιδεύουμε τον εαυτό μας. Επίσης, στο πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την αυξανόμενη μοναξιά, την απομόνωση, την περιθωριοποίηση ή την απώλεια αγαπημένων μας προσώπων. Στο πως αντιμετωπίζουμε τις επιπτώσεις της επερχόμενης κλιματικής αλλαγής(κατολισθήσεις, πλημμύρες, ερημοποίηση, ξηρασία κλπ.) έως ότου καταφέρουμε να την σταματήσουν οι κοινωνίες μας. Να μην θέλουμε απλώς να βρούμε μια κοινότητα για να ανήκουμε, αλλά να υφαίνουμε ένα περιφερειακό κοινοτικό δίκτυο. Να ονειρευόμαστε συλλογικά αγροκτήματα, πολιτιστικά καφέ, βραδιές εξιστόρησης, κοινοτικούς κήπους, ανοιχτά εργαστήρια και ένα απίστευτο αριθμό κοινοτικών εγχειρημάτων. Όταν οι άνθρωποι συναντιούνται (ακόμα και κάτω από την εξωτερική πίεση του συστήματος) και οργανώνονται, συνήθως επικρατεί η λογική της ανταλλαγής και του μοιράσματος, από μόνη της. Επικρατεί η λογική της κοινής χρήσης και όχι της ατομικής κτήσης, όπου ο καθένας μπορεί ελεύθερα να συνεισφέρει με ό, τι είναι απαραίτητο και να θέλει και να μπορεί να πάρει ό, τι χρειάζονται. Αυτό είναι πραγματικά πολύ απλό σε μικρή κλίμακα, αλλά η Elinor Ostrom πήρε το βραβείο Νόμπελ επειδή έδειξε ότι δεν λειτουργεί μόνο σε μικρή κλίμακα όταν μαγειρεύεις σούπα μαζί με φίλους, αλλά σε όλο τον κόσμο: οι άνθρωποι παράγουν, διαχειρίζονται, συντηρούν και μοιράζονται όμορφα και χρήσιμα πράγματα, οικοδομώντας εγχειρήματα, που είναι σαν μικρά πραγματικά εργαστήρια στα οποία μπορούμε να ερευνήσουμε πώς θα μπορούσε να είναι ένας μετακαπιταλιστικός κόσμος. Και μερικές φορές μέσα από επιτυχημένα τέτοια εγχειρήματα νιώθει πραγματικά κανείς τη μυρωδιά της ουτοπίας. Και αυτό τον τροφοδοτεί τόσο πολύ όσο και η φαντασία του, ώστε να θέλει να συνεχίσει να αγωνίζεται για μια μεταμόρφωση σε κοινωνικό επίπεδο, γιατί χωρίς αυτήν δεν θα μπορέσει να αυξήσει τέτοιες στιγμές ψυχικής ανάτασης για το μελλούμενο.
Αυτοαποκαπιταλιστικοποίηση του εαυτού σημαίνει, επίσης, να πάψουμε να είμαστε υποταγμένοι πιστοί θρησκειών του μετά θάνατον παραδείσου ή της ιδεολογίας της ανταγωνιστικότητας και του ακόρεστου καπιταλιστικού καταναλωτισμού που μας εγκλωβίζει σε έναν αγοραίο, εμπορευματικό, αντικοινωνικό και τελικά αυτοκαταστροφικό ατομισμό. Πρόκειται για τη διεκδίκηση ενός εαυτού εντός του αυτοκαθοριζόμενου συλλογικού «Εμείς» και την κατάκτηση της αυθεντικής ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της ομορφιάς του μέτρου και της επάρκειας. Αν βάλουμε ως μέτρο την ομορφιάς της ζωής, την ελεύθερη από καταναγκασμούς κοινωνική συμβίωση, τότε η συνεργασία θα γίνει το μέτρο της συνδημιουργίας και της συνύπαρξης με ισορροπία με τα οικοσυστήματα, τη φύση και τις άλλες μορφές ζωής. Η συστηματική και στοχευμένη συμμετοχή στα Κοινά -που θα υπάρχει γύρω μας και φυσικά μας αφορά- θα μας βοηθήσει να περάσουμε πιο γρήγορα στη διαδικασία της προσωπικής και ομαδικής αποκαπιταλιστικοποίησης και να αφήσουμε πίσω τη βρωμιά της εικονικής καπιταλιστικής πραγματικότητας επιδιώκοντας την ομορφιά της ζωής που περιμένει να την κάνουμε ακόμα καλύτερη.

2. Αποανάπτυξη-Αποκαπιταλιστικοποίηση της οικονομίας με στόχο την κοινωνική ισότητα
Αποανάπτυξη-αποκαπιταλιστικοποίηση της οικονομίας δεν θα σήμαινε να καταστρέψουμε τα εργοστάσια-εκτός ίσως της πολεμικής, χημικής βιομηχανίας που παράγουν μέσα καταστροφής της ανθρώπινης και άλλων μορφών ζωής- αλλά να τα απαλλάξουμε από τους εξουσιαστικούς σφετεριστές τους. Θα σήμαινε απόσπαση του παραγωγικού εξοπλισμού από τον έλεγχο των επιχειρηματιών και των επενδυτών και το πέρασμά του, με την κοινωνική αυτοδιαχείριση από τους εργαζόμενους, στον απόλυτο έλεγχο της κοινωνίας. Σε αυτή την περίπτωση είναι η κοινωνία της μετάβασης προς την αποανάπτυξη που, αποκαπιταλιστικοποιώντας την οικονομία της, θα επιλέξει τις προτεραιότητες, τη φύση, τη δομή και τη μορφή  που θα παίρνει κάθε φορά η Συνεργατική Οικονομία των Αναγκών της(Σ.Ο.Α.), ώστε να βελτιστοποιείται η λειτουργία της και να μεγιστοποιείται η δίκαιη ικανοποίηση των αναγκών των πολιτών της.
Επιλέγοντας την Σ.Ο.Α., θα σταματούσε η χαώδης, σπάταλη, καταστροφική και απάνθρωπη για τους εργαζόμενους καπιταλιστική οικονομία και θα επιτυγχάνονταν η ανάκτηση των παλιών– και η δημιουργία νέων – Κοινών (commons), για πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες που βασίζονται στην κοινή χρήση. Εγχειρήματα συστέγασης- ξεπερνώντας την ανάγκη για ιδιωτική κατοικία- από χρήστες που μοιράζονται κοινούς χώρους και επενδύουν τη δική τους εργασία στην κατασκευή και συντήρηση της συλλογικής στέγασής τους σε αυτόνομα ενεργεικά κτίρια, θα αποκαπιταλιστικοπούν την κατοικία και θα αφαιρούν το έδαφος κάτω από τα πόδια των ιδιοκτητών. Η ατομική ιδιοκτησία γενικώς θα υποχωρούσε έναντι της συλλογικής-κοινοτικής-δημοτικής ιδιοκτησίας, χωρίς να υπάρχει ανάγκη «κρατικοποίησης». Άλλα παραδείγματα νέων μορφών ιδιοκτησίας θα είναι οι ψηφιακές κοινότητες «ομότιμης» παραγωγής των ψηφιακών Κοινών που απορρίπτουν την ιδιωτική πνευματική ιδιοκτησία, δημιουργώντας και μοιράζοντας («ομότιμη παραγωγή»- «peer production», «copy-left») νέα ανοικτά ψηφιακά προϊόντα ανοικτού κώδικα.
Συνεταιρισμοί εργαζομένων και χρηστών αμφισβητούν την εταιρική μορφή των σχέσεων ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και είναι μακριά από πρόσοδο και κέρδη. Στον τομέα της παραγωγής τροφίμων π.χ., και σε αντίθεση με τις γεωργικές επιχειρήσεις, αγρο-οικολογικές ομάδες αγροτών και νέων που «επιστρέφουν στη γη», παράγουν για τη διαβίωσή τους και για εναλλακτικά δίκτυα τροφίμων που συνδέονται άμεσα με συνεταιρισμούς καταναλωτών χωρίς μεσάζοντες. Στους αστικούς κήπους που έχουν πρόσβαση και διαχειρίζονται από κοινού, οι κάτοικοι των πόλεων παράγουν τα δικά τους τρόφιμα και διατηρούν τους δικούς τους χώρους αναψυχής, διαθέτοντας μη αμειβόμενη εργασία για τη διαβίωση και αναψυχή τους.
Αποανάπτυξη και κοινωνικοποίηση-τοπικοποίηση της εκπαίδευσης μέσα από τα σχολεία της μετάβασης και τα διάφορα νέα εκπαιδευτικά ιδρύματα ή ιδρύματα φροντίδας, όπου οι γονείς με τις εκπαιδευτικές κοινότητες συμμετέχουν άμεσα στην εκπαίδευση των παιδιών τους.
Η κατανομή της εργασίας, η οποία επιτυγχάνεται μέσω αναδιανομής της εργασίας μεταξύ των εργαζομένων και των ανέργων με μείωση του χρόνου εργασίας στον τομέα της αμειβόμενης, μπορεί επίσης να μειώσει την ανεργία που υπήρχε στα πλαίσια του καπιταλισμού και να αναδιανείμει τον πλούτο εάν εφαρμοστεί με ισοτιμία εισοδημάτων.
Γενικά η αποανάπτυξη-αποκαπιταλιστικοποίηση της οικονομίας θα επιτυγχάνεται περισσότερο, όσο περνάμε περισσότερο σε διαδικασίες όπως οι παρακάτω:
  1. Από την παραγωγή για ανταλλαγή-εμπόριο, στην παραγωγή για χρήση (των συμμετεχόντων ή των τελικών χρηστών)·
     2) Με μερική υποκατάσταση της μισθωτής εργασίας από εθελοντική δραστηριότητα των μελών, που σημαίνει αποεμπορευματοποίηση και αποειδίκευση της εργασίας·
    3) Με μια αντι-ωφελιμιστική λογική, όπου η κυκλοφορία των αγαθών γίνεται-τουλάχιστον εν μέρει- με ανταλλαγή «αμοιβαίων δώρων» αντί της αναζήτησης κέρδους·
    4) Με μια εγγενή αξία που αποδίδεται στην κοινοτικοποίηση («commoning») και στις σχέσεις μεταξύ των κοινοτήτων(«σχεσιακά αγαθά»)·
     5)Με την έλλειψη ενσωματωμένης δυναμικής για τη συσσώρευση και επέκταση.
Από την άποψη της βιωσιμότητας, αυτό που είναι ενδιαφέρον θα είναι η σχετικά χαμηλή εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα στις δραστηριότητες, την ενέργεια και τα υλικά που χρησιμοποιούνται από τέτοιες εναλλακτικές λύσεις, σε σύγκριση με τα υπάρχοντα σήμερα συμβατικά κρατικά ή αγοραία συστήματα που προσφέρουν τις ίδιες υπηρεσίες.
Κοινοτικά νομίσματα, τράπεζες χρόνου και ανταλλαγές χωρίς χρήμα θα έχουν τη δυνατότητα να επανατοπικοποιήσουν την οικονομική δραστηριότητα, να ελέγχουν την κλίμακά της και να την απομακρύνουν από την επεκτατική δυναμική του σημερινού νομισματικού συστήματος. Τα γενικά νομίσματα –της κοινοπολιτείας σε επίπεδο επικράτειας- θα συνεχίσουν να είναι σημαντικά λόγω της ανάγκης για δια-υπερ-τοπικές ανταλλαγές.

3. Άμεση Δημοκρατία με ομοσπονδιοποίηση κοινοτήτων και δήμων
Καταρχήν αποανάπτυξη-αποκαπιταλιστικοποίηση γενικότερα της κοινωνίας δεν θα σήμαινε να κάψουμε τις πόλεις και τους οικισμούς μας, αλλά να τους απαλλάξουμε από τις μαφίες που τους λυμαίνονται και να τους μετατρέψουμε σε αυτοδιοικούμενους θεσμούς άμεσης δημοκρατίας. Και ούτε φυσικά θα σήμαινε- στο όνομα της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης- να καταργήσουμε τις σημερινές επικράτειες, αλλά να τις καταστήσουμε- στο όνομα της οικουμενικότητας - αυτόνομα συστατικά στοιχεία της κοινής μας πατρίδας, του μοναδικού στο κοντινό μας διάστημα όμορφου πλανήτη Γη και της ενιαίας, οικουμενικής ανθρώπινης κοινότητας, στα πλαίσιά του.
Αποανάπτυξη -αποκαπιταλιστικοποίηση της κοινωνίας θα σήμαινε πρώτα από όλα, κατάργηση όλων των θεσμών και δομών που επιτρέπουν σε μια πολύ μικρή μειοψηφία να κρατάει όμηρο την πλειοψηφία των «από κάτω» της σημερινής καπιταλιστικής κοινωνίας. Θα σήμαινε επίσης απόλυτη κοινωνικοποίηση όλων των μορφών, των πηγών, των μέσων και των δικτύων παραγωγής και διανομής του πλούτου.
Θα σήμαινε παράλληλα ότι θεσπίζουμε και ολοκληρώνουμε σταδιακά σε πολιτικό επίπεδο τους θεσμούς της Άμεσης Δημοκρατίας με συνελεύσεις πολιτών στις τοπικές κοινότητες και δήμους,και σε περιφερειακό επίπεδο με ένα ομοσπονδιακό σύστημα συνελεύσεων και συμβουλίων. Θα σήμαινε ακόμα ένα Νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο, που θα διατυπώνεται η θέσμιση μιας Κοινοπολιτείας με την οργάνωση της Κοινότητας των Κοινοτήτων, που θα έχει τα προτάγματα της αυτονομίας, της αποανάπτυξης, του κοινοτισμού και της άμεσης δημοκρατίας, στο επίπεδο της επικράτειας.
Η βίαιη επιβολή της παγκοσμιοποίησης σήμερα έχει σχεδόν μηδενίσει τα περιθώρια για εθνικό αυτοπροσδιορισμό των Λαών και για κοινωνική αυτονομία-αυτοδιεύθυνση σε μια μόνο χώρα. Αυτή η πραγματικότητα, απαιτεί και επιβάλλει τον συντονισμό της δράσης των δυνάμεων των «από κάτω» σε διεθνή κλίμακα Τα επόμενα χρόνια της «μετα-Κόβιτ» εποχής, μπορεί να αποδειχθεί ότι θα είναι η αρχή της μεγάλης καμπής στην ιστορία της ανθρωπότητας
 


[1] «Όταν συνειδητοποίησα ότι δε μπορώ να αλλάξω το σύστημα, άρχισα να αγωνίζομαι να μη με αλλάξει αυτό. Να μη μοιάσω του θηρίου»

[2] Πολύπλευρα αναπτυγμένων προσώπων και όχι μονοδιάστατων ατόμων του homooeconomicus.

4 Comments

Χρήμα, Χρέος και Οικολογικά-Αποαναπτυξιακά Οικονομικά

30/1/2021

0 Comments

 
Τα οικολογικά-αποαναπτυξιακά (οικ-αποαν-) οικονομικά, βασικά έχουν να κάνουν με την έρευνα και την εμβάθυνση στην οικονομία της φύσης. Εξετάζουν τον σημαντικό ρόλο της φύσης ως σύστημα υποστήριξης της ζωής. Προσπαθούν να κατανοήσουν τον ρόλο των οικολογικών και οικονομικών συστημάτων και των αλληλεπιδράσεών τους στις ροές ενέργειας και ύλης, σε αυτόν τον πλανήτη.
Υπάρχουν όμως ακόμα αντιπαραθέσεις σχετικά με το πεδίο και τη φύση των ερευνών και εφαρμογών των οικ-αποαν- οικονομικών. Ενώ ορισμένοι θεωρούν το πεδίο «διεπιστημονικό» που αντλεί ελεύθερα από καθιερωμένους κλάδους, συμπεριλαμβανομένων των νεοκλασικών οικονομικών, άλλοι υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να εξαιρεθούν ιδίως οι γενικές τεχνικές για τη χρηματική αποτίμηση του περιβάλλοντος. Αυτή η αντιπαράθεση έχει να κάνει και με το ζήτημα της ανάλυσης του ρόλου του χρήματος –σαν μέσου ανταλλαγής ή μέσου πλουτισμού-και φαινομένων όπως είναι τα τοπικά νομίσματα, οι τράπεζες χρόνου ή οι 100% αποθεματικές τράπεζες (C-PeRB), σαν εναλλακτικές πρακτικές που εμφανίσθηκαν ιδίως μετά την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση.
Οι τράπεζες C-PeRB δεν έχουν ακόμη υποβληθεί σε περιβαλλοντικά ενημερωμένη κριτική ανάλυση. Αντ 'αυτού, οι κριτικές εργασίες περιορίστηκαν στα συμβατικά οικονομικά και δεν αντιμετωπίζουν πλήρως την υπόθεση για μια μεταρρύθμισή τους στην προοπτική της οικ-αποαν-οικονομίας.
Από την άλλη, παρά το συχνά εμφανές οικολογικό προφίλ τους, τα δίκτυα των τοπικών νομισμάτων σπάνια έγιναν αντικείμενο έρευνας από οικ-αποαν- οικονομολόγους.  Ούτε υπήρξαν αντικείμενο δημοσιευμάτων σε περιοδικά οικ-αποαν- οικονομίας. Έχουν ερευνηθεί κυρίως από κοινωνιολόγους, ανθρωπολόγους και γεωγράφους. Πρόκειται για κλάδους με τους οποίους τα οικ-αποαν- οικονομικά δεν έχουν εμπλακεί και πολύ. Στο βαθμό που αυτά φιλοδοξούν να αποτελέσουν μέρος της εναλλακτικής λύσης στα νεοκλασικά οικονομικά, πρέπει να το κάνουν σε μεγαλύτερο βαθμό. Ουσιαστικά καμία υπάρχουσα έρευνα σε τοπικό νόμισμα δεν έχει εμπλακεί στον «κοινωνικό μεταβολισμό»[1] με μια προσέγγιση μέτρησης υλικών και ενεργειακών ροών, πράγμα που αποτελεί μια σημαντική περιοχή έρευνας των οικ-αποαν- οικονομικών. Αυτό θα παρείχε έναν πρόσθετο τρόπο σύλληψης και αξιολόγησης του «μεταβολισμού» των τοπικών νομισμάτων. Ένα παράδειγμα θα ήταν να διερευνηθεί ο βαθμός στον οποίο τα τοπικά νομίσματα διευκολύνουν τον εναλλακτικό τρόπο διαβίωσης, ο οποίος έχει αξιολογηθεί κυρίως βάσει υποκειμενικών υπολογισμών ή συγκρίνοντας το «μέγεθος» της τοπικής νομισματικής σφαίρας με την επίσημη σφαίρα απασχόλησης από άποψη νομισματικής αξίας ή ωρών δραστηριότητας. Σε μια οικ-αποαν- οικονομία, η αξιολόγηση του σχετικού μεγέθους όσον αφορά τις ροές ενέργειας και υλικών θα συμπληρώσει την εικόνα της πραγματικής ανεξαρτησίας από το καπιταλιστικό σύστημα.

Υπάρχει η ανάγκη για μια βιοφυσική προσέγγιση στην έρευνα για το χρήμα και τον ρόλο των τοπικών νομισμάτων στις ανταλλαγές των τοπικών οικονομιών και γενικότερα, στις μετα-καπιταλιστικές «αποαναπτυξιακές οικονομίες». Αυτό που θα χρειασθεί σίγουρα είναι να ξεπερασθεί η σημερινή οικονομική πραγματικότητα της «εμπορευματοποίησης», όπου τα αγαθά και οι υπηρεσίες παράγονται όλο και περισσότερο από καπιταλιστικές εταιρείες με σκοπό το κέρδος που υλοποιείται στις αγορές και όχι από το κράτος, τον δήμο ή την κοινότητα.
Αντίθετα με τα δόγματα της εμπορευματοποίησης που οδηγούν στην εξαφάνιση της μη αμοιβόμενης εργασίας που αφορά στη διαβίωση, οι πληθυσμοί των «αναπτυγμένων» οικονομιών ξοδεύουν σήμερα το ίδιο χρονικό διάστημα για εργασία χωρίς αμοιβή με εκείνο της επίσημα αμοιβόμενης εργασίας. Επιπλέον, κατά τα τελευταία σαράντα χρόνια, υπάρχει η τάση: ο χρόνος που αφιερώνεται στις λειτουργίες διαβίωσης, θα αυξάνεται σε σχέση με το χρόνο που αφιερώνεται στην επίσημη απασχόληση.
Η άποψη ενός ηγεμονικού, συνολικού, ολοκληρωτικού και νικηφόρου καπιταλισμού αποκαλύφθηκε ως ψευδαίσθηση, με την εξέλιξη των σημερινών δομικών κρίσεων. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα εναλλακτικά μελλοντικά κοινωνικά συμβόλαια δεν φαίνονται πλέον τόσο αδικαιολόγητα, όσο στο παρελθόν, όταν η εμπορευματοποίηση θεωρήθηκε ως ένα φυσικό και αναπόφευκτο φαινόμενο. Το μέλλον θα γίνει ξαφνικά πολύ πιο ανοιχτό και γεμάτο ατελείωτες νέες δυνατότητες. Οι οικ-αποαν- οικονομολόγοι, πιστεύουν ότι ο σημερινός κυρίαρχος ανθρωπολογικός τύπος είναι πολύ δύσκολο να αποδεχτεί την ανάλυση ότι ο «ορυκτός ενεργειακός πολιτισμός» βρίσκεται στο τελευταίο του στάδιο. Πολύ δύσκολα επίσης φαίνεται να αποδεχθεί τη θεωρία ότι παγκόσμια κυριαρχία του καπιταλισμού- ή η έλλειψή της - στηρίζεται στον βαθμό στον οποίο η ανθρώπινη κατανάλωση ενέργειας και υλικών διαμεσολαβείται από τις καπιταλιστικές (δηλαδή τις κερδοσκοπικές ή τις «αναπτυσσόμενες» ή τις περισσότερο ή λιγότερο ανταγωνιστικές) αγορές.
Οι προηγμένες οικονομίες που μελετήθηκαν από τους «αποαναπτυξιακούς», οφείλουν μεγάλο μέρος της βασικής τους κοινωνικής οργάνωσης στην παρουσία μιας συνεχούς παροχής φθηνής ορυκτής ενέργειας και φθηνών υλικών, με μεσολάβηση σε μεγάλο βαθμό από καπιταλιστικές εταιρείες (αν και μπορούμε να παραδεχθούμε ότι συμμετέχουν σε αυτή τη διαμεσολάβηση, τουλάχιστον εν μέρει, επίσης κρατικές επιχειρήσεις). Ο Εταιρικός έλεγχος των ίδιων των επιθυμιών και των επιδιώξεων των ανθρώπινων κοινωνιών είναι μια τεράστια πηγή κοινωνικής δύναμης. Μιλώντας μεταφορικά, οι ώρες που κάθε μέρα οι άνθρωποι μπορούν να παραμείνουν «αποσυνδεδεμένοι» από αυτό το σύστημα, είναι λιγότερες σχετικά με τις ώρες «σύνδεσης». Τις ώρες που κάθε μέρα απαιτούν και επιβάλουν οι κοινωνικοπολιτικές σχέσεις ισχύος- με τη δύναμη της επιτακτικής ανάγκης για ικανοποίηση των ενδοσωματικών και εξωσωματικών μας ατομικών αναγκών σε ενέργεια και υλικά. Και ο βαθμός της ατομικής εξάρτησης από την καπιταλιστική οικονομία δεν μπορεί να μετριέται γραμμικά σε μία μόνο κλίμακα.
Ο χρόνος, ως η τέταρτη διάσταση του φυσικού συνεχούς χωροχρόνου έχει και φυσική υπόσταση. Έτσι και η ανάλυσή του - με αυτή την ευρεία έννοια-είναι και φυσική. Για όλη την ποικιλομορφία της πολιτισμικά προσαρμοσμένης έννοιας του χρόνου, η σταθερή βάση είναι η φυσική πραγματικότητα. Αυτή η παρατήρηση, ωστόσο, δεν έχει σχεδόν καθόλου άμεση σημασία στους κοινωνικούς επιστήμονες που ερευνούν παραπέρα κοινωνικο-οικολογικές μεταβάσεις από τον σημερινό καπιταλισμό.
Το χρήμα, από την άλλη πλευρά, είναι ένα φαινόμενο για το οποίο η κατανόηση των δεσμών μεταξύ της κοινωνικής και της φυσικής πραγματικότητας πρέπει να είναι κεντρικό ζήτημα στην αντίστοιχη θεωρία. Αυτό μπορεί να είναι ένας ισχυρισμός, επειδή το χρήμα - από την ουσία του - δεν έχει καμία σταθερή βάση στη φυσική πραγματικότητα. Αντ 'αυτού βασίζεται κυρίως σε ένα σύνολο κοινωνικών θεσμών. Μερικοί οικ-αποαν- οικονομολόγοι έχουν συνεισφέρει στη συζήτηση για την κατανόηση του εναλλακτικού χρήματος που δημιουργείται από εναλλακτικούς κοινωνικούς θεσμούς σήμερα. Τόσο για τα πλεονεκτήματα, όσο επίσης και για ορισμένες αδυναμίες αυτών των πρωτοπόρων προσπαθειών.
Οι σχέσεις χρέους και ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής-αύξησης της εντροπίας
Δεν μπορούμε, σαν κοινωνία, να κάνουμε μόνιμη και φυσική μια ανθρώπινη σύμβαση, όπως είναι το χρέος και η απαίτηση τόκου(μέσω του οποίου αυξάνεται συνεχώς όχι μόνο το χρέος κάποιων-των δανειζόμενων- αλλά και ο πλούτος των πιστωτών τους), με τέτοιο παράλογο τρόπο που να αυξάνεται ο συνολικός κοινωνικός πλούτος. Γιατί αυτή η σύμβαση είναι ενάντια στον φυσικό νόμο της φθοράς και υποβάθμισης των υλικών και ενέργειας μέσω της χρήσης τους. Ενάντια στον λεγόμενο 2ο νόμο της θερμοδυναμικής στη φυσική[2]- πράγμα που οδηγεί στην ουσία στη μείωση του πραγματικού πλούτου μιας κοινωνίας. Η σημασία αυτού του φυσικού νόμου για τις κοινωνίες εκδηλώνεται στην έκφραση για το κλειστό φυσικό σύστημα της Γης: «Δεν υπάρχει στη φύση, δωρεάν γεύμα»!  Μόνο αν θεωρήσουμε τον πλανήτη ως ανοικτό προς το ηλιακό μας σύστημα, τότε αυτό που είναι δωρεάν είναι η ηλιακή ενέργεια και οι μετατροπές της σε αιολική, χημική κ.λπ.
Είναι μια συλλογική ψευδαίσθηση ότι η κοινωνία, ως σύνολο, θα μπορούσε να ζήσει καλύτερα δείχνοντας ενδιαφέρον για μια ιδέα που έγινε δημοφιλής κυρίως μετά τους παγκόσμιους πολέμους. Πριν από αυτούς η επιθυμία των ανθρώπων να κατέχουν πλούτο ήταν περιορισμένη, γιατί όλοι ήξεραν ότι ο υλικός πλούτος - που υπόκειται στις δυνάμεις της εντροπίας - εξαφανίζεται με το πέρασμα του χρόνου.
Επομένως: Μέσα από το χρήμα και τους τόκους, αυτό που θέλουν οι άνθρωποι να πετύχουν δεν είναι ουσιαστικός πλούτος και ευζωία, αλλά χρέη που δεν σαπίζουν, που δεν είναι ακριβά και μπορούν να συνεχίζουν να ενδιαφέρονται οι ίδιοι, αιώνια. Έτσι, ο ατομικός πλούτος όλο και περισσότερο τείνει να έχει τον χαρακτήρα των νομικών μέσων: συμβάσεων-συμβολαίων και συμφωνιών. Τέτοια μέσα είναι το χρήμα, το ιδιωτικό-εθνικό χρέος, τα δάνεια και επενδύσεις στη βιομηχανία. Καθορίζουν όμως την κατανομή των εθνικών και των μεταξύ των ατόμων εσόδων. Για εννοιολογική σαφήνεια, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι αυτό που επικρίνεται πρωτίστως εδώ είναι η τοκοφόρα σχέση χρέους για τη δημιουργία λογιστικού πλούτου, όχι το χρήμα ως μέσο ανταλλαγής. Κριτικάρεται, από οικολογική φυσικο-επιστημονική σκοπιά, η δημιουργία νέου χρήματος-μέσω διανθρώπινης και κοινωνικά αποδεκτής σύμβασης-από το ίδιο το χρήμα και όχι από την ανθρώπινη δραστηριότητα που διαμορφώνει ευνοϊκά για τον άνθρωπο το περιβάλλον γύρω του.
Η σχέση χρέους ορίζεται από τον ποσοτικό προσδιορισμό της υποχρέωσης του οφειλέτη να πληρώσει στον «λογαριασμό» του πιστωτή μέσω μιας λογιστικής μονάδας ή χρημάτων. Μόλις ποσοτικοποιηθεί ένα χρέος, μπορεί να υπόκειται - ανάλογα με την κοινωνική πρακτική - σε απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς προκαλώντας το ενδιαφέρον των «επενδυτών». Η αντίφαση μεταξύ των μαθηματικών του χρέους και των νόμων που διέπουν την φυσική ανάπτυξη, είναι ένα παλιό φαινόμενο, από τότε που εμφανίσθηκε το πρώτο νόμισμα και η ανάγκη της συλλογικής και ατομικής διαχείρισης του χρέους. Πολλές φορές μάλιστα αντιμετωπίσθηκε από τις κοινωνικοπολιτικές εξουσίες στα πλαίσια των ιστορικών κοινωνιών με τη μέθοδο της διαγραφής των χρεών, της «σεισάχθειας»! Η σεισάχθεια στην ουσία επαναφέρει την διασαλευθείσα ισορροπία μεταξύ του λογιστικού πλούτου και του πραγματικού υπάρχοντος πλούτου στις κοινωνικές συνθήκες.
Μια σημαντική διαφορά μεταξύ των χρεών στις ιστορικές κοινωνίες και στις σύγχρονες οικονομίες πρέπει να τονισθεί. Στις πρώτες, η δημιουργία των εντολών χρέους περιοριζόταν σε μεγάλο βαθμό από τη διαθεσιμότητα φυσικών αγαθών-πόρων (και προσωπικών υπηρεσιών). Τα χρέη σε αυτές δημιουργήθηκαν π.χ. από δανεισμούς φυσικών χρηματικών αντικειμένων, ή μέσω καταναλωτικών δανείων και υπεραναλήψεων των καταναλωτών. Αντίθετα, στις σύγχρονες οικονομίες, δεν υπάρχει κανένα φυσικό όριο στις πιστωτικές εντολές που μπορούν να δημιουργηθούν από τις τράπεζες, καθώς τις εκδίδουν «από το τίποτα» και προκαταβάλουν κεφάλαια σε δανειολήπτες.
Η ιστορική αποϋλοποίηση των νομισματικών μέσων ανταλλαγής– από μέταλλα, πρώτα σε χαρτονομίσματα που περιορίζονταν από μεταλλικά αποθέματα, ύστερα σε μη καλυπτόμενα χάρτινα μπλοκ επιταγών και αργότερα με μαγνητικά ίχνη σε δίσκους υπολογιστών που μεταδίδονται μέσω πλαστικών καρτών – ήταν βασικός παράγοντας για τις διαδικασίες ηγεμόνευσης της χρηματικής οικονομίας και για την αύξηση των συνολικών επιπέδων χρέους, στα πλαίσια της παγκοσμιοποιημένης πια καπιταλιστικής οικονομίας. Μόλις δοθεί η εντολή και πραγματώνεται η σύμβαση, η σχέση χρέους παίρνει μια μαθηματική ζωή από μόνη της, χρειάζεται μόνο «μεταφυσικά χρήματα» ή «βιβλία καταγραφής» για να αυξηθεί το χρήμα από μόνο του! Στον τομέα της μελλούμενης νομισματικής και χρηματοπιστωτικής μεταρρύθμισης, μπορούμε συνεπώς να διακρίνουμε μεταξύ μέτρων που αναφέρονται άμεσα στη σχέση χρέους, και άλλων που το πράττουν έμμεσα περιορίζοντας τη δημιουργία κεφαλαιακών δανείων.
Μεταρρύθμιση στην χρηματική οικονομία
Η κριτική κάποιων οικ- αποαν- οικονομολόγων, με βάση το νόμο της εντροπίας, ήταν αναμφισβήτητα η πιο σημαντική αναλυτική συμβολή στην οικ-αποαν- χρηματική οικονομία.
 Όσον αφορά στα μέτρα πολιτικής και στις προτάσεις μεταρρύθμισης, η κριτική τους αφορά κυρίως στον τρόπο με τον οποίο δημιουργούνται τα νομισματικά μέσα ανταλλαγής (παραβιάζοντας τον πρώτο νόμο της θερμοδυναμικής, δηλαδή της εξοικονόμησης ενέργειας) και προτείνουν αποθεματικές μόνο τράπεζες C-PERB. Ξεχωρίζουν τις 100% αποθεματικές τράπεζες -έναντι των ποσοστιαίου αποθεματικού τραπεζών – υποστηρίζοντας ότι C-PERB θα αντικαταστήσουν ένα επιστημονικό εθνικό νομισματικό σύστημα, «αφήνοντας τα πάντα όπως είναι», και ισχυριζόμενοι ότι η ανάρρωση της φύσης και των οικοσυστημάτων θα ήταν ταχεία και ολοκληρωμένη.
Προτείνουν επίσης μέτρα που αφορούν άμεσα τη σχέση χρέους, όπως τον «φόρο χρέους», του οποίου το επιτόκιο θα καθοριστεί ίσο με το μέσο επιτόκιο των σύνθετων τόκων και θα μπορούσε να «καταργήσει όλα τα χρέη με απόσβεση». Φαίνεται ότι η πρότασή τους δεν είναι η πρακτική περιοδικών ακυρώσεων ιδιωτικών χρεών(περιοδικής σεισάχθειας δηλαδή), γιατί υποστηρίζουν ότι οι C-PeRB θα φρόντιζαν, ως επί το πλείστον, για την εξάλειψη υπερβολικών ιδιωτικών χρεών, από μόνες τους.


[1] Ο όρος «κοινωνικός μεταβολισμός» χρησιμοποιείται μεταφορικά και αφορά στην κατανάλωση πόρων στα πλαίσια ενός συστήματος κοινωνικών σχέσεων.

[2] Σύμφωνα με το “2ο Θερμοδυναμικό αξίωμα”, η εντροπία, δηλαδή η αταξία ενός συστήματος τείνει, αν αφεθεί μόνο του, να αυξηθεί. Δηλαδή, δεν μπορεί αυθόρμητα, ένα σύστημα να μεταβεί σε κατάσταση μεγαλύτερης τάξης, αλλά τείνει σε κατάσταση μεγαλύτερης αταξίας. Σήμερα συνηθίζεται να χρησιμοποιούμε τον όρο εντροπία σε συνδυασμό με τον δεύτερο Θερμοδυναμικό Νόμο. Με την εντροπία να δηλώνει την μη διαθέσιμη ενέργεια ενός συστήματος, η έκφραση του Δεύτερου Νόμου που αναφέρει ότι «σε ένα Κλειστό Σύστημα η διαθέσιμη ενέργεια δεν μπορεί να αυξάνει» γίνεται ισοδύναμη με: «η εντροπία ενός κλειστού συστήματος δεν μπορεί ποτέ να μειώνεται». «Μόνο η ζωή παρατηρείται να προκύπτει ως οργάνωση από τη σχετική αταξία της ανόργανης ύλης, μειώνοντας την εντροπία» (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%BD%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%80%CE%AF%CE%B1)
 .

0 Comments

Στρατηγικές και πρακτικές της Αποανάπτυξης

28/1/2021

0 Comments

 
Αν ορίσουμε την κοινωνία των πολιτών ως ανοιχτή αρένα, όπου συμμετέχουν διαφόρων κατευθύνσεων πολιτικώς δρώντες, τότε είναι αναγκαίο να διερευνήσουμε πολλούς διαφορετικούς παράγοντες εμπλοκής τους (ή αποδέσμευσης) με άλλες δυνάμεις και πηγές εξουσίας στην κοινωνία, τόσο στο κράτος όσο και στην αγορά. Από αυτή την άποψη, είμαστε υποχρεωμένοι να εξετάσουν μια ποικιλία φορέων και στρατηγικών που δρουν και αναπτύσσονται στο όνομα της αποανάπτυξης, καθώς και τους δρώντες και τις πρακτικές εκείνων των οποίων τα ιδανικά, χωρίς ρητή αναφορά στην αποανάπτυξη, ευθυγραμμίζονται με το πλαίσιό της.
Έχοντας κατά νου την ποικιλομορφία του ακτιβισμού στην αρένα της κοινωνίας των πολιτών, εντοπίζουμε ένα συνεχές στους ακτιβιστές για την αποανάπτυξη:
-Από τη μία πλευρά, βρίσκουμε ομάδες που συνεργάζονται με δημόσιες αρχές για οριακές μεταρρυθμίσεις (π.χ. πολιτικά κόμματα), εκείνες που συνεργάζονται με καθιερωμένες πολιτικές οργανώσεις της κοινωνίας (π.χ. μη κυβερνητικές οργανώσεις –ΜΚΟ-, κοινωνικές επιχειρήσεις, κ.λπ.) ή εκείνοι που ενεργούν ως ομάδες πίεσης σε βασικούς δημοκρατικούς θεσμούς (π.χ. εργατικά συνδικάτα).
-Από την άλλη πλευρά, τοποθετούμε εκείνους που αγωνίζονται σε (νέα) κοινωνικά κινήματα για πιο ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, εκείνοι που μπορούν να αναγνωριστούν ως ακτιβιστές που δημιουργούν εναλλακτικές λύσεις ή οργανώνουν πολιτικές ανυπακοής και, στο άκρον, ακτιβιστές που θεωρούνται ανατρεπτικοί από τις υπάρχουσες αρχές ή, γενικότερα, από το κυρίαρχο κοινωνικό και πολιτικό φαντασιακό.
Τα δίκτυα πολιτών που αντιτίθενται στην παγκοσμιοποιημένη αγορά έχουν πολλαπλασιαστεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες (όπως. το παγκόσμιο κίνημα δικαιοσύνης, ή τα κινήματα Occupy / «αγανακτισμένων»). Οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης υπήρξαν αναπόσπαστο μέρος αυτών των δικτύων, τα οποία αποτελούνται από ένα ετερογενές σύνολο δρώντων, συμπεριλαμβανομένων ακτιβιστών βάσης που αντιτίθενται στην εμπορευματική κοινωνία, ακτιβιστών που αναπτύσσουν εναλλακτικές λύσεις, ακαδημαϊκών ερευνητών και πολιτικών. Κοινωνικά δίκτυα που ρητά εντάσσονται στην αποανάπτυξη έχουν επίσης εμφανιστεί σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο από το 2000 στη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία. Υπάρχει επίσης ένα ανεπίσημο διεθνές ακαδημαϊκό δίκτυο που ενοποιείται γύρω από τα συνέδρια της αποανάπτυξης.
Το κίνημα εξαπλώνεται τώρα στο Βέλγιο, την Ελβετία, τη Φινλανδία, την Πολωνία, την Ελλάδα, τη Γερμανία, την Πορτογαλία, τη Νορβηγία, τη Δανία, την Τσεχική Δημοκρατία, το Μεξικό, τη Βραζιλία, το Πουέρτο Ρίκο και τον Καναδά. Περισσότερες από 50 ομάδες από όλο τον κόσμο διοργάνωσαν ταυτόχρονα «πικνίκ» για να υποστηρίξουν ότι η αποανάπτυξη είναι επίσης ένα παράδειγμα επιστημονικής καθοδήγησης του ακτιβισμού, όπου ένα ακτιβιστικό σύνθημα ενσωματώνεται αργά σε μια έννοια που αναλύεται και συζητείται στον ακαδημαϊκό χώρο. Παρομοίως, μπορούμε να αναφερθούμε σε «ακτιβιστική γνώση», «ερευνητική συνεργασία» μεταξύ ακαδημαϊκών και εμπλεκόμενων ακτιβιστών, «συνεργατική έρευνα» ή «έρευνα δράσης». Η ακτιβιστική γνώση αναφέρεται σε εμπειρίες βασισμένες στην εμπειρία που προέρχονται από ομάδες της κοινότητας, από την κοινωνία των πολιτών, τις γυναικείες ομάδες, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τις οργανώσεις βάσης κ.λπ.
Η γνώση που αποκτήθηκε από την εμπειρία και τον ακτιβισμό βάσης έχει ήδη οδηγήσει στη δημιουργία νέων εννοιών, όπως τα οικολογικά και κλιματικά χρέη, η βιο-πειρατεία και η λαϊκή επιδημιολογία. Τα συνέδρια της αποανάπτυξης αποκλίνουν από τα τυποποιημένα μοντέλα οργάνωσης ακαδημαϊκών συνεδρίων και χρησιμοποιούν πρακτικές και τεχνικές άμεσης δημοκρατίας για να συζητήσουν και να αναπτύξουν προτάσεις πολιτικής και ερευνητικές προτεραιότητες σε διάφορους τομείς.
Οι περισσότερες ΜΚΟ, τα συνδικάτα και τα πολιτικά κόμματα δεν έχουν ακόμη συζητήσει την αποανάπτυξη. Ωστόσο, με την επιδείνωση της παγκόσμιας πολυδιάστατης κρίσης, το ζήτημα διεισδύει όλο και περισσότερο στις ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές συζητήσεις. Η καθιέρωση διαλόγου με τα συνδικάτα παραμένει εκκρεμής. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι στη Γερμανία, μόλις αναδύεται μια ευρεία συζήτηση σχετικά με τα «όρια της ανάπτυξης» και τα μεγάλα συνδικάτα συμμετείχαν σε ένα συνέδριο με θέμα το «Post-Wachstum» (μετά την ανάπτυξη) που διοργανώθηκε στο Βερολίνο τον Μάιο του 2011, στο οποίο συμμετείχαν 2000 άτομα στις ζωντανές συζητήσεις για την αποανάπτυξη. Άλλα μικρά και ριζοσπαστικά συνδικάτα, όπως η ισπανική αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση Confederacionn General del Trabajo, έχουν επίσης αποδεχθεί την στρατηγική της αποανάπτυξης.
Παρόμοια διστακτικότητα έχει φανεί και από διεθνείς ΜΚΟ. Για παράδειγμα, οι ηγέτες της ATTAC (Ένωση για τη φορολογία των χρηματοοικονομικών συναλλαγών και τη βοήθεια στους πολίτες) τείνουν να είναι σκεπτικοί για την αποανάπτυξη, αν και ορισμένοι τοπικοί κλάδοι της έχουν αποδειχθεί λιγότερο δύστροποι στο θέμα. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για την Greenpeace και τους Friends of the Earth. Εξαίρεση αποτελεί το Ecologistas en Accio´n, το μεγαλύτερο ισπανικό δίκτυο περιβαλλοντικών οργανισμών, το οποίο αποφάσισε να υποστηρίξει επίσημα την αποανάπτυξη και ξεκίνησε μια εκστρατεία για τα «λιγότερα είναι περισσότερο», το 2007.
Τα πολιτικά κόμματα σε ολόκληρη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων των πράσινων κομμάτων, έχουν αγνοήσει γενικά την αποανάπτυξη, με μόνη εξαίρεση το γαλλικό πράσινο κόμμα που μιλά για «επιλεκτική ανάπτυξη» και το μέλος του Yves Cochet, πρώην Γάλλος Υπουργός Περιβάλλοντος, ο οποίος υπερασπίζεται δημόσια την οικονομική αποανάπτυξη. Απομένει να δούμε τι θα συμβεί στην Ιταλία, όπου μέσα στο Κίνημα 5 αστέρων υπάρχουν αρκετές τοπικές ομάδες που έχουν δείξει ενδιαφέρον για την αποανάπτυξη. Έχουν γίνει επίσης ορισμένες προσπάθειες για τη δημιουργία νέων και ad hoc κομμάτων ή πολιτικών κινημάτων, με ένα αρχικό αλλά πρόωρο «κόμμα για την αποανάπτυξη» στη Γαλλία. Μερικά άλλα μικρά αριστερά κόμματα έχουν δείξει ενδιαφέρον και αναφέρουν την αποανάπτυξη στα πολιτικά τους προγράμματα, όπως τα Ισπανικά Izquierda Unida, Bildu στη Χώρα των Βάσκων ή Candidatura d'Unitat Popular και Iniciativa per Catalunya Verds στην Καταλονία. Στην Ιταλία, τα κόμματα της αποανάπτυξης όπως το Costituente ecologista, το Uniti, το ma diversi ή το Partito per la Decrescita δεν δημιούργησαν μεγάλο ενδιαφέρον, ενώ το πιο καινοτόμο Rigenerazioni, το οποίο προτείνει μια πλατφόρμα για μη συμμετοχή στις εκλογές, έχει προκαλέσει ευρύτερη αποδοχή.
Η αποανάπτυξη άνθισε με επιτυχία στα διάκενα των ακτιβιστικών σφαιρών επιρροής, που είναι λιγότερο θεσμοθετημένα, πιο πρωτοποριακά και ριζοσπαστικά. Τέτοιοι τοπικοί ακτιβιστές (συχνά κινούμενοι από πιο ρεαλιστικές ανησυχίες παρά από γενικά ιδεολογικά ή πολιτικά μανιφέστα) προωθούν τοπικές, αποκεντρωμένες, μικρής κλίμακας, συμμετοχικές και, ως εκ τούτου, πιο αυτόνομες εναλλακτικές λύσεις όπως ποδηλασία, ανταλλαγή αυτοκινήτων, επαναχρησιμοποίηση, χορτοφαγία ή βίγκαν, στέγαση, αγρο-οικολογία, οικολογικά χωριά, οικονομία αλληλεγγύης, καταναλωτικοί συνεταιρισμοί, εναλλακτικές (λεγόμενες ηθικές) τράπεζες ή πιστωτικοί συνεταιρισμοί, καθώς και αποκεντρωμένοι συνεταιρισμοί ανανεώσιμης ενέργειας.
Μια (βιο) ποικιλομορφία δράσεων, η οποία ορίζεται ως «nowtopia» («νυντοπία»,τόποι του τώρα), εξαρτάται από την αλλαγή των ανθρώπινων αξιών και συμπεριφορών που εκδηλώνονται σε ένα βιώσιμο τρόπο ζωής στον οποίο κυριαρχούν η εθελοντική απλότητα (λιτότητα), το «ζούμε καλύτερα με λιγότερα», το μειωμένο επίπεδο χρήσης πόρων και η επιβράδυνση των ρυθμών ζωής. Αυτές οι εναλλακτικές λύσεις για τα σημερινά πρότυπα κατανάλωσης διαδίδονται συχνά στο ευρύ κοινό μέσω ειδικών περιοδικών όπως τα καταλανικά Opcions και η ιταλική Altraeconomia.
Ένα προφανές ζήτημα, φυσικά, ήταν και είναι αυτό της κλίμακας. Πολλοί ξεκινούν με μια αλλαγή στον τρόπο ζωής τους και στη συνέχεια συνεχίζουν σε υψηλότερες κλίμακες όπως γειτονιές, πόλεις και περιοχές. Η πιο γνωστή διεθνής πρωτοβουλία σε αστικό επίπεδο είναι το Δίκτυο Μεταβατικών Πόλεων (Transition Towns -TT) που ξεκίνησε το 2006, το οποίο στοχεύει στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, στην αύξηση της αυτονομίας-αυτάρκειας των τοπικών δήμων και στη μείωση της κατανάλωσης ορυκτής ενέργειας. Μερικά χρόνια πριν, εμφανίστηκαν παρόμοιες εμπειρίες στην Ιταλία, όπως το Δίκτυο Νέων Δήμων (Rete Nuovi Municipi), το οποίο προωθούσε την άμεση δημοκρατία για αυτοβιώσιμη τοπική ανάπτυξη και το δίκτυο Virtuous Towns (Comuni Virtuosi), δίκτυο πόλεων που έδωσαν έμφαση στον περιβαλλοντικό σχεδιασμό, στα οικολογικά αποτυπώματα, στις πολιτικές μηδενικών αποβλήτων και στον βιώσιμο τρόπο ζωής για τους πολίτες τους. Όλες αυτές οι περιπτώσεις είναι η έκφραση αυτού που θα μπορούσε να οριστεί ως βέλτιστες πρακτικές ενεργών πολιτών και διορατικότητας των τοπικών αρχών, οι οποίοι συνεργάζονται στενά μεταξύ τους για να πραγματοποιήσουν έναν καλύτερο (τοπικοποιημένο) κόσμο, μειώνοντας την κατανάλωση, την παραγωγή και τη χρήση των φυσικών τους πόρων, καθώς και ενισχύοντας την αυτονομία τους από τις δυνάμεις της αγοράς.
Έχει υποστηριχθεί ότι το κίνημα TT είναι ένα παράδειγμα της μετα-πολιτικής, επειδή βασίζεται στην υπόθεση ότι μπορεί πάντα να βρεθεί συναίνεση, ενώ η πολιτική είναι, συχνά, η σύγκρουση ανταγωνιστικών και μη συμφιλιωτικών ρητορικών. Από τη μία πλευρά, το TT επικεντρώνεται κυρίως σε μία προβληματική (peak oil και climate change: πετρέλαιο-αιχμής και κλιματική αλλαγή). από την άλλη πλευρά, το TT δεν μπαίνει ποτέ σε συγκρούσεις με εδραιωμένα συμφέροντα και παράγοντες που υπερασπίζονται τις ατζέντες υπέρ της ανάπτυξης (εάν δεν υπάρχει κανένας υπεύθυνος, τότε δεν υπάρχουν εχθροί). Επομένως, καταλήγει να προτείνει πρακτικές λύσεις που δεν τεκμηριώνονται απαραίτητα από μια σαφή ανάλυση των βασικών αιτίων της σύγχρονης δυσχερούς κατάστασης. Αυτό, φυσικά, δεν αμφισβητεί την εντυπωσιακή επιτυχία του TT να κινητοποιήσει κοινότητες. Παρόμοια με αυτές τις πρωτοβουλίες είναι μια σειρά από εμπειρίες που θα μπορούσαν να ομαδοποιηθούν υπό την ιδέα των οικολογικών κοινοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των οικολογικών χωριών και των πρωτοβουλιών για τη στέγαση.
Αξίζει να αναφέρουμε εδώ τις «περιαστικές» καταλήψεις της Βαρκελώνης, όπως τα εγχειρήματα Kan Pasqual, Can Piella και Can Masdeu. Μακριά από τον προσδιορισμό των κρατικών και καπιταλιστικών αγορών (συμπεριλαμβανομένης της αγοράς εργασίας) ως πηγών των κοινωνικών φαντασιακών τους, οι κάτοικοί τους (και, σε κάποιο βαθμό, οι συμμετέχοντες στα κοινωνικά τους κέντρα και στους οργανικούς κήπους της κοινότητάς τους) επιδιώκουν τρόπους ζωής που βασίζονται σχετικά στην εναλλακτική κοινοτική διαβίωση, όπου η οριζόντια αυτοοργάνωση και η επιδίωξη της αυτονομίας είναι κεντρικής σημασίας (π.χ. πρακτικές του do-it-yourself -«κάντε το μόνοι σας»- όπου ο «εαυτός» μπορεί επίσης να καθορίζεται σε κοινοτικό επίπεδο). Αυτές οι πρακτικές περιστρέφονται γύρω από τη σημασία του «χρόνου» (εστιάζοντας στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται ο χρόνος για την ικανοποίηση των αναγκών, αλλά και στον προσωπικό χρόνο που απαιτείται) και την κατάργηση οποιασδήποτε διαμεσολάβησης της αγοράς (π.χ. μέσω της δημιουργίας πρωτοβουλιών αυτοαπασχόλησης, όπως για το ψωμί, τη ζυθοποιία, τις υπηρεσίες αποκατάστασης κ.λπ.) ή, σε μικρό βαθμό, με κάποια μορφή συμμετοχής στην αγορά εργασίας. Τέτοιες πρακτικές διαχείρισης του χρόνου- οι οποίες είναι κοινές για τον τρόπο ζωής πολλών καταληψιών και είναι πιο σχετικές σε αγροτικές και περιαστικές περιπτώσεις-δεδομένης της δυνατότητας πρωτογενούς παραγωγής και των δραστηριοτήτων do-it-yourself, χαρακτηρίζονται από αντίθεση στον καπιταλισμό μέσω της απόρριψης της μισθωτής εργασίας.
Το κίνητρο πίσω από την άμισθη εργασία είναι, σε αυτές τις περιπτώσεις, ισχυρότερο από τα οφέλη της μισθωτής εργασίας. Η εμπειρία των αγροτικών-περιαστικών καταλήψεων, που στηρίζονται σε τρόπους ζωής οι οποίοι βασίζονται στην αυτο-οργάνωση, τη συνεργασία και την μη αμειβόμενη εργασία, σε συνδυασμό με ένα καθεστώς αυτοπροτεινόμενης λιτότητας και αντι-καταναλωτισμού, μειώνουν δραματικά την ανάγκη για χρηματικό εισόδημα και, κατά συνέπεια, την ανάγκη για πλήρη απασχόληση. Παρόλο που μοιάζει με το κίνημα TT στους τελικούς του στόχους, οι Kan Pasqual, Can Masdeu και Can Piella είναι επίσης καταλήψεις και, ως εκ τούτου, αμφισβητούν την ατομική φτώχεια εν γένει και ειδικότερα την κερδοσκοπία ακινήτων, η οποία έχει αναγνωριστεί σε μεγάλο βαθμό ως διαρθρωτική αιτία της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Αμέσως μετά την ίδρυσή του, τα μέλη του Can Masdeu, μέσω μιας δράσης πολιτικής ανυπακοής, αντιστάθηκαν σε μια προσπάθεια έξωσης. Αποφεύγοντας τη χρήση βίας, η αντίσταση ενάντια στην απόπειρα έξωσης συνέβαλε στη θετική διαμόρφωση της αντίληψης που είχε η κοινωνία για αυτούς τους καταληψίες. Η δράση είχε ως στόχο την υπεράσπιση του έργου των καταλήψεων των οποίων η βασική φιλοσοφία βρισκόταν στο περιθώριο αυτού που θα μπορούσε να γίνει κατανοητό ως μια «ασυνήθιστη» μορφή ζωής, στο βαθμό που αρνείται τις κύριες αξίες όπως η ιδιοκτησία, η απασχόληση, η άνεση και, πάνω απ 'όλα, η «ανάπτυξη για χάρη της ανάπτυξης».
Σε περιφερειακό επίπεδο, υπάρχουν εμπειρίες όπως τα Ιταλικά δίκτυα αλληλέγγυας οικονομίας (στα ιταλικά, Reti di Economia Solidale). Ιδρύθηκαν το 2002, είναι ένα πείραμα για να αρθρώσουν και να εδραιώσουν τις υπάρχουσες εμπειρίες μέσω της δημιουργίας οικονομικών κυκλωμάτων, όπου τα διάφορα συμμετέχοντα εγχειρήματα υποστηρίζουν το ένα το άλλο, ανταλλάσσουν και δημιουργούν χώρους κοινωνικής αγοράς ενώ στοχεύουν στην ευημερία και τη βιωσιμότητα. Έχουν δημιουργήσει περισσότερες από 20 περιφέρειες αλληλέγγυας οικονομίας (στα ιταλικά, Distretti di Economia Solidale) με εκατοντάδες μικρές επιχειρήσεις που εργάζονται ως σύμπλεγμα επιχειρήσεων υπό ισχυρές κοινωνικο-οικολογικές αρχές.
Παρομοίως, διάφορες κοινωνικές ομάδες έχουν αναπτύξει τον Καταλανικό Συνολικό Συνεταιρισμό (CIC), ο οποίος βασίζεται στην οικονομική και πολιτική αυτοδιαχείριση με ισότιμη συμμετοχή των μελών του και προσπαθεί να ικανοποιήσει όλες τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες. Οι συναλλαγές του συνεταιρισμού διευκολύνονται επίσης με την υιοθέτηση ενός τοπικού νομίσματος (το «ECOS»). Ένα από τα πιο σημαντικά εγχειρήματα του CIC είναι το Calafou, ένας νέος οικολογικός-βιομηχανικός συνεταιρισμός σε έναν εγκαταλελειμμένο βιομηχανικό κλωστοϋφαντουργικό εργοστάσιο- υδρόμυλο, που χρονολογείται από τον 19ο αιώνα στον ποταμό Anoia , περίπου 100 χλμ από τη Βαρκελώνη. Το Calafou περιλαμβάνει 35 μικρά διαμερίσματα, 12.000 τ.μ. βιομηχανικών κτιρίων, ένα μικρό σχολείο, κοινόχρηστη κουζίνα, θέατρο και μια εγκαταλελειμμένη εκκλησία.
Τέλος, άλλοι αποαναπτυξιακοί δρώντες ασχολούνται συχνά με τον αντιπολιτευτικό ακτιβισμό, όπως οι αγωνιστές που εργάζονται για να σταματήσουν την επέκταση των αυτοκινητοδρόμων, των αεροδρομίων, των τρένων υψηλής ταχύτητας ή των αποτεφρωτήρων, που θέτει υπό αμφισβήτηση εκείνες τις πτυχές του εκσυγχρονισμού που σχετίζονται με την ατελείωτη επέκταση των υποδομών. Στην πραγματικότητα, όλοι οι τύποι κοινωνικοπεριβαλλοντικών συγκρούσεων που μελετήθηκαν από την πολιτική οικολογία και την οικολογική οικονομία ενδέχεται να εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία. Αναφερόμαστε σε αγώνες για την άνιση κατανομή του (οικολογικού) κόστους και οφέλους οποιωνδήποτε αναπτυξιακών έργων (π.χ. εξόρυξη, διάθεση αποβλήτων, βιομηχανίες, ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης των υδάτων κ.λπ.) που σχετίζονται με την οικονομική ανάπτυξη και συνεπώς την επέκταση του κοινωνικού μεταβολισμού ( τις ροές ενέργειας και υλικών στην οικονομία), εμφανώς στον Παγκόσμιο Νότο, αλλά και στον Βορρά. Η Παγκόσμια Συμμαχία για εναλλακτικές λύσεις στην αποτέφρωση αντιπροσωπεύει ένα καλό παράδειγμα ενός διεθνούς δικτύου που αντιτίθεται στην αποτέφρωση των αποβλήτων και στην προώθηση πιο βιώσιμων πρακτικών διαχείρισής τους, όπως η «στρατηγική μηδενικών αποβλήτων».
Η αποαναπτυξιακή αντιπολίτευση δεν περιορίζεται μόνο σε κοινωνικοπεριβαλλοντικές συγκρούσεις, αλλά και σε οποιοδήποτε από τα ζητήματα που σχετίζονται με τις προαναφερθείσες πηγές. Επιπλέον, μπορεί να λάβει διαφορετικές μορφές: διαδηλώσεις, μποϊκοτάζ, αστική ανυπακοή, άμεση δράση ή τραγούδια διαμαρτυρίας.
Τα κινήματα των αγανακτισμένων , των Occupy και των «κίτρινων γιλέκων», αν και δεν είναι ρητά υπέρ της αποανάπτυξης(κάποιες συνελεύσεις των κίτρινων γιλέκων έχουν ταχθεί ρητά υπέρ της), μοιράζονται τουλάχιστον τις ανησυχίες των δημοκρατικών ορίων στην ανάπτυξη που τις εκφράζουν με «παράνομη» στάση ανυπακοής στο κράτος και την ανάκτηση δημόσιων χώρων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η σύμπτωση με την αποανάπτυξη είναι ακόμη πιο κοντά. Για παράδειγμα, οι αγανακτισμένοι της Βαρκελώνης δήλωσαν στο μανιφέστο τους ότι «το οικονομικό σύστημα που βασίζεται στην αέναη ανάπτυξη δεν είναι βιώσιμο».
Ένα άλλο παράδειγμα αποαναπτυξιακής αντιπολίτευσης στον χρηματοπιστωτικό τομέα είναι η δράση του καταλανού ακτιβιστή για την αποανάπτυξη Enric Duran. Τον Σεπτέμβριο του 2008, ο Duran ανακοίνωσε δημοσίως ότι είχε «ληστεύσει» σχεδόν μισό εκατομμύριο ευρώ λαμβάνοντας νόμιμα σχετικά μικρά δάνεια από αρκετές τράπεζες, τα οποία δεν είχε πρόθεση να επιστρέψει (καθώς τα είχε ξοδέψει σε αξιόλογα κοινωνικά εγχειρήματα). Ήταν μια πολιτική δράση για να καταγγείλει αυτό που ονόμασε «αρπακτικό καπιταλιστικό σύστημα». Ένας σκοπός της πράξης του ήταν να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα του τραπεζικού συστήματος και να αποκαλύψει τη λογοδοσία των πιστωτικών ιδρυμάτων. Αναφερόμενος στη δημιουργία χρημάτων από τις τράπεζες ως δάνεια, ο Duran δήλωσε ότι εάν οι τράπεζες μπορούν να δημιουργήσουν χρήματα από το τίποτα, «θα τα κάνω να εξαφανιστούν σε τίποτα». Από το 2006 έως το 2008, χρηματοδότησε διάφορα αντι-καπιταλιστικά κινήματα, συμπεριλαμβανομένων περιοδικών που εκτυπώθηκαν σε εκατό χιλιάδες αντίγραφα που εστιάζουν στην ενεργειακή κρίση (δηλ. το peak oil), στις κριτικές της οικονομίας που βασίζεται στο χρέος και στην παρουσίαση συγκεκριμένων εναλλακτικών λύσεων για μια βιώσιμη οικονομία αλληλεγγύης.
Στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα της κρίσης που ήρθε για να μείνει, και στο πριν την πανδημία διάστημα, ο κόσμος των «από κάτω», εκείνων δηλαδή που βρίσκονται σε κίνδυνο και ήταν και είναι τα θύματα της κρίσης και των «μνημονίων», δημιούργησαν συχνά εγχειρήματα κοινοτισμού  και κοινωνικής-συνεργατικής αλληλέγγυας οικονομίας με τα χαρακτηριστικά της αποανάπτυξης, από ανάγκη να ανταπεξέλθουν καλύτερα. Υπήρξαν πάνω από 3.000 καταγεγραμμένα τέτοια εγχειρήματα(εκ των οποίων τα 1300 ήταν και είναι ακόμα και σήμερα εγχειρήματα κοινωνικής οικονομίας). Πολλά έχουν συρρικνωθεί σε σχέση με λίγα χρόνια πριν, άλλα είναι υπαρκτά και επίμονα δραστήρια και στρέφονται καθημερινά όλο και περισσότερο στην έννοια της Αποανάπτυξης και της Κοινότητας μέσα από μια θολή προσέγγιση της εικόνας τους. Η υιοθέτηση των εννοιών αυτών θα επιταχυνθεί στα επόμενα χρόνια της μετα-Κόβιτ εποχής, γιατί θα καλύπτει πολλές προσεγγίσεις και ανάγκες για συλλογική πραχτική και δράση με τα πλεονεκτήματα της Τοπικοποίησης-Αποκέντρωσης-Αποανάπτυξης και θα παίξει και καθοριστικό ρόλο στο φαντασιακό των Ελλήνων «απο κάτω» στα επόμενα δύσκολα χρόνια για την επιβίωση.
Μέχρι τώρα είχαμε τις «κοινότητες αγώνα» ή «του κινδύνου», όπως:
οι Σκουριές της Χαλκιδικής ή οι Σταγιάτες Πηλίου,
τις κοινότητες ενδιαφερόντων όπως το Πελίτι ή τον Αιγίλοπα
τις κοινότητες του διαδικτύου (π.χ. κοινότητες «κοινής χρήσης αυτοκινήτων» κ.λπ) και της «Ομότιμης Παραγωγής», τοπικά εργαστήρια ήπιας τεχνολογίας,
τις ενεργειακές κοινότητες, κ.λπ.
Είχαμε επίσης κύτταρα της νέας κοινωνίας της αποανάπτυξης του κοινοτισμού και της άμεσης δημοκρατίας, που θα επιδιώξουμε, όπως για παράδειγμα:
Περιαστικές Καλλιέργειες, EcoGaia Farm, Οικοκοινότητα-Οικοχωριό Σκάλα,
Συνεταιριστική Kοινότητα Aυτάρκειας "Από Κοινού ΚΟΙΝ.Σ.Επ.",
 ΒΙΟΜΕ, Συν Αλλοις Συνεταιρισμός Αλληλέγγυας οικονομίας
Terra Verde Χανιά, Το παγκάκι Καφενείον / κολεκτίβα εργασίας
ΤΕΜ Μαγνησίας, τοπικό νόμισμα, Δίκτυο ενέργειας, Οικογιορτές
Συνέλευση κατά της Καύσης Σκουπιδιών Βόλου,
 Ανοιχτή Συνέλευση στα Γιάννενα ενάντια στις εξορύξεις πετρελαίου,
Δίκτυο Αλληλέγγυας Συμβουλευτικής, Οι εκδόσεις των συναδέλφων
Πανε.ρ.τ - Πανελλαδική Ραδιοφωνία κ Τηλεόραση,
 ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΑΥΤΟΟΡΓΑΝΩΣΗΣ Κ ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ
Κίνηση Αποανάπτυξης Τρικαλινών Πολιτών
 κλπ, κ.λπ….
Ζούμε σε έναν καπιταλιστικό κόσμο που καταρρέει, και πέρα από την αντίσταση, η δημιουργία θετικών προοπτικών, η διαμόρφωση και - περισσότερο από οτιδήποτε – η υλοποίηση ενός αλληλέγγυου αποαναπτυξιακού οράματος, είναι ιδιαίτερης σημασίας.
Για το μέλλον, είναι επιθυμητό από την προοπτική του Κινήματος της αποανάπτυξης, του κοινοτισμού και της άμεσης δημοκρατίας, να βρεθεί μια από κοινού διαμορφωμένη και συμφωνημένη κατεύθυνση. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να ενταθεί η ανταλλαγή απόψεων για τα επίμαχα ουσιαστικά ζητήματα περιεχομένου, προκειμένου να συζητηθούν ανοικτά τα αμφιλεγόμενα θέματα στρατηγικής. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να αποφευχθεί το γεγονός ότι τα διαφορετικά ρεύματα στέκονται ασύνδετα το ένα δίπλα στο άλλο, και να διασφαλισθεί η δημιουργία μιας διασύνδεσης της πολυμορφίας. Της πολυμορφίας των υπαρχόντων κοινωνικών κινημάτων, της απελευθέρωσης της εργασίας, της κοινωνικής-συνεργατικής-αλληλέγγυας οικονομίας, της ριζοσπαστικής- κοινωνικής οικολογίας και προστασίας του κλίματος, της γυναικείας απελευθέρωσης και των ιθαγενικών και μη μειονοτήτων, της αυτοδιαχείρισης-άμεσης δημοκρατίας και φυσικά του Κοινοτισμού-αποανάπτυξης-τοπικοποίησης.
Τον κοινό παρονομαστή για αυτή την διασύνδεση στη χώρα μας, θα μπορούσε να προσφέρει η προσπάθεια του ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ, μιας πανελλαδικής Συνέλευσης που έχει βάλει αυτόν τον στόχο.

0 Comments

2020-2030: Το μέλλον της οικονομικής ανάπτυξης

7/1/2021

0 Comments

 
Το ερώτημα για το μέλλον της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης, είναι από τα πιο αποφασιστικά ερωτήματα- προκλήσεις για τα επόμενα χρόνια.
Ένας από τους μηχανισμούς που προώθησε την παγκοσμιοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας, η Παγκόσμια Τράπεζα, κάνει μια όσο γίνεται πιο ευνοϊκή προς τους επενδυτές πρόβλεψη για την δεκαετία που μας έρχεται: Η πανδημία του νέου κορονοϊού οδηγεί την παγκόσμια οικονομία στη δεκαετία 2020-30, στη μεγαλύτερη οικονομική ύφεση από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Επειδή το μοντέλο της μέχρι τώρα αέναης οικονομικής ανάπτυξης έχει μεταμορφώσει βαθιά την ανθρώπινη ζωή και τον πλανήτη και οι τρέχουσες κοινωνίες, οικονομίες και πολιτισμοί βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην προσδοκία για μια συνεχή στο μέλλον ανάπτυξη, το ερώτημα για το μέλλον της, μετατρέπεται σε ερώτημα για το μέλλον των ίδιων των κοινωνιών.
Με δεδομένο τις εξαιρετικές και μη επαναλαμβανόμενες περιστάσεις, που οδήγησαν στην άνευ προηγουμένου οικονομική επέκταση στην πρόσφατη ιστορία, φαίνεται σήμερα να είναι ουσιαστικά σαφές ότι: ανεξάρτητα από τις τοπικές ή περιφερειακές εξελίξεις, σε παγκόσμια κλίμακα οι μελλοντικοί ρυθμοί ανάπτυξης δεν θα είναι πουθενά κοντά σε αυτό που ήταν στο πρόσφατο παρελθόν. Η «ανάπτυξη», όπως την ξέραμε, μάλλον βρίσκεται προς το τέλος της.
Αυτό που δεν είναι σαφές ακόμα, είναι το πώς θα αντιδράσουν οι κοινωνίες στο τέλος της ανάπτυξης και στις συναφείς επερχόμενες κρίσεις. Οπότε τα ερωτήματα που έχουμε μπροστά μας είναι του τύπου: Ποια είναι η σημασία της οικονομικής ανάπτυξης στις τρέχουσες κοινωνίες; Πώς η ανθρωπότητα δημιούργησε αυτήν την εξάρτησή της από μια οικονομία με επίκεντρο την ανάπτυξη; Και είναι δυνατόν να υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις και πώς αυτές έχουν εξελιχθεί ιστορικά;
Ο όρος «ανάπτυξη», αν και είναι ένας πολύ αμφίσημος και αόριστος όρος, όταν εκφράσθηκε από τον μετρήσιμο στατιστικά οικονομικό δείκτη του ΑΕΠ, έγινε ορισμένος, μονοσήμαντος και σταθερός, με την έννοια που δίνουν τα μαθηματικά σε αυτά τα επίθετα. Ο σημασιολογικός πυρήνας της οικονομικής ανάπτυξης λοιπόν εντοπίσθηκε και ορίσθηκε γενικά ως η ετήσια αύξηση του δείκτη του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ) ή του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος(ΑΕγχΠ). Το ΑΕΠ και το ΑΕγχΠ μετρούν τη νομισματική αξία όλων των τελικών αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται σε μια χώρα, συμπεριλαμβανομένου του κόστους παραγωγής όλων των υπηρεσιών που παρέχονται από το κράτος και την κυβέρνησή της.
Δεδομένου ότι η παραγωγή υλικών αγαθών και οι υπηρεσίες προέρχονται, παρέχονται και καταναλώνονται από τους κατοίκους μιας χώρας, το ΑΕΠ / ΑΕγχΠ σχετίζεται άμεσα με τον πληθυσμό της. Έτσι η χρήση του δείκτη κατά κεφαλήν ΑΕΠ / ΑΕγχΠ επιτρέπει τη σύγκριση των οικονομιών χωρών με διαφορετικά μεγέθη πληθυσμού. Ενώ αυτός ο ορισμός παρέμενε πάντα στον πυρήνα του όρου «οικονομική ανάπτυξη», η ιδέα της χρήσης ενός Μέσου Όρου σαν μέτρου σύγκρισης έχει αμφισβητηθεί σε μεγάλο βαθμό γιατί χρεώνεται με πολλά αμφισβητούμενα και μεταβαλλόμενα νοήματα, υποθέσεις και υποδηλώσεις. Συχνά, η «οικονομική ανάπτυξη» εξισώνεται με την ανάπτυξη γενικά (από μόνη της μια αμφισβητούμενη έννοια), με την κοινωνική πρόοδο, την οικονομική βελτίωση και ευημερία ή την επέκταση των υλικών μέσων.
Αυτή η ποικιλία νοημάτων που αποδίδονται στην «ανάπτυξη», δεν προκαλεί έκπληξη αφού η έννοια- όπως εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου- αμφισβητείται έντονα από διάφορες κοινωνικές ομάδες, και είναι πιθανό να συνεχισθεί αυτό και στο μέλλον. Γιατί, ενώ η οικονομική ανάπτυξη άντλησε τη νομιμότητά της από την υπόσχεσή της ότι θα παρέχει τα μέσα τόσο για τη βελτίωση των ατομικών συνθηκών διαβίωσης, όσο και για την κοινωνική πρόοδο-και έτσι εξηγείται γιατί η ιδέα της συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης έχει εγκριθεί ευρέως, είναι εύκολα δεδομένη και σπάνια αμφισβητήθηκε-τώρα πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα, γιατί αυτή έχει όρια και δεν μπορεί να συνεχισθεί αέναα στο μέλλον.
Τα πλεονεκτήματα της οικονομικής ανάπτυξης είχαν πάντα κοινωνικά ή / και περιβαλλοντικά κόστη και ζημίες, που οι οπαδοί της, είτε δεν ήθελαν να τα δουν είτε τα απέκρυβαν εσκεμμένα. Όμως υπήρξαν και στο παρελθόν ανησυχίες για τις επιπτώσεις της -στην κοινωνία και το περιβάλλον- οι οποίες έχουν επανειλημμένα διατυπωθεί στα πλαίσια της ακαδημαϊκής κοινότητας και των κοινωνικών-οικολογικών κινημάτων.
Η κριτική του «αναπτυξιακού» μοντέλου που προωθείται κυρίως από τις «αναπτυγμένες» χώρες, ξεκίνησε από τη 10ετία του 1970(Κλαμπ της Ρώμης) με τη διατύπωση της θεωρίας των «ορίων της ανάπτυξης». Τα οικονομικά συστήματα που βασίζονται στην «ανάπτυξη», είναι υποσυστήματα σε ένα «υπερσύστημα», αυτό του πλανητικού συστήματος της βιόσφαιρας. Οι έρευνες για τις δυνατότητες του «κλειστού» συστήματος της βιόσφαιρας του πλανήτη, οδήγησαν στη διαπίστωση ότι αυτές είναι περιορισμένες. Υπάρχουν όρια-εξωτερικά λεγόμενα όρια- στις «υπηρεσίες» που μπορεί να προσφέρει αυτή και τα οικοσυστήματά της στα υποσύνολά τους που είναι τα τεχνητά κοινωνικά περιβάλλοντα που δημιούργησαν οι άνθρωποι για τον εαυτό τους(ανθρωπόσφαιρα-κοινωνία). Ο μόνος παράγοντας που είναι απεριόριστος για κάποια ακόμα δισεκατομμύρια χρόνια, είναι η ηλιακή ενέργεια που προσφέρεται από το «υπερ-υπερ σύστημα», αυτό του ηλιακού μας συστήματος. Αλλά και η έρευνα στο ίδιο το κοινωνικό-οικονομικό ανθρώπινο σύστημα(τους τελευταίους αιώνες το αποκαλούμε καπιταλιστικό), οδήγησε στην ταυτόχρονη διαπίστωση ότι υπάρχουν και εσωτερικά όρια από το ανθρώπινο υποσύστημα.

Α) Εξωτερικά όρια της «ανάπτυξης»: πόροι, κλιματική αλλαγή και γη

Μεταξύ 1890 και 1990, ο παγκόσμιος πληθυσμός 4-πλασιάσθηκε, ενώ η παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας και το ΑΕγχΠ 14-πλασιάσθηκε, η δε βιομηχανική παραγωγή 40-πλασιάσθηκε. Από όλους τους homo sapiens που έζησαν τα τελευταία τέσσερα εκατομμύρια χρόνια, πιθανότατα το ένα πέμπτο έζησε κατά τον εικοστό αιώνα. Μεγάλο μέρος αυτής της ανάπτυξης συνέβη στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα κατά τη «χρυσή εποχή» των εξαιρετικά υψηλών ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ μεταξύ 1950 και 1970. Συνέβη στις βιομηχανικές χώρες και σε οικονομίες «αναδυόμενων αγορών», όπως ονομάσθηκαν. Το «Σύνδρομο της δεκαετίας του 1950» ή «Μεγάλη Επιτάχυνση», έχει επίσης ονομασθεί αυτή η περίοδος. Χαρακτηρίσθηκε από ταχέως αυξανόμενη κατανάλωση ορυκτών καυσίμων, ενέργειας και υλικών αγαθών, αυξανόμενη εκμετάλλευση φυσικών πόρων και διαφόρων μορφών περιβαλλοντικής υποβάθμισης και μόλυνσης.
  1. Αυτή η εξέλιξη αντικατοπτρίζει εξαιρετικές περιστάσεις, βασισμένες κυρίως σε μια άνευ προηγουμένου εκμετάλλευση φθηνών ορυκτών καυσίμων, αλλά η επανάληψη της εμπειρίας του εικοστού αιώνα είναι πλέον αδύνατη. Αυτό είναι προφανές ακόμη και στους πιο ενθουσιώδεις υποστηρικτές της «ανάπτυξης». Ο άνθρακας, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο δεν θα μπορέσουν να διατηρήσουν τους μέχρι τώρα ρυθμούς του 2-3% της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης, ατέλειωτα στο μέλλον ( ακόμα  και αν παραμείνουμε στάσιμοι στο σημερινό υψηλό επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας). Ένας λόγος είναι το απλό γεγονός ότι είναι πεπερασμένοι αυτοί οι ενεργειακοί πόροι και κάποια στιγμή θα εξαντληθούν- αν και είναι αδύνατο να ορίσουμε εκείνη τη στιγμή στο χρόνο. Πολύ νωρίτερα, θα είναι τόσο δαπανηρή η εξόρυξη και η εκμετάλλευση των τελευταίων αποθεμάτων τους, που θα είναι καλύτερα από άποψη οικονομικού αποτελέσματος, να τα αφήσουμε εκεί που βρίσκονται.
  2. Ακόμα κι αν υπήρχε ατελείωτη δυνατότητα προμήθειας άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου, η καύση τους οδηγεί σε κλιματικές αλλαγές απαράδεκτων διαστάσεων, καθιστώντας τη χρήση τους όλο και πιο απαράδεκτη. Σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, τα τρέχοντα αποθέματα ορυκτών καυσίμων, τα οποία βρίσκονται ακόμη στο έδαφος, ισοδυναμούν-αν καούν- με πέντε φορές το ποσό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που επιτρέπεται, αν θέλουμε η ανθρωπότητα να παραμείνει εντός του διεθνώς συμφωνημένου ορίου των δύο βαθμών υπερθέρμανσης του πλανήτη, λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου. Υπάρχει ήδη φανερή αντίθεση στις μορφές ενέργειας με υψηλό αρνητικό αντίκτυπο στην κλιματική αλλαγή, και σε τοπικό-περιφερειακό επίπεδο και σε παγκόσμιο.  Παρατηρείται ως δημόσια αντίσταση κατά των εξορύξεων πετρελαίου, λιγνίτη, fracking, ή άμμώδους πίσσας, και είναι πιθανό να αυξηθεί με την αυξανόμενη συνειδητοποίηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και του ρόλου των ορυκτών καυσίμων στην πρόκλησή της. Οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι οι άμεσες επιπτώσεις της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής απειλούν την υγεία εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Στα προβλεπόμενα αποτελέσματα περιλαμβάνονται κύματα θερμότητας και ακραίες καιρικές συνθήκες, ελλείψεις στους υδάτινους πόρους, που οδηγούν σε αποτυχίες συγκομιδής, αλλαγές στο φάσμα των ασθενειών, ζημίες και απώλειες περιουσίας, χειροτέρευση των συνθηκών επιβίωσης, απώλειες στις υπηρεσίες που προσφέρουν στον άνθρωπο τα οικοσυστήματα και αύξηση στη βία και τις εχθροπραξίες κ.λπ. Όλα αυτά θα επηρεάσουν δυσανάλογα περισσότερο ευάλωτες ομάδες στον κόσμο και σε κάθε κοινωνία, δηλ. τους φτωχούς, τους ηλικιωμένους και τους περιθωριοποιημένους. Ακόμα πιο ανησυχητικά αποτελέσματα, περιλαμβάνουν τον κίνδυνο η ανθρώπινη δραστηριότητα να φτάσει και να πάει τα πράγματα πέρα ​​από τα «σημεία μη επιστροφής» (tipping points), όπως η τήξη του permafrost(παγωμένου εδάφους) στο Βορρά ή η απώλεια της εδαφοκάλυψης, που θα προκαλέσουν μη αναστρέψιμη και αυτόματη καταλυτική αλλαγή του κλίματος σε νέο και πραγματικά αδιανόητο επίπεδο. Η ιδέα ότι οι τεχνολογικές καινοτομίες θα μπορούσαν να βοηθήσουν να αποσυνδεθεί η «ανάπτυξη» από τη μείωση του φυσικού κεφαλαίου και τη ρύπανση του περιβάλλοντος, αποτελώντας τη βάση της έννοιας της «πράσινης ανάπτυξης», η οποία προτείνει τη συνέχιση του υπάρχοντος οικονομικού συστήματος με μείωση στα οικολογικά βάρη που κουβαλά μαζί του, έγινε αποδεκτή από μέρος του κεφαλαίου («πράσινο κεφάλαιο»), το οποίο επενδύεται στις πράσινες καινοτομίες. Η προσδοκία ότι η «πράσινη ανάπτυξη» θα συμβάλει στην συνέχιση της αυξητικής καμπύλης με την οποία παριστάνουν την «ανάπτυξη» οι θιασώτες της, έχει αμφισβητηθεί από τους «αποαναπτυξιακούς» οικονομολόγους. Στην καλύτερη περίπτωση το «πράσινο» κομμάτι της ανάπτυξης, θα δώσει μια παράταση, προτού καταρρεύσουν οριστικά τα τοπικά και πλανητικά οικοσυστήματα. Το κίνημα της Αποανάπτυξης δεν είναι εναντίον των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, της χρήσης των καινοτομιών και της βιωσιμότητας, αλλά επισημαίνει ότι σε έναν κόσμο με αυξανόμενη οικονομική ανάπτυξη αυτές οι στρατηγικές προσήλωσης στην τεχνολογία δεν αρκούν. Ειδικά όταν θα πρέπει να καταστεί δυνατό ένα παρόμοιο βιοτικό επίπεδο για όλους τους ανθρώπους, χωρίς να καταστρέψουμε τον πλανήτη. Γιατί δεν υπάρχει βιωσιμότητα χωρίς αλλαγή του τρόπου ζωής των ανθρώπων, ιδίως στον «αναπτυγμένο κόσμο.
  3. Προς το παρόν, ο κόσμος χρησιμοποιεί τους πόρους και τη χωρητικότητα απορρόφησης απορριμμάτων από 1,6 πλανήτες-σαν τη γη- ανά μονάδα χρόνου, και εάν συνεχισθούν οι τρέχουσες τάσεις, αυτό θα αυξηθεί σε δύο πλανήτες έως το 2030(Footprintnetwork 2016). Αυτό μπορεί να φαίνεται ότι λειτουργεί ακόμα, γιατί απλώς η καπιταλιστική κυρίαρχη οικονομία, όπως δημιουργεί οικονομικά χρέη για τα νοικοκυριά τις επιχειρήσεις και τις κυβερνήσεις, με τον ίδιο τρόπο, μετατοπίζοντας το βάρος του οικολογικού αποτυπώματος στο χρόνο και το χώρο και μεταφέροντας έτσι το κόστος στο μέλλον ή σε άλλες περιοχές, δημιουργεί και οικολογικά χρέη, που καλούνται να τα πληρώσουν άλλοι ή οι μέλλουσες γενεές. Αυτό φαίνεται σε σχέση, για παράδειγμα, με την υποβάθμιση της βιοποικιλότητας και της γονιμότητας των εδαφών. Έχει υπολογισθεί ότι όλη η παραγωγικότητα των εδαφών που αφιερώθηκαν εξ ολοκλήρου σε ανθρώπινες δραστηριότητες ανήλθε στο 30,7% της χερσαίας και 2,2% της υδάτινης πρωτογενούς καθαρής παραγωγής Αυτός ο υπολογισμός αναφέρεται στο ποσοστό της συνολικής βιομάζας, την οποία παρέχουν επίσης στον άνθρωπο τα οικοσυστήματα και τα άλλα όντα σε τρόφιμα, φυτικές ίνες και καύσιμα, και δείχνει ότι ο άνθρωπος παράγει μόνο το 1/3 της βιομάζας που χρησιμοποιεί, το υπόλοιπο το δανείζεται από τη βιοποικιλότητα και τα οικοσυστήματα του πλανήτη, που όμως υπερκαταναλώνοντας τις δυνατότητές τους, δεν μπορούν να αναπαραχθούν από μόνα τους και καταρρέουν.Είναι φυσικά ένας θεωρητικός υπολογισμός με πολλά περιθώρια λάθους, όμως μας λέει κάτι σε σχέση με τον κύριο πόρο που μας παρέχει η βιόσφαιρα-τη τροφή- και θα έπρεπε να «κτυπήσει το κουδούνι του κινδύνου» στον καθένα μας. Δεν μπορούμε να έχουμε το όραμα ενός κόσμου, ο οποίος δεν περιλαμβάνει τη συνεχιζόμενη ύπαρξη ζώων και φυτών που δεν προορίζονται για να τρώγονται από τον άνθρωπο και γης που δεν καλλιεργείται ή εξορύσσεται ή χτίζεται. Και το πιο απαράδεκτο μάλιστα είναι το γεγονός ότι παρόλη αυτή την υπερκατανάλωση της βιόσφαιρας, το οικονομικό σύστημα της «ανάπτυξης» δεν κατάφερε να θρέψει με επάρκεια τον παγκόσμιο πληθυσμό. Το ένα δις τουλάχιστον των ανθρώπων πεινά ή υποσιτίζεται σήμερα, όχι μόνο στον «υπανάπτυκτο» Νότο[1]. Ακόμη χειρότερα, επιδείνωσε παγκόσμια την αδικία στην παγκόσμια διανομή τροφίμων. Ενίσχυσε ένα σύστημα στο οποίο τα τρόφιμα αντιμετωπίζονται όπως κάθε άλλο εμπορεύσιμο προϊόν, αντί να είναι ένα ουσιαστικό ανθρώπινο δικαίωμα που προστατεύεται από τις απαιτήσεις του κανονικού εμπορίου.
 
Β) Εσωτερικά όρια: στασιμότητα, ευημερία και ισότητα

Οι εξωτερικοί περιορισμοί που προκύπτουν από την έλλειψη πόρων, την κλιματική αλλαγή και την κατάρρευση των οικοσυστημάτων της βιόσφαιρας της γης γενικότερα, δεν είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν  είμαστε σίγουροι ότι θα συνεχίζεται η οικονομική ανάπτυξη στο μέλλον. Ανεξάρτητα από αυτές τις περιβαλλοντικές ανησυχίες, υπάρχουν καλοί λόγοι για να αμφισβητηθεί η πιθανότητα, αλλά και η επιθυμία για συνεχιζόμενη ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια. Μετά την πρόσφατη οικονομική κρίση στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, καθώς και την παρούσα υγειονομική κρίση με τα επακόλουθα lockdown της οικονομίας και της ανθρώπινης δραστηριότητας--«ανθρωπόπαυση» έχει ήδη ονομασθεί αυτό-  αρκετοί οικονομολόγοι έχουν εκτιμήσει ότι οι πρώιμες βιομηχανικές οικονομίες έχουν εισέλθει σε ένα νέο στάδιο στην ιστορία της οικονομικής ανάπτυξης. Με βάση τη διαπίστωση ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης στις χώρες πρότυπο- πρόκειται για τις χώρες του ΟΟΣΑ από τη Δυτική Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και την Ιαπωνία - δείχνουν μια συνεχιζόμενη πτώση, εκφράζουν την ανησυχία ότι οι βιομηχανοποιημένες χώρες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν σύντομα το τέλος της ανάπτυξης.
  1. Επιστρέφοντας στις θεωρίες της δεκαετίας του 1930 για την στασιμότητα, οι υποστηρικτές της «νέας υπόθεσης για την παγκόσμια στασιμότητα», προβλέπουν την κατάρρευση των σχετικών ρυθμών ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας, τις επόμενες δεκαετίες. Οι λόγοι για αυτό ξεκινάνε από τα μειωμένα μακροπρόθεσμα αναπτυξιακά δυναμικά που οφείλονται στη μείωση της τεχνολογικής παραγωγικότητας και φθάνουν μέχρι τους δομικούς «ανεμοστρόβιλους», όπως είναι οι στασιμότητα των πληθυσμών, η κοινωνικοοικονομική ανισότητα και το δημόσιο χρέος. Αυτό που παρατηρείται είναι μια «ανάπτυξη» της χρηματικής οικονομίας που στηρίζεται στον μηχανισμό του χρέους, τις χρηματοπιστωτικές φούσκες και τα χρηματιστήρια.
  2.  Η οικονομική επέκταση έχει φέρει βέβαια μέχρι τώρα τεράστια οφέλη για εκατομμύρια ανθρώπους σε πολλά μέρη του κόσμου, από τότε που-αρχές του δέκατου ένατου αιώνα- περίπου το 80% των ανθρώπων στον κόσμο ζούσαν υπό υλικές συνθήκες περίπου παρόμοιες με εκείνες του φτωχότερου 20% του παγκόσμιου πληθυσμού σήμερα. Αν και η φτώχεια είναι πάντα σχετική, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ξεπεράσθηκαν πολλές δυσκολίες που χαρακτήριζαν τον βίο των ανθρώπων για το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας μέχρι τη σημερινή εποχή. Οι ζωές των περισσότερων χαρακτηρίζονταν από έλλειψη, υλική ανασφάλεια και φτώχεια. Κατά τη βιομηχανοποίηση, η αυξημένη διαθέσιμη ενέργεια μέσω των ορυκτών καυσίμων σήμαινε ότι «για πρώτη φορά στην ιστορία, η μαζική φτώχεια έγινε μη αναγκαία», αλλά προφανώς εξακολουθούσε να υπήρχε. Όμως, η ποιότητα της ζωής δεν καθορίζεται μόνο από την ποσότητα. Η ανάπτυξη των δύο τελευταίων αιώνων έφερε και οφέλη ποιοτικά, τα οποία πριν δεν ήταν διαθέσιμα ακόμη και για τους τότε πλούσιους, όπως ταξίδια διακοπών σε ξένες ηπείρους, επικοινωνία με απομακρυσμένα αγαπημένα πρόσωπα ή πρόσβαση σε θεσμούς αποκατάστασης της υγείας. Παρατηρήθηκε όμως τα τελευταία χρόνια, το λεγόμενο παράδοξο του Easterling: από ένα ορισμένο επίπεδο εισοδήματος - και αυτό οι περισσότεροι άνθρωποι στις αναπτυγμένες χώρες το έχουν επιτύχει στη δεκαετία του 1980 - τελειώνει η ανάλογη σχέση μεταξύ ανάπτυξης και ευημερίας. Από τότε και μετά,  παρά την οικονομική ανάπτυξη, η ικανοποίηση των ανθρώπων από τη ζωή όχι μόνο λιμνάζει, αλλά και μειώνεται (παράδοξο του Easterlin ονομάσθηκε αυτό, από το όνομα του καθηγητή που το παρατήρησε πρώτος στις έρευνές του για την ανθρώπινη ευτυχία)[2]. Και ενώ η υπόσχεση της «ανάπτυξης» για «κοινωνίες ευημερίας» πάει περίπατο για τους πολλούς «από κάτω» των σημερινών κοινωνιών[3], αμφισβητείται σήμερα και το είδος της ευημερίας  που στηρίζεται στους εξαντλητικούς ρυθμούς της υπερκατανάλωσης και του «όλο πιο πολύ, πιο γρήγορα, πιο μακριά». Σε αντιπαράθεση προτείνονται νέοι δείκτες «ευζωίας» των ανθρώπων(ευζωία-μια συνολικά καλή και αξιοβίωτη ζωή- αντί ευημερίας –μιας καλής ημέρας χωρίς να σκέφτομαι το μέλλον).
  3. Για δεκαετίες υποστηρίζεται, από τους ιθύνοντες οικονομολόγους και τους πολιτικούς όλων των τάσεων στα κοινοβούλια (και των «αναπτυγμένων», και των «υπο ανάπτυξη», και των πρώην «σοσιαλιστικών» χωρών), ότι η οικονομική ανάπτυξη ξεδιπλώθηκε σύμφωνα με ένα «άγραφο κοινωνικό συμβόλαιο», στο οποίο οι φτωχοί άνθρωποι αποδέχθηκαν την ανισότητα, καθώς και την οικονομική και πολιτική καταστολή, επειδή θα μπορούσαν να ελπίζουν σε μια καλύτερη σχετικά ζωή στα επόμενα χρόνια και ότι τα παιδιά τους θα ζούσαν ακόμα καλύτερα μετά από αυτούς. Καθώς όμως διαπιστώνουν ότι τα σημαντικά οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης συγκεντρώνονται σχεδόν εξ ολοκλήρου σε εκείνους που βρίσκονται  στην κορυφή της πυραμίδας των εισοδημάτων, αυτή το συμβόλαιο δεν ισχύει πλέον. Εάν ήταν αλήθεια ότι και η ηθική μας και οι αξίες της ισότητας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν αποτέλεσμα μιας κοινωνικής τάξης που στηρίχθηκε στην οικονομική ανάπτυξη με βάση τα ορυκτά καύσιμα, τότε πως εξηγείται το γεγονός της μεγιστοποίησης των κοινωνικών ανισοτήτων και σε παγκόσμιο επίπεδο και εντός των χωρών παντού; Είναι φανερό ότι και για λόγους κοινωνικής απελευθέρωσης και για λόγους πολιτικής και κοινωνικής ισότητας, θα πρέπει να ξεπερασθεί το μοντέλο της «ανάπτυξης» που επικράτησε μέχρι σήμερα.   Το στοίχημα για την εξεύρεση μιας ηθικά και πολιτικά αποδεκτής εναλλακτικής λύσης, θα είναι το πιο αποφασιστικό των επόμενων δεκαετιών- έχουμε καιρό μέχρι το 2050 το πολύ- και θα μπορούσε να ταυτισθεί με το «στοίχημα της αποανάπτυξης»[4] για την ολοκλήρωση του προγράμματος μετάβασης προς ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο και ένα νέο πολιτισμό. Δείγματα προς αυτή την κατεύθυνση μπορούμε να δούμε στα αποτελέσματα της πρώτης «ανθρωπόπαυσης» που συνέβη στη διάρκεια του απερχόμενου 2020!
Η «ανθρωπόπαυση»-όπως η «αγροανάπαυση» που εφαρμόζουν σήμερα οι βιοκαλλιεργητές στη γεωργία- μπορεί να προσφέρεται για κάποια προσωρινή αναγέννηση των τοπικών και πλανητικών οικοσυστημάτων, αλλά για μια μόνιμη διατήρηση των συνθηκών καλής ζωής-ευζωίας της-η ανθρωπότητα θα χρειασθεί να στραφεί προς την Αποανάπτυξη-Τοπικοποίηση, τον Κοινοτισμό και την Άμεση Δημοκρατία, όσο είναι καιρός!!!


[1] Ένας δείκτης για τον παράλογο τρόπο που γίνεται η διανομή της παραγόμενης τροφής, είναι τα απορρίμματά της. Εκτιμάται ότι οι καταναλωτές π.χ. στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική πετάνε στα σκουπίδια 95–115 κιλά τροφής ετησίως ενώ στην υποσαχάρια Αφρική και τη Νότια / Νοτιοανατολική Ασία τα απόβλητα τροφίμων είναι μόλις 6-11 κιλά κατά κεφαλήν και ανά έτος (FAO 2011).

[2] Τότε, τις 10ετίες του 1970-80, ο μέσος καταναλωτής στις αναπτυγμένες χώρες κατείχε περίπου 6000 αντικείμενα και ήταν περισσότερο ευχαριστημένος από ό,τι σήμερα, που κατέχει περίπου 10.000 αντικείμενα και δεν έχει ούτε τον χρόνο να τα χρησιμοποιήσει, ούτε τον χώρο για να τα αποθηκεύσει.

[3] Στις κοινωνίες της «ευημερίας» δεν μπορεί πλέον να διατηρηθεί το επίπεδο ζωής που είχαν πετύχει οι πολυάριθμες μεσαίες τάξεις της Δύσης –Βορά, πριν την κρίση του 2008-09, ξεκινώντας από τη Νότια Ευρώπη της λιτότητας και την Ελλάδα των μνημονίων.

[4] Πρωτοδιατυπώθηκε καθαρά στο ομώνυμο βιβλίο του Σερζ Λατούς.

0 Comments

Η διαφορά μεταξύ «δυτικού» και «ανατολικού»[1] καπιταλισμού.

30/12/2020

0 Comments

 
Καταρχήν η ομοιότητα των δύο, σε σχέση με τους κοινωνικούς σχηματισμούς όπου επικρατεί η μία ή η άλλη μορφή καπιταλισμού, συνίσταται στην κοινή στάση που έχουν απέναντι στην νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας και της θεσμισμένης δημοκρατίας στα πλαίσιά τους: έχουν αναγάγει την οικονομική αποτελεσματικότητα και τη μεγέθυνση της οικονομίας-το ίδιο «αναπτυξιακό» μοντέλο-σαν κύριο κριτήριο νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας. Έχουν εργαλειοποιήσει την αξία της δημοκρατίας ως «πρωταρχικού αγαθού» των πολιτών τους, απαλλάσσοντας την πολιτική και οικονομική τους ελίτ από τη λογοδοσία απέναντι στην κοινωνία των πολιτών, αφού κυριαρχεί η αποτελεσματικότητα που διαθέτουν αυτές οι ελίτ, έχοντας στα χέρια τους την τεχνογνωσία και την οικονομική ισχύ. Η παραγωγική διαδικασία και η τεχνολογία της αντικειμενοποιείται, ουδετεροποιείται ντετερμινιστικά και αποπολιτικοποιείται –οι αποφάσεις για τη μια ή την άλλη εφαρμογή παίρνονται από τους «ειδικούς»-και ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας υποκαθίσταται από τον «ουδέτερο» τεχνολογικό καταμερισμό με βάση τις αποκτημένες δεξιότητες των εργαζομένων. Έτσι, η ενοποίηση της πολιτικής και της οικονομίας μέσω των αντίστοιχων ελίτ, καθώς και η νομιμοποίηση του εξουσιαστικού φαινομένου με όρους αποτελεσματικότητας και όχι δημοκρατικής διαβούλευσης και αντιπαράθεσης, είναι το κοινό χαρακτηριστικό που αποκτήθηκε σταδιακά, τόσο από τον «δυτικό»(«φιλελεύθερο»;), όσο και από τον «ανατολικό»(«απολυταρχικό») καπιταλισμό. Το κοινό τους λοιπόν χαρακτηριστικό είναι στην ουσία η «ολιγαρχία».
Η διαφορά μεταξύ τους, βέβαια, παραμένει σημαντική. Στις «αναπτυγμένες» χώρες της καπιταλιστικής Δύσης, η παραπάνω διαπίστωση για το κοινό χαρακτηριστικό, στηρίζεται και είναι αποτέλεσμα της δομικής πλουτοκρατικής διάρθρωσης των πολιτικών κοινωνιών, ενώ στην «αναπτυσσόμενη» Ανατολή στηρίζεται στο εγγενές αρχικό στοιχείο του πολιτικού επιπέδου με το απολυταρχικό στην ουσία κομματικό σύστημα διακυβέρνησης. Ο κινέζικος καπιταλισμός-κυρίαρχος στον «ανατολικό» καπιταλισμό και για αυτό η ανάλυσή μας αναφέρεται βασικά σε αυτόν - μετά την ήττα της «πολιτιστικής επανάστασης» και την επικράτηση του «κρατικού καπιταλισμού»-στην αρχή-και στη συνέχεια το πέρασμά του στο ιδιαίτερο τερατούργημα –μείγμα κεντρικού πλάνου και εταιρικού τρόπου παραγωγής και ιδιοποίησης αξιών- εξαλείφει ευθύς εξαρχής την πολιτική από το νου των ανθρώπων ως μια υπόθεση των ειδημόνων που δεν αφορά τους «από κάτω». Στο (νεο)φιλελεύθερο-αξιοκρατικό δυτικό καπιταλισμό η αποστασιοποίηση από τη συμμετοχή και η αδιαφορία για τις διαδικασίες διαβούλευσης και συναπόφασης, συντελείται όχι τόσο λόγω της συνθετότητας των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών και των διακυβευμάτων τους, όσο λόγω των κυρίαρχων νοημάτων και σημασιών της θρησκείας της «ανάπτυξης», που έχουν εσωτερικευθεί από την πλειοψηφία των πολιτών, ενώ οι μειοψηφίες βιώνουν τη ματαιότητα πως «δεν υπάρχει εναλλακτική».
Η υποκατάσταση της δημοκρατικής αρχής (που σήμερα εκφράζεται με τον όρο άμεση δημοκρατία) από το δόγμα της αυταπόδεικτης αποτελεσματικότητας της οικονομίας της «ανάπτυξης» και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στον δυτικό τύπο καπιταλισμού από τη μια, και η συγκέντρωση της οικονομικο-πολιτικής δύναμης στην ελίτ μέσω του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού του κόμματος στον ανατολικό τύπο από την άλλη- ιδίως σε καιρούς κρίσης (οικονομικής, υγειονομικής κ.λπ.), δείχνει ότι πράγματι το χάσμα μεταξύ (νεο)φιλελεύθερου «δυτικού» και απολυταρχικού «ανατολικού» καπιταλισμού έχει μειωθεί σημαντικά, όχι μόνο σε σχέση με τους οικονομικούς δείκτες, αλλά κυρίως σε σχέση με ουσιώδεις πτυχές του καθημερινού τρόπου άσκησης της εξουσίας. Και αυτό συμβαίνει όχι γιατί φιλελευθεροποιείται η Κίνα, αλλά κυρίως γιατί αυταρχικοποιείται η δυτική μετα-δημοκρατία, όπως την έχουν αποκαλέσει κάποιοι.
Άλλη διαφορά των δυο τύπων καπιταλισμού:
α) Στον (νεο)φιλελεύθερο, αξιοκρατικό καπιταλισμό της Δύσης, η τυπική νομική ισότητα των πολιτών έναντι του νόμου υποσκάπτεται από τη μεταβίβαση της ανισότητας από γενιά σε γενιά μέσω της κληρονομικής διαδοχής, από την ιδιωτικοποίηση κοινωφελών υπηρεσιών-«ΚΟΙΝΩΝ», καθώς και από την αναπαραγωγή της κοινωνικής διαφοροποίησης-διαστρωμάτωσης μέσω της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Μέσω της εκπαίδευσης όμως υπήρξε και μια κοινωνική κινητικότητα από τα κάτω προς τα πάνω, με το πέρασμα πολλών γόνων των κατώτερων τάξεων σε μεσαία στρώματα, πράγμα που οδήγησε εκτός των άλλων και σε πολυπληθείς μεσαίες τάξεις στις δυτικές κοινωνίες.
β) Στον πολιτικο-οικονομικό απολυταρχικό καπιταλισμό της Ανατολής έχει προγραμματισθεί η κοινωνική διαφοροποίηση μέσα από τους δεσμούς με την ιεραρχία του κόμματος και μέσα από τα πλάνα για την αναγκαιότητα διεύρυνσης της μεσαίας τάξης[2],αλλά και μέσα από την εγγενή διαφθορά των πολιτικών-καπιταλιστικών ελίτ και την απουσία δικαιοκρατικών εγγυήσεων κατά τη λήψη αποφάσεων.
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες, υπερ-εμπορευματοποιημένες κοινωνίες, στη Δύση κυρίως, αλλά- σε μικρότερο προς το παρόν βαθμό- και στην Ανατολή, είναι η απο-ηθικοποίηση του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας και η έλλειψη νοήματος για τη ζωή. Το laissez-faire του Adam Smith στη Δύση, προϋπέθετε την καλλιέργεια ηθικών συναισθημάτων των συμμετεχόντων στην ελεύθερη αγορά, ώστε να εκτυλίσσεται απρόσκοπτα το «ευγενές εμπόριο» κάτω από την επιταγή της «αόρατης χειρός». Η ρύθμιση της αχαλίνωτης αγοράς όμως δεν μπορεί πλέον να στηριχθεί σε εσωτερικευμένους, ηθικούς φραγμούς «αυτόνομων ορθολογικά δρώντων» του είδους “homo-oeconomicus”, με ανεπτυγμένη ενσυναίσθηση στις διανθρώπινες και κοινωνικές τους σχέσεις. Σήμερα, η ρύθμιση της αγοράς, στην μεν Δύση, στηρίζεται μόνο σε νόμους και κανόνες οι οποίοι όμως δεν καθορίζονται από κάποια «γενική βούληση», αλλά από πολιτικούς σε στενή διασύνδεση με την οικονομική ελίτ. Στην δε Ανατολή, ρυθμίζεται από την ίδια την πολιτικο-καπιταλιστική διευθύνουσα τάξη.
Αυτή η από-ηθικοποίηση των ολοένα και πιο εμπορευματοποιημένων πτυχών του βίου των ανθρώπων παντού στον παγκοσμιοποιημένο πια καπιταλισμό, δημιουργεί μια σειρά από παθογένειες οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο το υπάρχον κοινωνικό συμβόλαιο και την κοινωνική συνοχή και αμφισβητούν τη νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη. Τέτοιες παθογένειες είναι π.χ. η κανονικοποίηση της διαφθοράς ως αναπότρεπτο στοιχείο του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, η απουσία ισχυρών ανθρώπινων δεσμών για την εύρυθμη λειτουργία των συμβάσεων, συμβολαίων και συμφωνιών, η θεσμοποίηση της νοοτροπίας του ατομικισμού και της αδιαφορίας- απάθειας για το τι συμβαίνει στη δημόσια σφαίρα και στην ιδιωτικοποίηση των κοινών αγαθών- υπηρεσιών κλπ., κλπ.
Η παγκοσμιοποίηση, ως κινητικότητα είτε του κεφαλαίου με τη μορφή ιδιωτικών επενδύσεων, είτε της εργασίας με τη μορφή της μετανάστευσης, είτε της ασθένειας με τη μορφή πανδημιών, αποτελεί μια σημαντική πρόκληση στις κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Η κλιματική αλλαγή και η ρύπανση του περιβάλλοντος, ως διατάραξη της οικολογικής ισορροπίας στα τοπικά και πλανητικά εγχειρήματα λόγω της υπερβολικής χρήσης των ορυκτών καυσίμων, είναι μια άλλη, ίσως πιο σημαντική πρόκληση. Ποια θα είναι η απάντηση από τις κοινωνίες και τις δημιουργικές τους δυνάμεις-γιατί οι καθεστωτικές δυνάμεις μας οδηγούν μάλλον στην κατάρρευση του πλανήτη και της Α.Ε. Γης, αφού αντιμετωπίζουν τη ίδια τη Γη σαν Ανώνυμη Εταιρεία από την οποία εξάγουν μόνο κέρδος- σε αυτές τις πολυσύνθετες προκλήσεις, αποτελεί το μεγαλύτερο στοίχημα σήμερα και μέχρι- ίσως το πολύ-το 2050. Ελπίζουμε το στοίχημα να γείρει προς την πλευρά της «αποανάπτυξης» και όχι της κατάρρευσης!
 


[2]Το Πεκίνο έχει ξεπεράσει τη Νέα Υόρκη και τώρα είναι η πόλη με τους περισσότερους δισεκατομμυριούχους του κόσμου. Από την άλλη, πάνω από 70 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν ακόμα με λιγότερο από 1 ευρώ την ημέρα - και, συνεπώς, σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας. Αυτή η αντίθεση κρύβει έναν τεράστιο κοινωνικό δυναμίτη σε μια χώρα που εξακολουθεί να θεωρεί επίσημα τον εαυτό της ως "κομμουνιστική". Έτσι Ο πρωθυπουργός Li Keqiang και ο Πρόεδρο Xi είχαν υποσχεθεί- κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους το  2012/2013- ότι η μεσαία τάξη θα συνεχίσει να αναπτύσσεται και ότι θα διπλασιασθεί το εισόδημα όλων των Κινέζων μέχρι το 2020 .
0 Comments

Για μια νέα ηθική της απελευθέρωσης!

27/12/2020

0 Comments

 
 Πέρα από την κοινωνική, για μια γενικότερη οντολογική απελευθέρωση!

Ο κορονοϊός και η κλιματική κρίση έχουν κάνει προφανή τον παραλογισμό του τωρινού συστήματος, σε ένα σημαντικό και κρίσιμο αριθμό ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη. Για αυτούς, αυτή η κατάσταση είναι μια ιστορική ευκαιρία για έναν θεμελιώδη αναπροσανατολισμό στον πολιτισμό, στην ηθική, στην οικονομία, στους τρόπους ζωής, καθώς και στην ίδια την οργάνωση της κοινωνίας. Στους άλλους-στον λεγόμενο «μέσο» άνθρωπο, που σήμερα λόγω συνδημίας υπόκειται σε διάφορους αποκλεισμούς και εγκλεισμούς-δίνεται η δυνατότητα να αναρωτηθούν εκ νέου πώς θέλουν να ζήσουν.
 Το υπάρχον κοινωνικο-οικονομικό σύστημα διαιρεί την κοινωνία, δημιουργεί ακραίες ανισότητες, ενώ ταυτόχρονα μας διαχωρίζει από τη φύση και καταστρέφει τις βάσεις της ζωής μας - και με αυτές και την ίδια τη βάση της κοινωνίας. Μας αποξενώνει τόσο από τους άλλους ανθρώπους, όσο και από τις δικές μας ανάγκες. Κατευθύνει πάρα πολύ την ζωτική μας ενέργεια στον ανταγωνισμό, στην κατοχή μη απαραίτητων υλικών αντικειμένων- πλούτου και πολλές φορές σε άσκοπη εργασία, ενώ ταυτόχρονα πολλές σημαντικές με νόημα δραστηριότητες παραμένουν ημιτελείς ή αόρατες. Με όλα αυτά τα αποτελέσματα, απομυθοποιεί εν τέλει και την πολιτική συναίνεση στα κοινωνικά συμβόλαια της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Αυτό το οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο ανάπτυξης, κυρίως με την τεχνολογική πρακτική του, έχει ασκήσει σε παγκόσμια κλίμακα τέτοια πίεση στο οικοσύστημα, ώστε το αποτέλεσμα είναι μια απρόβλεπτων διαστάσεων εξαφάνιση των μη ανθρώπινων ειδών, και κατά συνέπεια, έχει βάλει σε μεγάλο κίνδυνο την ύπαρξη της ίδιας της ανθρωπότητας. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι είναι ηθικά απαράδεκτο να διαμορφώνεται μια πραγματικότητα από τις τεχνολογικές πρακτικές του παρόντος, που τελικά βλάπτει το περιβάλλον μας ή τους συνανθρώπους μας.
Είναι ενδιαφέρον, και ενδεχομένως και ειρωνικό, ότι οι άνθρωποι έχουν επιβιώσει -ιδίως σε κάποιες δύσκολες ιστορικές περιόδους της εξέλιξής τους- ακριβώς επειδή έχουν προσαρμόσει σε αυτούς το περιβάλλον τους και τις άλλες μορφές ζωής-μέσω της τεχνολογικής πρακτικής- αντί να προσαρμοστούν απλώς οι ίδιοι σε αυτά που τους περιβάλλουν. Αλλά σήμερα αυτό που παρατηρούμε είναι ότι ο μετασχηματισμός του μη ανθρώπινου κόσμου που έχουν καταφέρει οι άνθρωποι, ιδίως στην περίοδο που έχει επικρατήσει ο καπιταλιστικός κοινωνικός σχηματισμός σε παγκόσμιο επίπεδο, θέτει σε κίνδυνο την ίδια την ανθρώπινη επιβίωση, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης.
Και αυτό-για να μην συνεχισθεί μέχρι την τελική κατάρρευση του πλανητικού οικοσυστήματος, το οποίο εμπεριέχει και την ανθρωπότητα-απαιτεί μια ριζικά εναλλακτική λύση και έναν άλλο τρόπο σκέψης, καθώς και μια διαφορετική ηθική για να καθοδηγήσει την κοινωνική πρακτική και την επιδίωξη μιας καλύτερης ζωής-ευζωίας.

Σε αυτό το επίπεδο, ένα βασικό ερώτημα που μπαίνει, για παράδειγμα, είναι: με τι είδους τεχνολογία μπορούμε να προωθήσουμε την εναλλακτική λύση; Σίγουρα όχι με την πρακτική της Silicon Valley!

Ορίζοντας γενικά την τεχνολογία του ανθρώπου ως τρόπο διαμόρφωσης του περιβάλλοντος κόσμου του και ως μια λειτουργία ύπαρξής του σε αυτό τον κόσμο, που εκδηλώνεται στην τεχνολογική πρακτική διαφόρων βαθμών, αντί να λέμε αυστηρά «ναι» ή «όχι» στην τεχνολογία, το ερώτημα σχετικά με το ποια τεχνολογική πρακτική είναι κατάλληλη για την μετάβαση σε κοινωνίες αποανάπτυξης, παίρνει σε μεγάλο βαθμό τη μορφή: ποιος είναι ο κατάλληλος βαθμός τεχνολογικοποίησης.

 Δεν υπάρχουν σήμερα πάρα πολλά μη ανθρώπινα αντικείμενα ή όντα που μετατρέπονται σε ανθρωπογενή τέτοια, μέσω της τεχνολογικής πρακτικής με πάρα πολλά τεχνολογικά μέσα;
Ο μέσος άνθρωπος-καταναλωτής, στον "αναπτυγμένο" κόσμο, έχει φθάσει στο σημείο να κατέχει 10.000 ανθρωπογενή αντικείμενα-εμπορεύματα μη έχοντας ούτε το χρόνο για να τα χρησιμοποιήσει, ούτε τον χώρο να τα αποθηκεύσει!
Καθώς τα οικοσυστήματα καταρρέουν γύρω μας, σε τοπικό και πλανητικό επίπεδο, υπάρχει ένας πλούτος εμπειρικών στοιχείων που υποστηρίζει την άποψη ότι το ανθρώπινο είδος έχει προχωρήσει υπερβολικά στη μετατροπή του φυσικού περιβάλλοντός του σε τεχνικό τέτοιο. Για να πάμε στην αποανάπτυξη με μειωμένη χρήση υλικών και ενέργειας και άρα να δώσουμε τη δυνατότητα να υπάρξει αποκατάστασή τους, το φαντασιακό και οι πρακτικές μας θα πρέπει σε σημαντικό βαθμό να απελευθερωθούν από το τεχνολογικό πλαίσιο σκέψης.

Μελετώντας και αναλύοντας τον επιστημονικό τρόπο σκέψης και την τεχνολογική πρακτική, το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι η κυρίαρχη τεχνολογία σήμερα κατευθύνει τους ανθρώπους προς τη συνεχή μετατροπή μη ανθρωπογενών αντικειμένων σε αντικείμενα ανθρώπινης χρήσης. Κατά τρόπο που είναι προβληματικός για την οικολογική λογική και την αλλαγή της κοινωνίας μέσα από την οικολογικοποίησή της. Ο μετασχηματισμός των αντικειμένων σηματοδοτεί μια αύξηση στις αθροιστικές εισροές υλικών και ενεργειακών πόρων. Όσο πιο πολύ τεχνολογική είναι η ανθρώπινη πρακτική, τόσο λιγότερα πράγματα είναι ελεύθερα για χρήση, στη φυσική τους μορφή.
Ακόμη και η μετατροπή των υφιστάμενων τεχνητών αντικειμένων σε νέα αντικείμενα (ανακύκλωση) χρειάζεται ύλη/ενέργεια και συμβάλλει στο συνολικό μεταβολικό φορτίο στη Γη. Ως εκ τούτου, σε αντίθεση με τις ιδέες του οικολογικού εκσυγχρονισμού της τεχνολογίας, θα πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η αύξηση του βαθμού της τεχνολογικής πρακτικής σημαίνει αύξηση της ροής ύλης/ ενέργειας. Έτσι, θα χρειασθεί να αμφισβητηθεί έντονα η δεσπόζουσα θέση της σύγχρονης τεχνολογίας ως μέσου οικολογικής αλλαγής, και να διαμορφωθεί το αίτημα για αποχή από την τεχνολογική πρακτική του σήμερα, μέσω μιας νέας ηθικής, της: Απελευθέρωσης από την υπάρχουσα τεχνολογία!

Ποια απελευθέρωση;
Μια εναλλακτική πρακτική που υπερβαίνει τη σύγχρονη τεχνολογία είναι σίγουρα απαραίτητη για τον 21 ο αιώνα. Χρειαζόμαστε έναν νέο τρόπο κατανόησης της ύπαρξης, ένα νέο ήθος και φιλοσοφία, που αφήνει τα όντα να εκδηλώνονται τα ίδια όχι μόνο ως αντικείμενα για ανθρώπινους σκοπούς, αλλά ως εγγενώς σημαντικά, που έχουν αυταξία[1], και η απελευθέρωση από τη σημερινή τεχνολογία και τον σημερινό οικονομικό και επιστημονικό τρόπο σκέψης, το προσφέρει αυτό. Μπορεί να έχει τα εξής χαρακτηριστικά η μέλλουσα ήπια τεχνολογία μας:
  1. Να μην παρεμβαίνει αδικαιολόγητα στα πράγματα.
  2. Να φροντίζει τα πράγματα, με την έννοια ότι τα κάνει έτσι ώστε να μπορούν να εκπληρώσουν τις δυνατότητές τους.
  3. Να αφήνει τα πράγματα να είναι, αυτό δεν περιλαμβάνει απλά το έργο της φροντίδας των πραγμάτων, αλλά και το οντολογικό έργο του να αφήνει και να διατηρεί ανοιχτούς τους τρόπους εξέλιξής τους σε μορφές, μέσω των οποίων μπορούν να εμφανιστούν από μόνα τους, χωρίς την ανθρώπινη παρέμβαση.
 Η επιδίωξη μιας τέτοιας τεχνολογικής απελευθέρωσης, μας δίνει τη δυνατότητα να κατοικήσουμε στον κόσμο με ένα εντελώς διαφορετικό τρόπο. Στην παρούσα κατάσταση όπου οι τεχνολογικές πρακτικές εξακολουθούν να έχουν σοβαρές οικολογικές και συνέπειες στην υγεία, φαίνεται ότι απαιτείται σε μεγάλο βαθμό αυτή η νέα ηθική της απελευθέρωσης-πέρα από την ηθική της κοινωνικής απελευθέρωσης. Πρέπει να συνδέεται στενά με ένα πλαίσιο σκέψης που επιτρέπει σε μη ανθρώπινα αντικείμενα να ξεδιπλώνονται, όχι ως μόνιμο απόθεμα για χρήση από τον άνθρωπο, αλλά από μόνα τους, και έτσι να εκδηλώνουν τις περίπλοκες δυνατότητές τους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η άγρια Ζωή με τα διάφορα ζωϊκά της είδη και τις δυνατότητες αυτοεξέλιξης που έχουν, τα δάση-ιδίως τα τροπικά-με τα διάφορα φυτικά και είδη μικροζωής που έχουν τεράστιες δυνατότητες ακόμα και για ωφελιμιστικούς για τον άνθρωπο ιατροφαρμακευτικούς σκοπούς, η θαλάσσια άγρια ζωή και οι ωκεανοί με τον αξερεύνητο ακόμα ρόλο τους στους κύκλους της ζωής και των φυσικών οικοσυστημάτων του πλανήτη. 
Ένας τρόπος για να υπάρξει αυτή η γενικότερη οντολογική απελευθέρωση, θα μπορούσε να είναι η μη συμμετοχή σε αυτές τις πρακτικές όπου κυριαρχεί η ουσία της σημερινής τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένου του υπολογιστικού-ωφελιμιστικού τρόπου σκέψης, που ενισχύει τον ενσωματωμένο παράγοντα για περισσότερες τεχνολογικές αλλαγές. Αυτό σημαίνει μια μετατόπιση από την ενεργό συμμετοχή σε πολυσχιδείς τεχνολογικές πρακτικές που απαιτούν ένα παγκόσμιο δίκτυο παραγωγής και διανομής, στην «επάρκεια» υλικών και πόρων, τη ριζωμένη σε μια περιοχή.

Η οντολογική απελευθέρωση προσφέρει ένα πεδίο για την εμφάνιση νέων ηθών, αλλά για αυτό απαιτούνται ερμηνείες και πιθανές πολιτικές συνέπειες με προσεκτική εξέταση για την εφαρμογή τους: Οι ανθρωπιστές θα υποστήριζαν ότι είναι πολιτικά επικίνδυνο να εγκαταλειφθεί ο ανθρωποκεντρισμός  και η αρχή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπέρ μιας σκοτεινής έννοιας του βιοκεντρισμού και του να "αφήσουμε τα πράγματα όπως είναι", ενώ αντίθετα ορισμένοι ριζοσπαστικοί περιβαλλοντολόγοι θα υποστήριζαν ότι οι ανθρωπιστές παραμένουν ως τέτοιοι, επειδή υπερεκτιμούν τη σημασία της υποτιθέμενης μοναδικής ικανότητας του ανθρώπου να μιλάει και να σκέφτεται.
Καταρχήν, είναι δυνατόν να σκεφτεί κανείς ότι αυτό το εναλλακτικό ήθος «να αφήσει τα πράγματα να είναι», μπορεί να οδηγήσει σε παθητικότητα έναντι της οποιασδήποτε αδικίας-και της κοινωνικής. Να οδηγήσει στην επανάληψη του φασισμού στην Ευρώπη, στη συνέχιση  της παγκόσμιας πορείας του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, ή στην εκτεταμένη καταστροφή των οικοτόπων και οικοσυστημάτων. Ωστόσο, ίσως να είναι δυνατόν να μιλήσουμε για σκόπιμη αδράνεια ή ενεργό παθητικότητα στην περίπτωση μιας ηθικής αντιμετώπισης του μη ανθρώπινου κόσμου. Αυτό είναι έτσι επειδή, προκειμένου να μειωθεί η ροή ύλη/ ενεργειας, είναι ακριβώς απαραίτητη η εν μέρει συλλογική αποχή -και η παύση σε κάποιες περιπτώσεις -της τεχνολογικής πρακτικής.
Για να έχουμε μια κοινωνία αποανάπτυξης, ένας μεγάλος όγκος των ορυκτών καυσίμων πρέπει να αφεθεί στο έδαφος, ένα τεράστιο μέρος των δασών πρέπει να αφεθούν να αναπτυχθούν, και τα περισσότερα ψάρια πρέπει να μείνουν στους ωκεανούς. Για να ανακάμψουν τα οικοσυστήματα, η ανθρώπινη δραστηριότητα πρέπει να συρρικνωθεί!
Ο κόσμος είναι ήδη γεμάτος εργαλεία και αντικείμενα για τον ανθρώπινο βίο. Δεν υπάρχει έλλειψη. Στην πραγματικότητα, το αντίστροφο μπορεί να συμβαίνει. Απλά είναι θέμα διαμοιρασμού και κοινής χρήσης σε πλαίσια εκτός της αγοράς, αντί της ατομικής κτήσης και υπερκατανάλωσης, για να γίνει αντιληπτή από τον μέσο άνθρωπο, η ήδη επιτευχθείσα αφθονία-μιλάμε βέβαια κυρίως για τον «αναπτυγμένο» κόσμο. Η αποανάπτυξη από την άποψη της μειωμένης ροής ύλης/ενέργειας, μπορεί να επιτευχθεί με απομακρυνόμενες από την τεχνολογία πρακτικές και η απελευθέρωση με τα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε πριν, είναι η μόνη διέξοδος.

Κατά συνέπεια, η αποανάπτυξη καλεί τους ανθρώπους να απέχουν από το τεχνολογικό πλαίσιο και πρακτική. Αν και αυτό είναι δύσκολο, επειδή οι περισσότεροι από εμάς έχουν βαθιά μέσα τους παγιωμένες τις ρουτίνες και τις συνήθειες της τεχνολογικής κοινωνίας, υπάρχει πάντα η ελπίδα και η ευκαιρία για μια αλλαγή, ιδίως σήμερα που η συνδημία του Κορώνα, δείχνει πόσο επισφαλής είναι η ανθρώπινη επιβίωση, παρόλα τα τεχνολογικά μέσα που διαθέτουμε και που πιθανά να είναι και η αιτία της πανδημίας, αφού έχουμε εξαλείψει τις συνθήκες ύπαρξης της άγριας ζωής.

Υπάρχει μια συνεχής ροή ευκαιριών: κάθε παρούσα δραστηριότητα είναι δυνητικά μια νέα αρχή, είναι από μόνη της μια αλλαγή ή η αρχή μιας αλλαγής. Το εάν μια παρούσα δραστηριότητα είναι πραγματικά μια νέα αρχή, εξαρτάται από το τι δημιουργείται και πώς οι άλλοι αντιδρούν σε αυτό.
Αν για παράδειγμα, το καινούργιο είναι αυτό που προτείνουν οι «υπερανθρωπιστές-μετα-ανθρωπιστές», δηλαδή την ίδια την απελευθέρωση από το ανθρώπινο είδος με βαθμιαία προσαρμογή του ανθρώπου στην εικονιστική κοινωνία των μηχανών και των αλγορίθμων, αν επιδιωχθεί με το σημερινό τεχνολογικό υπόδειγμα-της ψηφιοποίησης, ρομποτοποίησης, αυτοματοποίησης, τεχνητής νοημοσύνης-  μια μετεξέλιξη του ανθρώπου με την βιολογική μετάλλαξή του σ' ένα είδος μετα-ανθρώπου, υπερβαίνοντας τους βιολογικούς περιορισμούς για να αποικίσει τελικά το σύμπαν εκπληρώνοντας το πεπρωμένο του, τότε αυτό δε θα αφορά την πλειοψηφία του ανθρώπινου πληθυσμού, αλλά μια οικτρά ελίτ των σημερινών δισεκατομμυριούχων, που έχουν κηρύξει τον «θάνατο στον θάνατο».  Για την πλειοψηφία των ανθρώπων που θα μείνουν πίσω σε έναν κατεστραμμένο πλανήτη, αυτή η χίμαιρα των «υπερανθρωπιστών-μετα-ανθρωπιστών», θα είναι μια δυστοπία και όχι απελευθέρωση!

Τελικά, όπως και η ηθική, η διαλογισμός σαν τρόπος σκέψης, δεν μπορεί να είναι υπεράνω ή να αποστασιοποιηθεί από τις πρακτικές των ανθρώπων σήμερα, αλλά πρέπει μάλλον να διέπει το σύνολο των πρακτικών τους. H παράδοση του διαλογισμού και του «άφησε τα πράγματα να υπάρχουν και να εξελίσσονται μόνα τους» («do nothing»), καθώς επίσης το πάθος για την εθελοντική απλότητα, τον ασκητισμό και την αξιοπρεπή φτώχεια- εμπνευσμένο από τον Γκάντι(Ανατολή) και τον Θορώ(Δύση)- που καταλήγει όχι μόνο στη γενικότερη στάση για σκόπιμη αδράνεια ή ενεργητική παθητικότητα, αλλά και στην πολιτική στάση της ενεργητικής-παθητικής αντίστασης, σε ότι αρνητικό προωθείται σήμερα, θα βοηθήσει προς την κατεύθυνση της γενικότερης απελευθέρωσης.


[1] Ο Χάιντεγκερ, για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι «πρέπει να σεβόμαστε όλα τα όντα όχι επειδή μοιάζουν με τους ανθρώπους, όχι επειδή εκτιμώνται από τους ανθρώπους, όχι επειδή είναι πιο έμπειρα από τους ανθρώπους, αλλά επειδή είναι αυτό που είναι».

0 Comments

Οι ρίζες και η τοπολογία της Αποανάπτυξης

23/12/2020

0 Comments

 
Μια λεπτομερής και βάσιμη επισκόπηση του προτάγματος της αποανάπτυξης μπορεί να αναδείξει το ρόλο της σαν ενός «αναδυόμενου παραδείγματος» που προέρχεται από τους τομείς των οικολογικών οικονομικών, της κοινωνικής οικολογίας, της οικονομικής ανθρωπολογίας, του περιβαλλοντικού- κοινωνικού κινήματος και των πρακτικών κάποιων «ομάδων ακτιβιστών» του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος. Λαμβάνοντας υπόψη τις αναλύσεις των οικολογικών οικονομικών μπορεί να σκιαγραφηθεί και κάποια σχέση μεταξύ της αποανάπτυξης και δύο άλλων παραδειγμάτων: της βιώσιμης ανάπτυξης και της οικονομίας σταθερής κατάστασης. Ειδικά η γαλλική παραλλαγή της αποανάπτυξης είναι μια διασταύρωση δύο πηγών: της πολιτικής οικολογίας και της κριτικής του φαντασιακού της ανάπτυξης, περιλαμβανομένης και μιας «πολιτιστικής» πλευράς, με την έννοια της κριτικής της κουλτούρας και του αξιακού συστήματος της ανάπτυξης.
1. Οι πέντε εννοιολογικές ρίζες της αποανάπτυξης
  • ι) Η πολιτισμική-ανθρωπολογική προσέγγιση, της οποίας ο κύριος εκφραστής είναι ο Λατούς, εκφράζει μια ριζική ανθρωπολογική κριτική του διαβρωτικού μοντέλου του Homo oeconomiqueus, σαν εργαλείου της χρησιμότητας και της μεγιστοποίησης του ορθολογισμού.
  • ii) Η δημοκρατική προσέγγιση, εμπνέεται κυρίως από την κριτική του Ivan Illich για την εμπορευματοποίηση των κοινωνικών σχέσεων και για τα μειονεκτήματα του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής. Η αποανάπτυξη γίνεται προκλητική και στρατηγική λέξη-κλειδί, που «αναζωογονεί το πάθος που απαιτείται για την ύπαρξη μιας δημόσιας σφαίρας» και για περισσότερη δημοκρατία βάσης
  • ιιι) Η περιβαλλοντική-οικολογική παράδοση, η οποία είναι εμπνευσμένη από στοχαστές όπως ο Bookchin και το κίνημα της «κοινωνικής οικολογίας», καθώς και της «βαθιάς οικολογίας», που αμφισβητεί ριζικά την κυριαρχία των ανθρώπων στη φύση. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, η αποανάπτυξη έχει σχεδιαστεί ως σημαντική μείωση της ανθρώπινης επίδρασης και κυριαρχίας στη φύση.
  • iv) Η ψυχοπνευματική οπτική, που συνδέεται με την κρίση νοήματος του βιομηχανικού πολιτισμού. Εδώ περιλαμβάνεται η παράδοση του διαλογισμού και του «άφησε τα πράγματα να υπάρχουν και να εξελίσσονται μόνα τους» («do nothing»). Επίσης το πάθος για την εθελοντική απλότητα, τον ασκητισμό και την αξιοπρεπή φτώχεια- εμπνευσμένο από τον Γκάντι(Ανατολή) και τον Θορώ(Δύση)- που καταλήγει στην πολιτική στάση της ενεργητικής-παθητικής αντίστασης
  • v) Τέλος, η βιοοικονομική προσέγγιση, η οποία βασίζεται στη βιοοικονομική θεωρία του Georgescu-Roegen και έχει αναπτυχθεί περαιτέρω από την οικολογική οικονομία των ορίων στις ροές ύλης και ενέργειας.
2. Τοπολογίες της Αποανάπτυξης
Ο γερμανός φιλόσοφος Konrad Ott σκιαγραφεί μια ιδανική-τυπική ταξινόμηση- á la Weber- τεσσάρων μορφών αποανάπτυξης. Ξεκινά το ταξινομητικό του σχήμα από μια λιγότερο ριζοσπαστική, σε μια όλο και πιο ριζοσπαστική μορφή, αμφισβητώντας το status quo και το κοινωνικό σύστημα:
  • ι) Αποανάπτυξη-1: περιλαμβάνει μια γενική κριτική του ΑΕγχΠ ως μέτρο ευημερίας και ζητεί εναλλακτικούς δείκτες. Η προσέγγιση αυτή «απορρίπτει τους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ ως απόδειξη για την ορθή χάραξη πολιτικής». Δεν θεωρεί ότι η αύξηση του ΑΕΠ είναι ο κατάλληλος στόχος στον οποίο μπορεί και πρέπει να επιτευχθεί μια αυξανόμενη συναίνεση όλης της πολιτικής σκηνής. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν και οι συντηρητικές κοινοτικές προσεγγίσεις στο πλαίσιο του κινήματος της αποανάπτυξης (που εστιάζουν στις παραδοσιακές και οικογενειακές αξίες, την ανακατανομή της φροντίδας στην οικογένεια, κλπ.)
  • ιι) Αποανάπτυξη-2: προκύπτει από τον διάλογο για τη βιωσιμότητα και ακολουθεί το δρόμο της ισχυρής βιωσιμότητας. Συνεπώς, λόγω των ηθικών περιορισμών όσον αφορά το περιβάλλον και τη διαγενεακή δικαιοσύνη, απαιτούνται ορισμένες διαρθρωτικές αλλαγές πέραν της στρατηγικής της αποδοτικότητας, προκειμένου να διατηρηθεί η συνεχής αποδοτικότητα του φυσικού κεφαλαίου και να ανοίξει ο δρόμος για μια οικονομία σταθερής κατάστασης. Όσον αφορά την επίτευξη της δυνατότητας αποϋλοποίησης και αποσύνδεσης που υπονομεύεται από τα φαινόμενα του «παίρνω πίσω»( rebound effects), τουλάχιστον στις βιομηχανικές χώρες, η αποανάπτυξη αποδεικνύεται απαραίτητη οδός προς την κατεύθυνση της ισχυρής βιωσιμότητας. Κατά συνέπεια, οι πλούσιες χώρες οφείλουν να αποαναπτυχθούν (δηλαδή να μειώσουν σημαντικά το αποτύπωμά τους στους πόρους και τις εκροές), έτσι ώστε οι φτωχότερες χώρες να εξακολουθούν να έχουν τη δυνατότητα να αναπτυχθούν και να επιτύχουν ένα ηθικά αποδεκτό στάνταρ, όσον αφορά τη διανεμητική δικαιοσύνη για τους πόρους.
  • ιιι) Αποανάπτυξη-3: προκύπτει από μια ανθρωπολογική και κοινωνική κριτική της ανάπτυξης. Απορρίπτοντας τη λογική του ανταγωνισμού, της επιτάχυνσης και της μεγιστοποίησης, αντιπροσωπεύει τη βελτίωση της ποιότητας ζωής που βασίζεται σε μια «αντι-κουλτούρα» της ευτραπελίας(φιλικότητας, ευθυμίας, ευτυχίας, conviviality) . Η προσέγγιση αυτή ακολουθεί την παράδοση της ευδαιμονίας (της καλής ανθρώπινης ζωής-ευζωίας) και "παριστάνει μια στρατηγική της μη συμμόρφωσης με τα καθιερωμένα πρότυπα συμπεριφοράς». Μία ζωή μέσα στον ανταγωνισμό είναι ψυχοφθόρα και δεν αφήνει χώρο στη δημιουργία (ατομική και κυρίως συλλογική). Είναι μια ζωή ουσιαστικά «χαμένη» και χωρίς νόημα, αυτή που παράγει για τον άνθρωπο μία κοινωνία «ανάπτυξης».
  • ιv) Αποανάπτυξη-4: είναι η πιο ριζοσπαστική προσπάθεια: «εδώ, η αποανάπτυξη θεωρείται αναπόσπαστο μέρος μιας συνολικής στρατηγικής για τον μετασχηματισμό και τελικά την αντικατάσταση των καπιταλιστικών τρόπων παραγωγής και διανομής με άλλους μετακαπιταλιστικούς τρόπους. Η προσέγγιση αυτή αμφισβητεί βασικές κοινωνικές και οικονομικές δομές και στοχεύει σε μια ανατροπή του status quo και σε μια μετάβαση σε μετακαπιταλιστικές κοινωνίες.
Κατά τη γνώμη μας,  για μια τέτοια μετάβαση, θα χρειασθεί το κίνημα της αποανάπτυξης να ριζοσπαστικοποιηθεί περισσότερο και να συνδεθεί και με το υπάρχον ήδη κίνημα των ΚΟΙΝΩΝ(commons), του Κοινοτισμού και της άμεσης δημοκρατίας. Από κοινού αυτά τα κινήματα μπορούν δρομολογήσουν την μετάβαση σε κοινωνίες αποανάπτυξης.

3) Το μέλλον της αποανάπτυξης
Στην ιστοσελίδα μας, έχουν διατυπωθεί 10 θέσεις για την Αποανάπτυξη-Κοινοτισμό-Άμεση Δημοκρατία, και από άποψη έρευνας, υπάρχουν πολλά που πρέπει να γίνουν για την τροποποίηση, διαμόρφωση και την παραγωγή νέων θέσεων και περαιτέρω διαφοροποίηση στο πεδίο αυτών των όρων. Απαιτείται περισσότερη έρευνα, για παράδειγμα, για να καταδειχθεί ότι η ανάπτυξη είναι οικολογικά μη βιώσιμη, ή ότι η αποϋλοποίηση είναι αδύνατη και ανεπαρκής. Απαιτούνται περισσότερα ιστορικά δεδομένα για την υποστήριξη της θέσης ότι αντιμετωπίζουμε μια συστημική, και όχι περιοδική, στασιμότητα και ότι τα όρια των πόρων έχουν κάτι να κάνουν με αυτό. Ο ισχυρισμός επίσης ότι η εγκατάλειψη της ανάπτυξης μπορεί να αναβιώσει τον πολιτικό διάλογο για καινούριες συναινέσεις και να θρέψει τη δημοκρατία, αντί να ζωντανεύει καταστροφικά πάθη και κοινωνικές αντιθέσεις, είναι προς το παρόν αναπόδεικτος. Γενικά, οι ισχυρισμοί που είναι ισχυρά καθιερωμένοι στο πλαίσιο των κοινοτήτων αποανάπτυξης, απέχουν πολύ από το να γίνουν αποδεκτοί από την ευρύτερη κοινωνία, όπου η «αποϋλοποίηση» και η «πράσινη» ή η βιώσιμη» ανάπτυξη εξακολουθούν να θεωρούνται όχι μόνο ως δυνατές, αλλά πιθανότατες.
Απαιτείται επίσης περισσότερη έρευνα για το πώς και το γιατί οι άνθρωποι και τα έθνη προσαρμόζονται στην έλλειψη ανάπτυξης, γιατί κάποιοι εναλλακτικοί θεσμοί επιτυγχάνουν και αμφισβητούν τον καπιταλισμό, ενώ άλλοι καταρρέουν ή ενσωματώνονται στο κυρίαρχο ρεύμα, ή πώς και υπό ποιες προϋποθέσεις, θεσμοί όπως η διανομή της εργασίας ή ένα βασικό και ανώτατο εισόδημα θα ήταν αποτελεσματικοί, στην περίοδο μετάβασης. Για το ποια κοινωνική δυναμική, ποιες συμμαχίες και ποιες διαδικασίες θα βάλουν μπροστά μια Μετάβαση. Τα τελευταία ερωτήματα δεν είναι μόνο διανοητικά και δεν μπορεί να απαντηθούν μόνο από την έρευνα. Η κοινωνική αλλαγή είναι μια διαδικασία δημιουργίας και είναι αδύνατο να προβλεφθεί εκ των προτέρων. Βέβαια, κάποιες ακαδημαϊκές μελέτες πάνω σε αυτά τα παραπάνω ερωτήματα, θα μπορούσαν να προσφέρουν νέες αφηγήσεις ώστε να εμπνεύσουν και να ενεργοποιήσουν τους πολίτες να διεκδικήσουν αντίστοιχες πολιτικές μετάβασης.

Στο κίνημα για την αποανάπτυξη, υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες για συμμαχίες. Ενώ στο Νότο βρίσκει ανταπόκριση σε κινήματα όπως της Καλής Ζωής (Buen Vivir), του Περιβαλλοντισμού των Φτωχών (Environmentalism of the Poor), του κινήματος των Κοινών (commons), της Κρίσης των Πολιτισμών, του Kινήματος των Mικροαγροτών( Via Campesina) κ.λπ., στο Βορά αλληλεπιδρά με το κίνημα των Μεταβατικών πόλεων (Transition Towns), της Περιεκτικής Δημοκρατίας( Inclusive Democracy), της Οικολογικής Γεωργίας και Περμακουλτούρας (Permaculture) κ.λπ.

Οι συμπληρωματικές στρατηγικές του κοινωνικού κινήματος για την αποανάπτυξη
Η πολυεπίπεδη φύση των πολύπλοκων κοινωνιών μας υποχρεώνει το κίνημα της αποανάπτυξης να ακολουθεί πολλαπλές στρατηγικές. Αυτό οδήγησε σε συζητήσεις.
Πρώτον, υπήρξαν συζητήσεις μεταξύ ακτιβιστικών κινημάτων που επικεντρώνονται στην αντίσταση, για παράδειγμα εκείνων που πολεμούν τις υπερ-υποδομές (π.χ. μεγάλους αυτοκινητόδρομους, εργοστάσια καύσης, μεγάλα φράγματα, πυρηνικά εργοστάσια, φαραωνικά αιολικά πάρκα κ.λπ.) και αυτών που προωθούν εναλλακτικές λύσεις (π.χ. ποδήλατα, επαναχρησιμοποίηση, ηλιακοί συλλέκτες κ.λπ.)
Άλλη συζήτηση είναι μεταξύ εκείνων που εστιάζουν στο εθνικό / διεθνές πολιτικό επίπεδο έναντι εκείνων που θεωρούν ότι η δράση πρέπει να επικεντρωθεί σε τοπικό επίπεδο. Ομοίως, οι άνθρωποι συζητούν για τη σημασία της ατομικής και συλλογικής δράσης.
Μια άλλη μεγάλη συζήτηση πραγματοποιήθηκε μεταξύ των υποστηρικτών της αποανάπτυξης που επικεντρώνονται στην αντικατάσταση υφιστάμενων δομών-υπηρεσιών (π.χ. χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων) και εκείνων που θεωρούν ότι οι υφιστάμενες δομές χρειάζονται μόνο κάποιες προσαρμογές και, αντίθετα, θα πρέπει να υπερασπιστούν (π.χ. κοινωνική ασφάλιση).
Υπήρξε επίσης μια συζήτηση μεταξύ εκείνων που δίνουν προτεραιότητα στην πρακτική δράση είτε σε επίπεδο βάσης είτε σε πολιτικό επίπεδο και εκείνων που προτιμούν να κάνουν θεωρητική ανάλυση και να καταγγείλουν τη «θρησκεία της ανάπτυξης».
Οι περισσότερες, αν όχι όλες οι στρατηγικές, εμφανίζονται σε κάθε ρεύμα από το οποίο πηγάζει η αποανάπτυξη. Έτσι, μια συνολική οπτική για την αποανάπτυξη, δεν μπορεί παρά να καλωσορίσει την ποικιλομορφία και τη συμπληρωματικότητα των στρατηγικών (και των ρευμάτων). Παρόλο που το πόσο-από άποψη ποσότητας ιδεών- χρειάζεται από κάθε ένα από τα ρεύματα παραμένει αντικείμενο συζήτησης και καθορίζει την εξειδίκευση και την ιδιαίτερη δράση των ακτιβιστών. Και το αποτέλεσμα βέβαια είναι ότι ακόμα δεν υπάρχει μια ενιαία κατευθυντήρια γραμμή δράσης.

Συμπερασματικά
Το αναπτυξιακό πρότυπο είναι μια βασική πεποίθηση που πρέπει να αμφισβητηθεί, καθώς εμποδίζει την πολιτική δράση σε όλες τις κλίμακες, από το κοινωνικό έως το τοπικό. Οι οικολογικές και κοινωνικές εναλλακτικές δεν θα είναι δυνατές εάν η ανάπτυξη συνεχίσει να είναι η θρησκεία των κοινωνιών μας. Και ενώ η αποανάπτυξη σε αυτό το σημείο βασίζεται κυρίως στη νότια Ευρώπη, είναι βασική εξέλιξη η εξάπλωση του κινήματος στη Γερμανία και αλλού στον Βορά-Δύση. Είναι η διαφορετικότητα και η ποικιλομορφία της που αποτελεί την πραγματική καινοτομία του κινήματος της αποανάπτυξης. Είναι ορατό ότι η αποανάπτυξη βρίσκεται στο σταυροδρόμι διαφορετικών παρεμφερών φιλοσοφιών. Κάθε πνευματική πηγή ιδεών (ανθρωπολογία, δημοκρατία, οικολογία, ισότητα, μη βία, φεμινισμός κ.λπ.), συνεισφέρει λόγους για αμφισβήτηση της ανάπτυξης που αλληλοσυμπληρώνονται.
Όσον αφορά τις δράσεις, το κίνημα για την αποανάπτυξη έχει προτείνει πολύ συμπληρωματικές στρατηγικές (αντίσταση-αντιπολίτευση, εναλλακτικές λύσεις, έρευνα και διάδοση, πολιτικές δράσεις κ.λπ.), πάνω σε μια ποικιλία συμπληρωματικών θεμάτων που οδηγούν σε ένα σύνολο συμπληρωματικών προτάσεων. Η πρόκληση όμως της υποβίβασης και αναγωγής στα «εξ ων συνετέθη» θα είναι καθοριστική για την εξέλιξη του κινήματος.
Ακόμα κι αν η ιδεολογία και οι απλές κατευθυντήριες γραμμές δράσης του μπορεί να φαίνονται ελκυστικές για τους ανθρώπους, υπάρχουν λόγοι που μπορεί να το κάνουν να εκτραπεί από αυτήν την πορεία: Πρώτον επειδή δεν μπορεί να εκφρασθεί ενιαία η διαφορετική πραγματικότητα της αποανάπτυξης (ή της ανάπτυξης) σε κάθε χώρα. Δεύτερον, επειδή η αναφορά στα προηγούμενα από αυτήν κινήματα συνδέεται και με την αποτυχία του κάθε ενός χωριστά, και τα κάνει στη συνέχεια, είτε περιθωριακά, είτε παραδείγματα προς αποφυγήν.
Πρέπει να αφιερωθεί από το ενιαίο κίνημα μεγάλη προσπάθεια για να γίνουν κατανοητές οι συμπληρωματικότητες και να μην πέσει σε ατελείωτες αρνητικές συγκρούσεις ή στον «ναρκισσισμό των μικρών διαφορών». Η εστίαση μόνο σε μια πτυχή φέρνει μόνο αποτυχία, καθώς κάθε προσέγγιση και λύση συμπληρώνουν η μία την άλλη. Εστιάζοντας π.χ. μόνο στην εθελοντική απλότητα ή μόνο στη θεωρία ή μόνο στην αλλαγή των οικονομικών δομών, αυτό είναι μια συνταγή για αποτυχία. Παρομοίως, αν επικεντρωθούμε μόνο στη μείωση της κατανάλωσης θα οδηγούσαμε σε υπερβολική προσφορά, ενώ η εστίαση μόνο στη μείωση της παραγωγής θα έφερνε έλλειψη. Η παραμέληση της ανακατανομής θα άφηνε απέξω έναν από τους σημαντικότερους λόγους που κάνουν αναγκαία την αποανάπτυξη.
Από την άλλη πλευρά, όταν συνδυάζονται διαφορετικά προτάγματα, όπως στη διακήρυξη της Βαρκελώνης, η συνοχή αρχίζει να εμφανίζεται ενώ η συζήτηση παραμένει πάντα ζωντανή. Είναι σαφές ότι συνεχίζεται η ικανότητα του κινήματος για την αποανάπτυξη να συζητά σε πολύ σχετικά σημαντικά θέματα, ενώ η επιτυχία του συνδυασμού διαφορετικών στρατηγικών θα είναι το κλειδί για την επιτυχία. Βέβαια, όλα αυτά δεν είναι χωρίς παγίδες. Υπάρχει ο κίνδυνος ανάκαμψης του καπιταλισμού (οπότε, ξεχάστε την αποανάπτυξη), αυτό συνέβη με την «πράσινη» ανάπτυξη και με τον «πράσινο» καταναλωτισμό. Μέχρι τώρα η αποανάπτυξη έχει δείξει αξιοσημείωτη ικανότητα να απομυθοποιήσει μια τέτοια ανάκαμψη, που δεν δίνει λύση στο πλανητικό οικολογικό πρόβλημα. Ένας άλλος κίνδυνος θα ήταν η πιθανότητα να δημιουργήσει ένα νέο ετερογενές καταπιεστικό καθεστώς, προτείνοντας ένα αυστηρό σχέδιο από πάνω προς τα κάτω για την αποανάπτυξη (ένα νέο καθεστώς τύπου ΕΣΣΔ, που θα ήταν για την αποανάπτυξη). Γι 'αυτό είναι πολύ σημαντικό το κίνημα να συνεχίσει να έχει σαν έντονο στόχο τη συμμετοχική άμεση δημοκρατία.
Ένας άλλος κίνδυνος είναι μην χαθεί το πολυεπίπεδο κοινωνικό όραμα που σχετίζεται με την ιδέα της αλλαγής του φανταστικού, και ότι η αντιπαράθεση με την κρίση οδηγήσει σε κατακερματισμό της κοινωνίας σε κλειστές κοινότητες που δεν θα μπορούν να συντονιστούν σε σχέση με την κατανάλωση λιγότερων πόρων και την κοινή τους χρήση. Θα μπορούσαμε π.χ. να κλείσουμε τη δική μας κοινότητα, τη δική μας ταυτότητα και να υπερασπιστούμε τη δική μας βιωσιμότητα ενάντια στον υπόλοιπο κόσμο. Η αποανάπτυξη που προτείνουμε αφορά στην αποφυγή αυτού. Αντίθετα, η ιδέα είναι να αποφευχθεί η μισαλλοδοξία μεταξύ ανθρώπων, εθνών και πολιτισμών αποφεύγοντας τον αναγωγισμό-διαχωρισμό σε όλα τα επίπεδα. Γιατί η αποανάπτυξη προωθεί συνέχεια ανοιχτές κοινότητες και την κατανόηση για τις ανησυχίες των άλλων, σε επίπεδο γειτονιάς, πόλης και πλανήτη και μια αλλαγή του φανταστικού που θα μας επέτρεπε τον διαμοιρασμό.

Στην ιστοσελίδα της Τοπικοποίησης κάνουμε μια προσπάθεια για παραπέρα συγκεκριμενοποίηση των θέσεων του προτάγματος και ο στόχος μας είναι να διατυπωθεί μια ολοκληρωμένη πρόταση για την μετάβαση σε κοινωνίες Αποανάπτυξης-Τοπικοποίησης με τον Κοινοτισμό και την  Άμεση δημοκρατία.

0 Comments

Δημόσιος πλούτος-Ιδιωτικός πλούτος

15/12/2020

0 Comments

 
Σύμφωνα με την αρχή της οικουμενικότητας: μία είναι η πατρίδα όλων, ο πλανήτης μας.   Ο αέρας, η θάλασσα, το νερό, η γη και οι καρποί της, ο υλικός πλούτος και οι ενεργειακοί πόροι, είναι δώρα και κοινή κληρονομιά όλων μας από την Γαία.

Επίσης κοινή κληρονομιά μας είναι τα αγαθά της κοινωνικής –πρώην και νυν-παραγωγής όπως:  οι σπόροι και οι ποικιλίες-ράτσες, η κοινωνικά παραγόμενη γνώση σε όλα τα γνωστικά πεδία και η μετάδοσή της( δηλαδή η παιδεία και εκπαίδευση της νέας γενιάς), η διατήρηση και βελτίωση της υγείας του πληθυσμού μέσω αντίστοιχων κοινωνικών θεσμών πρόληψης και αποκατάστασης, ο εφοδιασμός των πόλεων και των οικισμών σε νερό μέσω δικτύων και καναλιών από κοινές πηγές και αποθέματα νερού, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας -από κοινές πηγές ενέργειας- και η διανομή της μέσω δικτύων σε κοινή γη -δημόσια ή δημοτική-και δρόμους, η διακίνηση ανθρώπων και προϊόντων μέσω χρήσης κοινών δρόμων στην ξηρά και θάλασσα, των λιμανιών καθώς και σταθερών τροχιών, μέσω κοινών μέσων μαζικής μεταφοράς, τα αγαθά από την επεξεργασία και την επαναχρησιμοποίηση υλικών από την ανακύκλωση των κοινών αποβλήτων-απορριμμάτων των πόλεων και οικισμών, τα αποτελέσματα της χρήσης των κοινών ραδιοσυχνοτήτων, τηλε-συχνοτήτων και τηλεφωνίας, καθώς και των πληροφοριακών λεωφόρων κ.λπ.

Όλα τα παραπάνω, καθώς και άλλα-που δεν απαριθμήθηκαν- αγαθά, που έχουν μια εγγενή αξία χρήσης για τους ανθρώπους και βρίσκονται σε πλήρη ή σχετική αφθονία στα πλαίσια των φυσικών, οικο- ή κοινωνικών συστημάτων, περιλαμβάνονται σε αυτό που έχει ονομασθεί δημόσιος πλούτος ή οικονομία των ΚΟΙΝΩΝ, με την έννοια ότι είναι κοινά συλλογικά αγαθά που μπορεί η κοινή χρήση τους να διαχειρίζεται από κοινού με θεσμούς άμεσης δημοκρατίας. Οικονομία των Κοινών σημαίνει: οικονομία στη υπηρεσία της καλής ζωής, των κοινωνικών αναγκών και της ισότητας των δικαιωμάτων, σε ισορροπία με τη φύση. Αυτή η οικονομία αντιμετωπίζει το ζήτημα της ιδιοκτησίας με τη μορφή του δικαιώματος χρήσης. Κατοχή δικαιώματος χρήσης αγαθών για επάρκεια, αντί της υπερκατανάλωσης και της ιδιοκτησίας αυτών(από ανθρώπους π.χ. που ούτε καν τα χρειάζονται). Το δε δικαίωμα χρήσης(χωρίς να αποκλείεται και η ατομική χρήση) εκφράζεται κυρίως με τη συλλογική χρήση των συλλογικών αγαθών.

Θα χρειασθεί όμως να ορισθούν με νομικό τρόπο-στα πλαίσια της κάθε κοινωνίας, είτε τοπικής, είτε εθνικής, είτε  ένωσης κρατών- τα ΚΟΙΝΑ και ό,τι θεωρείται δημόσιος πλούτος, ώστε να επαναφερθούν υπό τον έλεγχο των δικαιούχων τους, δηλαδή των πολιτών. Να καθορισθούν έτσι νομικά, ώστε να μη ταυτίζονται με την έννοια του κράτους, αλλά η έννοια του «δημόσιου συμφέροντος» να ταυτισθεί με αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή με την έννοια του συμφέροντος του δήμου και της κοινότητας των πολιτών. Αν η κοινωνική οικονομία των αναγκών των πολιτών βρίσκεται μεταξύ της ιδιωτικής και της κρατικής οικονομίας, χωρίς να ταυτίζεται με καμία από τις δύο, αν το «κοινό συμφέρον» βρίσκεται επίσης μεταξύ του ιδιωτικού και του κρατικού συμφέροντος, χωρίς να συγχέεται με κανένα από τα δύο, τότε αυτό που πρέπει να γίνει είναι το μέχρι τώρα αποκαλούμενο «δημόσιο» συμφέρον να ταυτισθεί με το συμφέρον του «κοινού». Και όχι με το κρατικό, το οποίο πολλές φορές μετατρέπεται σε ταξικό ή μιας μικρής ελίτ, ανάλογα του ποιος έχει την εξουσία στο κράτος.

Ο ιδιωτικός πλούτος, από την άλλη πλευρά, αποτελείται από όλα όσα ο άνθρωπος επιθυμεί ως χρήσιμα ή ευχάριστα γι 'αυτόν και βρίσκονται σε ένα βαθμό έλλειψης.  Με άλλα λόγια, τα ιδιωτικά πλούτη αναφέρονται σε αγαθά που έχουν συναλλαγματική αξία(εμπορεύματα), η οποία αυξάνεται ανάλογα με τη σπανιότητά τους. Με αυτή την έννοια, ένας άφθονος φυσικός και κοινός πόρος όπως το νερό, αν καθιερωθεί ένα μονοπώλιο πάνω του το οποίο θα μπορούσε να χρεώνει τους ανθρώπους για να έχουν πρόσβαση σε αυτό, μετατρέπεται σε ιδιωτικό αγαθό και επομένως αυξάνει τον ιδιωτικό πλούτο. Αυτό θα αύξανε επίσης το «άθροισμα των ατομικών πλούτων»- αυτό που ονομάζουμε ΑΕΠ.

Σήμερα υπάρχει ένα ατελείωτο κύμα ιδιωτικοποίησης των δημόσιων και συλλογικών αγαθών(ΚΟΙΝΩΝ) που έχουν απελευθερωθεί σε όλο τον κόσμο από το 1980, όπως η εκπαίδευση, η υγειονομική περίθαλψη, οι μεταφορές, οι βιβλιοθήκες, τα πάρκα, οι πισίνες, το νερό, ακόμη και η κοινωνική ασφάλιση. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, όπου οι εμπορικές προστασίες έχουν καταργηθεί σε όλο τον κόσμο, οι μισθοί είναι τόσο χαμηλοί όσο γίνεται, και οι καταναλωτικές αγορές είναι όλο και πιο κορεσμένες, η συνεχής ανάπτυξη, απαιτεί νέους γύρους από αυτό που έχει χαρακτηρισθεί ως «συσσώρευση με εκποίηση» του εναπομείναντος αποθέματος δημόσιου πλούτου. Τα κοινωνικά και συλλογικά αγαθά-τα Κοινά- δέχονται παντού μια επίθεση - πρέπει να γίνουν και αυτά σπάνια για χάρη της αύξησης του ΑΕΠ.

Οι άνθρωποι πρέπει να πληρώσουν για να αποκτήσουν αγαθά στα οποία είχαν πρόσβαση δωρεάν. Και για να πληρώσουν, θα πρέπει να δουλέψουν περισσότερο, θέτοντας τους εαυτούς τους για άλλη μια φορά υπό πίεση για να ανταγωνιστούν τους άλλους και να είναι όλο και πιο παραγωγικοί - μια πίεση που δικαιολογείται, και πάλι, χάρη της ανάπτυξης του ΑΕΠ. Πράγματι, η εμμονή των κοινωνιών μας με την αύξηση του ΑΕΠ ως πρωταρχικού στόχου δημόσιας πολιτικής, αποκαλύπτει την εδραίωση στην πολιτική κοινή λογική του απόλυτου θριάμβου της περίφραξης: ότι δηλαδή η ανάπτυξη του «ιδιωτικού πλούτου» έχει συμβάλει στην ίδια την Πρόοδο. Εν τω μεταξύ, βολεύει πραγματικά να μην υπάρχει οικονομικός δείκτης που να καταγράφει την ταυτόχρονη κατάρρευση του δημόσιου πλούτου.

Αυτή η λογική φτάνει στο αποκορύφωμά της στη σύγχρονη πολιτική της λιτότητας, η οποία ξεδιπλώθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη μετά την οικονομική κρίση του 2008. Τι είναι η λιτότητα, πραγματικά; Είναι μια απελπισμένη προσπάθεια επανεκκίνησης των κινητήρων της ανάπτυξης, μειώνοντας τις δημόσιες επενδύσεις στην κοινωνική προστασία και τα δημόσια αγαθά που θα εξασφάλιζαν την διατήρηση της ευημερίας. Τα πάντα, από επιδόματα θέρμανσης ηλικιωμένων έως το επίδομα ανεργίας ή τους μισθούς του δημόσιου τομέα - τα απομεινάρια των κοινών- κόβονται. Αντίθετα, οι τιμές των κοινωνικών αγαθών όπως το νερό ύδρευσης ή του ενεργειακού εφοδιασμού, αυξάνονται από τις ιδιωτικές εταιρείες διαχείρισής τους. Έτσι οι άνθρωποι που θεωρούνται ότι δεν «τρέχουν» πολύ και είναι «άνετοι» ή «τεμπέληδες», βρίσκονται και πάλι υπό την απειλή της πείνας και αναγκάζονται να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους εάν θέλουν να επιβιώσουν. Αυτή η λογική της λιτότητας, όπου η έλλειψη και η ανάπτυξη εμφανίζονται ως δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, είχε επικρατήσει και κατά τη διάρκεια των πρώτων «περιφράξεων» π.χ. στην Αγγλία, ώστε να κάνει δυνατή την «πρωταρχική συσσώρευση» και την εδραίωση του καπιταλισμού (μαζί φυσικά με τον αποικισμό και την λεηλασία των πόρων από τις αποικίες, που συνεχίζεται βεβαίως και σήμερα).

Σήμερα υπάρχει ένα νέο στοιχείο που προστίθεται σε αυτήν τη δυναμική. Αποκαλύπτεται επίσης η διαδικασία της οικολογικής κατάρρευσης που εκτυλίσσεται γύρω μας σε μια πλανητική κλίμακα. Από τη δεκαετία του 1950 υπήρξε μια εξαιρετική αύξηση του παγκόσμιου ΑΕγχΠ (συχνά αναφέρεται ως «Μεγάλη Επιτάχυνση»), αλλά αυτή η αύξηση του «ιδιωτικού πλούτου» έχει το κόστος μιας εξαιρετικής εξάντλησης των κοινών πόρων και του ζωντανού κόσμου, δεδομένης της στενής σύζευξης μεταξύ ΑΕγχΠ και της ροής πρώτων υλών και ενέργειας. Τα περισσότερα τροπικά δάση του πλανήτη έχουν καταστραφεί, τα γεωργικά εδάφη υποβαθμίζονται σε μεγάλο βαθμό, οι ρυθμοί εξαφάνισης ειδών είναι τώρα 1.000 φορές γρηγορότεροι από τους ρυθμούς πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση, ενώ οι εκπομπές του CO2 έχουν προκαλέσει κλιματική αλλαγή και οξίνιση των ωκεανών, αποσταθεροποιώντας τα χερσαία και θαλάσσια οικοσυστήματα και απειλώντας τις τροφικές αλυσίδες.

Αυτό είναι το απόλυτο κόστος της μακροχρόνιας λεηλασίας και καταστροφής των «ελεύθερων» αξιών από τη φύση. Και αποσταθεροποιώντας τη βιόσφαιρα από την οποία η ανθρώπινη ζωή εξαρτάται, γίνεται σαφές ότι ο μεγαλύτερος δημόσιος πλούτος όλων - η ακεραιότητα της πλανητικής βιόσφαιρας και των παγκόσμιων κοινών - θυσιάστηκε για χάρη του ιδιωτικού πλούτου, ο οποίος είναι η μόνη μορφή πλούτου που εκμεταλλεύεται και την καταστροφή(«καταστροφικό καπιταλισμό» το έχουν ονομάσει κάποιοι αυτό). Μιλάμε πια για την «τραγωδία των Κοινών»! Η ίδια η σημερινή υγειονομική κρίση λόγω της πανδημίας-συνδημίας, εκφράζει στην ουσία αυτή την «τραγωδία των κοινών» στην οποία έχει οδηγήσει ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός και το μοντέλο «ανάπτυξής» του.

Τι θα συμβεί λοιπόν; Πώς θα λύσει ο καπιταλισμός αυτήν την πολυσύνθετη κρίση; Αυτό το ερώτημα μας φέρνει σε ένα σημαντικό σημείο. Σαν απάντηση στην απειλή της οικολογικής κατάρρευσης, θα μπορούσε κανείς να πει ότι το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να θέσουμε ανώτατα όρια στις εκπομπές και τη χρήση υλικών και να μειώσουμε τις κλίμακες αυτές σε βιώσιμα επίπεδα, περισσότερο από ότι έχει προταθεί από το σενάριο της IPCC, της επιτροπής για το κλίμα του ΟΗΕ. Μερικοί υποστηρίζουν ότι αφού γίνει αυτό, δεν υπάρχει κανένας λόγος  να μη μπορεί να συνεχίσει να αυξάνεται επ 'αόριστον το ΑΕΠ, ενώ η βιόσφαιρα θα ανακάμπτει. Αλλά όταν οι εκπομπές απαγορεύονται και η χρήση υλικών περιορίζεται σε χαμηλά επίπεδα, από πού θα εξασφαλίσει ο καπιταλισμός τις ελεύθερες εισροές του, αν όχι από ενεργειακά πυκνά ορυκτά καύσιμα και από τη φύση; Θα πρέπει να στραφεί τότε στην άλλη κύρια πηγή αξίας, δηλαδή στην ανθρώπινη εργασία. Μπορούμε λοιπόν να περιμένουμε ότι σε μια κατάσταση οικολογικής έκτακτης ανάγκης, ο καπιταλισμός θα επιδιώξει την ανάπτυξη με το να βρει νέους τρόπους να συμπιέσει τους εργαζόμενους, δημιουργώντας συνθήκες «νεοφεουδαλισμού». Θα γίνει αποδεκτή αυτή η προοπτική του καπιταλισμού, από τους «από κάτω»;

Ορισμένοι προοδευτικοί ή πράσινοι οικονομολόγοι, επιμένουν ότι μπορούμε να μειώσουμε τις ροές υλικών και ενέργειας και να προστατεύσουμε τα εργασιακά δικαιώματα (θέτοντας αποτελεσματικά όρια και στις δύο πηγές αξίας του καπιταλισμού), και να εξακολουθούμε να έχουμε ανάπτυξη. Δεν υπάρχει λόγος η νέα αξία να μη μπορεί να είναι καθαρά άυλη, λένε. Καθώς η καπιταλιστική ανάπτυξη έχει συνδεθεί στενά, σε όλη την ιστορία της, με υλική και ενεργειακή ροή (ακόμη και κατά τη μετάβαση στις υπηρεσίες, στον παγκόσμιο Βορρά), να φανταστεί κανείς ότι το ΑΕγχΠ μπορεί να συνεχίσει μεγαλώνει ενώ μειώνεται η ροή, αντιτίθεται σε όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, και θα έπρεπε να φανταστεί κανείς ένα εντελώς διαφορετικό είδος οικονομίας - που δεν υπήρχε ποτέ στο παρελθόν. Εάν πρόκειται να φανταστούμε μια νέα οικονομία συνολικά, γιατί να μην φανταστούμε τότε μια οικονομία χωρίς ανάπτυξη;

Αυτό το ερώτημα μας φέρνει στο σημείο κλειδί: Δεν είναι η αύξηση των εισροών τελικά το πρόβλημα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η ίδια η επιτακτική προσταγή για ανάπτυξη! Για παράδειγμα, μπορεί κανείς να φανταστεί μια οικονομία όπου η ανάπτυξη πρέπει να συμβαίνει παρά το ανώτατο όριο των εισροών, με το να είναι άυλη όλη η νέα αξία που θα δημιουργείται. Με το κεφάλαιο να επιδιώκει να συμπεριλάβει άυλα κοινά -που είναι σήμερα άφθονα και δωρεάν (γνώση, τραγούδια, χώροι πρασίνου, ίσως ακόμη και γονείς, φυσική αφή, αγάπη και ίσως ακόμη και ο ίδιος ο αέρας)- και να τα πουλάει στους ανθρώπους για χρήματα. Για να υπακούσουν σε τέτοια νέα κύματα τεχνητής έλλειψης, οι άνθρωποι θα αναγκάζονταν να εργάζονται με μισθούς σε νέες άυλες βιομηχανίες, απλώς για να αποκτήσουν άυλα αγαθά που πριν ήταν ελεύθερα διαθέσιμα. Αυτό μπορεί να είναι μια «πράσινη» οικονομία, αλλά δεν είναι μια οικονομία που έχει νόημα, ή μια οικονομία με την οποία κάποιος θα ήθελε πραγματικά να ζήσει.

Ο μόνος τρόπος για την επίλυση αυτής της αντίφασης είναι να αντιστρέψουμε τη διαδικασία: να αναδιοργανώσουμε την οικονομία γύρω από τη δημιουργία αφθονίας δημόσιου πλούτου, ακόμη και αν το κάνουμε με έξοδα ιδιωτικού πλούτου. Αυτό θα απελευθερώσει τους ανθρώπους από τις πιέσεις που δημιουργούνται από την τεχνητή έλλειψη, εξουδετερώνοντας έτσι την προσταγή για ανάπτυξη και απελευθερώνοντας τον ζωντανό κόσμο από το φαντασιακό της ανάπτυξης, ώστε να μπορεί να επιλέξει το φαντασιακό της αποανάπτυξης!

0 Comments

Για μια νέα μετά-COVID εποχή

14/12/2020

0 Comments

 
Μετά τη δημοσίευση, το 1972, της έκδοσης του «Κλαμπ της Ρώμης»:  «The Limits to Growth»(«Τα όρια της ανάπτυξης»), το αναπτυσσόμενο τότε οικολογικό κίνημα μίλησε για μια νέα «εποχή μετά την ανάπτυξη», για πρώτη φορά. Η διαπίστωση του βιβλίου ήταν απλή: Ο πλανήτης δεν θα μπορεί να διατηρήσει τους τρέχοντες ρυθμούς οικονομικής και πληθυσμιακής αύξησης. Η πρόβλεψη: «Το πιο πιθανό αποτέλεσμα θα είναι μια μάλλον ξαφνική και ανεξέλεγκτη μείωση τόσο στον πληθυσμό όσο και στη βιομηχανική ικανότητα» και άρα η ανθρωπότητα θα έπρεπε να πατήσει φρένο, για να μη υποστεί την κατάρρευση της κοινωνίας όπως την ξέρουμε.
Από τότε, το οικολογικό κίνημα πήρε χοντρικά τρεις κατευθύνσεις: Το μεγαλύτερο κομμάτι του ασχολήθηκε με τα προβλήματα του περιβάλλοντος κυρίως και αυτοονομάσθηκε περιβαλλοντικό, εκφραζόμενο και πολιτικά πρώτιστα μέσα από τα περιβαλλοντικά – πράσινα κόμματα, ένα άλλο μέρος του ασχολήθηκε όχι μόνο με το περιβάλλον, αλλά και με την κοινωνία και τα προβλήματά της παίρνοντας την ονομασία «κοινωνική οικολογία», ενώ ένα τρίτο αποτέλεσε το κίνημα της «βαθιάς οικολογίας», που στόχευε κυρίως στη δημιουργία εναλλακτικών τρόπων ζωής και έβαλε στο κέντρο της κριτικής του τον κυρίαρχο ανθρωπολογικό τύπο της καπιταλιστικής κοινωνίας και τον καταναλωτισμό. Και τα τρία ρεύματα συνυπήρχαν σε μεγάλο βαθμό, κυρίως στην αντίσταση ενάντια στα φαραωνικά έργα καταστροφής του περιβάλλοντος, στην καταγγελία των ορυκτών καυσίμων σαν βασική αιτία για το «φαινόμενο του θερμοκηπίου» και την υπερθέρμανση του πλανήτη, καθώς και στη δημιουργία του γενικότερου κινήματος προστασίας του κλίματος.  
Μισό αιώνα μετά τις προβλέψεις των «Ορίων της ανάπτυξης», η συγκέντρωση διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα έχει αυξηθεί, από περίπου 327 μέρη ανά εκατομμύριο το 1972 σε 416 μέρη ανά εκατομμύριο σήμερα. (Οι επιστήμονες είχαν προειδοποιήσει ότι μια αύξηση στα 350 μέρη ανά εκατομμύριο εγκυμονούσε επικίνδυνη αύξηση της θερμοκρασίας). Οι παγκόσμιες θερμοκρασίες, εν τω μεταξύ, έχουν αναρριχηθεί σχεδόν πάνω από 1 βαθμό Κελσίου, από την προ-βιομηχανική εποχή - τροφοδοτώντας ακραία καιρικά φαινόμενα, καταστροφικά κύματα θερμότητας στην Αρκτική, και μια σταθερή αύξηση της στάθμης της θάλασσας. Πέρυσι, μια έκθεση των Ηνωμένων Εθνών διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι αλλάζουν τόσο ριζικά τον πλανήτη, ώστε μέχρι και 1 εκατομμύριο είδη αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο εξαφάνισης.
Μία από τις κύριες ανησυχίες του Κλαμπ της Ρώμης, δηλαδή ότι «η ανεξέλεγκτη αύξηση του πληθυσμού θα πυρπολήσει το περιβάλλον», τα τελευταία χρόνια δεν γίνεται αποδεκτή σε μεγάλο βαθμό, γιατί παρόλο που τα ποσοστά γεννήσεων στις αναπτυγμένες χώρες μειώνονται, έχει διαπιστωθεί ότι αυτές χρησιμοποιούν τους περισσότερους πόρους και έχουν το μεγαλύτερο οικολογικό αποτύπωμα. Αυτό που εξελίσσεται εντελώς ανεξέλεγκτα όμως, είναι η οικονομική ανάπτυξη. Για δεκαετίες, οι περιβαλλοντολόγοι-οικολόγοι-πράσινοι κ.λπ., τσακώνονταν για το αν η παραγωγή όλο και περισσότερων πραγμάτων, χρόνο με το χρόνο, ήταν η αιτία για τη χαοτική κατάσταση του πλανήτη.
Σήμερα, το γενικότερο οικολογικό κίνημα έχει χωριστεί σε εκείνους που πιστεύουν ότι η ανάπτυξη μπορεί να συνεχιστεί κάτω από νέες, πιο βιώσιμες συνθήκες, και σε μια όλο και πιο  ηχηρή μειονότητα που πιστεύει ότι η "πράσινη ανάπτυξη"(ή «βιώσιμη ανάπτυξη») είναι στην καλύτερη περίπτωση ένα οξύμωρο, στη χειρότερη έχει στόχο να μας αποσπάσει την προσοχή και την φαντασία μας από την γενικότερη εναλλακτική της «ανάπτυξης»(Growth), που κατά τη γνώμη τους είναι προοπτική της «αποανάπτυξης»(Degrowth).
Αυτές οι δύο κατευθύνσεις παρέμειναν μέχρι τώρα σε μια άβολη συμμαχία, δραστηριοποιούμενες σε κοινούς στόχους, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, κυρίως στη διατήρηση του κλίματος και την επιδίωξη της κατάργησης των ορυκτών καυσίμων για καθαρή ενέργεια. Τώρα, καθώς η πανδημία COVID-19 καταστρέφει την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία της αγοράς - η οποία αναμένεται να συρρικνωθεί μεταξύ 6% και 7,6% φέτος - έχει μπει στο επίκεντρο της συζήτησής τους το παγκοσμιοποιημένο «μοντέλο της ανάπτυξης».
Αρκετοί οικονομολόγοι και περιβαλλοντολόγοι στα πανεπιστήμια, επανεξετάζουν το ζήτημα, αμφισβητώντας στην πραγματικότητα τη θέση ότι η οικονομική ανάπτυξη είναι συμβατή με έναν βιώσιμο κόσμο. Και δίνοντας οι περισσότεροι την αρνητική απάντηση στη συμβατότητα, ερευνούν το πώς αλλιώς οι κυβερνήσεις μπορούν να μετρήσουν την επιτυχία (ή την αποτυχία) των σύγχρονων κοινωνιών, πέρα από τους δείκτες που μετρούν την «ανάπτυξη».
Υπάρχουν βέβαια ολόκληρες βιομηχανίες που βασίζονται στην ιδέα ότι ο τρόπος για να σώσουν τον πλανήτη είναι να χρωματίσουν «πράσινη» την οικονομία. Αντικαταστήστε τις πλαστικές συσκευασίες με ανακυκλώσιμες ή λιπασματοποιήσιμες, βάλτε λάμπες LED, ανταλλάξτε ένα τζιπ πετρελαιοκίνητο ή με αέριο με ένα Toyota Prius, κ.λπ., και η «σωτηρία» θα έλθει. Πολλοί οικονομολόγοι πιστεύουν ακόμα ότι οι οικονομίες του κόσμου μπορούν να συνεχίσουν να παράγουν περισσότερα, αλλά με «πράσινο» τρόπο: περισσότερα σπίτια, περισσότερα ηλεκτρονικά, περισσότερα αυτοκίνητα - αλλά και περισσότερα ηλιακά πάνελ, περισσότερες ανεμογεννήτριες και περισσότερα ηλεκτρικά οχήματα. «Η πράσινη ανάπτυξη είναι απαραίτητη, αποτελεσματική και προσιτή», δήλωνε η Παγκόσμια Τράπεζα σε μια έκθεση του 2012.
Αυτοί, που θα τους λέγαμε «πράσινους-αναπτυξιακούς», υποστηρίζουν ότι οι νέες τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα, σε συνδυασμό με μια σταθερή στροφή προς περισσότερες υπηρεσίες-αποϋλοποίηση το είπαν αυτό (π.χ. οργανώστε κέντρα ημερήσιας φροντίδας ή δημοτικά παντοπωλεία ή κοινοτικά θέατρα)- μπορούν να καταστήσουν τη συνεχή ανάπτυξη βιώσιμη. Αυτό το είδος της νοοτροπίας, «να έχεις και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο», έχει γίνει ο κυρίαρχος τρόπος σκέψης για το πώς να μετατρέψεις τη γιγαντεμένη παγκόσμια οικονομία, ώστε να αφήσει πίσω της τα ορυκτά καύσιμα, που είναι και το «ουκ άνευ» αίτημα όλων.
Άλλοι όμως οικολόγοι οικονομολόγοι, πιστεύουν ότι η οικονομική ανάπτυξη, ανεξάρτητα από το πόσο «πράσινη» είναι, απειλεί τον πλανήτη. Πιστεύουν ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει είτε να συρρικνώσουν σκόπιμα τις οικονομίες τους – να επιλέξουν δηλαδή τη γνωστή κατεύθυνση της «αποανάπτυξης» - ή, τουλάχιστον, να μην αναπτυχθούν περαιτέρω, επιλέγοντας την «σταθερή κατάσταση». «Η υλική ανάπτυξη δεν μπορεί να συνεχιστεί επ 'αόριστον επειδή ο πλανήτης Γη βάζει από τη φύση του περιοριστικά όρια», λέει οικονομολόγος Tim Jackson στο από το 2009 εκδοθέν βιβλίο του «Prosperity without Growth»(«Ευημερία χωρίς ανάπτυξη»). Το να μπορείς να ζεις καλά-ευζωία το λέμε- σε έναν πεπερασμένο πλανήτη δεν μπορεί απλώς να σημαίνει ότι μπορείς να υπερκαταναλώνεις όλο και περισσότερα υλικά και ενέργεια.
Στο επίκεντρο λοιπόν των συζητήσεων μεταξύ των «πράσινων- αναπτυξιακών» και των «από-αναπτυξιακών»(όπως θα τους αποκαλούμε) οικονομολόγων, βρίσκεται ένα απλό ερώτημα: Μπορεί η παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική οικονομία - η γιγαντιαία αυτή μηχανή που έχει περάσει αιώνες αντλώντας και «ρουφώντας», αχόρταγα στην κυριολεξία, ορυκτά καύσιμα και «φτύνοντας» υλικά αγαθά και απόβλητα -να διαχωριστεί από την οικολογική καταστροφή;
Οι «πράσινοι –αναπτυξιακοί» υποστηρίζουν-το αναφέραμε και πιο πάνω- ότι η τεχνολογία και η καινοτομία μπορούν να σπάσουν αυτό το μοτίβο. Δηλαδή, η ανάπτυξη μπορεί π.χ. να «αποσυνδεθεί» από την αύξηση των εκπομπών. Υπήρξαν μερικά πολλά υποσχόμενα παραδείγματα τις τελευταίες δεκαετίες: Μεταξύ 2000 και 2014, οι Ηνωμένες Πολιτείες και 20 άλλες χώρες είδαν το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν τους να αυξάνεται ακόμη και όταν μειώθηκαν οι εκπομπές άνθρακα. Στις ΗΠΑ, η μείωση οφείλεται στη δραματική μετάβαση από τον άνθρακα στο φυσικό αέριο και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Στην Ευρώπη, οι φόροι άνθρακα και η απομάκρυνση από τη βαριά βιομηχανία συνέβαλαν στη μείωση των εκπομπών. Σε μεγαλύτερη κλίμακα όμως, ενώ η παγκόσμια οικονομία αυξήθηκε περίπου 3% ετησίως από το 2014 έως το 2016 για παράδειγμα, οι παγκόσμιες εκπομπές άνθρακα δεν υποχώρησαν.
Οι «από-αναπτυξιακοί», από την άλλη, βλέπουν τα παραπάνω παραδείγματα ως εξαιρέσεις που αποδεικνύουν τον κανόνα. Ο διαχωρισμός των εκπομπών από την ανάπτυξη είναι εντελώς εκτός ιστορικής εμπειρίας. Δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να γίνει τεχνικά, αλλά είναι απίστευτα δύσκολο και είναι πολύ διαφορετικό από οτιδήποτε έχουμε κάνει στο παρελθόν. Παρόλο που χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν διαχωρίσει προσωρινά τις εκπομπές από την ανάπτυξη, η μεγαλύτερη εικόνα δεν έχει αλλάξει πολύ. Στις περίπου δυόμισι δεκαετίες από τότε που οι βιομηχανικές χώρες υπέγραψαν το Πρωτόκολλο του Κιότο για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, η ρύπανση από τα ορυκτά καύσιμα αυξήθηκε κατά 50%. Και από τότε που η διετής ανάσα έληξε το 2016, οι εκπομπές άνθρακα αυξήθηκαν ξανά. Η απόλυτη αποσύνδεση, δεν φαίνεται πουθενά!
Σίγουρα, η πράσινη ανάπτυξη ακούγεται υπέροχη –γιατί να μην έχουμε περισσότερα και από όλα τα πράγματα και να σώσουμε ταυτόχρονα τον πλανήτη; - αλλά η μετάβαση από την τρέχουσα οικονομία σε μια νέα, καθαρότερη, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί με γρήγορο και πρωτοποριακό ρυθμό για να αποφευχθούν οι χειρότερες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Φέτος, η πανδημία κοραναϊού, που όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω θα συρρικνώσει πιθανά την παγκόσμια οικονομία μεταξύ 6% και 7,6%,  πιθανότατα θα μειώσει και τις παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα μεταξύ 5% και 8%, έχοντας τη μεγαλύτερη πτώση μετά τον Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά για να μείνει η αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κάτω από 1,5 βαθμούς Cο – που θεωρείται ευρέως από τους επιστήμονες ως το σημείο που πάνω από αυτό, οι κλιματική αλλαγή θα εξελιχθεί σε κλιματική καταστροφή- ο κόσμος θα πρέπει να μειώσει τις εκπομπές κατά 7,6% κάθε χρόνο από τώρα έως το 2030. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη ποτέ στο παρελθόν, γιατί να συμβεί σε αυτή την 10ετία;
Ενώ η αποσύνδεση της ανάπτυξης από τις εκπομπές μοιάζει με όνειρο, η μείωση των βλαπτικών εκπομπών από την άλλη, παρουσιάζει άλλα προβλήματα. To 2015, περίπου 1,9 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουσαν με λιγότερα από 3,20 δολάρια την ημέρα, και περίπου το ένα τρίτο από αυτούς, κυρίως στην υποσαχάρια Αφρική, προσπαθούν να επιβιώσουν με μόλις 1,90 δολάρια την ημέρα. Είναι εύκολο να μιλάμε για τα προβλήματα που έρχονται με μια αναπτυσσόμενη οικονομία όταν ζούμε σε μια σχετικά εύπορη, ανεπτυγμένη χώρα. Δεδομένου του μεγάλου αριθμού ανθρώπων που είναι φτωχοί σε όλο τον κόσμο και της συνεχούς απειλής της κλιματικής αλλαγής, οι περισσότεροι «πράσινοι-αναπτυξιακοί» υποστηρίζουν ότι η «πράσινη ανάπτυξη» είναι η μόνη διέξοδος.
Οι «από-αναπτυξιακοί», φυσικά και δεν αγνοούν την παγκόσμια φτώχεια. Στην πραγματικότητα, πολλοί από αυτούς πιστεύουν ότι οι «αναπτυσσόμενες χώρες» θα πρέπει να συνεχίσουν να αναπτύσσονται για να απομακρύνουν τους πληθυσμούς τους από τη φτώχεια, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι οι εκπομπές τους θα αυξάνονται. Για να εξισορροπήσει το οικολογικό αποτύπωμα στον πλανήτη συνολικά, υποστηρίζουν ότι οι πλουσιότερες χώρες θα έπρεπε να κάνουν περισσότερα με λιγότερα. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, παράγονται οικονομικά αγαθά και υπηρεσίες αξίας περίπου 65.000 δολ. ανά άτομο. Φανταστείτε να μειωθεί το κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ των ΗΠΑ στο μισό του σημερινού μεγέθους του. Αυτό θα έκανε τους Αμερικανούς σχεδόν ισοδύναμους με τους Ευρωπαίους. Στην Ελλάδα βέβαια-που έχει χαρακτηρισθεί από πολλούς σαν «ο ναυαγός» της ανάπτυξης- τα εισοδήματα του μέσου Έλληνα υπολείπονται του μέσου Ευρωπαίου (το μέσο οικογενειακό εισόδημα προ κορωνοϊού το 2020 υπολογιζόταν στις 10.240 ευρώ, μετά την πανδημία, το εισόδημα αυτό υπολογίζεται ότι θα είναι 291,31 ευρώ λιγότερο ή μειωμένο κατά 2,84%), αλλά την Ευρώπη δεν μπορούμε ακόμα να την χαρακτηρίσουμε σαν μια «δυστοπία».
Φυσικά, η περικοπή μιας οικονομίας στο μισό δεν ακούγεται ελκυστική ούτε από τους «από κάτω» των «κοινωνιών της αφθονίας», όταν έχουν και αυτοί αγωνιστεί για να επιτευχθεί η έστω και σχετική για αυτούς αφθονία. Το 40% των νοικοκυριών στις ΗΠΑ κερδίζει λιγότερα από 40.000 δολ. ετησίως και το 15% κερδίζει λιγότερο από 20.000. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς να λέει σε αυτά τα νοικοκυριά να περικόψουν, όταν το 1% της Αμερικής κερδίζει τουλάχιστον μισό εκατομμύριο κάθε χρόνο - και κατέχει περίπου το 40% του πλούτου της χώρας, γιατί η φτώχεια είναι σχετική!
Στο ζήτημα των αναγκαίων περικοπών στον «αναπτυγμένο κόσμο», τα οικολογικά οικονομικά έχουν προτείνει ότι ένα ισχυρότερο δίχτυ ασφαλείας θα μπορούσε να βοηθήσει τους ανθρώπους στις πλουσιότερες χώρες να μάθουν να περνούν με λιγότερα. Με μοντέλα προσομοίωσης υπολογιστών, έχουν δείξει, για παράδειγμα, ότι εάν ο Καναδάς μειώσει την οικονομία του κατά το ήμισυ για πάνω από τρεις δεκαετίες, επεκτείνοντας παράλληλα την εκπαίδευση ενηλίκων, τα προγράμματα κατά της φτώχειας και άλλα μέτρα που θα ωφελήσουν τον πληθυσμό, η χώρα θα μπορούσε να μειώσει τη φτώχεια και την ανεργία παράγοντας πολύ, πολύ λιγότερα.
Υποστηρίζουν γενικότερα ότι η ιδανική οικονομία που θα χρειασθεί να οικοδομήσουμε, θα πρέπει να ενσωματώνει τα οικολογικά όρια της γης. Να παρέχει καταφύγιο, υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση, τρόφιμα κ.λπ. στους ανθρώπους, χωρίς ταυτόχρονα να θέτει σε κίνδυνο το καθαρό νερό, τον αέρα ή το έδαφος. Μια τέτοια οικονομία, θα μπορούσε να υποστηρίξει την «ηθική και κοινωνική πρόοδο» και θα έδινε «χώρο για τη βελτίωση της τέχνης της ζωής», για την επιδίωξη της «ευζωίας» των ανθρώπων, στα πλαίσια της ισορροπίας με τα οικοσυστήματα και τις άλλες μορφές ζωής, στα οποία θα πρέπει να αποδώσει μια «αυταξία» και όχι μόνο ανταλλακτική αξία.

Ιστορικά, o καπιταλισμός έχει βασιστεί στον άνθρακα και το πετρέλαιο - και έτσι η ρύπανση, ειδικά οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, ήταν αναπόφευκτο αποτέλεσμα του πολιτικοοικονομικού δόγματος «η οικονομία πρώτα» και μετά η κοινωνία και το περιβάλλον της. Κατά τη διάρκεια των υφέσεων της οικονομίας όμως, όπως π.χ στη  «Μεγάλη Ύφεση» της 10ετίας του 1930 ή του 2009, οι εκπομπές μειώνονται - μερικές φορές απότομα, μόνο που αναζωπυρώνονται γρήγορα όταν η οικονομία επανακάμπτει.
Το ίδιο και στην κρίση της πανδημίας COVID-19: Καθώς οι διακοπές λειτουργίας της οικονομίας(lockdown) έθεσαν εκτός εκατομμύρια εργαζόμενους τον Απρίλιο, οι παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα μειώθηκαν κατά 17%. Μέχρι τα μέσα Ιουνίου όμως, καθώς τα αυτοκίνητα επέστρεψαν στους δρόμους των πόλεων και οι επιχειρήσεις άνοιξαν ξανά, οι εκπομπές επέστρεψαν σχεδόν στα προ-πανδημικά επίπεδα τους.
Το στρατόπεδο της «από-ανάπτυξης», μέχρι τώρα κινείτο σε μεγάλο βαθμό στις παρυφές της περιβαλλοντικής-οικολογικής σκέψης. Τα τελευταία χρόνια όμως, καθώς η κλιματική κρίση έχει ενταθεί, η κριτική του έχει παρεισφρήσει στο mainstream του πανεπιστημιακού κινήματος, με εστιασμένα στην αποανάπτυξη βιβλία, περιοδικά, και συνέδρια, καθώς και στο κοινωνικό πλέον κίνημα της «Αποανάπτυξης». Η ιδέα έχει ευδοκιμήσει επίσης στο χώρο και τους κύκλους των ακτιβιστών του κινήματος του Κοινοτισμού και της άμεσης δημοκρατίας, καθώς και της «εξεγερμένης»-και όχι μόνο-νεολαίας παντού: Είναι δημοφιλής π.χ. μεταξύ των μελών της ομάδας Extinction Rebellion του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία οργάνωσε στο Λονδίνο μια εξεγερσιακή στάση των πολιτών τον Οκτώβριο, με διαμαρτυρίες κατά της υποτονικής απάντησης της κυβέρνησης στην αλλαγή του κλίματος. Είναι επίσης δημοφιλής στο κίνημα των μαθητών-φοιτητών «Fridays for future». Σε ομιλίες της Γκρέτα Τούνμπεργκ, της 16χρονης Σουηδής ακτιβίστριας, φαίνεται καθαρά η επιρροή της «Αποανάπτυξης» . «Βρισκόμαστε στην αρχή μιας μαζικής εξαφάνισης, και για το μόνο που μπορείτε να μιλάτε είναι για χρήματα και παραμύθια της αιώνιας οικονομικής ανάπτυξης», είπε κατά τη διάρκεια μιας συνόδου κορυφής των Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα πέρυσι. "Πώς τολμάς!"
Τα πιο ριζοσπαστικά μέλη της «Αποανάπτυξης» πιστεύουν ότι οι πλούσιες, ανεπτυγμένες χώρες θα πρέπει να συρρικνώσουν τις οικονομίες τους για να συνυπάρξουν μέσα στα οικολογικά όρια - περιορίζοντας την κατανάλωση και τη χρήση ενέργειας αρκετά για να σώσουν τεράστιες περιοχές του πλανήτη από την καταστροφή και να αποτρέψουν την ανεξέλεγκτη αλλαγή του κλίματος.  «Η αποανάπτυξη σηματοδοτεί μια επιθυμητή κατεύθυνση, μια κατεύθυνση στην οποία οι κοινωνίες θα χρησιμοποιούν λιγότερους φυσικούς πόρους και θα οργανώνουν τη ζωή τους διαφορετικά από ό,τι σήμερα», γράφει ο Γιώργος Κάλλης, οικολόγος οικονομολόγος στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, στο: Degrowth: A New Vocabulary( Αποανάπτυξη: ένας νέος όρος-λέξη).
Άλλοι εντός του κινήματος της αποανάπτυξης, αναφέρονται στην αναγκαιότητα της αλλαγής των κοινωνικών προτεραιοτήτων (προώθηση των κοινών συλλογικών αγαθών όπως η υγειονομική περίθαλψη και εκπαίδευση αντί του εταιρικού τρόπου παραγωγής με στόχο το κέρδος) κατά την μετάβαση σε μια «μετά την ανάπτυξη» εποχή, προτείνοντας μια στροφή «μακριά από την ανάπτυξη», χωρίς να διατυπώνουν ρητά το αίτημα για αποανάπτυξη.
Για το πώς θα μπορούσε να γίνει πολιτικά επιθυμητή, και με ποιες πολιτικές διαχείρισης θα μπορούσε να υλοποιηθεί μια τέτοια μετάβαση από τους «από κάτω» αυτού του πλανήτη-γιατί στους «από πάνω» είναι σίγουρα μη επιθυμητή- χωρίς να προκαλέσει εκτεταμένες αναταραχές π.χ. στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη και την Κίνα, είναι ακόμα ανοικτό. Υπάρχουν πολυποίκιλες προτάσεις και αφήνεται σε μεγάλο βαθμό στη φαντασία και την έρευνα, καθώς και στις πρακτικές που αναπτύσσονται κυρίως στο κίνημα των «ΚΟΙΝΩΝ»(Commons), της «μοιρασιάς»(share) και της «επάρκειας»( sufficiency).
Οι «από-αναπτυξιακοί» ισχυρίζονται ότι η οικονομία σήμερα μπορεί να διαχωρισθεί από την οικολογική κατάρρευση-καταστροφή, μόνο αν πάμε σε μια προγραμματισμένη συρρίκνωσή της, τουλάχιστον στον «αναπτυγμένο» κόσμο του Βορά και της Δύσης, και σε μια οικονομία στηριζόμενη στα «Κοινά», τον κοινοτισμό-συνεργατισμό και στις ντόπιες –συνήθως πλούσιες-πηγές πόρων και ενέργειας, στον «μη αναπτυγμένο» Νότο (ο οποίος για αυτόν ακριβώς τον λόγο  θα είναι και πιο εύκολο να περάσει κατευθείαν στην αποανάπτυξη), θα είναι δυνατόν να αποφύγουμε την κατάρρευση. Σε κάθε περίπτωση, οι «από-αναπτυξιακοί» διανοούμενοι έχουν σκιαγραφήσει ένα καταρχήν πρόγραμμα μετάβασης σε κοινωνίες αποανάπτυξης, είτε αυτό γίνει δυνατό να υλοποιηθεί πριν την κατάρρευση, είτε μετά την κατάρρευση στην οποία θα μας οδηγήσει «ο καπιταλισμός της καταστροφής». 
Η Συνδημία του κοροναϊού, της οποίας εμφανίζεται πλέον το δεύτερο κύμα σε μεγάλο μέρος του κόσμου, έδωσε μια αίσθηση επείγοντος σχετικά με τις συζητήσεις για την οικονομική ανάπτυξη. Μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, σχεδόν 33 εκατομμύρια άνθρωποι διεκδικούν τώρα παροχές ανεργίας, με άλλα 8 εκατομμύρια να μην έχουν καμιά ελπίδα στην αγορά εργασίας. Σύμφωνα με πρόσφατες αναφορές, το ΑΕΠ των ΗΠΑ συρρικνώθηκε κατά 9,2% μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου, ρεκόρ χειρότερης συρρίκνωσης. Εν τω μεταξύ, η Παγκόσμια Τράπεζα προβλέπει ότι η συνδημία COVID-19 θα μπορούσε να αναγκάσει άλλα  150 εκατ. ανθρώπους σε ακραία φτώχεια, που θα προστεθούν στα 835 περίπου που ήταν προ πανδημίας.
Άλλωστε, μερικές από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου - συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών - απέτυχαν να προστατέψουν τα φτωχότερα και τα πιο ευάλωτα στρώματα του πληθυσμού τους από τις επιπτώσεις της συνδημίας. Υπάρχει μια τάση-και είναι λογικοθυμική- να θέλουμε να επιστρέψουμε στην προ COVID-19 εποχή, αλλά υπάρχει επίσης ένα «πολύ στενό το παράθυρο» από το οποίο μπορούμε να μπούμε.
Έτσι, όταν όλα φαίνεται να καταρρέουν, το ζήτημα του πώς να τα ξαναχτίσει κανείς, γίνεται πιο πιεστικό από ποτέ.
Για μερικούς, ο ιός ενίσχυσε την πεποίθηση ότι η ιδέα να κάναμε εθελοντικά όσα έπρεπε για να αποφύγουμε την κατάρρευση, είναι απλώς φανταστική. «Οι άνθρωποι δεν θέλουν να εγκαταλείψουν τα πράγματα που τους αρέσουν», λένε. Η δυσκολία επιβολής και διατήρησης του lockdown, δείχνει τις προκλήσεις και τις δυσκολίες της αναμόρφωσης μιας ολόκληρης κοινωνίας για να ζει με λιγότερα.
Αλλά για άλλους, η πλήρης καταστροφή της οικονομίας στην οποία την οδηγεί το COVID-19, σε συνδυασμό με τη (πολύ) σύντομη μείωση της ρύπανσης που προκάλεσε, σηματοδοτεί πολύ βαθύτερες αναγκαίες αλλαγές. Τον Μάιο, μια ομάδα περισσότερων από 1.100 υποστηρικτών της «Αποανάπτυξης», υπέγραψε ένα μανιφέστο καλώντας τις κυβερνήσεις να αδράξουν την ευκαιρία και να στραφούν προς ένα «ριζικά διαφορετικό είδος κοινωνίας, αντί να προσπαθούν απεγνωσμένα να θέσουν ξανά σε λειτουργία την «καταστροφική ανάπτυξη».
Έχουμε λοιπόν και σημαντικές ενδείξεις ότι θα χρειασθεί να γίνουν μεγάλες αλλαγές, αν δεν θέλουμε να πάμε στην κατάρρευση!

Ειδικά για την μετά-COVID Ελλάδα:
Για να ξεφύγει η χώρα από τη μέγγενη των χρεών, από την φτωχοποίηση και το πολιτισμικό αδιέξοδο, καθώς και από την κατάθλιψη και την μεμψιμοιρία στην οποία έχει πέσει ο πληθυσμός της-ιδίως μετά το σοκ της πανδημίας και τον εγκλεισμό του στα σπίτια- θα χρειασθεί, μετά το πέρασμα της καταιγίδας, να αναπτερωθεί το ηθικό του μέσα από μια στροφή προς μια ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση .  Εφαλτήρας μπορεί να γίνει ο αγροδιατροφικός τομέας και στη συνέχεια ο μεταποιητικός ένδυσης- υπόδησης, ο ενεργειακός και ο ήπιος ποιοτικός τουρισμός να την συμπληρώσουν. Είναι μια εναλλακτική στη σημερινή κυρίαρχη κατεύθυνση, που δεν χρειάζονται κεφάλαια, ξένες επενδύσεις, χωροταξικά σχέδια, υπερτοπικές συγκεντρώσεις, μεγαλεπήβολα και εξουθενωτικά μεγέθη και ρυθμούς. Τοπικοποίηση και αποανάπτυξη θα μπορούσε να είναι η διέξοδος για την χώρα, στην μετά-COVID εποχή!

0 Comments

Η «Συνδημία», ο παγκόσμιος καπιταλισμός και η ευκαιρία για κοινωνίες Αποανάπτυξης!

30/11/2020

1 Comment

 
  1.  Συνδημία αντί Πανδημία
Μέχρι τώρα, οι επιστήμονες είχαν χρησιμοποιήσει τον όρο Παγκόσμια Συνδημία (Global Syndemic), για να χαρακτηρίσουν τη μεγαλύτερη απειλή που υπήρχε για την ανθρωπότητα και τον πλανήτη: τη παγκοσμιοποιημένη αλληλεπίδραση των τριών «επιδημιών», της παχυσαρκίας, του υποσιτισμού και της κλιματικής αλλαγής, που ο συνδυασμός τους έπληττε και πλήττει τους περισσότερους ανθρώπους σχεδόν παντού στη Γη[1].
Από τις αρχές του 2020 έχουμε επιπλέον την επιδημία COVID-19, την οποία ο ΠΟΥ(Παγκόσμιος οργανισμός Υγείας) χαρακτήρισε ως πανδημία. Στο περιοδικό «The Lancet», η πανδημία αυτή παρουσιάζεται ως συνδημία[2]. Είναι συνδημική η φύση της απειλής που αντιμετωπίζουμε σήμερα, με την έννοια ότι απαιτείται μια πιο προσεκτική προσέγγιση εάν θέλουμε να προστατεύσουμε την υγεία των κοινοτήτων μας. Μια συνδημική προσέγγιση αποκαλύπτει βιολογικές και κοινωνικές αλληλεπιδράσεις που είναι σημαντικές για την πρόγνωση, τη θεραπεία και την πολιτική υγείας. Ο Corona είναι πιο επικίνδυνος, όχι μόνο όταν υπάρχει συν-νοσηρότητα, δηλαδή όταν συνοδεύεται και από άλλες υποκείμενες μη μεταδοτικές ασθένειες, αλλά γιατί υπάρχουν ταυτόχρονα βιολογικές και κοινωνικές αλληλεπιδράσεις συνθηκών και καταστάσεων-βλέπε κοινωνικοοικονομικές ανισότητες- που αυξάνουν την ευαισθησία ενός ατόμου. Στην περίπτωση του COVID-19, η αντιμετώπιση των μη μεταδοτικών ασθενειών (Noncommunicable Diseases -NCDs), θα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή συγκράτηση του Κορονοϊού (COVID-19 is not a pandemic. It is a syndemic).

2. Η συστημική αντιμετώπιση της συνδημίας
Τα γεγονότα που ακολούθησαν μετά το ξέσπασμα της κρίσης του Κορονοϊού, δημιούργησαν τις τέλειες συνθήκες ώστε οι κυβερνήσεις και η παγκόσμια ελίτ να αρπάξει την ευκαιρία να εφαρμόσει τέτοια μέτρα πολιτικής ατζέντας, που σε κάθε άλλη περίπτωση θα προκαλούσαν μεγάλη αντίδραση από τους «από κάτω» υπηκόους της.
Ακολούθησαν ένα προσχέδιο μέτρων που προωθείται από το πολιτικό προσωπικό των ελίτ εδώ και δεκαετίες και είναι γνωστό σαν «Δόγμα του Σοκ», το οποίο πρώτη έχει περιγράψει η Ναόμι Κλάιν στο ομώνυμο βιβλίο της, και ταιριάζει στο τελευταίο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού, δηλαδή στον «Καταστροφικό Καπιταλισμό».
Εφαρμόζονται, για παράδειγμα στις ανεπτυγμένες χώρες, ως μέτρα αναχαίτισης των αποτελεσμάτων της συνδημίας, ένα πακέτο περικοπών, όχι επειδή πιστεύουν πως θα είναι ο πιo αποτελεσματικός τρόπος για να απαλύνουν τα δυσάρεστα αποτελέσματά της, αλλά γιατί είχαν ήδη έτοιμα ανάλογα σχέδια και τώρα βρήκαν την ευκαιρία να τα εφαρμόσουν. Οι ελίτ εκμεταλλεύονται- και θα εκμεταλλευτούν στη συνέχεια- την συννδημία ως «τέλεια καταιγίδα».
Στον «Καταστροφικό Καπιταλισμό» και στις μεγάλες κρίσεις, οι μεγάλες κυρίως πολυεθνικές ιδιωτικές επιχειρήσεις βρίσκουν πάντα την ευκαιρία να κερδοσκοπήσουν στο έπακρο και να συσσωρεύσουν κεφάλαια και για μετά την κρίση, ενώ το πολιτικό προσωπικό χρησιμοποιεί στρατηγικές που προωθούν πολιτικές συστηματικής διεύρυνσης της ανισότητας και παραπέρα πλουτισμού των ελίτ . Σε στιγμές κρίσης οι άνθρωποι έχουν την τάση να εστιάζουν στις καθημερινές τους ανάγκες για να επιβιώσουν και εμπιστεύονται επίσης περισσότερο τους ειδικούς και όσους κατέχουν την εξουσία-πόσο μάλλον στα πλαίσια της σημερινής υγειονομικής κρίσης, που κινδυνεύει ό,τι πιο πολύτιμο έχουν, η υγεία και η ίδια η ζωή τους. Την ώρα λοιπόν της κρίσης του Κορονοϊού, δεν μπορούν να προσέξουν όσο πρέπει το παιχνίδι της εξουσίας με τις επιθυμητές στην ελίτ, αλλά αντιδημοφιλείς για τους «από κάτω» πολιτικές.
Η στρατηγική που ακολουθείται από τις κυβερνήσεις παντού σήμερα, είναι να μεγιστοποιούν τη σύγχυση και να ελαχιστοποιούν την προστασία, και δεν πρόκειται για μία συνωμοσία. Είναι απλά ο τρόπος που αντιμετωπίζουν αυτή την κρίση, που δεν θα μπορούσε να είναι παρά η κακοδιαχείρισή της, αφού στα πλαίσια των παγκοσμιοποιημένων καπιταλιστικών σχέσεων, η εξάπλωση του ιού γίνεται με πολύ συγκεκριμένο τρόπο: από άνθρωπο σε άνθρωπο, συνδεδεμένων με ανθρωποδίκτυα στα πλαίσια των παγκοσμιοποιημένων οικονομικών και κοινωνικών δικτύων. Όπως όλα τα πλανητικά δίκτυα, έτσι και τα ανθρωποδίκτυα είναι τόσο πολύπλοκα συστήματα που λειτουργούν χαοτικά (με την μαθηματική έννοια του όρου) και δεν είναι εύκολο να ελεγχθούν. Να υπενθυμίσουμε βέβαια και το χαρακτηριστικό των σημερινών καπιταλιστικών κοινωνιών, σαν κοινωνιών της διακινδύνευσης, που, ακόμα και αν είναι τεχνολογικά και οικονομικά αναπτυγμένες, παραμένουν ευάλωτες σε «κινδύνους που δεν μπορούν να διαγνωστούν». Ειδικά όταν συνδυάζονται με το γεγονός των τελευταίων χρόνων, της υποβάθμισης δηλαδή και των ελλείψεων των προγραμμάτων δημόσιας υγείας και της ανυπαρξίας προστασίας των εργαζομένων.
Ο συνδυασμός αυτών των ελλείψεων προκάλεσε και το υπέρμετρο σοκ σήμερα στους «από κάτω». Και αυτό θα το εκμεταλλευτούν οι «από πάνω», για να διασώσουν τις βιομηχανίες τους -που βρίσκονται στο επίκεντρο της πιο ακραίας κρίσης που αντιμετωπίζουμε σήμερα, της κλιματικής κρίσης- τη βιομηχανία αερομεταφορών, τη βιομηχανία πετρελαίου και αερίου, τη βιομηχανία πολυτελούς τουρισμού (κότερα, γιοτ, κρουαζιέρες) κ.λπ. Θέλουν με κάθε τρόπο να υποστηρίξουν και να διατηρήσουν όλους αυτούς τους τομείς, που κλυδωνίζονται σήμερα λόγω των μέτρων για την προστασία του κλίματος, μετά τη συμφωνία του Παρισιού.
Μη ξεχνάμε πως ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός δεν έχει μόνο παγκοσμιοποιήσει την ασθένεια, έχει οξύνει ταυτόχρονα την κλιματική κρίση, την οικολογική κρίση, τη διατροφικής κρίση, τη συγκέντρωση υπερπληθυσμών σε τερατουπόλεις –όπου ο αέρας δεν αναπνέεται-την αύξηση της αστικοποίησης και της χρήσης γης εις βάρος των δασών και της άγριας ζωής, την εξαφάνιση ειδών, την υποβάθμιση των εδαφών από τη βιομηχανική γεωργία με τις αντίστοιχες χημικές εισροές, την αύξηση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων στις ανθρώπινες κοινότητες κ.λπ.
Από αυτή την όξυνση, βγαίνουν πάντα οι κερδισμένοι και οι χαμένοι. Από την όξυνση της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 π.χ. μάθαμε ότι ιδιωτικοποιούνται τα κέρδη, ενώ οι ζημίες κοινωνικοποιούνται: είδαμε να εφαρμόζεται η διάσωση των Τραπεζών, με λευκές επιταγές και ποσά που τελικά έφτασαν σε τρισεκατομμύρια δολάρια σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ το πραγματικό κόστος το μετακύλισαν στη μεσαία τάξη και τους «από κάτω», μέσω πολιτικών και «μνημονίων» οικονομικής λιτότητας (περικοπών των κοινωνικών παροχών, μειώσεις μισθών και συντάξεων κ.λπ.). Έτσι δεν πρόκειται απλά για το τι συμβαίνει κάθε φορά στον αντίστοιχο χρόνο, αλλά για το «πώς θα αποπληρωθούν αυτά τα κόστη όταν έρθει η ώρα του λογαριασμού».
Την τωρινή κρίση του Κορονοϊού μάλιστα, οι ΗΠΑ και ο Τραμπ προσπάθησαν να τη χρησιμοποιήσουν και ως μοχλό πίεσης για να αλλάξουν εχθρικά τους καθεστώτα, όπως της Βενεζουέλας ή του Ιράν, ενισχύοντας τις κυρώσεις εναντίον τους γνωρίζοντας ότι ο κορονοϊός θα προκαλέσει εκατόμβες νεκρών στα ήδη διαλυμένα συστήματα υγείας τους.
Όμως η καθολική ακινησία της οικονομικής δραστηριότητας, που επιβλήθηκε στις περισσότερες χώρες είχε και ανεπιθύμητες «παράπλευρες παρενέργειες». Δεν έφερε μόνο προσωρινή απώλεια κερδών σε πολλούς κλάδους της οικονομίας, αλλά και την απόγνωση πως ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων οδεύει προς την χρεοκοπία. Βέβαια κάποιοι κλάδοι της καπιταλιστικής οικονομίας κερδοσκοπούν με την δράση του κορωνοϊού. Οι πολυεθνικές των φαρμάκων για παράδειγμα, που ανταγωνίζονται σήμερα για το ποια θα κατασκευάσει πρώτη το εμβόλιο κατά του κοροναϊού, περιμένουν να συσσωρεύσουν τεράστια κέρδη από τον εμβολιασμό δισεκατομμυρίων ανθρώπων, αν πείσουν τα πολιτικά συστήματα εξουσίας να κάνουν υποχρεωτικό τον εμβολιασμό για τους υπηκόους τους! Αλλά αυτό δεν φτάνει για να σωθεί το σύστημα, γιατί στο μεταξύ η κοινωνία που ξαφνικά μπήκε στην «εντατική του φόβου και της αστυνομικής απαγόρευσης», άρχισε να συνειδητοποιεί τη δύναμή της και να διερωτάται για τις ευθύνες του καπιταλισμού και των διαχειριστών του, αναζητώντας εναλλακτικές μορφές οικονομίας και κοινωνικής συμβίωσης.

3. Ποια η επιθυμητή αντιμετώπιση της συνδημίας από τους «από κάτω»

Οι «από κάτω», κάθε φορά που δοκιμάζονται από μία κρίση, είτε οπισθοχωρούν και διαλύονται από την ανημπόρια και την απάθεια, είτε ανασυντάσσονται και βρίσκουν τη δύναμη για αντίσταση, αλληλεγγύη, συμπόνια και συνεργασία , αξίες τις οποίες ανακαλύπτουν ξανά ότι τις κατέχουν. Αυτή η συνδημία είναι μία από αυτές τις δοκιμασίες. Αντί του αισθήματος της αδυναμίας και της στάσης της παραίτησης, ας ελπίσουμε αυτή τη φορά ότι θα επιλέξουμε και θα βρούμε τη δύναμη να αντιτάξουμε μια θετική στάση.
Ειδικότερα στη χώρα μας: για να ξεφύγει από τη μέγγενη των μνημονίων, από την φτωχοποίηση και το πολιτισμικό αδιέξοδο, καθώς και από την κατάθλιψη και την μεμψιμοιρία στην οποία έχει πέσει ο πληθυσμός της-ιδίως μετά το σοκ της συνδημίας και τον εγκλεισμό του στα σπίτια, θα χρειασθεί –μετά το πέρασμα της καταιγίδας- να αναπτερωθεί το ηθικό του μέσα και από μια ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση. Εφαλτήρας για την διέξοδο μπορεί να γίνει ο αγροδιατροφικός τομέας και στη συνέχεια ο μεταποιητικός ένδυσης- υπόδησης, ο ενεργειακός και ο ήπιος ποιοτικός τουρισμός να την συμπληρώσουν. Είναι μια εναλλακτική στη σημερινή κυρίαρχη κατεύθυνση, που δεν χρειάζονται κεφάλαια, ξένες επενδύσεις, χωροταξικά σχέδια, υπερτοπικές συγκεντρώσεις, μεγαλεπήβολα και εξουθενωτικά μεγέθη και ρυθμούς.
Ας ξεκινήσουμε από την αντίσταση στα σχέδια της ελληνικής ελίτ, η οποία πρώτη έσπευσε να χρησιμοποιήσει το «επιτελικό» κράτος της καταστολής για την αντιμετώπιση της συνδημίας, για να απαιτήσουμε μέτρα για την αναβάθμιση καταρχήν του ελληνικού συστήματος υγείας και στη συνέχεια μέτρα για την οικονομική ανακούφιση των Ελλήνων «από κάτω» με τη θέσπιση ενός πανευρωπαϊκού άνευ όρων βασικού εισοδήματος[3].
Ο λόγος που υπάρχει η ελπίδα πως αυτή τη φορά θα καταφέρουμε να επιλέξουμε ένα ευτοπικό μέλλον για μας και τα παιδιά μας, είναι πως από το 2008 και μετά, απομυθοποιήθηκε η υπόσχεση του καπιταλιστικού μοντέλου «ανάπτυξης» για κοινωνίες «ευημερίας, ασφάλειας και αφθονίας». Έχει δημιουργηθεί «από τα κάτω» ένα παγκόσμιο κίνημα από τους «από κάτω» που προτείνει μία εναλλακτική πολιτική, ένα διαφορετικό είδος αντίδρασης στην κρίση, που φτάνει μέχρι και τις ρίζες που την προκαλούν και απαιτεί τη ριζική αλλαγή του συστήματος. Προς την κατεύθυνση της αποανάπτυξης-τοπικοποίησης, του κοινοτισμού και της άμεσης δημοκρατίας, με στήριξη στα κοινά συλλογικά και κοινωνικά αγαθά, καθώς και στις αξίες της αλληλεξάρτησης, της ενσυναίσθησης, της συνεργασίας και συνεργατικότητας.
Μία κρίση όπως αυτή που ζούμε σήμερα-που από υγειονομική θα εξελιχθεί σίγουρα και σε οικονομική κρίση μεγαλύτερη από αυτήν του 2008-μας δείχνει καθαρά την άμεση εξάρτηση που έχουμε όλοι μεταξύ μας. Ανακαλύπτουμε σε πραγματικό χρόνο πως είμαστε πολύ περισσότερο διασυνδεδεμένοι ο ένας με τον άλλο, παρά τον άκρατο ατομικισμό στον οποίο μας ωθούσε το βάρβαρο οικονομικό σύστημα που επικρατούσε μέχρι τώρα. Νομίζαμε πως είμαστε ασφαλείς εάν έχουμε μια καλή ιδιωτική ασφάλεια και υγειονομική περίθαλψη, αλλά αν το άτομο που φέρνει το φαγητό που παραγγείλαμε στο σπίτι ή που πακετάρει τις συσκευασίες στα σουπερμάρκετς δεν έχει ασφάλεια και ικανή υγειονομική περίθαλψη, δεν θα είμαστε ποτέ ασφαλείς. Εάν δεν φροντίσουμε ο ένας τον άλλο, κανείς μας δεν θα βρει φροντίδα. Είμαστε όλοι μας αλληλο-συνδεδεμένοι, καθώς είναι πια αποδεδειγμένο ότι δεν υπάρχει ατομική υγεία, αλλά υγεία που μπορεί να διατηρηθεί μόνο σε συλλογικό επίπεδο. Όταν ο καθένας κάνει αυτά που πρέπει χάριν της υγείας της κοινότητας και η κοινότητα φροντίζει τα μέλη της, το καθένα χωριστά, γιατί η συλλογική υγεία εξαρτάται από την υγεία του καθένα.
Στον καθένα μας υπάρχουν διαφορετικές πλευρές του εαυτού μας. Αν συμμετέχουμε σε ένα σύστημα που ξέρουμε πως δεν υπάρχει αλληλεγγύη και φροντίδα για τους ανθρώπους, δεν υπάρχει ισότιμη κατανομή των αγαθών, τότε ασφαλώς και θα επικρατήσει το άπληστο, αρπακτικό κομμάτι του εαυτού μας, που θα χρειασθεί να πατήσει επί πτωμάτων για να επιβιώσει και να «αδειάσει τα σουπερμάρκετ από χαρτί υγείας και μακαρόνια», αν μπορεί.
Έχοντας όμως αυτό ως επίγνωση, μπορεί να σκεφτεί και να φανταστεί κανείς εύκολα, ένα εναλλακτικό σύστημα, στο οποίο δε θα χρειάζεται να αποθησαυρίζει, να λεηλατεί και να αρπάζει για να φροντίσει μόνο τον εαυτό και τους δικούς του, γιατί θα υπάρχει μοιρασιά στα διαθέσιμα αγαθά και φροντίδα της κοινότητας ακόμα και για τους πιο ευάλωτους. Απλά χρειάζεται να επανανοηματοδοτήσουμε τη ζωή μας. Μας χρειάζεται ένα σύστημα που θα προωθεί και θα αναδεικνύει τη θετική μας πλευρά, αυτή της συλλογικής συνύπαρξης. Της πλευράς μας εκείνης που θα μας οδηγήσει σε κοινωνίες αποανάπτυξης, αποφεύγοντας τη επερχόμενη κατάρρευση!
 Ο καπιταλισμός ήταν και είναι ένα σύστημα που έχει ιστορικά επιδείξει μια τεράστια ικανότητα προσαρμογής στις διάφορες προκλήσεις. Το μεγάλο ερώτημα σήμερα όμως είναι το αν δεν χάνει τα φρένα που στο παρελθόν του επέτρεψαν να επιβιώσει. Η μη προβλεψιμότητα με την οποία ο καπιταλισμός αντιμετωπίζει την υγειονομική και οικολογική κρίση δείχνει ότι γρήγορα πηγαίνει σε μια φάση της τελικής διάβρωσης, από την οποία έχει μόνο μία διέξοδο: τον οίκο-φασισμό, μια προοπτική που βασίζεται στην ιδέα ότι πολλοί άνθρωποι στον πλανήτη περισσεύουν. Δρα περιθωριοποιώντας αυτούς που περισσεύουν. Αυτό το κάνει ήδη και στην πιο σκληρή του εκδοχή, τους εξοντώνει, κάθε φορά περισσότερο συνειδητοποιημένος  για την επικείμενη γενική έλλειψη και όλο και πιο αποφασισμένος να διατηρήσει τους σπάνιους πόρους σε λίγα χέρια. Μεγαλύτερη πιθανότατα από τον οικοφασισμό, ίσως, έχει ένα σενάριο νεοφεουδαρχισμού[4], με μόλις το 1% των αγροτικών επιχειρήσεων να ελέγχει το 70% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων και με τους καπιταλιστές κυρίαρχους να αντιμετωπίζουν τους «από κάτω» τους, μικροαγρότες, εργάτες, υπαλλήλους και υποτελείς, ως δουλοπάροικους.
Σαν εναλλακτική λοιπόν στις παραπάνω διεξόδους του καπιταλισμού, προτείνεται η προοπτική της αποανάπτυξης, που δεν είναι παραίτηση, μελαγχολία και συρρίκνωση: βασίζεται στη βεβαιότητα ότι μπορούμε να ζήσουμε καλύτερα-να πετύχουμε την ευζωία- με λιγότερα, αν είμαστε φυσικά ικανοί, να αναδιανέμουμε τον πλούτο. Σύμφωνα με τον Κάρλος Τάιμπο, η εναλλακτική πρόταση, μπορεί να συνοψιστεί και σε τέσσερα ρήματα, που αρχίζουν από άλφα: αποαστικοποιούμε, αποτεχνολογοποιούμε, αποπατριαρχούμε και απλοποιούμε τις κοινωνίες μας.


[1] Σε επιστημονική έκθεση, που είχε παρουσιαστεί το 2019 στο ιατρικό περιοδικό «The Lancet» από 43 επιστήμονες 14 χωρών, τονίζεται ότι ισχυρά τα οικονομικά συμφέροντα, η έλλειψη πολιτικής βούλησης και οι ανεπαρκείς πρωτοβουλίες της κοινωνίας για αλλαγή στέκονται εμπόδιο στο να υπάρξει μια συντονισμένη διεθνής δράση απέναντι στην Παγκόσμια Συνδημία, με συνέπεια να μην έχουν σταματήσει την ανοδική πορεία τους τα ποσοστά παχυσαρκίας και υποσιτισμού, ούτε οι εκπομπές «αερίων του θερμοκηπίου». Ενδεικτικά, όπως αναφερόταν, περίπου δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως έχουν παραπανίσια κιλά στο σώμα τους, κάτι που συνδέεται με τέσσερα εκατομμύρια θανάτους ετησίως και μια επιβάρυνση περίπου δύο δισεκατομμυρίων δολαρίων για την παγκόσμια οικονομία (το 2,8% του παγκόσμιου ΑΕΠ). Ταυτόχρονα, 815 εκατομμύρια άνθρωποι υποφέρουν από χρόνιο υποσιτισμό. Επίσης, το μελλοντικό κόστος της κλιματικής αλλαγής εκτιμάται ότι θα φθάσει το 5% ως 10% του παγκοσμίου ΑΕΠ.

[2]Μια συνδημία δεν είναι απλώς μια συν-νοσηρότητα. Οι συνδημίες χαρακτηρίζονται από βιολογικές και κοινωνικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ συνθηκών και καταστάσεων, αλληλεπιδράσεις που αυξάνουν την ευαισθησία ενός ατόμου για βλάβη ή επιδείνωση της υγείας του.

[3] Συντασσόμενοι και οι Έλληνες «από κάτω» με το πανευρωπαϊκό κίνημα πολιτών που καλεί την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως την Ευρωομάδα, να δημιουργήσει ένα χρηματοδοτικό μέσο υπό την ηγεσία της ΕΕ που θα επιτρέπει σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ να εισάγουν γρήγορα ένα άνευ όρων βασικό εισόδημα.

[4] Μόλις το 1% των αγροτικών επιχειρήσεων ελέγχει το 70% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων, εξέλιξη που απειλεί τις ζωές 2,5 δισ. μικροκαλλιεργητών, το περιβάλλον και την υγεία τωρινών και μελλοντικών γενεών. Η γη που μας τρέφει συγκεντρώνεται με την παρέμβαση του γνωστού… «αόρατου χεριού της αγοράς» σε όλο και λιγότερα χέρια επιφέροντας καταστροφικές συνέπειες σε κλίμα, περιβάλλον, διατροφή, δημόσια υγεία, νυν και μέλλουσες κοινωνίες, προειδοποιεί μια σημαντική μελέτη από τον Διεθνή Συνασπισμό για τη Γη (International Land Coalition).

1 Comment
<<Previous

    Αρχείο

    March 2021
    January 2021
    December 2020
    November 2020
    October 2020
    July 2020
    March 2020
    February 2020
    October 2019
    September 2019
    August 2019
    May 2019
    March 2019
    February 2019
    December 2018
    November 2018
    July 2018
    April 2018
    October 2017
    September 2017
    July 2017
    June 2017
    May 2017
    April 2017
    March 2017
    February 2017
    December 2016
    November 2016
    July 2016
    June 2016
    March 2016
    October 2015
    July 2015
    May 2015
    April 2015
    March 2015
    January 2015
    December 2014
    October 2014
    September 2014
    June 2014
    March 2014
    February 2014
    September 2013
    July 2013
    April 2013
    February 2013
    December 2012
    November 2012
    October 2012
    September 2012
    August 2012
    July 2012

    ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΛΕΜΠΑΣ 

    Πρώην εκπαιδευτικός ΜΕ(Μαθηματικός)και οικο-γεωργός στο Πήλιο. Από το 1990, που "επανατοπικοποιήθηκε", προσπαθεί δια του "παραδείγματος" να συμβάλει στη διαμόρφωση της κατεύθυνσης της τοπικοποίησης 

    Επικοινωνία: gkolempas@yahoo.gr 

    Κατηγορίες

    All
    Διατροφική Κυριαρχία
    Η διευρυμένη οικογένεια
    Η κατεύθυνση της τοπικοποίησης
    Μια ανάλυση που οδηγεί σε άλλα μονοπάτια.
    Οι δομές της κοινωνίας της αποανάπτυξης
    Τα χαρακτηριστικά της τοπικοποιημένης
    Τι να κάνουμε: τα πρώτα βήματα
    Το κίνημα του Κοινοτισμού σήμερα
    Το νέο είδος πολιτικής και οργάνωσης
    Το πλαίσιο της Τοπικοποίησης

    RSS Feed

© Copyright 2018 Topikopoiisi all rights preserved.                                                                                            Webpage designed by PowerGraph